Πόντος και Αριστερά

……. 'μώ τον νόμο σ' !

-Γεωργίου Σκληρού: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Το κείμενο αυτό του Πόντιου από την Κερασούντα Γεωργίου Σκληρού (Κωνσταντινίδη), γράφτηκε λίγο μετά το νεοτουρκικό πραξικόπημα του 1908. Ο Σκληρός θεωρείται πατέρας της ελληνικής μαρξιστικής κοινωνιολογίας και είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τα μαρξιστικά θεωρητικά εργαλεία για να αναλύσει την ελληνική κοινωνία και τον περιβάλλοντα χώρο. Το κείμενο αυτό αναφέρεται σε μια σκοτεινή εποχή, για την οποία αργότερα θα καλλιεργηθουν πλείστοι όσοι μύθοι, που επιζούν έως σήμερα και διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την ιστορική εικόνα που έχουμε για το πρόσφατο παρελθόν. Δημοσιεύεται εδώ για να διευκολύνει μια γόνιμη συζήτηση που έχει ξεκινήσει.

 0002_1.jpg

(Ο Ηλίας Κωνσταντινίδης με τα παιδιά του στην Τραπεζούντα. Πρώτος από αριστερά στη δεύτερη σειρά ο Γ. Σκληρός)

«Audiatur et altera pars»

Εισαγωγή

      Το ανατολικό ζήτημα κατάντησε και πάλι το φλέγον ζήτημα της ημέρας, και θα
μείνει τέτοιο ίσαμε τη λύση του, από την οποίαν εξαρτάται η τύχη, δηλ. η
πρόοδο και ανάπτυξη των λαών της Ανατολής. Όσο και αν είναι πιθανό
εξωτερικές αιτίες και δυνάμεις απρόβλεπτες να επηρεάσουνε τον κανονισμό του
ζητήματος, κυρίως όμως η πορεία του εξαρτάται από την πολιτική ταχτική, την
οποία θ’ ακολουθήσουν οι κύριοι παράγοντες του ζητήματος, που είναι οι
αμέσως ενδιαφερόμενοι λαοί της Ανατολής, οι πιο πολύ πιεζόμενοι από τη
σημερινή κατάσταση των πραγμάτων. Αλλ’ ακριβώς αυτή η ταχτική είναι ο κόμπος
του ζητήματος. Γιατί για να χαρακτή η ταχτική ενός ζητήματος, απαιτείται
πρώτα να γνωριστή και να εκτιμηθή η πραγματική θέση του, που πάλι μπορεί να
γίνη μονάχα αφού πρώτα εξεταστή και μελετηθή η γέννηση και υπόστασή του.

skliros1_.jpg
Γιατί μονάχα με την ανάλυση κάθε ίσαμε σήμερα όψης ενός ζητήματος μπορεί να
γνωριστή η τωρινή του θέση, και μονάχα στο γνωρισμό της πραγματικότητας
μπορεί να μας δοθή η φάση της κατοπινής εξέλιξής του, και απάνω σ’ αυτή να
βασιστή μια λογική ταχτική.

Με τη γεννητική αυτή μέθοδο θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε κ’ εμείς όσο
μπορούμε συντομώτερα και το ζήτημα της Ανατολής, πρώτα εξετάζοντας τη
γέννηση και εξέλιξή του ίσαμε σήμερα, και ύστερα ορίζοντας τη σημερινή
πραγματική του θέση και προσπαθώντας από τα ίσαμε τώρα δομένα να φανταστούμε
την κατοπινή εξέλιξή του και να υποδείξουμε την ταχτική, που πρέπει, κατά τη
γνώμη μας, ν’ ακολουθήσουνε οι λαοί της Ανατολής, και πρώτα απ’ όλους εμείς
οι Έλληνες απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα.

Πριν όμως προχωρήσουμε στο καθαυτό θέμα μας, ας χαράξουμε λίγες γενικές
γραμμές, απαραίτητες για την ευκολώτερη κατανόηση του θέματός μας.

Όλοι ξέρουμε, πως ένας αμόρφωτος άνθρωπος είναι όχι μονάχα υποκειμενικώτατος
στις κρίσεις του, αλλά και σ’ όλα του «άνθρωπος της στιγμής». Η σκέψη του
δηλαδή, η παρατήρησή του, το ενδιαφέρο του, δεν μπορούν να πάνε μακρύτερα
από το φαινόμενο της στιγμής. Του λείπει εντελώς κάθε βαθύτερη παρατήρηση,
κάθε σύγκριση φαινομένων τωρινών με περασμένα, κάθε γενικώτερη σκέψη για το
βίο, κάθε ανάλυση του εαυτού του, των άλλων και της κοινωνίας. Κέντρο του
παντός είναι ο εαυτός του, και κριτήριο του έξω κόσμου τα υποκειμενικά του
συναισθήματα της κάθε μιας στιγμής. Σ’ αυτά απάνου ρυθμίζει και προσαρμόζει
τον έξω κόσμο. Με δυο λέξεις: μια μηχανική, υποκειμενική φυτοζωΐα της
στιγμής.

Ό,τι γίνεται σ’ έναν αμόρφωτο, δεν μπορεί βέβαια να μη συμβή και σε μια
αμόρφωτη κοινωνία, που βρίσκεται ακόμα στο παιδικό στάδιο της ανάπτυξής της.
Και σ’ αυτήν όλα υποκειμενικά, όλα της στιγμής. Τίποτα το σοβαρό, τίποτα το
βαθύ, το μόνιμο. Κάθε διορατικότητα μέλλοντος λείπει εντελώς. Όλα τα κρίνει
με το μέτρο της στιγμής, δηλαδή το μέτρο των κάθε φορά συναισθημάτων της,
της κάθε φορά ψυχολογικής της κατάστασης, χωρίς κανένα γενικώτερο,
αντικειμενικώτερο πήχυ. Δεν μπορεί να βγη έξω από τις δικές της τοπικές
συνθήκες, την τοπική της λογική τη θεωρεί σαν απόλυτη, και επομένως
υποχρεωτική για όλο τον άλλο κόσμο, μη θέλοντας να καταλάβη, πως όλα αυτά
έχουνε σημασία μονάχα για τον τόπο της, και δεν έχουν τίποτα το κοινό με το
απόλυτον, και με τη λογική άλλων τόπων με άλλες συνθήκες. Και όχι μονάχα δεν
καταλαβαίνει το σχετικόν της λογικής των φαινομένων για τον καθένα τόπο
ξεχωριστά, αλλά μήτε και το σχετικό της λογικής στον ίδιο τόπο, σε διάφορες
όμως εποχές, επειδή οι συνθήκες συνεχώς αλλάζουν. Ακριβώς το φαινόμενο αυτό
της αλλαγής, της εξέλιξης, δεν μπορεί να το χωνέψη το μη αναπτυγμένο μυαλό.
Για τούτο και τα πράγματα τα παίρνει στάσιμα και όχι μεταβλητά, απόλυτα και
όχι σχετικά, φύσει και όχι θέσει.

Σήμερα δεν μπορούμε βέβαια να εξετάσουμε το σπουδαίο θέμα: τι πράγμα
κανονίζει τη διαρκή αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, τη διαρκή εξέλιξη της
κοινωνίας. Θα παρακαλέσουμε μόνο τον αναγνώστη μας, αν θέλη να καταλάβη καλά
την ανάλυση του θέματός μας, να μη ξεχάση τις δυο βάσεις που βάλαμε: Ότι
δηλ. τίποτα δεν είναι στάσιμο, αλλά όλα αλλάζουν, εξελίσσονται διαρκώς, και
ότι τίποτα επομένως δεν μπορεί νάναι απόλυτο, παρά μόνο σχετικό, σύμφωνα με
τις κάθε φορά συνθήκες. Μ’ άλλα λόγια, ότι τίποτα δεν υπάρχει φύσει, αλλά
όλα θέσει.

Ας δούμε τώρα, κατά πόσον οι γενικές θεωρητικές αυτές βάσεις μας
επιβεβαιούνται από την ιστορία
:

skliros3.jpg

Όλοι, πιστεύω, θάχουν κάτι ακούσει για την οικονομική, κοινωνική και
ιδεολογική εξέλιξη της Ευρώπης. Όλοι θα ξέρουν, πως πρώτα είχαμε το
γεωργικό, φεουδαλικό καθεστώς, που κυριαρχούσε μέχρι προ λίγου, στην Ευρώπη,
και κυριαρχεί ακόμα σ’ όλη την Ασία. Απ’ αυτό το γεωργικό, φεουδαλικό
καθεστώς, εξελίχτηκε σιγά σιγά το αστικό, εμπορικό και βιομηχανικό, που
δυνάμωσε στο τέλος τόσο πολύ, ώστε ανάτρεψε παντού την ίσαμε σήμερα
πανίσχυρη φεουδαλική απολυταρχία. Από την πρώτη αγγλική επανάσταση του 17
αιώνος, ίσαμε τη σημερινή τουρκική, έχουμε ολόκληρη σειρά αστικών
επαναστάσεων, που σιγά – σιγά σ’ όλα τα ευρωπαϊκά και μερικά ασιατικά κράτη
εστερέωσαν αστικό σύνταγμα και αστικές ελευθερίες και υπόσκαψαν μια για
πάντα τον αριστοκρατικό φεουδαλισμό.

Εννοείται ότι και το σημερινό αστικό καθεστώς δεν είναι η τελευταία λέξη της
κοινωνικής εξέλιξης. Κι’ αυτό σιγά – σιγά θα εξελιχτή σε άλλη, ανώτερη
μορφή. Αυτό όμως, σα ζήτημα πιο μακρινού μέλλοντος, το αφίνουμε, και
εξετάζουμε καλύτερα τη διαφορά μεταξύ του περασμένου φεουδαλικού και του
τωρινού αστικού καθεστώτος.

Σύμφωνα με την αρχή που βάλαμε πάρα πάνου, πως τίποτα δεν είναι αιώνιο και
απόλυτο, αλλά σχετικό ανάλογα με τις συνθήκες της εποχής, μπορούμε εύκολα να
καταλάβουμε, πως μεταξύ της ψυχολογίας, της λογικής, επομένως και ταχτικής
των φεουδάλων και αστών, δεν μπορούσε παρά να υπάρχει διαφορά. Και
πραγματικά στο φεουδαλικό καθεστώς λ.χ. λείπει ολότελα η έννοια της
«πατρίδας» και της «φυλής», που σήμερα, καθώς ξέρουμε, παίζει τόσο σπουδαίο
ρόλο. Το εναντίο η «θρησκεία» και η ιδέα του «πατρός μονάρχου», που λίγο τα
προσέχουμε σήμερα, παίζουν εκεί απόλυτο ρόλο. Δυο άνθρωποι λ.χ. διάφορης
φυλής, αλλά ίδιας θρησκείας, στο φεουδαλικό καθεστώς είναι πολύ πλησιέστεροι
μεταξύ τους, παρά δυο άτομα της ίδιας μεν φυλής και γλώσσας, αλλά
διαφορετικής θρησκείας! Το φαινόμενο αυτό και σήμερα ακόμα μπορεί κανείς να
το απαντήση στις μη ανεπτυγμένες φεουδαλικές κοινωνίες. Και πόσο λίγο είτανε
ανεπτυγμένο το εθνικό συναίσθημα στο φεουδαλικό μεσαίωνα, μας το δείχνει το
πως ολάκερες φυλές και έθνη χαρίζουνταν κληρονομία ή προίκα στους διάφορους
τιμαριούχους φεουδάλους, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία από μέρους αυτών
των φυλών.

Στη σημερινή αστική κοινωνία πάλι, το παν είναι η φυλή, η γλώσσα. Μπορείς
νάχης όποια θέλεις θρησκεία, άμα μιλάς την ίδια γλώσσα, κατάγεσαι από την
ίδια φυλή, αυτό αρκεί για να σε θεωρήσουν αδελφό και να σε προστατέψουν.

Α΄ Η γέννηση και η ιστορία του ανατολικού ζητήματος

Το Βυζάντιο είτανε ένα φεουδαλικό καθεστώς. Τα γνωρίσματά του, όπως σ’ όλα
τα φεουδαλικά κράτη, είταν: γεωργικό καθεστώς, απολυταρχικό κράτος,
θεοκρατία και κληροκρατία. Για φυλές, για εθνικότητες, για γλώσσες, για
ανθρωπιστικές ιδέες ούτε λόγος μπορούσε βέβαια, να γίνη. Όλα μια ομοιόμορφη,
αμόρφωτη μάζα, για να υπηρετούν σε δυο Μολόχ: στο μονάρχη και στον κλήρο,
απαράλλαχτα όπως υπερετούσαν στη λοιπή φεουδαλική Ευρώπη στον αυτοκράτορα
και τον Πάπα. Ήρθανε λοιπόν οι φεουδάλοι Τούρκοι με τον αυτοκράτορα και τον
πάπα τους ενωμένους σ’ ένα πρόσωπο, στο σουλτάνο – καλίφη, και υπόταξαν το
Βυζάντιο. Ας δούμε τώρα τι αλλαγή έγινε κάτου από το νέο καθεστώς.

skliros4_.jpg (Ο Γεώργιος Σκληρός με τη στολή των φοιτητών της Ιατρικής Σχολής της Μόσχας το 1904)

Η οικονομική κατάσταση της κοινωνίας, δηλ. το γεωργικό καθεστώς, έμεινε η
ίδια, επομένως και η φεουδαλική μορφή του νέου κράτους σε αιώνες έμεινε κι
αυτή ίδια. Η απολυταρχική μορφή της κυβέρνησης και το θεοκρατικό και
κληρικοκρατικό πνεύμα, επίσης το ίδιο. Άλλαξαν μόνο τα πρόσωπα, τα πράγματα
έμειναν αμετάβλητα. Τον Έλληνα αυτοκράτορα διαδέχτηκε ο Τούρκος, επειδή δύο
αυτοκράτορες δεν μπορούσαν βέβαια να υπάρχουνε μαζί σ’ ένα κράτος. Οι
Έλληνες αριστοκράτες αφομοιώθηκαν οι περισσότεροι με τους νέους καταχτητές,
πράμα πολύ φυσικό στην ψυχολογία τους, γιατί ο αριστοκράτης, ύστερα από
πολεμική ατυχία, προτιμά να φιλιωθή και αφομοιωθή με τον αντίπαλό του
αριστοκράτη φεουδάλο, παρά να κατέβη στο «δουλικό επίπεδο» του ομοφύλου του
όχλου, που τον κυβερνούσε ίσαμε τώρα.

Όσο για τη θρησκεία και τον κλήρο, εδώ συνέβηκε κατιτίς εξαιρετικό. Είπαμε
πάρα πάνου, πως για το φεουδάλο το ισχυρότερο ψυχικό γνώρισμα είναι η
θρησκεία, που τη σέβεται ειλικρινά. Αν ο νέος καταχτητής είχε το ίδιο
θρήσκευμα με τους καταχτηθέντες τότε το πράμα θα είτανε απλό: Καταχτητές και
καταχτηθέντες θα ενώνονταν σ’ ένα θρησκευτικό ρεύμα. Επειδή όμως οι
θρησκείες τους είτανε διαφορετικές, έπρεπε ή να υποχωρήση η μια στην άλληνε
με τη βία ή (σύμφωνα με το σεβασμό που είχαν οι φεουδάλοι στο θρήσκευμα) να
αναγνωριστή η θρησκεία του καταχτηθέντος και να του παραχωρηθούν τα ανάλογα
προνόμια. Στη δική μας περίπτωση, για λόγους οικονομικούς και
συμφεροντολογικούς, συνέβηκε το δεύτερο, και ο καταχτητής έδωσε προνόμια στο
Πατριαρχείο.

skliros5_.jpg (Ο Γ. Σκληρός, ο Α. Δελμούζος και ο Γ. Παπανικολάου στην Ιένα, το 1907)

Από ποιες φυλές και από ποιες γλώσσες συνίστατο το υποταχθέν ποίμνιο, λίγο
εννοείται εσκότιζε το φεουδάλο καταχτητή. Όλη την υπόδουλη μάζα τη θεωρούσε
για χριστιανική και έβαλε τον «ουρούμ» πατριάρχη να την ποιμαίνη. Αν
πρόβλεπε ο φεουδάλος σουλτάνος σε τι μπορούσε να εξελιχτή με τον καιρό η
άμορφη αυτή μάζα και τα μπελάδες θα έφερνε στους Οσμανλίδες, δε θάφινε
βέβαια ρουθούνι. Αλλά είπαμε πάρα πάνου, πως σε μη ανεπτυγμένες, φεουδαλικές
κοινωνίες, δεν είναι δοσμένο να βλέπουν πέρα από τη μύτη τους.

Ας δούμε τώρα ποια στοιχεία είχε το καινούριο τουρκικό φεουδαλικό κράτος:

Πρώτα έχουμε τους καταχτητές Τούρκους, τους μεγάλους φεουδάλους, που πήρανε
τις καλύτερες γαίες στα χέρια τους (τσιφλικάδες). Κατόπιν τους χριστιανούς
που καταγίνουνται στη μικρογεωργία, στη μικροβιοτεχνία και στο εμπόριο. Κατά
φυλές έχουμε: Έλληνες, Σλαύους, Βλάχους, Αρβανίτες, Αρμένιδες κ.τ.λ. Απ’
αυτούς άλλοι ζούνε περισσότερο στα μεσόγεια και καταγίνουνται με τη γεωργία
και χτηνοτροφία, (Βλάχοι, Σλαύοι, Αρβανίτες κ.τ.λ.), και βρίσκουνται
επομένως σε κατώτερο στάδιο οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης
(μικροφεουδάλοι), ενώ άλλοι πάλε ζούνε περισσότερο στις παράλιες πόλεις και
καταγίνουνται με το εμπόριο και τις χρηματιστικές εργασίες (Έλληνες,
κάμποσοι Αρμένιδες κ.τ.λ.), επομένως έχουνε μεγαλύτερη οικονομική και
κοινωνική αστική εξέλιξη.

Ώστε έχουμε τις εξής κατηγορίες: Μεγάλοι φεουδάλοι τσιφλικάδες: Τούρκοι.
Μικρογεωργοί και ποιμένες: Σλαύοι, Βλάχοι, Αρβανίτες. Αστοί – έμποροι:
Έλληνες, Αρμένιδες κ.τ.λ. Αυτά εννοείται σε γενικό σχήμα. Μικρές εξαιρέσεις
υπάρχουν βέβαια, αλλά δεν παίζουνε σπουδαίο ρόλο. Οι Έλληνες λοιπόν, σαν
έμποροι αστοί, είτανε το πιο εξελιγμένο στοιχείο της τουρκικής
αυτοκρατορίας. Αυτό ξηγιέται εύκολα αν θυμηθούμε πως οι Έλληνες είχαν τον
παλαιότερο και μεγαλύτερο πολιτισμό απ’ όλες τις άλλες φυλές.

Η υπεροχή αυτή της κοινωνικής εξέλιξης των Ελλήνων μας ξηγά εύκολα γιατί οι
Έλληνες είτανε οι πρώτοι που δοκίμασαν ν’ αποτινάξουν τον τουρκικό
φεουδαλικό ζυγό. Η ανώτερή τους μόρφωση, η αστική τους υπόσταση και το
μεγάλο ιστορικό παρελθόν δεν τους επιτρέπανε να κοιμούνται, αλλ’
υποδαυλίζανε την ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας. Και με την πρώτη κατάλληλη
στιγμή, από τη μια με την επίδραση της μεγάλης γαλλικής επανάστασης, του
αστικού αναβρασμού της Ευρώπης, κι από την άλλη με τη βοήθεια εξαίρετης
οικονομικής θέσης, κηρύξανε τη επανάσταση.

Η θέση του Ελληνισμού σε όλο το διάστημα της δουλείας και στον καιρό της
επανάστασης, σαν υποδούλου πιεζόμενου, είτανε θέση εκτάκτως επαναστατική.
Όλη η ψυχολογία της ρωμιοσύνης δεν μπορούσε επομένως παρά να είτανε
φιλελεύθερη, ριζοσπαστική, επαναστατική. Τα τραγούδια του Ρήγα μπορούν να
δείξουν σε τι ύψος φιλελεύτερου και δημοκρατικού φρονήματος είχε φτάσει
τότες το ελληνικό πνεύμα με την επίδραση της δουλείας και της πίεσης απ’ τη
μια μεριά και της αστικής επαναστατικής ιδέας της εποχής από την άλλη.

Αρμένηδες και Τούρκοι, Βουλγάροι και Ρωμιοί

Αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή

για την ελευτεριά μας να ζώσουμε σπαθί!

Κατόπιν εννοείται, με την αλλαγή των συνθηκών το βαρόμετρο του Ελληνισμού
έπεσε. Αλλά και τότες όλοι οι Έλληνες δεν είχαν βέβαια την ευρύτητα της
δημοκρατικής πνοής του Ρήγα και των λίγων φωτισμένων οπαδών του. Το
μεγαλύτερο μέρος του Έθνους την ελευθερία την περιώριζε στην εθνική
ανεξαρτησία των Ελλήνων από το ζυγό των Τούρκων. Αυτό είναι και φυσικό, όχι
μόνο για τις συνθήκες της εποχής, αλλά και γιατί σ’ όλες τις επαναστάσεις ο
πολύς όγκος του λαού ποτέ δεν μπορεί να φτάση στο ύψος της δημοκρατικής
μειονοψηφίας.

skliros8.jpg

(Ο Γ. Σκληρός ήταν θεατρόφιλος, από την εποχή ακόμα που ζούσε στην Τραπεζούντα. Από την έποχή αυτή είναι το τετράδιό του, όπου είχε αντιγράψει το έργο του Δ. Κορομηλά, «Η τύχη της Μαρούλας»)

Οι Έλληνες λοιπόν σαν έθνος σηκώθηκαν για ν’ αποχτήσουν την εθνικής τους
ανεξαρτησία. Η αστική λέξη «πατρίς», η οποία αντηχούσε από τους νικηφόρους
στρατούς της επαναστατικής δημοκρατικής Γαλλίας απ’ άκρη σ’ άκρη της
Ευρώπης, αντήχησε τώρα δυνατά και από το Μαλέα ίσαμε το Δούναβη. Εδώ όμως
συνέβη κάτι τι αξιοπαρατήρητο: Οι Έλληνες επειδή διοικούσαν εκκλησιαστικά
και πνευματικά τους άλλους ορθοδόξους λαούς της Τουρκιάς (Σλαύους, Βλάχους
κ.τ.λ.), που, σα γεωργοί μικροφεουδάλοι δεν είχαν ακόμα καμμιά εθνική και
φυλετική συνείδηση, τους θεωρούσαν για δικούς τους, για αληθινούς Έλληνες,
και επομένως κηρύξανε και σ’ αυτούς το κήρυγμα της Ελληνικής παλιγγενεσίας.
Έτσι βλέπουμε την Επανάσταση ν΄ αρχίζη από τη Βλαχιά, σαν από τόπο Ελληνικό.
Οι Έλληνες εταύτισαν τη χριστιανικήν ιδέα με την Ελληνική· αντίληψη εντελώς
φεουδαλική και φυσική για την τότε φεουδαλική εποχή. Η επανάσταση όμως του
Δούναβη δεν  πέτυχε, επειδή οι Βλάχοι και οι Σλαύοι κοιμούντανε ακόμα το
βαθύ τους φεουδαλικό ύπνο, για τους λόγους πούπαμε παρά πάνου, και δεν
είτανε ακόμα ώριμοι για αστικά, πατριωτικά κινήματα. Αλλά και αν ακόμα
είτανε ώριμοι και πρόβαιναν σε εθνική επανάσταση, δεν υπάρχει αμφιβολία πως
το κίνημά τους θα το κάνανε στο όνομα, όχι της ελληνικής, αλλά της δικής
τους εθνικής ιδέας, πράμα που έγινε καθώς ξέρουμε στερνότερα. Η επανάσταση
πέτυχε μονάχα σ’ εκείνο το μέρος, όπου είτανε πιο μαζεμένος ο ελληνικός
πληθυσμός.

Έτσι γεννήθηκε η σημερινή Ελλάδα.

Οι Έλληνες όμως το έργο της αναγέννησης της «μεγάλης Ελλάδας» δεν το
θεωρήσανε ακόμα τελειωμένο. Η «Μεγάλη Ιδέα» έπρεπε να πραγματοποιηθή σιγά
σιγά. Μονάχα προσωρινή ανακωχή έγινε και σιγά σιγά έπρεπε να ελευτερωθούνε
και τάλα υπόδουλα μέρη της «σάπιας Τουρκιάς». Αυτό είτανε το πρόγραμμα του
αναγεννηθέντος Ελληνισμού. Η ανταρτική και φιλελεύθερη ψυχολογία του δεν
έπαψε, βλέπετε, ακόμα. Η θέση του ξακολουθεί να είναι επαναστατική.

Γλήγορα όμως αρχίζουν νέα γεγονότα, βγαίνουν στη μέση νέοι παράγοντες που
αλλάζουν τη φορά των πραγμάτων, παράγοντες που επιδρούνε στην ψυχολογία και
στην ταχτική του Ελληνισμού, και την αναγκάζουν ν’ αλλάξη ολότελα, ν’ αφίση
δηλ. την ίσαμε τώρα ανταρτική και φιλελεύτερη στάση της και να γίνη
συντηρητική. Η θέση λοιπόν του Ελληνισμού από επαναστατική  γίνεται
συντηρητική, πισωδρομική. Αυτό είναι το περιεργότερο και σπουδαιότερο σημείο
στην εξέλιξη της ψυχολογίας της νεωτέρας Ελλάδας, που ξηγά πολλά πράγματα
και που δυστυχώς κανείς δεν μπόρεσε σύγκαιρα να διαγνώση και ξηγήση σωστά.

Τότε μονάχα θα μπορούσε να βαστάξη η Ελλάδα ίσαμε τώρα την επαναστατική και
φιλελεύθερη ψυχολογία της, αν δεν βγαίνανε στη μέση νέοι εξωτερικοί
παράγοντες, ζητώντας το δικαίωμα της «εθνικής τους ύπαρξης» με καταστροφή
της μεγάλης Ιδέας του Ελληνισμού. Μόλις ο Ελληνισμός αποφάσιζε να λάβη
εχτρική στάση απέναντι των «εθνικών τάσεων» των νέων γειτόνων, και τούτο όχι
τόσο απάνου σε πραγματική δύναμη, όσο σε «ιστορικούς λόγους» και «ιστορικά
δίκαια», δεν μπορούσε παρά να δημιουργήση πισωδρομική, συντηρητική
ψυχολογία.

Ο Ελληνισμός αρνιότανε στους άλλους ό,τι ο ίδιος θεωρούσε ιερό και όσιο για
τον εαυτό του. Για να μην ιδή τη μεγάλη του Ιδέα εντελώς καταστραμένη άρχισε
να εύχεται κρυφά να μείνουν όλα στάσιμα, να διαρκέση αιωνίως το άθλιο
φεουδαλικό καθεστώς της Τουρκίας. Το πως το τέτοιο είτανε αδύνατο, το πως η
εξέλιξη αργά ή γλήγορα θα έφερνε αστική επανάσταση στην Τουρκία και πλήρη
πολιτική χειραφέτηση των διαφόρων φυλών του Αίμου, και πως επομένως θα
είτανε καλύτερο μια για πάντα ν’ αφίση τα «ιστορικά δίκαια» και λοιπά
μορμολύκεια και να λάβη την πραγματικότητα όπως είναι, αυτό ποτέ δε θέλησε,
μήτε μπόρεσε να το σκεφτή ο Ελληνισμός, επειδή, όπως είπαμε, σε μη
ανεπτυγμένες κοινωνίες λείπει η επιστημονική μόρφωση, και επομένως δεν τους
είναι δοσμένο να καταλαβαίνουν την πραγματικότητα και να προβλέπουν το
μέλλον.

skliros7_.jpg (Κάρτα που έστειλε ο Γ. Σκληρός από την Ιένα, στην αδελφή του Όλγα στην Τραπεζούντα τον Απρίλιο του 1907)

Τραγική η μοίρα των κοινωνιών και εθνών, που η ιστορία τα αναγκάζει, χωρίς
να το θέλουν και να το συναισθάνουνται, να παίρνουν συντηρητική, πισωδρομική
θέση. Μπορεί νάχουν όλα τα προτερήματα, νάναι έξυπνες, ν’ αποχτήσουν
εξωτερική μόρφωση μεγάλη, και όμως χωρίς να το συναισθάνουνται να είναι
συντηρητικές από φόβο μήπως αντίθετη φιλελεύθερη πολιτική τα αναγκάση να
αναγνωρίσουν δικαιώματα και στους άλλους, που θα ισοδυναμούν με τελειωτικό
χάσιμο της ιδίας φανταστικής ιδιοχτησίας.

Καλύτερα μεγάλα όνειρα -έστω και ουτοπιστικά- παρά μικρή πραγματικότητα. Να,
η τραγική ψυχολογία των εθνών που είχαν άλλοτε μεγάλη ιστορία και
παραδόσεις. Τραγική ψυχολογία, που κατ’ ανάγκην οδηγεί το έθνος αυτό σε
ουτοπιστική, ψεύτικη εχτίμηση της πραγματικότητας, επομένως και εσφαλμένη,
ολεθρία πολιτική ταχτική. Τέτοια είτανε όλη τη ταχτική του Ελληνισμού, και
τα αναπόφευκτα, ολέθρια αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα ολοφάνερα. Η
πραγματικότητα μας εκδικείται τρομερά. Ούτε ένας φίλος! Όλοι εχτροί! Γιατί
σε όλους αρνιότανε ο Ελληνισμός το δικαίωμα της ύπαρξης.

Έτσι, αντίθετα από μας, βλέπουμε τα νέα έθνη, τα χτες ακόμα εντελώς βάρβαρα,
που όμως χάρη στην πιεζόμενη, επομένως και επαναστατική τους θέση, έχουν την
ευκολία να παίζουν το ρόλο φιλελευτέρων, ριζοσπαστικών κοινωνιών, βλέπουμε
αυτά τα ίδια έθνη, που στον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης κοιμούντανε το
βαθύ, φεουδαλικό τους ύπνο, να αρχίζουν να παίζουν τον επαναστατικό τους
ρόλο, και να κορδώνουνται απέναντι του κόσμου σα φύσει τάχατες φιλελεύτερα,
αντίθετα προς τους φύσει δήθεν συντηρητικούς Έλληνες. Και ο ευρωπαϊκός
κοσμάκης τα πιστεύει, επειδή κι αυτός κρίνει με το μέτρο της στιγμής,
θαμπώνεται απ’ το φαινόμενο που βλέπει μπροστά του, λίγο ενδιαφερόμενος για
την ιστορία, και θέλοντας όλα τα πράγματα να τα πάρει φύσει και όχι θέση.
Έτσι κατάντησε τον τελευταίο καιρό να πιστέψουνε πως ο Έλληνας είναι φύσει
συντηρητικός, και τα άλλα έθνη του Αίμου φύσει φελελεύτερα, χωρίς να
κοιτάξουνε το προσωρινό τού φαινομένου, που προσπαθήσαμε να εκθέσουμε.

Ενώ λοιπόν οι Έλληνες βρίσκονταν ακόμα στον επαναστατικό τους οίστρο,
φανταζόμενοι πως σ’ όλη την Ανατολή υπάρχουν μόνο δύο έθνη, οι Έλληνες και
οι Τούρκοι, και πως οι τελευταίοι έπρεπε να υποχωρήσουν στην ορμή της
μεγάλης Ελλάδας, οι Ρουμάνοι ιδρύσανε την ηγεμονία τους, και το 1848 έκαναν
την αστική τους επανάσταση, ή μάλλον την αστική τους μεταπολίτεψη. Το μόνο
που μπορέσαν να πουν οι Έλληνες σ’ αυτό είταν, πως όλοι οι Ρουμάνοι είτανε
«εκρου­μανισθέντες Έλληνες!».

Ύστερα από 25 πάνου κάτου χρόνια οι Βούλγαροι κάμανε το πρώτο βήμα της
αστικής εθνικής τους παλιγγενεσίας: ζητήσανε εκκλησιαστική χειραφέτηση από
το Ελληνικό Πατριαρχείο, σχεδιάζοντας με δαύτη και την εθνική τους
αναγέννηση. Φαινόμενο αναπόφευκτο, φυσικό και τόσο δίκαιο, όσο δίκαιες είναι
και οι εθνικές χειραφετήσεις της Ελλάδας και των άλλων εν γένει λαών. Στον
19 αιώνα, αιώνα κατ’ εξοχήν της αναγέννησης της εθνικής συνείδησης των λαών,
μπορούσαν οι Βούλγαροι να ξακολουθούν το μεσαιωνικό, φεουδαλικό τους ύπνο,
υποταγμένοι αιώνια πολιτικώς στους Τούρκους και εκκλησιαστικώς
(=πνευματικώς) στους Έλληνες; Όχι βέβαια. Οι Έλληνες όμως δεν μπόρεσαν να
καταλάβουν ορθά τη σημασία του βουλγαρικού κινήματος, και μοιραία πήρανε
απέναντί του εχτρική στάση.

Τραγική ιστορική μοίρα. Οι Έλληνες μη θέλοντας, ή μάλλον μη μπορώντας να
ιδούν με απροκατάληπτα μάτια τη βαθύτερη σημασία του βουλγαρικού ζητήματος,
έδιναν σ’ αυτό επιπόλαιες εξηγήσεις, παίρνοντας διάφορα προσχήματα για
αιτίες: Φταίνε οι ραδιουργίες της Ρωσίας, η στάση του Πατριαρχείου, η
πολιτική του Φαρμακίδη κ.τ.λ. Αντί να γίνη φιλικός συμβιβασμός, ήρθε μοιραία
το σχίσμα, που περισσότερο υποβοήθησε τον εθνικό ξεχωρισμό και την
αναγέννηση των Βουλγάρων. Σε λίγο έγινε και το στερνότερο αναπόφευκτο και
φυσικό βήμα, η πολιτική χειραφέτηση των Βουλγάρων και η ίδρυση της ηγεμονίας
τους.

Κ’ εδώ οι Έλληνες, αντί να φιλιωθούν με το αναπόφευκτο γεγονός, και αντί να
πάρουν απέναντί του θετική δράση, προτίμησαν να πονοκεφαλούν με τις
επιπόλαιες εξηγήσεις του πράγματος, και να ξεθυμαίνουν σε βρισιές και
ολολυγμούς. Κ’ ενώ τούτοι παρηγοριόντανε με τις φωνές, οι Βούλγαροι ήσυχα
έχτιζαν το βασίλειό τους, έτοιμοι στην πρώτη περίσταση να εκδικηθούνε… Τα
πάρα κάτου τα ξέρουμε και τα εννοεί κανείς εύκολα με την άποψη που πήραμε.

skliros10-1_.jpg

(Ο Νίκος Γιαννιός υπογράφει εκ μέρους του Σοσιαλιστικού Κέντρου της Αθήνας την παραλαβή των αντιτύπων του Σκληρού «Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού«

Παρόμοια εφεκτική τάση τηρήσανε οι Έλληνες και απέναντι των απελευθερωτικών
τάσεων των Αρμενίδων, αν και οι τάσεις αυτές δεν αγγίζανε τόσο τη σφαίρα της
μεγάλης ελληνικής ιδέας.

Τη βαθύτερη σημασία των αρμενικών σφαγών ούτε σήμερα ακόμα δεν την κατάλαβαν ορθά οι Έλληνες. Το εναντίο, οι Βούλγαροι δείξανε σημεία ζωηρής συμπάθειας, και η Σόφια είτανε το καταφύγιο των Αρμένιδων επαναστατών. Στο εξωτερικό, τα επαναστατικά κομιτάτα των Αρμένιδων, Βουλγάρων και Νεοτούρκων βρίσκονταν σε διαρκή συνεννόηση για τα μέσα της ανατροπής του άθλιου καθεστώτος του Χαμίτ και της εφαρμογής αστικών μεταρρυθμίσεων. Οι Έλληνες ή αγνοούσαν, ή δεν καταλάβαιναν ορθά τη βαθύτερη σημασία όλων αυτών των τάσεων. Όλοι αυτοί είτανε για κείνους «ψευτο­επαναστάτες». Ποτέ έθνος δεν είχε πάθει τόση
εθελοτυφλία κι ανικανότητα να καταλάβη την πραγματικότητα όσο το Ελληνικό,
για τούτο όμως και ποτέ έθνος δε βρέθηκε ξαφνικά τόσο απροετοίμαστο μπροστά
σε ολέθρια γι’ αυτό γεγονότα, όπως αυτό.
Την ίδια επιπόλαιη στάση που πήρε απέναντι των ορθοδόξων κρατών του Αίμου,
πήρε, εννοείται, και απέναντι της Τουρκίας. Κ’ εδώ τέλεια ανικανότητα να μπη
βαθύτερα στη ρίζα των φαινομένων και να μαντέψη το μέλλον. Τη σαπίλα του
φεουδαλικού συστήματος του Χαμίτ τη θεωρούσε όχι  προσωρινό φαινόμενο,
προσωρινή αρνητική θέση, αλλά  αιώνια κατάσταση, φύσει τάχατες στους
Τούρκους, στους μουσουλμάνους. Είναι τώρα σάπια η Τουρκία; Άρα πάντα θα
είναι σάπια· θεραπεία δεν υπάρχει· ετοιμοθάνατος που τον προσμένει
διαμελισμός. Κ’ η κληρονομία του ιστορικά ανήκει μόνο στην Ελλάδα, την
άλλοτε κυρίαρχη. Άλλως τε ο Πορθητής μας έδωσε τα «μεγάλα προνόμια», που
καμιά δύναμη, καμιά εξέλιξη δεν μπορεί να τ’ αλλάξη! Ώστε απ’ αυτό το μέρος
είμαστε εξασφαλισμένοι. Οι Τούρκοι δε θα μας πειράξουν ποτέ. Είμαστε σχεδόνskliros6.jpg
σύμμαχοι μαζύ τους. Τους επίφοβους Βουλγάρους ας κοιτάξουμε! Και δόσ’ του
τσακώματα για εκκλησίες, για παρακκλήσια και για πέντε δέκα ψευτοέλληνες
πατριαρχικούς, και δόσ’ του φόνους και κακό στη Μακεδονία. Μεγαλύτερη μυωπία
αδύνατο να φανταστή κανείς, μυωπία, που, όπως θα ιδούμε πάρα κάτω, ωφέλησε,
εννοείται, μόνο τους Τούρκους.

Η τουρκική επανάσταση είτανε ένα μεγάλο ξάφνιασμα για τους Έλληνες, δυστυχώς
όμως μόνο ξάφνιασμα και όχι μάθημα. Τα έθνη δε διδάσκουνται και δε
μορφώνουνται, βέβαια, σε λίγους μήνες. Έτσι, ποτές έθνος δε βρέθηκε σε
τέτοια δύσκολη θέση όπως το Ελληνικό απέναντι της Τουρκικής Επανάστασης. Δεν
ήξερε αν έπρεπε να χαρή ή να λυπηθή. Τα «ζήτω» των Ελλήνων για το Σύνταγμα
δεν μπορούσαν να έχουν κείνον το βαθύ ενθουσιασμό, επειδή αποπίσω κρύβουνταν
ένας αόριστος φόβος μπροστά στο μέλλον ενός νέου καθεστώτος, που μήτε το
περίμεναν, μήτε και εργαστήκανε να το δημιουργήσουν.

Β΄Η σημερινή θέση και η προσεχής εξέλιξη του ζητήματος

Εάν η Ελλάδα είχε στοιχειώδη κοινωνική μόρφωση, θα καταλάβαινε αμέσως,
αναφορικά με την Τουρκική Επανάσταση, δυο πράγματα: α) Ότι το Σύνταγμα όχι
μονάχα είναι μια ανώτερη βαθμίδα εξέλιξης και πολιτισμού, και επομένως
επιθυμητό, αλλά και αναπόφευκτο, γιατί η ιστορία δε γνωρίζει παράδειγμα
έθνους και κοινωνίας, που να έμεινε αιωνίως στο φεουδαλικό απολυταρχικόskliros6-1.jpg
καθεστώς. Αφού λοιπόν είναι αναπόφευκτο, κάθε εχτρική στάση εναντίον του
είναι δονκιχωτική ματαιοπονία, που μόνο ζημία φέρνει, επειδή απορρουφά τις
δυνάμεις σε ουτοπιστική διεύθυνση. Το μόνο ορθό λοιπό είναι η αναγνώριση
του αναπόφευκτου γεγονότος και η εξεύρεση κατάλληλης θετικής ταχτικής
απέναντί του. β) Επειδή το αστικό Σύνταγμα, σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα
έχη την πολιτική αναγέννηση και το δυνάμωμα της Τουρκίας από τη μια, και το
άνθισμα του αστικού σωβινιστικού πατριωτισμού των Τούρκων από την άλλη,
αναγκαστικά θ’ αλλάξη και όλη η υπόσταση της Τουρκίας, όλη της η στάση
απέναντι της Ευρώπης, των γειτόνων κρατών και των υποτελών ξένων φυλών. Ο
ασθενής της χτες, όχι μόνο θα λείψει πλέον, αλλά στον τόπο του θα μπη ένας
νέος, γερός και γιομάτος σφρίγος  παράγοντας, που θα υπερτερή κατά πολύ στη
δύναμη όλους τους άλλους παράγοντες της Ανατολής. Η αλλαγή λοιπόν των
συνθηκών αναγκαστικά πρέπη να φέρει αλλαγή των σχέσεων των διαφόρων
παραγόντων της Ανατολής αναμεταξύ τους. Η εμφάνιση νέου εχτρού, πολύ πλέον
επικίντυνου και πολυπληθέστερου και σωβινιστικού, που φοβερίζει εξ ίσου την
εθνική υπόσταση των άλλων φυλών (γατί πρώτος όρος του αστικού πατριωτισμού
είναι να μην ανέχεται δίπλα του άλλονε ξένον πατριωτισμό) αναγκαστικά πρέπει
να φιλιώσει τους χτες εχτρούς, για κοινή άμυνα εναντίον τού νέου επικίντυνου
αντιπάλου.

Αλλ’ ας ιδούμε πρώτα ποια είναι η δυνατή εξέλιξη τού ανατολικού ζητήματος.
Σ’ αυτό η Ιστορία δείχνει τρία ανάλογα κράτη: τη Ρωσσία, Αυστρία και
Πρωσσία. Κράτη με ανάμιχτο πληθυσμό όπως η Τουρκία. Η πολιτική όμως των
τριών αυτών κρατών απέναντι των υποτελών φυλών διαφέρει αναλόγως της δύναμης
τής κυριαρχούσας φυλής. Στην Πρωσσία λ.χ. η κυριαρχούσα φυλή είναι τόσο
ισχυρότερη και υπερέχει όχι μόνο στον πολιτισμό αλλά και στον αριθμό, ώστε
έχει όλη την ευκολία να πιέζη τους υποδούλους Πολωνούς και να τους εμποδίζη
την εθνική τους εξέλιξη. Έτσι η πολωνική εθνικότητα σφαγιάζεται με τον
απανθρωπότερο τρόπο στο μονοπώλιο της «γερμανικής πατρίδας». Κι αυτό γίνεται
όχι γιατί οι Γερμανοί είναι δήθεν φύσει απάνθρωποι, όπως φωνάζουν οι
Πολωνοί, αλλά γιατί η θέση τους είναι τέτοια, θέση ισχυρού απέναντι
αδύνατου. Και όλα τα ζητήματα στον κόσμο είναι ζητήματα δυναμικά. Μήπως οι
ίδιοι οι Πολωνοί στη Γαλικία δεν πιέζουνε εθνικώς τους αδύνατους Ρουσίνους;
Μήπως κι αυτοί οι υπερπολιτισμένοι και φιλελεύτεροι Άγγλοι δεν πιέζουν τους
Ιρλανδούς; Τι περιμένετε λοιπόν από τους άλλους; Όλα είναι ζητήματα δύναμης,
ζητήματα θέσης και όχι φύσης.

Ας έρθουμε στο δεύτερο παράδειγμά μας, στην Αυστρία.

Εδώ έχουμε αντίστροφους όρους: Όσο οι πολυάριθμοι υπόδουλοι λαοί κοιμούντανε
το φεουδαλικό τους ύπνο, οι σχετικά ολιγάριθμοι κυρίαρχοι γερμανοί,
επωφελούμενοι του ανώτερου πολιτισμού τους, κατορθώσανε να επιβάλουν σ’
όλους μια «γερμανική πατρίδα», με μια ενιαία γλώσσα και ενιαίο γερμανικό
πολιτισμό. Με το αστικό όμως ξύπνημα των λαών της τα πράγματα άλλαξαν. Όλοι
οι πολυάριθμοι υποτελείς λαοί της ζωντάνεψαν και άρχισαν να απαιτούνε τα
αστικά, εθνικά δικαιώματά τους: γλώσσα, πανεπιστήμιο, τοπική αυτοδιοίκηση
κ.τ.λ., με μια λέξη εθνική αυτοτέλεια. Οι Αυστριακοί Γερμανοί βρέθηκαν τόσο
λίγοι, και επομένως τόσον ανίσχυροι απέναντι του όγκου των εξεγερθέντων
υποτελών τους (Ούγγρων, Πολωνών, Τσέχων, Κροατών, Ιταλών κ.τ.λ.), ώστε
αναγκάστηκαν βαθμηδόν να ενδώσουν και να υποχωρήσουν εις όλες σχεδόν τις
απαιτήσεις τους. Κ’ εδώ, βλέπετε, ζήτημα δυναμικό.

Όσο για τη Ρωσσία, κ’ εκεί βλέπουμε το ίδιο φαινόμενο. Όσο πριν από την
επανάσταση, ένοιωθε τον εαυτό της απολύτως ισχυρόν, επίεζε κτηνωδώς όλους
και πολιτεύονταν δόλια εκρωσσιστική πολιτική στην Πολωνία, στον Καύκασο και
παντού. Και αυτόν τον ανώτερο γερμανικό πολιτισμό των κυβερνείων της
Βαλτικής προσπάθησε να καταστρέψη, εκρωσσίζουσα δια της βίας το
Πανεπιστήμιον της Δορπάτης, μετατρέπουσα τον λαμπρόν αυτόν φάρον της
ελεύθερης επιστήμης σε εστία ταπεινής μούχλας. Επιτέλους ο σωβινισμός της
ρωσσικής κυβέρνησης έφτασε σε σημείο να καταργήση τα πολιτικά προνόμια του
μεγάλου δουκάτου της Φιλλανδίας, τα οποία εσεβάστηκαν επί ένα σχεδόν αιώνα
τόσοι αυτοκράτορες.

Με την έκρηξη όμως της ρωσσικής επανάστασης και την καταφανή αδυναμία της
κυβέρνησης στο ρωσσοϊαπωνικό πόλεμο, εξεγερθήκανε όλοι οι υποτελείς λαοί και
ζητήσανε τα εθνικά τους δίκαια, βοηθούμενοι αυτή τη φορά στον απελευτερωτικό
τους αγώνα και από τους Ρώσσους επαναστάτες. Η ρωσσική κυβέρνηση πολεμούμενη από παντού, και βλέποντας την αδυναμία της, άρχισε τις υποχωρήσεις. Στους Φιλλανδούς επέστρεψε την πρώην πολιτική τους ελευθερία και τα ιδιαίτερα
εθνικά τους προνόμια. Στους Πολωνούς υποσχέθηκε σχετικές μεταρρυθμίσεις και
εθνικές υποχωρήσεις, στους λοιπούς λαούς ανάλογες παραχωρήσεις. Μόλις όμως
ετελείωσε τον πόλεμό της με την Ιαπωνία και έσπασε τις δυνάμεις των
επαναστατών, επαναφέρουσα έτσι την πρώτη της δύναμη, όχι μονάχα δεν
εξεπλήρωσε τις υποσχέσεις της απέναντι των Πολωνών και λοιπών λαών, αλλά και
αυτή την ελευθερίαν των Φιλλανδών άρχισε να υποσκάφτη και να φοβερίζη πάλι.

Το παράδειγμα αυτό της Ρωσσίας μας δείχνει επίσης με τον κλασσικώτερο τρόπο,
πως όλα είναι ζητήματα ισορροπίας δυνάμεων. Στο μέλλον βέβαια και η Ρωσσία
και η Πρωσσία θαναγκαστούνε να μιμηθούνε το παράδειγμα της Αυστρίας,
αναγκαζόμενες σε τούτο από τη φορά της κοινωνικής εξέλιξης, γιατί σε βοήθεια
των πιεζομένων εθνικοτήτων έρχεται νέος επίκουρος σύμμαχος, η πολυπληθής
τάξη των εργατών, το πολιτικό πρόγραμμα των οποίων όχι μόνο δεν πιέζει, αλλά
σέβεται και υποστηρίζει τα εθνικά και φυλετικά ιδεώδη όλων των εθνικοτήτων,
όσο αυτά δε χρησιμεύουνε για τη καταπίεση άλλων.

Αυτό όμως είναι, βέβαια, ζήτημα υστερνότερης κοινωνικής εξέλιξης. Για το
παρόν έχουμε δυο παραδείγματα ταχτικής: από τη μια μεριά της Ρωσσίας καιskliros2_.jpg
Πρωσσίας, της πολιτικής δηλαδή της πίεσης, και από την άλλη της Αυστρίας,
της πολιτικής του σεβασμού των εθνικών δικαιωμάτων των υποτελών λαών.

Ποιά από τις δυο πολιτικές θ’ ακολουθήση η Τουρκία;

Το ζήτημα είναι, βέβαια, όχι ζήτημα λογικής και δικαιοσύνης, αλλά δύναμης.
Είναι ένα παιχνίδι σκάκι, στο οποίο θα νικήση όποιος έχει περισσότερες
φιγούρες και περισσότερη τέχνη. Οι Τούρκοι, εννοείται, έχουν συμφέρο να
κοιτάξουνε το παράδειγμα της Ρωσσίας και όλο θ’ αναφέρουν το τι γίνεται στη
«μεγάλη Γερμανία». Οι Χριστιανοί το εναντίο, όσοι δε θέλουν να χάσουνε τα
σκολειά τους και τ’ άλλα εκπολιτιστικά τους προνόμια, έχουν συμφέρο να
δείχνουν το παράδειγμα της Αυστρίας.

Αλλά οι ακαδημαϊκές αποδείξεις μονάχα, δε λύνουνε βέβαια το ζήτημα.
Χρειάζεται και ανάλογη ζωτική δύναμη, όπως τις υποστηρίξει στην ανάγκη. Όχι
ιερεμιάδες μόνο για τα φεουδαλικά «προνόμια» του Πορθητή, αλλά θετική αστική
δράση, σύμφωνη με το πνεύμα και την ταχτική του αστικού μας αιώνα, δράση και
πάλη διαπνεομένη όχι από περασμένο φεουδαλικό πνεύμα και στηριζομένη σε
ιστορικά μόνο δικαιώματα και προνόμια, αλλά ζωντανή πάλη, βασιζομένη σε
πραγματική σημερνή δύναμη, διεξαγομένη εν ονόματι σημερνών φιλελευθέρων και
εκπολιτιστικών αστικών ιδεών, παρόμοια με ανάλογη πάλη άλλων ζωτικών φυλών
της Τουρκίας και της Ευρώπης.

skliros9-1.jpg (Το αγγελτήριο θανάτου του Γ. Σκληρού)

Η αναλογία των πραγματικών δυνάμεων θα λύση, εννοείται, το ζήτημα. Αν οι
Τούρκοι αποδειχτούνε τόσο ισχυροί και πολυπληθείς απέναντι των άλλων λαών
της Τουρκίας, όσοι οι Γερμανοί απέναντι των Πολωνών ή οι Ρώσσοι απέναντι των
λοιπών υποτελών τους, τότε κατά φυσική ανάγκη θα θριαμβεύση η πολιτική του
Τουρκικού σωβινισμού και της εθνικής καταπίεσης των άλλων λαών. Αν το
εναντίο οι τουρκικές δυνάμεις φανούν αρκετά ανίσχυρες απέναντι του
συνασπισμένου όγκου των λοιπών υποτελών Χριστιανών, τότε θα υπερισχύσει η
πολιτική της εθνικής αυτοτέλειας των διαφόρων λαών. Όταν λέμε «δύναμη», δεν
εννοούμε, βέβαια, μόνο τον αριθμό των εκατομμυρίων, αλλά και το επίπεδο της
οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης των διαφόρων φυλών, το επίπεδο της
μόρφωσης της κυριαρχούσας φυλής, και πρώτα απ’ όλα το επίπεδο της πολιτικής
μόρφωσης και πείρας ολονών, το οποίο θα ρυθμίση την ταχτική και πολιτική
δράση καθενός.

Επίσης σπουδαίο ρόλο θα παίξουνε στο ζήτημά μας και τα γειτονικά ομόφυλα
χριστιανικά κράτη του Αίμου, που η τύχη τους είναι δεμένη με την τύχη των
ομοφύλων τους υποτελών λαών της Τουρκίας. Στο ισοζύγιον επομένως των
διαμαχομένων δυνάμεων της Ανατολής πρέπει πάντοτε να κοιτάζουνται και οι
δυνάμεις των κρατών του Αίμου. Η ταχτική των κρατών αυτών αναμεταξύ τους και
των ομοφύλων τους υποτελών λαών απέναντι της κυριαρχούσας τουρκικής φυλής
και αναμεταξύ τους θα ορίση και τη διεύθυνση ολάκερου του ανατολικού
ζητήματος. Γιατί δεν πρόκειται πλέον να εξακολουθήσουμε τα μαλώματα για τη
διανομή του δέρματος της άρκτου, που τη νομίζαμε ετοιμοθάνατη, αλλά
πρόκειται να σώσουμε οι ίδιοι το πετσί μας από την αγριότητα της ζωντανής
πλέον αρκούδας. Και θα είτανε πραγματικά δονκιχωτισμός του πιο κακού είδους,
αν σε στιγμή που η αρκούδα απλώνει τα νύχια της για να κατασπαράξη με τη
σειρά έναν ένανε από τους χτεσινούς αυτοκλήτους κληρονόμους της, οι
απειλούμενοι αυτοί κληρονόμοι εξακολουθούσαν να τρώγουνται αναμεταξύ τους
από συνήθεια και από ανάμνηση του χτεσινού τους μαλώματος.

Ας ρυθμίσουμε λοιπόν γνωστικά τη μέλλουσα πολιτική μας!

skliros9-2.jpg

(Το τηλεγράφημα με το οποίο ο Στέφανος Πάργας ανήγγειλε το θάνατο του Σκληρού στο Νίκο Γιαννιό) 

Καιρός πια να καταλάβουμε όλοι μας, πως δεν αξίζει τον κόπο να χαλνούμε τον
κόσμο για μερικές χιλιάδες σλαυόφωνους ψευτοέλληνες χριστιανούς
πατριαρχικούς, γιατί αργά ή γρήγορα θα τους χάσουμε. Στον 20 αιώνα, όπου η
ιδέα της γλώσσας και της φυλής είναι το παν, και όπου και η ιδέα της
θρησκείας ξεθυμαίνει, είναι αδύνατο να βαστάξης αλλόφυλο ή αλλόγλωσσο, εν
ονόματι της θρησκείας μονάχα. Είναι αστείο για μια φούχτα αμφιβόλων Ρωμιών,
που έτσι κι αλλιώς θα μα φύγουν, να καταστρέφουμε τα ζωτικά συμφέροντα
εκατομμυρίων αγνών Ελλήνων, μαλλώνοντας με τους φυσικούς μας σύμμαχους.
Καιρός πια να κάνη ο Ελληνισμός μια αποκάθαρση και συγκέντρωση των
πραγματικών του δυνάμεων, απαρνούμενος οικειοθελώς κάθε αμφίβολη χτήση του,
που δεν αντιπροσωπεύει πια πραγματική αξία, αναγκάζει όμως τον Ελληνισμό να
παίρνη συντηρητική στάση, γυρεύοντας να σταματήση τον τροχό της ιστορίας και
μαλλώνοντας με όλο τον κόσμο. Βλέπουμε σήμερα πόσο ολέθριο στάθηκε το
ιστορικό αυτό σύστημα και τι πανωλεθρίες μας έφερε!
Πρέπει εξάπαντος ν’ αρχίσουμε νέα θετική πολιτική, ταχτική της
πραγματικότητας, αν θέλουμε να σωθούμε και να μη χάσουμε και αυτό πούχουμε.
Πρέπει εξάπαντος στο μέλλον να ρυθμίσουμε την πολιτική μας και τις ορέξεις
μας σύμφωνα με τις πραγματικές δυνάμεις πούχουμε και όχι με ιστορικά
μεγαλόσχημα κολοκύθια, που δεν τα αναγνωρίζει απολύτως κανείς.
Εάν οι χριστιανοί φανούν τόσον ηλίθιοι, ώστε να εξακολουθούν να τρώγουνται
μεταξύ τους «φεουδαλικώ τω τρόπω» για πέντε ψευτοεκκλησίες, ψευτοέλληνες και
ψευτοβουλγάρους, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι Τούρκοι θα επωφεληθούν
της δονκιχωτικής αυτής πάλης των χριστιανών και θα τσεκουρώσουν ξεχωριστά
έναν έναν. Οι Τούρκοι θα προσπαθούν, εννοείται, να βάζουν διαρκώς τους
Χριστιανούς να τρώγουνται αναμεταξύ τους για μοναστήρια, και παρεκκλήσια,
υποθάλποντας το ίσαμε σήμερα άσπονδο μίσος Ελλήνων και Σλαύων, σύμφωνα με
την αρχή: Διαίρει και βασίλευε. Άλλο τόσο όμως συμφέρον έχουν και οι
Χριστιανοί να μην πέσουν στην παγίδα των Τούρκων και να καταλάβουν μια για
πάντα ότι με το νέο καθεστώς οι συνθήκες άλλαξαν εντελώς, επομένως πρέπει ν’
αλλάξη και η ταχτική! Ότι οι μικρές διχόνοιες για εκκλησιαστικά ζητήματα
είναι τίποτε, συγκριτικά με τον καινούριο μεγάλο εθνικό και εκπολιτιστικό
κίντυνο, που διατρέχουν όλοι εξ ίσου, και αυτά τα ομόφυλα κρατίδια του
Αίμου, από το νέον ισχυρόν, σφριγώντα, πολεμοχαρή και πολυπληθέστερο εχθρό,
ο οποίος, βέβαια, έχει όλους τους λόγους να μη αγαπά κανέναν από αυτούς,
επειδή όλοι εξ ίσου ζητούν να υποστηρίξουν την εθνικήν τους αυθυπαρξίαν.
Επομένως μόνο μια γενική ένωση όλων των μη τουρκικών στοιχείων (Ελλήνων,
Βουλγάρων, Σέρβων, Αλβανών, Βλάχων κτ.λ.) σε ένα πολιτικό συνασπισμό, και
μια ανάλογη πανβαλκανική συμμαχία και επιμαχία των κρατών του Αίμου θα
μπορέση να ισοφαρίση τις δυνάμεις του μουσουλμανικού τουρκικού όγκου, και να
βάλη από τη μια τις σωβινιστικές υπερβολές των Νεοτούρκων σε ομαλά όρια, κι
από την άλλη να υποδείξη σε μερικές μεγάλες Δυνάμεις που θα έχουν ίσως όρεξη
για φασαρίες, πως το ζήτημα της Ανατολής είναι ζήτημα μονάχα των λαών της,
που έχουν πια αρκετά χειραφετηθή, ώστε να βρουν μόνοι τους τα κατάλληλα μέσα
για την περιφρούρηση των εθνικών τους δικαιωμάτων, δηλαδή αυτού του
πολιτισμού ολάκερης της Ανατολής.

skliros10.jpg

 

Το κείμενο αυτό του Γεωργίου Σκληρού δημοσιεύτηκε στο: skliros3.jpg

και απ’ αυτό  skliros1_.jpg έχουν παρθεί οι φωτογραφίες.

 

07/03/2008 - Posted by | -Εικαστικά, -Πολιτική

23 Σχόλια »

  1. O άνθρωπος ήταν πολύ μπροστά

    Σχόλιο από doukas | 08/03/2008

  2. Αγνοούσα ότι ο Σκληρός ήταν Πόντιος! Ιστορική φυσιογνωμία

    Σχόλιο από planitas | 10/03/2008

  3. […] όπως ο Σμυρνιός Δημήτρης Γληνός και ο Τραπεζούντιος Γεώργιος Σκληρός. Οι δύο αυτοί σημαντικοί διανοούμενοι,  με τα άρθρα […]

    ———————————————-

    Πίνγκμπακ από -Ο άλλος Βενιζέλος « Πόντος και Αριστερά | 19/03/2008

  4. Ένα ενδιαφέρον, παρότι ελλαδοκεντρικό, κείμενο για τη διαμόρφωση του ελληνικού καπιταλισμού….

    http://politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=5121

    Σχόλιο από Πόντος και Αριστερά | 23/04/2008

  5. Κείμενο απλοικότατο, από άνθρωπο πολιτικά ημιμαθή, γεμάτο αστείες γενικεύσεις 🙂
    Είναι όμως θετική η ανάγνωσή του, γιατί βοηθά τον ιστορικό να αντιληφθεί τους λόγους που η αριστερά στην Ελλάδα έμεινε μια ανερμάτιστη οντότητα-αγόμενη και φερόμενη από μόδες και αφεντικά του εξωτερικού.

    Σχόλιο από Apostolos Gerontas | 05/05/2008

  6. Αριστερά και εθνική ιδεολογία Η ελληνική Αριστερά μετεβλήθη σε σημαντική πολιτική δύναμη μόνο σε δύο στιγμές στην ιστορία της, αρχικώς στα Επτάνησα με τους «Ριζοσπάστες» και εν συνεχεία στην Κατοχή, όταν δηλαδή τέθηκε επικεφαλής των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Μέχρι το 1912, η ιδεολογία της ελληνικής Αριστεράς θα διαμορφωθεί παράλληλα με την κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικής ολοκλήρωσης και της «μεγάλης ιδέας», και στο εσωτερικό της θα κυριαρχούν τα ρεύματα που αναγνώριζαν τη σημασία του εθνικού ζητήματος, παρ’ όλο που υπήρχαν και τα αντίθετα. Οι ρίζες της ελληνικής Αριστεράς στον 19ο αιώνα θα είναι μάλλον γαριβαλδινού-ριζοσπαστικού χαρακτήρα –και θα επηρεαστεί στη συνέχεια από την Κομμούνα του Παρισιού– και θα θέτουν ως κατ’ εξοχήν αίτημα την απελευθέρωση των υπόδουλων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παράλληλα με την κοινωνική απελευθέρωση. Ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός απετέλεσε τη σημαντικότερη συνιστώσα του κινήματος αυτής της περιόδου και μπόλιασε την ελληνική Αριστερά με μια παράδοση όπου το κοινωνικό στοιχείο διαπλεκόταν οργανικά με την ορθόδοξη παράδοση και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, διάσταση την οποία θα επαναφέρει στο προσκήνιο ο Άρης Βελουχιώτης στη διάρκεια της Αντίστασης. Ο κεφαλλονίτης Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), στην Αλήθεια, τόνιζε ήδη το 1861 πως το νόημα του «αληθούς» ριζοσπαστισμού δεν έχει «ως μόνο του δόγμα την εθνικήν αποκατάστασιν, αλλά και την επί τα βελτίω της κοινωνίας ανάπλασιν». Στη συνέχεια, μαζί με τον Πατρινό Ανδρέα Ρηγόπουλο συμμετέχουν στην παράνομη Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία, που ιδρύθηκε το 1865 στο Βουκουρέστι, και έθετε ως στόχο όχι μόνο την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών αλλά και στρεφόταν κατά των αρχουσών τάξεων και της βασιλείας. Στην ίδρυσή της συμμετείχαν και άλλοι Ευρωπαίοι και οι στόχοι της Εταιρείας έφθαναν μέχρι τη δημιουργία μιας δημοκρατικής ομοσπονδιακής Ευρώπης. Δηλαδή μια «Ενωμένη Ευρώπη» με αφετηρία τα… Βαλκάνια. Στη «νόμιμη» οργάνωση που δημιουργήθηκε για να καλύπτει τις δραστηριότητες της μυστικής οργάνωσης, τον Ρήγα, που εξέδιδε και ομώνυμη εφημερίδα, συμμετείχαν, εκτός του Πανά και του Ρηγόπουλου, ο επίσης κεφαλλονίτης Ρόκκος Χοϊδάς (1830-1890), ο Τιμολέων Φιλήμων, ο Γεώργιος Φιλάρετος, και άλλες προσωπικότητες του ριζοσπαστισμού της εποχής.1 Ο Κρητικός Σταύρος Καλλέργης (1864-1926), που οργάνωσε τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο στη δεκαετία του 1890 και εξέδιδε την εφημερίδα Σοσιαλιστής, θα συμμετάσχει μαζί με τον ομοϊδεάτη του, Κεφαλλονίτη Μαρίνο Αντύπα (1872-1907) στην επανάσταση της Κρήτης. Ο Καλλέργης θα εκλεγεί ακόμη αντιπρόσωπος στην Επαναστατική Συνέλευση του Αρκαδίου και βουλευτής στην εθνική εξέγερση του 1912.2 Ο δε Πλάτων Δρακούλης (1858-1942), η σημαντικότερη φυσιογνωμία του πρώιμου σοσιαλιστικού κινήματος και εκδότης του «Άρδην», Ιθακήσιος την καταγωγή, όχι μόνο θα επιχειρεί να συνδέσει το εθνικό με το κοινωνικό στοιχείο, αλλά θα εισαγάγει σε μια πρώιμη μορφή και την οικολογική διάσταση στο σοσιαλιστικό κίνημα. Ο «διεθνισμός» έναντι του εθνισμού (1912-1935) Όμως, μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης το ιδεολογικό τοπίο μεταβάλλεται. Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, στο οποίο κυριαρχούν οι μορφές του Σκληρού, του Γιαννιού, του Χατζόπουλου, έρχεται σε επαφή τόσο με το ισχυρότερο –οργανωτικά– βουλγαρικό εργατικό κίνημα, όσο και με το πολυεθνικό, και κατʼ εξοχήν εβραϊκό, κίνημα της Θεσσαλονίκης, που προωθεί μια αντίληψη διατήρησης της πολυεθνικής υφής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ειδικά της Μακεδονίας, όπου η ανάμειξη των πληθυσμών είχε δημιουργήσει την περιβόητη «μακεδονική σαλάτα».3 Η Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης θα αποτελέσει τη σημαντικότερη βάση του νεογέννητου ΚΚΕ, και ο Μπεναρόγια τον κυριότερο εκπρόσωπο αυτής της νέας γραμμής.4 Έτσι, θα διαμορφωθεί ένα ρεύμα που, μέσα στο αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κλίμα της περιόδου που ακολούθησε τη μπολσεβίκικη επανάσταση, θα αντιπαραθέτει εθνικό και κοινωνικό ζήτημα. Η δεύτερη περίοδος θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεται στον αντίποδα της πρώτης. Κάτω από την επίδραση των μπολσεβίκων και τις νέες συνθήκες που έφεραν οι βαλκανικοί πόλεμοι, η κυρίαρχη έως τότε σοσιαλιστική παράδοση, η οποία προσπάθησε να συνδέσει εθνικό και κοινωνικό ζήτημα, θα περιθωριοποιηθεί. Αξίζει να γραφεί κάποτε μια Ιστορία του εργατικού κινήματος που να συνυπολογίζει τις δραματικές συνέπειες που είχε η μεταβολή της Ρωσίας σε «πατρίδα του σοσιαλισμού» και κατά συνέπεια η εξαφάνιση ή η περιθωριοποίηση όλων των άλλων τάσεων του εργατικού κινήματος, πέρα από το δίπολο σταλινισμός-σοσιαλδημοκρατία. Αν αυτή η επίδραση υπήρξε τραγική και σχετικά γνωστή σε χώρες όπως η Ισπανία, ή η Γερμανία του μεσοπολέμου, η αποτίμησή της για την Ελλάδα μένει να πραγματοποιηθεί. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα το εργατικό κίνημα αποκτάει πανεθνικές μορφές οργάνωσης –συνδικαλιστικές και κομματικές– μετά την μπολσεβίκικη επανάσταση (το ΚΚΕ και η ΓΣΕΕ ιδρύονται το 1918) σφραγίζει την ιδεολογία και την προοπτική του σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στα πλαίσια του εργατικού κινήματος υπάρχει ελάχιστος ανταγωνισμός από άλλες πολιτικές δυνάμεις και η σοσιαλιστική σκέψη αναπτύσσεται ουσιαστικά κάτω από τη σταλινική ηγεμονία. Οι αιρετικές φωνές είτε θα σιγήσουν, είτε θα διωχθούν, είτε θα υποχρεωθούν να φύγουν από την Ελλάδα, όπως συνέβη με τον Μιχάλη Ράπτη, για να μπορέσουν να έχουν μια αυτόνομη δράση. Το ελληνικό εργατικό κίνημα θα υπάρξει ουσιαστικά ως κομμουνιστικό και σταλινοκρατούμενο. Τις συνέπειες αυτής της εξέλιξης μπορούμε να τις διακρίνουμε ακόμα και σήμερα, αλλά στο παρελθόν υπήρξαν καταλυτικές. Πέρα δε από τις γενικότερες συνέπειες σε ό,τι αφορά στις ιδεολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις της ελληνικής Αριστεράς και το ήθος του διαλόγου (sic) που καλλιέργησαν, θα σφραγίσουν ιδιαίτερα το ελληνικό κίνημα και τις θέσεις του για τη Μικρασιατική Καταστροφή, για το Μακεδονικό, και γενικά θα τροφοδοτήσουν την προπαγάνδα για τη σλαβική «εξάρτηση» του ΚΚΕ. Και όσο κι αν αυτό το επιχείρημα ήταν συχνά κατασκευή των αντιπάλων του, ωστόσο πατούσε πάνω σε μια πραγματική και αναπόφευκτη ίσως «σλαβική» προτεραιότητα της ρώσικης πολιτικής καθώς και της πολιτικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Συνέπεια αυτού του υπερκαθορισμού υπήρξε το ότι θα «ξεχαστεί» από τις νεώτερες γενιές το γεγονός πως μέχρι τη συγκρότηση του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) η πλειοψηφία των σοσιαλιστών αγωνιστών θα προσπαθεί να αναζητεί μια σύνθεση ανάμεσα στην κοινωνική και την εθνική διάσταση σε μια χώρα που δεν είχε ακόμα πραγματοποιήσει την εθνική της ολοκλήρωση. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιο δύσκολα από τους βαλκανικούς πολέμους και μετά. Τώρα, δίπλα στις αυθεντικές εθνικοαπελευθερωτικές διεκδικήσεις θα εμφανιστούν πράγματι και στοιχεία σωβινισμού και αρνητικού «μεγαλοϊδεατισμού», οι οποίες περιπλέκονται με τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων. Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις «ορθόδοξων» σοσιαλιστών όπως ο Κώστας Χατζόπουλος και προπαντός ο Νίκος Γιαννιός, που θα προσπαθούν αφενός να αντιταχθούν στις ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις της Αντάντ και παράλληλα να πάρουν υπ’ όψη τους την πραγματικότητα των εθνικών αιτημάτων. Η ιδέα της «Βαλκανικής Ομοσπονδίας» όσο κι αν εμφανίζεται ως ένα μαγικό πασπαρτού, δεν θα μπορέσει να απαντήσει στην πραγματικότητα των βαλκανικών συγκρούσεων. Η περίπτωση του Νίκου Γιαννιού (Άνδρος 1885-Αθήνα 1958), της σημαντικότερης ίσως προσωπικότητας του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος στην περίοδο 1910-1920, είναι η πλέον χαρακτηριστική για τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που δημιουργούσε μια κατάσταση εξαιρετικά περίπλοκη. Ο Νίκος Γιαννιός υπήρξε γραμματέας του Ψυχάρη (1903-1905) και ενεργός δημοτικιστής. Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε το 1909 την αρχισυνταξία της εφημερίδας Λαός, που ίδρυσε μαζί με τον Φ. Φωτιάδη και τον Ίωνα Δραγούμη ως όργανο του «Αδερφάτου της Εθνικής Γλώσσας», ενώ παράλληλα συμβάλλει στη δημιουργία του «Σοσιαλιστικού Κέντρου της Τουρκίας» και διευθύνει την ελληνική έκδοση του δεκαπενθήμερου τετράγλωσσου Εργάτη. Θα συγκρουστεί με τον Ίωνα Δραγούμη στην Κωνσταντινούπολη γύρω από την κατεύθυνση της εφημερίδας Λαός, που είχαν εκδώσει από κοινού,5 και θα επικρίνει τους εθνικιστές στον Νουμά. Το 1910 απελαύνεται από την Τουρκία και στην Αθήνα δημιουργεί το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών», ενώ θα εκδώσει και Αντιπολεμικό Μανιφέστο το 1912. Στη συνέχεια θα δείξει αμηχανία γύρω από το ζήτημα της συμμετοχής στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη ως επιθεωρητής εργασίας και θα οδηγηθεί σε ρήξη με το νεογέννητο ΚΚΕ, παρόλο που συμμετείχε στο ιδρυτικό του συνέδριο, κυρίως επί τη βάσει των θέσεών για το εθνικό ζήτημα. Από το 1917 έως το1918 θα παραμείνει αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη. Ιδρύει το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ελλάδας, μετά το 1917, με όργανο τον μηνιαίο Σοσιαλισμό και την ημερήσια Κοινωνία, μετά την αποχώρησή του από τον Ριζοσπάστη. Η γυναίκα του Άννα Γαϊτάνου-Γιαννιού ίδρυσε το 1919 τον «Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών».6 Τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν, η μπολσεβίκικη επανάσταση και η συμμαχία της με τον κεμαλισμό στην Τουρκία, θα ολοκληρώσουν τη στροφή στο νεογέννητο κομμουνιστικό κίνημα, ενώ βέβαια τα μεταρρυθμιστικά σοσιαλιστικά στοιχεία θα απορροφηθούν από την Αριστερά του βενιζελισμού και τον Παπαναστασίου. Και όμως, στα πλαίσια της Άκρας Αριστεράς της περιόδου, ακόμα και της σοβιετικής, θα εξακολουθούν να ακούγονται και διαφορετικές φωνές. Η θέση της Ρόζας Λούξεμπουργκ έχει γίνει σχετικά γνωστή: «Η σημερινή θέση μας στο Ανατολικό ζήτημα είναι να αποδεχτούμε τη διαδικασία διάλυσης της Τουρκίας σαν μια υπαρκτή πραγματικότητα και να μην κάνουμε τη σκέψη ότι θα μπορούσε ή έπρεπε κανείς να τη σταματήσει και να εκδηλώσουμε στους αγώνες για την αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την απεριόριστη συμπαράστασή μας».7 Πολύ λιγότερο γνωστή όμως παραμένει η δυνατότητα μεταστροφής της ίδιας της θέσης των μπολσεβίκων. Τωόντι, όπως μας πληροφορεί ο Γιάννης Κορδάτος, οι μπολσεβίκοι έστειλαν στην Ελλάδα απεσταλμένο τους το 1922, που ήλθε σε επαφή μαζί του, ως γραμματέα του ΚΚΕ, και του ανακοίνωσε τα εξής: «Η ΕΣΣΔ είναι πρόθυμη να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας. Πρώτα θα παύσει να ενισχύει υλικώς και ηθικώς τον Κεμάλ και δεύτερον θα ασκήσει όλη την επιρροή της να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη της Μικρασίας, όπου κατοικούν πολλοί χριστιανοί. Για να εξασφαλιστεί η αυτονομία της περιοχής αυτής, θα σταλθεί διεθνής στρατός από Ελβετούς, Σουηδούς και Νορβηγούς… Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή, η ΕΣΣΔ ζητεί σαν αντάλλαγμα την αναγνώρισή της, έστω και ντε φάκτο».8 Αυτή η θέση είναι όχι μόνο δηλωτική της εξάρτησης, ήδη από εκείνη την εποχή, των σοβιετικών θέσεων από υπολογισμούς συσχετισμών δυνάμεων και όχι από «αρχές» και μόνον, αλλά κυρίως του γεγονότος ότι η εθνολογική πραγματικότητα της Μικράς Ασίας υποχρέωνε τους πάντες να την πάρουν υπ’ όψη τους, σε αντίθεση με τις θέσεις ορισμένων από τους εγχώριους Έλληνες κομμουνιστές, που ακολουθούσαν πιστά τη λογική του «κέντρου της επανάστασης». Η συνέχεια, με το ιδιαίτερο βάρος που ο διεθνισμός της Κομιντέρν έδινε στον βουλγαρικό… εθνικισμό (!) αρχικώς και στους Σλάβους στη συνέχεια (όπως φάνηκε περίτρανα με το Μακεδονικό), επισφράγισε αυτούς τους προσανατολισμούς. Η εξέλιξη των θέσεων της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς επί του θέματος ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική. Στην περίοδο μέχρι το 1924 η δικαιολογία της υποστήριξης του συνθήματος για την «Αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης», θα είναι η ανάγκη να στηριχτεί η «επερχόμενη» επανάσταση στη Βουλγαρία, που θα οδηγούσε σε μια βαλκανική επανάσταση και σε μια αντίστοιχη «ομοσπονδία». Ως μοναδικό ελαφρυντικό γι αυτό το βουλγαρικό αλληθώρισμα θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ήταν σχετικά πρόσφατη η οθωμανική περίοδος κατά την οποία η μακεδονική εθνική πανσπερμία έδινε τη δυνατότητα να στηριχτεί ένα αίτημα μιας «οθωμανικής αυτονομίας» των κατοίκων της Μακεδονίας, και όχι βέβαια των «Μακεδόνων». Και όμως, το 1928 (8-1-28) το ΚΚΕ, σε απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του, επιμένει στο αίτημα της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας», και στον αγώνα του «μακεδονικού λαού για αυτοδιάθεση», όταν ήδη έχουν ολοκληρωθεί οι ανταλλαγές πληθυσμών του 1926-27 με τη Βουλγαρία, και στην ελληνική Μακεδονία ο ελληνικός πληθυσμός φθάνει το 90% του συνόλου!9 Το 1931 η 4η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, στην πολιτική του απόφαση, θα αναφέρει: «…10. Η Ελλάδα είναι κράτος ιμπεριαλιστικό, που κατέκτησε διά της βίας ολόκληρες περιφέρειες κατοικημένες από άλλες εθνότητες (Μακεδονία και Θράκη)… Το ΚΚ της Ελλάδας διακηρύττει εν ονόματι των βασικών αρχών του μπολσεβικισμού, για τη Μακεδονία και τη Θράκη, το σύνθημα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης μέχρι πλήρους αποχωρισμού από το ελληνικό κράτος, του δικαιώματος για μια ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη, και υποστηρίζει δραστήρια την επαναστατική πάλη του πληθυσμού των περιφερειών αυτών για την εθνική τους απελευθέρωση…»10 Τώρα πια για την Αριστερά, σε αντίθεση με την παλιότερη «εθνικοαπελευθερωτική» της κατεύθυνση, οι Έλληνες είναι οι «ιμπεριαλιστές» της Ανατολής, ενώ το νεοελληνικό έθνος είναι ένα καινοφανές ιστορικό δημιούργημα, που ανεδύθη, σύμφωνα με τη λογική της σύγχρονης δυτικής εθνογένεσης, στην τελευταία φάση του Βυζαντίου, και δεν διαθέτει κάποια ιστορική συνέχεια με τον αρχαίο ή τον βυζαντινό ελληνισμό. Κατ’ αυτό τον τρόπο, γίνεται πολύ πιο εύκολη η αποδοχή τόσο των ιδεολογημάτων που ταυτίζουν τη διεκδίκηση ιστορικών χώρων όπου για χιλιάδες χρόνια, πράγματι, βρίσκονταν και εξακολουθούν να βρίσκονται Έλληνες, σε ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις, και αναδεικνύουν τους Νεότουρκους και τον Κεμάλ σε «εθνικοαπελευθερωτικούς ηγέτες» και όχι σε σφαγείς των Αρμενίων και του μικρασιατικού ελληνισμού. Αυτή η νέα θεωρητικο-ιδεολογική κατασκευή, σε αρμονία με το νέο κυρίαρχο πνεύμα, θα εκφραστεί και σε σχέση με την ερμηνεία του νεώτερου ελληνισμού συνολικά. Ο Γιάννης Κορδάτος, ο σημαντικότερος ιστορικός της με την Ιστορία της Ελλάδας, οι διανοούμενοι της Αριστεράς και του ΚΚΕ, θα επιμένουν στα καινοφανή και ιδιαίτερα στοιχεία της νεοελληνικής ταυτότητας, χωρίς ιστορική συνέχεια με το παρελθόν, και έτσι θα προωθούν μια αντίληψη περισσότερο συμβατή με τη μαρξιστική ορθοδοξία για τη γενεαλογία του έθνους, δηλαδή τη γένεσή του ως συνέπεια της διαμόρφωσης της εσωτερικής αγοράς. Και στο όνομα μιας εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων –πραγματική, αν και στρεβλή– η γνώση των αρχαίων, ο καθαρευουσιανισμός, η προγονοπληξία, ο θρησκευτικός φανατισμός και σκοταδισμός, αναμιγνύονταν και ταυτίζονταν με την επιμονή στη διαχρονικότητα της ελληνικής ταυτότητας, με την τεράστια σημασία της αρχαίας Ελλάδας και των ελληνιστικών χρόνων, με τη σημασία της Ορθοδοξίας για τη διατήρηση αυτής της ταυτότητας, κ.ο.κ. Ο Γιάννης Κορδάτος, ο «πατέρας» της αριστερής ιστοριογραφίας, δεν θα διστάσει να πάρει ανοικτά θέση. Να, πώς αρχίζει την «Εισαγωγή» του στην Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, που γράφτηκε μάλιστα το 1945, όταν η ελληνική Αριστερά διεξήγαγε έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα: «Στα εκατό χρόνια που πέρασαν από την Εθνική Επανάσταση του 1821 καλλιεργήθηκε επίμονα η ιδέα από τους ιστορικούς και πνευματικούς ηγέτες της ελληνικής αστικής τάξης πως η σημερινή νεοελληνική εθνότητα βαστά στα ίσα από την αρχαία Ελλάδα κι ακόμα πως και το Βυζαντινό Κράτος ήταν απόλυτα ελληνικό. Οι ιδέες και αντιλήψεις αυτές δεν είναι καθόλου σωστές. Ο ιστορικός βίος της αρχαίας Ελλάδας τερματίστηκε στα 147 με την καταστροφή της Κόρινθος από τους Ρωμαίους και την τελική υποδούλωση του αρχαίου ελληνικού λαού. Έπειτα στην αρχαία εποχή δεν υπήρχε ένα Ελληνικό Κράτος (υπογράμμιση του Γιάννη Κορδάτου)… Αυτό που λέμε σήμερα έθνος δεν υπήρχε. Και ακόμα κάτι άλλο, η ελληνική εθνότητα δεν έμεινε καθαρόαιμη μέσα στο διάβα των αιώνων…»11 Τα επιχειρήματα είναι σαφή: Το ελληνικό έθνος ταυτίζεται με το Κράτος. Η αρχαία Ελλάδα έπαψε να υπάρχει μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και οι Έλληνες αναμίχθηκαν με άλλους λαούς! (Και όμως, ο Παπαρρηγόπουλος είχε πριν εκατό χρόνια απαντήσει σε αυτό το επιχείρημα, της φυλετικής σύστασης του έθνους, τόσο αποστομωτικά). Το συμπέρασμα είναι σαφές: Οι νεοέλληνες δεν έχουν σχέση με την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, συγκροτούνται προς τα τέλη της βυζαντινής περιόδου ως μια καινοφανής ιστορική ταυτότητα… Αυτή η αντίληψη ήταν απόλυτα λογική στα πλαίσια της μαρξιστικής γενεαλογίας του εθνικού φαινομένου. Η «συνάντηση» έθνους και Αριστεράς (1935-1974) Όμως, η λαϊκή βάση της Αριστεράς, η σύνδεσή της με τους αγώνες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και η ευτυχής σύμπτωση των κατευθύνσεων της Ελλάδας και της Σοβιετικής Ένωσης στη διάρκεια του πολέμου, θα την υποχρεώσουν στην τρίτη περίοδο, τόσο στην εγκατάλειψη του μακεδονικού παραλογισμού12 όσο και στη μεγάλη εθνική στροφή της Κατοχής. Τότε το λαϊκό θα γίνει υποχρεωτικά εθνικό και οι «αντιεθνικιστές» κομμουνιστές θα υποχρεωθούν να γίνουν «πατριώτες», επιστρέφοντας κατά κάποιο τρόπο στην παράδοση που είχε εγκαινιάσει ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός. Αυτή η νέα περίοδος θα προετοιμαστεί από την πολιτική και ιδεολογική στροφή του ΚΚΕ μετά την «περίφημη» 6η Ολομέλεια της ΚΕ, το Γενάρη του 1934, και ιδιαίτερα μετά το 7ο Συνέδριο της «Κομμουνιστικής Διεθνούς» (Καλοκαίρι του 1935), σύμφωνα με τη νέα «λαϊκομετωπική» γραμμή της Σοβιετικής Ένωσης. Πλέον εγκαταλείπονται τα ιδεολογήματα περί ιμπεριαλιστικής-επεκτατικής Ελλάδας καθώς και ο μακεδονικός παραλογισμός. Στην «Πολιτική απόφαση του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ», τον Δεκέμβριο του 1935, δηλώνεται ανοικτά η αλλαγή της πολιτικής θέσης του κόμματος: «11. Μετά το κίνημα του Μάρτη, το Κόμμα μας στη θέση του συνθήματος “ένιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη” έβαλε το σύνθημα “πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες”…Την αντικατάσταση του παλιού συνθήματος “ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη” επιβάλλει η ίδια η αλλαγή της εθνολογικής σύνθεσης στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας σε στενή σύνδεση με την αλλαγή των συνθηκών… με βασικό καθήκον την αντιφασιστική και αντιπολεμική πάλη… Ο πληθυσμός στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας είναι σήμερα στην πλειοψηφία του ελληνικός …»13 Η συνολική αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού θα επιτρέψει στο ΚΚΕ να εκμεταλλευτεί την κρίση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος και να μεταβληθεί από ένα πολιτικό «γκρουπούσκουλο» σε κόμμα με σημαντική απήχηση. Μέχρι το 1930 ο αριθμός των μελών του θα κυμαίνεται από 1.320 (το 1920) σε 1.500 το 1930. Το 1934 θα γίνουν 6.000 και το 1936, 17.500! Στις δε εκλογές του 1935 θα πάρει το 9,59% των ψήφων και σε εκείνες του 1936 το 5,76% και θα εκλέξει 15 βουλευτές.14 Σε αυτές τις νέες συνθήκες χιλιάδες παλιοί βενιζελικοί, αλλά ακόμα και προερχόμενοι από το Λαϊκό Κόμμα, θα προσεγγίσουν το ΚΚΕ. Τότε θα το προσεγγίσουν και διανοούμενοι σε σημαντικό ποσοστό, ανάμεσά τους και ο Δημήτρης Γληνός. Τότε θα γίνουν και οι πρώτες επαφές με τη στρατιωτική και πολιτική Αριστερά του βενιζελισμού, προσέγγιση που θα αποδώσει καρπούς στη συγκρότηση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Ο Άρης Βελουχιώτης, στο «πολιτικό του μανιφέστο», τον περίφημο «λόγο της Λαμίας» στις 20 Οκτωβρίου 1944, θα εκφράσει αυτή τη νέα ταυτότητα της Αριστεράς ως της ηγέτιδας δύναμης του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος: «Κάποτε, λοιπόν, η χώρα μας είτανε δοξασμένη, μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή δόξα. Μα ύστερα από κάμποσα χρόνια η χώρα μας σηκώθηκε στο πόδι, κι ύστερα από σκληρούς αγώνες ενάντια στη σκλαβιά, πάλι λευτερώθηκε. Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασαν σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί “έξυπνοι”, ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν, πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε με άλλες φυλές που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ό,τι και να πούνε, αυτό δεν έχει καμιά αξία. Την ελληνικότητά μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγίνηκε πάλι λεύτερη… Έτσι, όλο το βάρος έπεσε πάνω σε μια χούφτα ανθρώπων, απ’ αυτούς που τρώγανε καρπαζιές μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια και τις ασφάλειες, μα που φλέγονταν από ηρωισμό και ανδρεία και μέσα τους υπήρχε μια ζεστή ελληνική καρδιά και έτρεχε στις φλέβες τους πραγματικό ελληνικό αίμα. Αυτοί άναψαν το δαυλό κι έδωσαν το σύνθημα για τον ξεσηκωμό του έθνους. Αυτοί δώσανε το κουράγιο στους Έλληνες. Αυτοί δημιούργησαν τη νέα Φιλική Εταιρία: το ΕΑΜ… Μας κατηγορούν ότι θέλουμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρχε, μια που αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει νάβρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά, αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει όπου βρει κέρδη, δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουνε μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος λοιπόν μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουνε τα κεφάλαιά τους από τη χώρα μας, ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;»15 Ο Βελουχιώτης θα εκφράσει πιο ολοκληρωμένα και με συνέπεια τη «νέα» γραμμή. Η ΕΑΜική Αριστερά θα αναλάβει να εκφράσει το αγωνιζόμενο έθνος και θα εγκολπωθεί την «παλιγγενεσία» του έθνους, με την επανάσταση του 1821, την απόρριψη του Φαλμεράυερ, τη συνέχεια του ελληνισμού στην παράδοση του Παπαρρηγόπουλου και του Ζαμπέλιου, την υπεράσπιση της πατρίδας απέναντι στο «άπατρι» κεφάλαιο. Ο αγωνιστικός χαρακτήρας της Αριστεράς υπήρξε εκείνο το στοιχείο που τη συνέδεε με την εθνική-λαϊκή παράδοση σε πείσμα της θεωρητικά α-εθνικής αντίληψης του μεγαλύτερου μέρους της κομμουνιστικής ηγεσίας. Και αυτή η «αγωνιστική» γραμμή θα εκφράζεται ηγεμονικά –φθίνουσα– σε όλη της τη μεταπολεμική διαδρομή μέχρι την απριλιανή δικτατορία: από τη λογική του αγώνα για αυτοδιάθεση της Βορείου Ηπείρου16 και αυτοδιάθεση-ένωση της Κύπρου, μέχρι τη στροφή του 1964-65 με βάση τις σοβιετικές θέσεις για «ανεξαρτησία» της Κύπρου, κοκ. Πάντως, θα παραμένει κυρίαρχη έως το 1974. Ο Νίκος Σβορώνος, διαμορφωμένος στην αντίληψη της Αντίστασης, θα υπερβεί αυτή τη σχηματική αντίληψη, έστω κι αν στην πρώτη του περίοδο θα εμφανίζεται να ταλαντεύεται ακόμα ανάμεσα στην Παπαρρηγοπούλεια και την Κορδατική αντίληψη. Ενώ σε ένα βασικό του κείμενο, γραμμένο το 1955, μεσούσης της σταλινικής περιόδου, μοιάζει μάλλον να ταλαντεύεται ως προς την ιστορική συνέχεια και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνισμού, ωστόσο αργότερα θα την αποδεχτεί:17 Σε συνέντευξή του στα Σύγχρονα Θέματα, στην ερώτηση: Τελικά φαίνεται να αποδέχεσθε την παπαρρηγοπούλεια άποψη για την αδιάπτωτη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας; απαντά: «Φυσικά και αποδέχομαι την κάποια πολιτισμική συνέχεια του ελληνισμού. Αλλά όχι και ολόκληρη την παπαρρηγοπούλεια άποψη. Σε ορισμένα σημεία σαφώς και υπάρχει αυτή η συνέχεια… Θεωρώ τη συνέχεια αυτή ως ένα δυναμικό φαινόμενο με διαφορετικές φάσεις…» και πάρα κάτω: «Λοιπόν, η αντίθεση με όλα αυτά τα φαινόμενα για μένα είναι αντίσταση. Δηλαδή, όπως πολύ σωστά συμπυκνώνεται στο ερώτημά σας, δεν θεωρώ αντίσταση απλώς και μόνο να πάρεις τα όπλα να ανεβείς στα βουνά. Αυτό είναι εύκολο πράγμα, σχετικά εύκολο. Το πρόβλημα είναι να μένεις αυτό που είσαι, και αυτό βέβαια συνδυάζεται με την πολιτισμική συνέχεια του ελληνισμού. Με το γεγονός ότι, όταν κατακτήθηκε ο ελληνικός λαός, από τους Ρωμαίους αρχικά είτε αργότερα από τους Τούρκους, είχε εθνική ενότητα και συνείδηση της ενότητας αυτής. Υπήρχε μια λαϊκή ενότητα με τη γλώσσα, με τα ήθη και τα έθιμα, και είχε συνείδηση της ταυτότητάς του αυτής, η οποία του επέτρεψε να αντισταθεί, να αντισταθεί στην απορρόφηση από άλλους λαούς οι οποίοι ήταν κατακτητές του… Πάντως η αντίσταση αυτή γίνεται ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας, γιατί ο ελληνισμός είχε αυτή την πορεία για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα».18 Αυτή η τοποθέτηση του Νίκου Σβορώνου αποκαθιστά πλέον την ενότητα της ελληνικής ιστορικής σκέψης, από τον Παπαρρηγόπουλο μέχρι τη σύγχρονη εποχή, από τη σκέψη του ελληνικού διαφωτισμού και ρομαντισμού μέχρι την Αριστερά. Η παρέκβαση του σταλινισμού και του δογματικού μαρξισμού θα έχει πλέον υπερακοντιστεί. Και θα τοποθετηθεί και πάνω στην ελληνική ιδιοπροσωπία: «Ο αντιστασιακός χαρακτήρας… διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη, που διεκδίκησαν και διεκδικούν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την οικονομική και πολιτισμική τους αυτονόμηση, συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων στα νεότερα χρόνια. Η αντιστασιακή αυτή διαδικασία, [ ] παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης (εκκλησία-Φαναριώτες-κοινότητες-αρματολοί, στην Τουρκοκρατία) και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών και ιδιαίτερα των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, που έδωσε ως το τέλος του ιθ΄ αι. τις πραγματικές διαστάσεις του Ελληνισμού, ως τη συνεχή παθητική ή ένοπλη αντίσταση (κλεφτουριά – αλλεπάλληλα, έστω και ξενοκίνητα, κινήματα), που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ’21. Επίσης, όταν από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ως τις μέρες μας οι εξωελληνικές δυνάμεις παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη ρύθμιση της μοίρας του Ελληνισμού, όχι μόνο στην εθνική του ολοκλήρωση, αλλά και στην εσωτερική του πολιτική και κοινωνική εξέλιξη, σε σημείο που η επίσημη πολιτική της Ελλάδας να δίνει συχνά την εντύπωση ότι ανελίσσεται εν απουσία των Ελλήνων, ή παρουσία του ελληνικού λαού εκδηλώνεται με συνεχή κινήματα διαμαρτυρίας, έστω και αν τα κινήματα αυτά δεν παίρνουν πάντα συγκεκριμένες πολιτικές μορφές, που κορυφώνονται με την εθνική και αντιφασιστική αντίσταση του 1940 –1945».19 Ο συγγραφέας, με διεισδυτικό τρόπο και χωρίς να πέφτει θύμα των παραδοσιακών προκαταλήψεων της Αριστεράς, εντάσσει την Εκκλησία, τους Φαναριώτες, τους αρματολούς σε ένα σχήμα καθολικής αντίστασης στους κατακτητές. Παγκοσμιοποίηση και απεθνικοποίηση (1974-2008) Και όμως, σε μια τέταρτη ιστορική φάση, εκείνη της «παγκοσμιοποίησης» και της οργανικής ένταξης της Ελλάδας σε υπερεθνικούς καπιταλιστικούς μηχανισμούς, η Αριστερά –και κατʼ εξοχήν η αριστερή διανόηση– θα λειτουργήσει ως ο ιδεολογικός προπομπός και φορέας της προσαρμογής σε αυτή την παγκοσμιοποίηση, χρησιμοποιώντας το ιδεολογικό οπλοστάσιο του μαρξιστικού διεθνισμού και της μεσοπολεμικής ελλαδικής Αριστεράς, χωρίς βέβαια την αγωνιστική της διάσταση. Και ο παροξυσμός του ψευδοεθνικισμού της ελληνικής Δεξιάς, με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, την «Ελλάδα των ελλήνων χριστιανών», που θα οδηγήσει στην κυπριακή καταστροφή, θα προσφέρει το ιδεολογικό άλλοθι για την εγκατάλειψη της εθνικοαπελευθερωτικής διάστασης της Αριστεράς. Το βασικό ιδεολογικό ρεύμα που θα εκφράσει αυτή τη νέα στροφή υπήρξε εκείνο του «ευρωκομμουνισμού». Κι όμως, αυτό το ρεύμα, με βασικό εκφραστή την προδικτατορική ΕΔΑ και το ΚΚΕ Εσωτερικού, εμφανίστηκε στην Ελλάδα ως εγχείρημα «ελληνοποίησης» της κομμουνιστικής παράδοσης -γι αυτό και ο συνδυασμός ελληνικής και κόκκινης σημαίας-, ενώ στο εσωτερικό του θα συμπεριλάβει ένα μεγάλο ποσοστό από τα «μη δογματικά» στοιχεία της ελληνικής αριστεράς. Καλλιτέχνες (π.χ. ο Μίκης Θεοδωράκης), λογοτέχνες, ιστορικοί (όπως ο Σβορώνος) θα εκφραστούν μέσα από αυτό το ρεύμα, που θα θελήσει να υπερβεί τη σταλινική παραμόρφωση και να επανασυνδέσει ελληνική παράδοση και Αριστερά. Αυτό το ρεύμα στην μεταπολιτευτική περίοδο θα σφραγιστεί όμως από την έλλειψη αγωνιστικού χαρακτήρα –τον υπέρμετρο «ρεαλισμό» που το διείπε– και τη σταδιακή του μεταβολή σε κόμμα «διανοουμένων». Η εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ και η παρουσία του ΚΚΕ στέρησαν από τον ελληνικό «ευρωκομμουνισμό» κάθε μαζική βάση στα λαϊκά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Ο εγκλεισμός σε σχετικά περιορισμένους κύκλους, μέσα στο γενικό μεταπολιτευτικό πλαίσιο της αναβάθμισης του ρόλου των διανοουμένων και της ανόδου της «Αριστεράς», με την ευρύτερη έννοια, στην εξουσία, μετέβαλε την αριστερή διανόηση σε οργανικό διανοούμενο του μεταπολιτευτικού κράτους. Από το ευρωκομμουνιστικό εγχείρημα, μετά μάλιστα την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη μαζική εισροή διανοουμένων από το ΚΚΕ στο ευρωκομμουνιστικό στρατόπεδο, μέσω του «Συνασπισμού», θα μείνει τελικώς το πρώτο συνθετικό, ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός». Τωόντι, αυτό το στρώμα των διανοουμένων ήταν το καταλληλότερο όχι απλώς για την πρόσληψη και τη μεταφορά της ευρωπαϊκής ιδεολογίας στην Ελλάδα, αλλά για την ενσωμάτωση των ελληνικών ελίτ στο υπό διαμόρφωση στρώμα των ευρωκρατών. Διέθεταν τόσο τα απαραίτητα εφόδια –γλώσσες, εξοικείωση με τα επιστημονικά εργαλεία της ύστερης Δύσης– όσο και την κατάλληλη ιδεολογική αρματωσιά. Έτσι, θα αρχίσει η μετάβαση από το παλιό ευρωκομμουνιστικό ρεύμα -που μέσα από την Επιθεώρηση Τέχνης ή το Αντί της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, μέσα από τους Λαμπράκηδες και την… «ποίηση της ήττας» προσπαθούσε να δει με «σύγχρονο» μάτι τον λαϊκό πολιτισμό, το ρεμπέτικο, τον ζωγράφο Θεόφιλο τον Εγγονόπουλο και την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, τον Αντονιόνι και τον Γκοντάρ ταυτόχρονα– σε μια καινούργια ιδεολογική ταυτότητα. Τώρα πλέον, το ζητούμενο δεν είναι η «ανακάλυψη της λαϊκής ψυχής», αλλά η εξαφάνισή της ως στοιχείου που εμποδίζει την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της χώρας, ως στοιχείου ανορθολογικού, με στοιχεία «εθνικιστικά», «λαϊκιστικά» κ.λπ. Ενώ αυτό το ρεύμα υπήρξε εξόχως λαϊκιστικό ή λαϊκότροπο στη δεκαετία του ’60, τριάντα χρόνια μετά θα γίνει υπερασπιστής του εκσυγχρονισμού, νοουμένου ως πολιτισμική ισοπέδωση και αποδοχή ενός παγκόσμιου ορθολογισμού, που απορρίπτει τις «εθνικιστικές επιβιώσεις». Η «υλική βάση» αυτού του «ρεύματος» που επιχειρεί την «οριστική» αποεθνικοποίηση της χώρας, ώστε να ενταχθεί απρόσκοπτα σε μια υπερεθνική, και δυτικοκεντρική, Ευρώπη, είναι οι ποικιλόμορφες εξαρτήσεις και διασυνδέσεις με το ευρωπαϊκό κέντρο, με τις Βρυξέλλες και τις εγχώριες εκβλαστήσεις του. Πλέον το παλιό «λαϊκότροπο» ΚΚΕ Εσωτερικού θα παραχωρήσει τη θέση του σε ένα κράμα αριστερισμού των σαλονιών, φιλελευθερισμού και «ρεαλισμού». Οι νέες κατευθύνσεις θα είναι πλέον ο «αντιεθνικισμός» και η καταδίωξη του «ελληνοκεντρικού». Κάθε τι το ελληνικό είναι ύποπτο. Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ θα διαρρήξει τον ομφάλιο λώρο αυτής της νέας αντιεθνικιστικής Αριστεράς με την Αντίσταση, με την επίθεσή του ενάντια στον Βελουχιώτη (20)· ο Τάκης Καγιαλής χαρακτηρίζει «εθνικιστές» και «φασίστες» τον Εγγονόπουλο, τον Εμπειρίκο και τον Ελύτη που μέχρι πριν μερικά χρόνια αποτελούσαν έμβλημα της Ανανεωτικής Αριστεράς. Η ομάδα των αριστερών δημοσιογράφων του «Ιού» της Ελευθεροτυπίας, θα χαρακτηρίσει τη Μικρασιατική Καταστροφή «Βιετνάμ της Ελλάδας». Οι κες Φραγκουδάκη και Δραγώνα θα εκστρατεύσουν ενάντια στον «ελληνο­κεντρικό» προσανατολισμό της εκπαίδευσης.21 Τέλος, αρκετοί νεώτεροι ιστορικοί θα επιχειρήσουν να «αποκαθάρουν» την ιστορική έρευνα από κάθε στοιχείο «ελληνοκεντρισμού». Ο Στέφανος Πεσμαζόγλου, στη συζήτηση-συνέντευξη που πήρε από τον Νίκο Σβορώνο (και επικεντρώνομαι σε αυτούς και στην αντιπαράθεσή τους, γιατί προέρχονται από παραπλήσιο ιδεολογικό χώρο), αναφερόμενος στην αντίληψη του Σβορώνου για το «αντιστασιακό πνεύμα που επικράτησε στην ελληνική ιστορία» ανησυχεί διαρκώς για το εάν: «Είναι δυνατή και πόσο νόημα έχει η οποιαδήποτε αναζήτηση κεντρικών ιδιαίτερων εθνικών χαρακτηριστικών; Τέτοιες γενικές τοποθετήσεις δεν οδηγούν σε χαρακτηρολογικές τυπολογίες εθνών;»22 «… Όταν είναι εξαιρετικά δύσκολο να οδηγηθούμε σε ανθρώπινες χαρακτηρολογίες, ακόμη περισσότερο κοινωνικών ομάδων και τάξεων, δεν κινδυνεύει η ανίχνευση κάποιου καθοριστικού χαρακτηριστικού ενός ολόκληρου έθνους –και μάλιστα στην πολύ μεγάλη διάρκεια 1.500-2.000 ετών– να είναι στην καλύτερη περίπτωση μονοσήμαντη, στη χειρότερη, κενή περιεχομένου; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εικόνα που δίνετε της νεοελληνικής ταυτότητας, για τους “Νεοέλληνες” και τη συνεχή παρουσία ενός αντιστασιακού πνεύματος, δεν είναι μονοσήμαντα κολακευτική και εξιδανικευτική;»23 «Τελικά, μήπως τέτοια συνολικά σχήματα δεν έχουν κανένα νόημα, μια που στην ιστορία όλων των λαών, όλων των εποχών, συνυπάρχουν –σε εναλλασσόμενους βαθμούς- και τα στοιχεία που συνθέτουν τις όποιες “αντιστάσεις” του, αλλά και τα στοιχεία που στοιχειοθετούν τις αδράνειές του;»24 Το νόημα είναι σαφές: Οι Έλληνες δεν υπάρχουν πλέον! Στον βαθμό που εθνικά χαρακτηριστικά και «τυπολογίες εθνών» είναι ανύπαρκτες, και «σε όλους τους λαούς εναλλάσσονται αδράνειες και αντιστάσεις» με όμοιο τρόπο, τότε η ιδιαιτερότητα των εθνών εξαφανίζεται, στην καλύτερη περίπτωση η εθνική ταυτότητα είναι ένα φολκλορικό ή γλωσσικό υπόλειμμα, μια «φαντασιακή κατασκευή» ή μια «νοερή κοινότητα», για να αναφέρουμε μια βλακεία του συρμού, ή ακόμα χειρότερα μία «αντιδραστική κατασκευή». Αυτό το βήμα θα το κάνει ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, ο οποίος θα αμφισβητήσει το ότι η εθνική συνείδηση προηγείται της κρατικής υπόστασης, καθώς επίσης και το γεγονός πως υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε Ορθοδοξία και εθνική ταυτότητα: «Αυτή η μεθοδολογική προσέγγιση κατευθύνεται προς έναν αναθεωρητικό ουσιαστικό στόχο. Η συγκριτική ανάλυση των στοιχείων επιζητεί να αμφισβητήσει δύο αντιλήψεις που επικρατούν στην ιστοριογραφία της Ανατολικής Ευρώπης. Η πρώτη αντίληψη που θα τεθεί υπό αμφισβήτηση είναι δυνατόν να περιγραφεί ως η ιδέα της “εθνικής αφύπνισης”. Η διάχυτη αυτή άποψη δέχεται ότι το “έθνος”, ως κοινότητα πολιτισμού και κοινωνικών αισθημάτων, προϋπήρξε του κράτους. [ ] Αυτή ακριβώς η αντίληψη κατηύθυνε το έργο των μεγαλύτερων ιστορικών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ανδρών όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και ο Nicolae Iorga. Οι Βαλκάνιοι εθνικιστές οικειοποιήθηκαν τις ιδέες αυτές και προσπάθησαν να προικίσουν τα κράτη τους με μακρά ιστορία εθνικότητας και αισθητής εθνικής παρουσίας πριν από την επίτευξη κρατικής υπόστασης·· εξύμνησαν κατά κανόνα το μεσαιωνικό τους παρελθόν και επιδίωξαν να αποκαταστήσουν αδιάσπαστες συνέχειες εθνικής ύπαρξης από την πιο μακρινή αρχαιότητα. [ ] Η δεύτερη αντίληψη που θα έπρεπε να επανεξεταστεί είναι η άποψη που θεωρεί την Ορθοδοξία ως πρόμαχο του εθνικισμού. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η Ορθόδοξη Εκκλησία διαδραμάτισε μείζονα ρόλο στη διατήρηση και καλλιέργεια της εθνοτικής ταυτότητας των εθνών της Νοτιανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, καθώς και στην καθοδήγηση της εθνικής τους “αφύπνισης”. Η αντίληψη αυτή σαφώς ισχυρίζεται ότι η Ορθοδοξία ταυτίζεται με την εθνικότητα, ενώ υπαινικτικά υποδεικνύει την αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως εμπροσθοφυλακής του εθνικισμού. Η αντίληψη αυτή, οι διανοητικές καταβολές της οποίας είναι εύκολο να εντοπιστούν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κυριάρχησε στη βαλκανική ιστοριογραφία του 20ού αιώνα τόσο επίμονα όσο και η ιδέα περί “εθνικής αφύπνισης”».25 Πλέον έχουμε φθάσει στο άκρον άωτον της αναθεώρησης –ακόμα και της μαρξιστικής αντίληψης που τουλάχιστον ανήγαγε το «νεοελληνικό έθνος» στις αρχές της χιλιετηρίδας– αλλά και του παραλογισμού. Η ελληνική εθνική συνείδηση είναι δημιούργημα του κράτους. Το πώς βέβαια δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος ή τα άλλα εθνικά κράτη των Βαλκανίων είναι αδιάφορο για τον συγγραφέα. Αυτό που τον απασχολεί είναι το πώς εμπέδωσαν την «εθνικιστική ιδεολογία» από τον 19ο αιώνα και μετά και έτσι εμφύσησαν εθνική συνείδηση στους υποτιθέμενους (για τον Κιτρομηλίδη) αλύτρωτους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ορθόδοξη ταυτότητα των βαλκανικών λαών δεν αποτελεί βασικό στοιχείο συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας, σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις τ

    Σχόλιο από Πόντος και Αριστερά | 12/05/2008

  7. ………………. Πλέον έχουμε φθάσει στο άκρον άωτον της αναθεώρησης –ακόμα και της μαρξιστικής αντίληψης που τουλάχιστον ανήγαγε το «νεοελληνικό έθνος» στις αρχές της χιλιετηρίδας– αλλά και του παραλογισμού. Η ελληνική εθνική συνείδηση είναι δημιούργημα του κράτους. Το πώς βέβαια δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος ή τα άλλα εθνικά κράτη των Βαλκανίων είναι αδιάφορο για τον συγγραφέα. Αυτό που τον απασχολεί είναι το πώς εμπέδωσαν την «εθνικιστική ιδεολογία» από τον 19ο αιώνα και μετά και έτσι εμφύσησαν εθνική συνείδηση στους υποτιθέμενους (για τον Κιτρομηλίδη) αλύτρωτους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ορθόδοξη ταυτότητα των βαλκανικών λαών δεν αποτελεί βασικό στοιχείο συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας, σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις του Ιακωβάτου, που έβλεπε στην Ορθοδοξία το αποφασιστικό στοιχείο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας! Έτσι, όλη η νεώτερη ελληνική ιστορία αποτελεί ένα εθνικιστικό παραλήρημα και οι Έλληνες κυριολεκτικά εξαφανίζονται ως έθνος. Η εθνική συνείδηση διαμορφώνεται μέσω του εκπαιδευτικού μηχανισμού,26 μέσω της κρατικής «προπαγάνδας» γι αυτό εξ άλλου και η ιδιαίτερη προσπάθεια του «ρεύματος» να αποκαθάρει από τον εθνικισμό, δηλαδή από κάθε στοιχείο εθνικής ταυτότητας, τα σχολικά και εκπαιδευτικά βιβλία.

    Πλέον η εθνική ταυτότητα είναι όχι μόνον «νοερή», αλλά και κατασκευασμένη και αντιδραστική. Εν τέλει τα συλλογικά υποκείμενα, άρα και το έθνος, είναι «κατασκευές». Ο «μαρξισμός» ολοκληρώνεται ως ατομοκεντρικός φιλελευθερισμός. Γι αυτό και συμπλέει με τον Νίκο Δήμο, τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο, τον Στέφανο Μάνο και άλλους οπαδούς του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Αυτό το ατομοκεντρικό και τεχνοκρατικό κατασκεύασμα εξακολουθούν οι φορείς του να το εμφανίζουν ως «μαρξιστικό» ή «αριστερό», ενώ αποτελεί απλώς την ιδεολογική έκφραση της παγκοσμιοποίησης και της πολυεθνικοποίησης του κεφαλαίου, το οποίο στην παρούσα φάση της ανάπτυξης του, αποστρέφεται και αντιμάχεται κάθε μορφή κοινότητας, είτε εθνική, είτε ταξική, ως εμπόδιο στην επέκτασή του.

    Μέσα στα πλαίσια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, όπου η ιδεολογία της Αριστεράς ήταν ηγεμονική και ήταν οι σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ που ανέλαβαν την ένταξη της χώρας στους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης, από την Αριστερά μπορούσε να εκπηδήσει μια σοβαρή και με πιθανότητες επιτυχίας απόπειρα απο-εθνικοποίησης και αποδιάρθρωσης μιας ισχυρής εθνικής ταυτότητας όπως είναι η ελληνική. Ο παγκοσμιοποιητικός εκσυγχρονισμός θα έχει αριστερό πρόσημο στην Ελλάδα, τόσο στο πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό πεδίο.

    Μετά τη μεταπολίτευση η επίσημη Αριστερά θα πάψει να είναι αγωνιστική, θα απορροφηθεί στο κράτος, ή μάλλον θα μεταβληθεί, κατά την έκφραση του Αλτουσέρ, σε «ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους» και η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου θα τη μεταβάλει στο μεγαλύτερο μέρος της σε δυτικόστροφη και Βρυξελλόπληκτη.27 Εξ άλλου, η θητεία της ως θεραπαινίδας της Μόσχας την είχε προετοιμάσει για τις νέες δουλείες της. Η Αριστερά θα γίνει κυρίαρχη στη διανόηση και τους πανεπιστημιακούς μηχανισμούς, στους δημοσιογραφικούς χώρους κ.λπ., και η ιδεολογία της, ενός άχρωμου ψευτοδιεθνισμού, θα συνταυτιστεί απολύτως με τον κοσμοπολιτισμό των «γιάπηδων».

    Επί ματαίω θα γράφει ο ποιητής από μακριά:
    «Εν τω μεταξύ η γύφτισσα υπενθυμίζει στους αριστερούς το
    “Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας!”»
    28

    Σημειώσεις :

    1. Ερασμία-Λουΐζα Σταυροπούλου, Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), Ένας ριζοσπάστης ρωμαντικός, Επικαιρότητα, Αθήνα 1987, σελ. 84-106. Παναγιώτης Νούτσος, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα, τόμος Α΄ (1875-1907), σελ. 48-52.

    2. Βλ. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τόμος 11ος-12ος, και Ιστορία του Εργατικού Κινήματος, Αθήνα 1956. Παναγιώτης Νούτσος, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα, τόμος Α΄ (1875-1907), σελ. 188-189.

    3. Κατά μια περίεργη «πανουργία της ιστορίας», η «Φεντερασιόν» θα προσεγγίζει τις απόψεις του Δραγούμη, εκκινώντας από μια ριζικά διαφορετική αφετηρία.

    4. Αβραάμ Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, Κομμούνα, Αθήνα 1986. Αβραάμ Μπεναρόγια, Ελπίδες και πλάνες, Στοχαστής, Αθήνα 1989. Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών, Η σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1989.

    5. Βλ., Γιώργος Λεονταρίτης, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Εξάντας, Αθήνα 1978, σελ. 49-50.

    6. Βλ. Λεονταρίτης όπ.π. και Παναγιώτης Νούτσος, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα, τόμος Β΄ (1907-1925), σελ. 91-109 και 291-338.

    7. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Οι αγώνες στην Τουρκία και η σοσιαλδημοκρατία», αναδημ. στο περιοδικό Λαοί, τ. 1, Μάιος 1987, σελ. 44.

    8. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τ.13ος, 1900-1924, σελ. 566-567.

    9. Βλ. Αλέξανδρος Δάγκας – Γιώργος Λεοντιάδης, Κομιντέρν και Μακεδονικό ζήτημα, Τροχαλία, Αθήνα 1997, σελ. 180-183.

    10. Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμος 3ος, 1929-1933, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1966, σελ. 326-327.

    11. Γιάννης Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, Επικαιρότητα, Αθήνα 1972, σελ. 21.

    12. Γιατί μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών η Μακεδονία είχε πλέον πάνω από το 90% ελληνόφωνο και ελληνικής συνείδησης πληθυσμό, και το μόνο σύνθημα που είχε νόημα για την Αριστερά ήταν η διεκδίκηση ισότιμων δικαιωμάτων για τις μειονότητες, τη σλαβομακεδονική και την εβραϊκή στη Θεσσαλονίκη, πράγμα που θα κάνει μετά τη στροφή του 1935.

    13. ΚΚΕ, Δέκα Χρόνια Αγώνες, 1935-1945, εκδ. ΚΚΕ, Ανατύπωση Πορεία, Αθήνα 1977, σελ. 66-67.

    14. Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, Ολκός, Αθήνα 1976, σελ. 289, 304.

    15. Γιάννη Γ. Χατζηπαναγιώτου (καπετάν Θωμά), Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη, Δωρικός, Αθήνα 1975, σελ. 491-509.

    16. Πράγματι, στην Απόφαση του Π.Γ. του ΚΚΕ της 1ης Ιουνίου 1945 αναφέρεται: «Το ΚΚΕ διακήρυξε πάντα ότι υπάρχει άλυτο το βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Το ζήτημα αυτό έχει το δικαίωμα και πρέπει να το λύσει λέφτερα ολόκληρος ο βορειοηπειρωτικός λαός. Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ στην Κ.Ε. του ΕΑΜ δηλώνει ακόμα: Για να εξασφαλίσει τη δημοκρατική ενότητα, το ΚΚΕ είνε έτοιμο να δεχτεί και να πραγματοποιήσει την άποψη εκείνη του δημοκρατικού κόσμου για το βορειοηπειρωτικό που θα διατυπώσει η πλειοψηφία του. Αν η πλειοψηφία αυτή αποφανθεί για μια άμεση στρατιωτική κατάληψη της βόρειας Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό, το ΚΚΕ θα διατυπώσει τις αντιρρήσεις του, μα θα πειθαρχήσει». Ριζοσπάστης, 2 Ιουνίου 1945, και Δεκα Χρόνια αγώνες, όπ.π. σελ. 253.

    17. Νίκος Σβορώνος, «Σκέψεις για μια εισαγωγή στη νεοελληνική ιστορία», Επιθεώρηση Τέχνης,1955. Επανέκδοση, ειδικό αφιέρωμα του Μανδραγόρα, Νο 6-7,1995, σελ. 28-32.

    18. Κ.Θ. Δημαράς, Νίκος Σβορώνος, Η μέθοδος της Ιστορίας, συνεντεύξεις με τους Στέφανο Πεσμαζόγλου και Νίκο Αλιβιζάτο, Άγρα, Αθήνα 1995, σελ. 104, 161.

    19. Νίκος Σβορώνος, Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, Θεμέλιο, Αθήνα 1976, σελ. 12-13.

    20. Ο Δη­μο­σθέ­νης Κούρ­το­βικ, κά­τω α­πό τον χαρακτηριστικό τί­τλο «Η με­τα­κο­μι­δή της κά­ρας του Ά­ρη», έγραφε στα ΝΕΑ στις 9 Δε­κεμ­βρί­ου 1997: «Ο Τσε Γκε­βά­ρα, πο­λύ πιο κομ­μου­νι­στής α­πό τον Ά­ρη, γο­η­τεύ­ει σή­με­ρα τους Ι­τα­λούς νε­ο­φα­σί­στες. Δεν θα πρέ­πει να εκ­πλα­γού­με αν ο Ά­ρης –που, ας μη το ξε­χνά­με, δεν έ­πα­ψε πο­τέ να προ­κα­λεί α­μη­χα­νί­α στο ε­πί­ση­μο ΚΚΕ– γί­νει ό­χι με­θαύ­ριο, αλ­λά αύ­ριο, σύμ­βο­λο της ορ­γα­νω­τι­κά δια­σκορ­πι­σμέ­νης, πλην πα­ρού­σας και μά­λι­στα ο­γκού­με­νης ελ­λη­νι­κής α­κρο­δε­ξιάς». Αυ­τό το κεί­με­νο γρά­φτη­κε σε μια «δη­μο­κρα­τι­κή» ε­φη­με­ρί­δα, α­πό έ­ναν «α­ρι­στε­ρό» –τι άλ­λο θα μπο­ρού­σε να εί­ναι;– δια­νο­ού­με­νο για να α­να­φερ­θεί στα βι­βλί­α που προ­κά­λε­σαν έ­να εκ­δο­τι­κό ξέσπασμα το Φθινόπωρο του 1997, των Δ. Χα­ρι­τό­που­λου (Ά­ρης, ο αρ­χη­γός των α­τά­κτων) Γ. Φα­ρά­κου (Ά­ρης Βε­λου­χιώ­της) και Γ. Κα­ψά­λη (Ο Ά­ρης Βε­λου­χιώ­της και η ε­πο­χή του). Είναι προφανές πως η «Νέα Αριστερά» ανησυχεί για κάθε τι που θα μπορούσε να επαναφέρει στο σήμερα στοιχεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του παρελθόντος.

    21. Άννα Φραγκουδάκη, Θάλεια Δραγώνα(επιμ.), “Τι είναι η πατρίδα μας;”, Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, σελ. 539. Το βιβλίο αποτελεί αξιολόγηση και ανάλυση των αποτελεσμάτων δύο ερευνών που χρηματοδοτήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση με αντικείμενο το περιεχόμενο των εγχειριδίων ιστορίας, γεωγραφίας και γλώσσας της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης και τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών. Με πρόσχημα πραγματικές αντιφάσεις, ελλείψεις και φοβίες του εκπαιδευτικού συστήματος και των εκπαιδευτικών, στοχεύει να επεξεργαστεί «δύο υποθέσεις εργασίας που αναδεικνύουν τον φανερό ή λανθάνοντα εθνοκεντρικό χαρακτήρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος… Η δεύτερη βασική υπόθεση εργασίας είναι ότι ο εθνικός “εαυτός” αναπαρίσταται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα σαν να βρίσκεται σε κατάσταση ανασφάλειας και αδυναμίας. Η εθνική ταυτότητα θεωρείται ότι έχει ανάγκη από υπεράσπιση, ότι κινδυνεύει από αλλοίωση, ότι δηλαδή γίνεται αντιληπτή σαν ταυτότητα υποτιμημένη και εύθραυστη» (σελ. 18). Σύμφωνα με τις -και τους- συγγραφείς του βιβλίου, δεν υπάρχει καμία απειλή για την εθνική ταυτότητα, το αντίθετο μάλλον: Αυτή υπερτονίζεται και δεν κινδυνεύει από τίποτε, ούτε από εξωτερικές επεκτατικές δυνάμεις, ούτε από πολιτιστική και γλωσσική αλλοτρίωση, και επί πλέον ο «λανθάνων ή φανερός» εθνοκεντρισμός εμποδίζει προφανώς την απρόσκοπτη ένταξή μας στη διεθνή κοινότητα, δηλαδή στην αδιαφοροποίητη παγκοσμιοποιητική σούπα.

    Γιώργος Καραμπελιάς
    http://www.ardin.gr/node/329

    Σχόλιο από Πόντος και Αριστερά | 12/05/2008

  8. εχω διαβασει το Βιβλιο του Σκληρου..πολύ ενδιαφερον εχει η δουλεια της Πατρικιου για τον Σκληρο και τις στενοτατες σχεσεις του με τον Βενιζελισμό ( ουσιαστικά ο Σκληρος γινεται τοτε ο θεωρητικός του Βενιζελισμου)ειδικά την περιοδο που γραφτηκε το Ζητημα της Ανατολής …..

    Σχόλιο από Νοσφεράτος | 13/05/2008

  9. […] θέσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ- είναι τα κείμενα των Γεωργίου Σκληρού («Το ζήτημα της Ανατολής») και Δημήτρη Γληνού («Η […]

    Πίνγκμπακ από -ΠΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ « Πόντος και Αριστερά | 29/07/2008

  10. Ο Γ. Σκληρός στην Αίγυπτο
    Σοσιαλισμός, δημοτικισμός και μεταρρύθμιση
    Συγγραφέας: Σταυρίδη – Πατρικίου Ρένα
    Εκδότης: Θεμέλιο
    Σειρά: Ιστορική Βιβλιοθήκη
    ISBN: 960-310-039-0
    http://www.perizitito.gr/authors.php?authorid=7091

    Σχόλιο από Νοσφεράτος | 27/10/2008

  11. […] -Γεωργίου Σκληρού: ΤΟ […]

    Πίνγκμπακ από -Δύο χρόνια Π&Α: Ένας “εγωκεντρικός” απολογισμός! « Πόντος και Αριστερά | 31/12/2008

  12. […] όπως ο Σμυρνιός Δημήτρης Γληνός και ο Τραπεζούντιος Γεώργιος Σκληρός. Οι δύο αυτοί σημαντικοί διανοούμενοι,  με τα άρθρα […]

    Πίνγκμπακ από Ο άλλος Βενιζέλος « βιβλιοπωλείο “χωρίς όνομα” | 25/11/2009

  13. […] -Γεωργίου Σκληρού: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗ […]

    Πίνγκμπακ από -Ο απολογισμός του έτους « Πόντος και Αριστερά | 08/01/2010

  14. […] -Γεωργίου Σκληρού: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ […]

    Πίνγκμπακ από Ένα αίνιγμα: Μικρασιάτες σοσιαλιστές και Βαλκάνιοι εθνικιστές! « Und ich dachte immer | 15/02/2010

  15. […] -Γεωργίου Σκληρού: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ […]

    Πίνγκμπακ από Μικρασιάτες σοσιαλιστές και Βαλκάνιοι εθνικιστές: Ένα αίνιγμα « Und ich dachte immer | 15/02/2010

  16. […] Προσπαθώντας να προβάλουμε τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να ξεκαθαρίσουν το νου και να οξύνουν τα νεοελληνικά μας κριτήρια, αναδημοσιεύουμε από το βιβλίο “Αριστερά και Ανατολικό Ζητημα“ δύο χρήσιμα  κείμενο του Δημήτη Γληνού για το εθνικιστικό πραξικόπημα των Νεότουρκων  το 1908.  Είχαμε δημοσιεύσει κατ’ αρχάς το αντίστοιχο κείμενο του Γεωργίου Σκληρού. […]

    —————————————————–

    Μια απάντηση του Δραγούμη στον Σκληρό:

    http://istorikathemata.blogspot.com/2010/04/blog-post_13.html

    Πίνγκμπακ από -O Δημήτρης Γληνός για το 1908 « Πόντος και Αριστερά | 19/03/2010

  17. […] θέσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ- είναι τα κείμενα των Γεωργίου Σκληρού («Το ζήτημα της Ανατολής») και Δημήτρη Γληνού («Η […]

    Πίνγκμπακ από ΠΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ « βιβλιοπωλείο “χωρίς όνομα” | 18/05/2010

  18. […] -Γεωργίου Σκληρού: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ […]

    Πίνγκμπακ από -Το ΚΚΕ, τα Μικρασιατικά και ο νόμος 815 « Πόντος και Αριστερά | 14/12/2010

  19. […] -Γεώργιος Σκληρός […]

    Πίνγκμπακ από …edo einai ellada re! « Πόντος και Αριστερά | 03/05/2011

  20. Διαβάστε και το μυθιστόρημα της ζωής του, που έγραψε η πανεπιστημιακός Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, «Τρυφερός σύντροφος», εκδόσεις Άγρα

    Σχόλιο από Θεοδοσία | 19/09/2011

  21. […] -Γεωργίου Σκληρού: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ […]

    Πίνγκμπακ από Γεωργίου Σκληρού: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ : Ανιχνεύσεις | 16/08/2017

  22. […] ο Τραπεζούντιος Γεώργιος Σκληρός με το κείμενό του «Το Ζήτημα της Ανατολής». Στο κείμενό του αυτό, καθώς και σε ένα αντίστοιχο του […]

    Πίνγκμπακ από Ο Γεώργιος Σκληρός της Αλεξάνδρα Δεληγιώργη | Ένα blog του Βλάση Αγτζίδη | 12/10/2018

  23. […] ο Τραπεζούντιος Γεώργιος Σκληρός με το κείμενό του «Το Ζήτημα της Ανατολής». Στο κείμενό του αυτό, καθώς και σε ένα αντίστοιχο του […]

    Πίνγκμπακ από Γεώργιος Σκληρός: Ο Πόντιος σοσιαλιστής που προκάλεσε τους Αθηναίους στις αρχές του 20ου αιώνα - Press Publica | Δημοσιογραφία για το δημόσιο συμφέ | 13/10/2018


Σχολιάστε