Πόντος και Αριστερά

……. 'μώ τον νόμο σ' !

-Kατερίνα Γώγου

«[…] Πίστευα τόσα χρόνια πως η τέχνη είναι διαφυγή. Και λύτρωση. Με το δεξί μου χέρι σηκωμένο στον ουρανό -πράξη αλήθειας- ταπεινά κι όχι ταπεινωμένη, λέω πως η τέχνη δε με λύτρωσε κι ούτε διέφυγα απ’ τις απόκρημνες στροφές της τρέλας.
Όσοι ακόμα ορκίζονται στ’ όνομα της και δεν ψεύδονται σωστά κάνουν. Δεν ήρθε καιρός. Γιατί η τέχνη περιέχει άμετρο εγωκεντρισμό. Η τέχνη -εγώ για μένα μιλάω- γουόκμαν στ’ αυτιά μου και πατίνια στα πόδια, στα χρώματα σου… στη μοναξιά σου να ρολάρεις…

gogou3.jpg (χειρόγραφο)

Δώδεκα χρόνια περάσανε από το πρώτο βιβλίο.
Μέχρι τότε στην πολιτική, στο αλκοόλ, στην ανεργία μπλεγμένη. Την έβγαζα με τρελόχαπα και τσαμπουκάδες.
Μετά χτύπησε η πρώτη νοσοκομειακή κρίση. Ήρθανε οι απανωτές εκδόσεις, παρέα με τις Ερινύες.
Λουλούδια.
Γράμματα.
Άνθρωποι.
Λεφτά κάτω απ’ την πόρτα. Ενοχές. Δάχτυλα που με δείχνανε, φωνές που με ρωτάγανε: «Γιατί μας πούλησες;» Κι εγώ τις πίστεψα τις φωνές.
Ποια είμαι εγώ; Με ποιο, ποιος μου ‘δώσε το δικαίωμα να γράφω «εμείς»;
Όσο περνάνε και χάνονται πίσω μου τα χρόνια για μένα, να πάνε αλλού, άδειασε το αίμα μου, δοτικό για όλους και για όλα. Έβρεξα στη χώρα μου – μια χούφτα γη και τόσο πολλή η θάλασσα και ξηρασία ήρθε… Αίμα να ποτίζω όλα τα στενοσόκακα, τις έρημες εισόδους και εξόδους της φυλακής Κορυδαλλού, βαποράκι για τα γράμματα από τις στέγες των εξεγερμένων ισοβιτών, γιάφκα το σπίτι που έμενα, ταξίδια πάνε-έλα με προκηρύξεις κι αφίσες, ψαξίματα μ’ ανιχνευτές – λες νά ‘φαγα εγώ τον Πέτρου και Σταμούλη; Ύποπτη για πάντα και για όλα, διάτρητη από το κράτος.

Να τα βλέπουνε όλα, ό,τι γίνεται μέσα μου κι έξω, τρόμος και ξανά την ανάσα, την ψυχή μου, δεν τους έπαιρνε να την ελέγξουνε. Βλέπεις τα μάτια τους τους τα ‘χει βάλει ο διάολος στα όργανα τους. Ξεχνιόντουσαν χαζομένοι να τα τρίβουνε, ε, και καμιά φορά, γονατίζανε για να σκοπεύσουν σωστά τον πιτσιρικά που καινούργιος ήτανε, δεν πρόλαβε να την κάνει, να τρέξει… Τώρα τι μ’ έπιασε και θυμάμαι. Μεγάλες παρενθέσεις κάνω όσο περνάνε τα χρόνια, λοιπόν, ετοιμάζομαι να γυρίσω στον τόπο μου, από κει που ήρθα. Ερμής Τρισμέγιστος. Από τα έγκατα της ζωοδόχου γης, ταξίδι μακρινό στον Ουρανό, αγαπημένε πατέρα, φτεράκια ολοκαίνουργια μου ξανάβαλε στα πόδια, φτεράκια γερά, σφιχτά, δυνατά, άτρωτα από τις κωλόσφαιρές τους.
Πάει, έφυγε το έκτο γραφτό, γραφτό κακό, από άσυλο μέσα σε άσυλο γραμμένο. Χρέος υπέρτατο, εν σώματι, το έβδομο γραφτό στη ζωή να καταθέσω……..
Κουράστηκα. Είμαι άρρωστη. Η χημεία με τσάκισε. Θα την τσακίσω.

«Με Λένε Οδύσσεια»

[Μεταθανάτια κυκλοφορία που περιλαμβάνει αδημοσίευτα γραπτά της Κατερίνας, μικρά πεζά, τα ποίηματα του έβδομου βιβλίου (τίτλος που η ίδια είχε επιλέξει), προσωπικές χειρόγραφες ημερολογιακές σημειώσεις και τέλος κάποιες παραλλαγές σεναρίων.]

«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος,
το νου σου ε;»

177161093_41d7eb6fb0.jpg


Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στίς ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ό τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων καί εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους καί ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σέ καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν καί τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια καί οινόπνευμα νά κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα καί δέν κοιμούνται.
‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στίς ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τίς ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται δμοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
τό τηλέφωνο τό τηλέφωνο τό τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά τό ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό, τι λάχει.
Ολο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δέν τούς αφήσατε σπιθαμή γιά σπιθαμή.
«Ολοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε μέ μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε τό κόκκινο
γράφουνε σέ συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο γιά γλύψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά καί σύρματα
στά χέρια σας. Στό λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.


————————-

Καλημέρα γιατρέ μου.

Μή.
Μή σηκώνεστε. Άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό.
Τα γνωστά.
Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ – ξέρετε τώρα
εσείς –
Κάντε με κοινωνικό πρόσωπο
βολέψτε με τέλος πάντων με τούς ομοίους σας
περάστε με στους χαφιέδες σας
πηδήξτε με άν θέτε ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας.
Τσάκα τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο
και φερ’ τη συνταγή
γιατί τέρμα η υπομονή μου παλιόπουστε
κι όπου να ‘ναι θα εκραγεί.
Μή. Μή σηκώνεστε γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.
Ευχαριστώ.
Καλημέρα σας.

——————————-

Τα σύνορα της πατρίδας μου

Τα  σύνορα  της  πατρίδας  μου  αρχίζουνε
απ  τα  ψητοπωλεία  του  Μινιόν
περνάνε  από  τα  καμένα  ξύλα  του  Περοκέ  και  πέρα …
Η  ζωή  από  κει  παίζει  βρώμικο  ξύλο  με  τη  ζωή
στριμώγνει  τα  καλύτερα  παιδιά  της  σε  φαγωμένες  σκάλες
τους  στρώνει  στο  » Θανάση »  σημαδεμένη  τράπουλα  από  χέρι
τους  περνάει  μπρασελέ  και  ματωμένους  σουγιάδες
και  μπότες  γυαλιστερές  πορτοκαλιές  με  10  πόντους  τακούνι
Ζόρικο  αντριλίκι  τα  γεννητικά  τους  όργανα
τα  Άγια  των  Αγίων  κι  αλλιώτικο  φιλότιμο
ώσπου  μια  μέρα – Παρασκευή  μπορεί –
τους  ρίχνει  από  κοντά  επιδέξιους  κώλους
καρφώνουνε  τον  αντρισμό  τους
τους  φέρνει  καπάκι
κι  ύστερα  ευνουχισμένοι  με  τη  γλώσσα  κολλημένη  στον  ουρανίσκο
με  το  μαντήλι  που  σκουπίστηκαν
ένα  με  την  καφέ  του  ρίγα  περιθώριο  γύρω  γύρω
πνίγουν  με  ισόβια
φωταγωγημένα  καράβια  εφοπλιστικά  κεφάλαια  ξωτικές
θάλασσες  Παναμαικές  σημαίες  χρεωμένες  τραγουδίστριες
και  τα  δικά  τους  ταξίδια  στη  θάλασσα  με  καρπουζόφλουδες
το  ξεχειλωμένο  μαγιώ  απ  το  περίπτερο
και  την  τσατσάρα – πουτάνα  ζωή – μαγκιά  τους  στο  πλάι
– κανείς  δεν  ξέρει
– κανείς  δεν  είδε
19  20  21  χρονώ  και  τέλος

——————

Άτιτλο-3

Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω,
με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας «θαύμα, θαύμα»
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν,
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο.
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα
που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
«συνοδοιπόροι» και «αποστάτες»
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.

katerinagogou-small.jpg

Σ’ όσους σπάσανε, σ’όσους κρατάνε

Κουρελιασμένοι απ’ τ’ αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών .
Κι ανθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις. .

—————————

Από το Ιδιώνυμο (1978)

Kοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους…
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπήσου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μς αλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας…

gwgou43gw1sc.jpg

Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.

Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.

Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
ειναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.

Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.

Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.

Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Γιά τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει


————-

Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σουχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.

………………………………………………………

Άσπρη είναι η αρία φυλή
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.

………………………………………………………

Ναι. Έτσι είναι όπως τα λες.
Άμα ψάξεις βαθιά
βρίσκεις σπίτια δίπατα
πούχουν στο κατώι πύλινα δοχεία
λίγη ώρα μακρυά απ’ τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς.
Και στο βουνό είν’ όμορφα
με δέντρα και ποτάμια

με γυναίκα και μια γίδα είσαι εντάξει.
Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πως όλοι πεθαίνουνε
αλλά υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουμε οι ίδιοι τον τρόπο.

Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
Ξέρω πως υπάρχουνε ατέλειωτες ακρογιαλιές

και δέντρα μες στη θάλασσα
κι ο έρωτας είναι σπουδαίο πράγμα.
Άλλα έπρεπε πρώτα να τελειώνουμε με τα
γουρούνια.
Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια.
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε και γω σου μίλησα
σούπα μονάχα «μη χάνεσαι»
και συ μου είπες «ναι μωρέ»
κι έφυγες ξεχνώντας τα τσιγάρα σου.
Έδωσα μια και γω
έτσι όπως έχω δει να κάνετε οι άντρες
και τρύπησα με το δάχτυλο
πέρα για πέρα το πακέτο.
Δεν ήτανε κι η μάρκα μου «μωρέ».

gwgou-a.jpg

25 Μαΐου.
Ένα πρωί
θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ’ όνειρο της επανάστασης
μες στην απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες στην απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με τον χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις-
Προβοκάτορας.

………………………………………………………….

Κάνω προσπάθεια να «γράψω»…
Του λόγου μου το αληθές, όταν διαβάζεις
αυτές τις γραμμές
Θα ‘ναι να ‘χω πετάξει.
Στις αράδες μου μπλέκονται
αγριοφράουλες και βατομουριές
χιλιόμετρα που πέφτουν επάνω μου δε μ’
αφήνουν να προχωρήσω…
Αυτός ο κατακερματισμένος μανδύας,
σκισμένος από αέρηδες
κι από βροχές, αυτός ο άσπρος
σταλαγμίτης το σώμα μου
μπλέκεται μέσα στα ανυπόδετα πόδια μου,
εκθέτει τη χωρίς
ανθρώπινη ανταπόκριση ψυχή μου.
Κάνω προσπάθεια να γράψω…
Οι δρόμοι της πολυαγαπημένης πόλης
μου, φίδια τώρα της γνώσης
μου παραδώσανε της πόλης τα κλειδιά, με
εκπαιδεύσανε με μάθανε
όσο με σφίγγουνε ν’ ανοίγομαι, τώρα με
σφίγγουνε, ανοίγω…
Τώρα σε λίγο δε θα μπορέσεις να με
πιάσεις πια, αν μπορέσεις
κυνήγα με, δε θα με βρείς στους δρόμους
της πια, με προφυλάνε
με κρύβουνε ανεβαίνω…
Σε λίγο αν κοιτάξεις λυπημένος το βράδυ
στον ουρανό ψηλά
θα ‘μαι ένα χαζό παιδικό άστρο που όλο
θα πέφτω.
Ίσως κάνω λάθος που θέλω να γράψω για
να κρατηθώ.
είναι ίσως γιατί νωμίζω πως δεν πρόλαβα
να πώ Ευχαριστώ
κι αντί για πεφτάστρο που πρέπει να γίνω
και να χαθώ
σαν άνθρωπος αντίθετα ακόμα να
σκέφτομαι
και θέλω ρόδο αγάπης να γίνω.

—————————————

ΘΟΛΟΥΡΑ

Σηκώθηκε και τους ετοίμασε τέλεια το πρωινό
με μαθηματικές κινήσεις.

Τους χαιρέτησε: Στο καλό σας αγαπάω μην αργήσετε
απ’ το σοφά γυαλισμένο κεφαλόσκαλο.
Τίναξε το χαλί έπλυνε φλυτζάνια και τασάκια
μιλώντας μόνη της.

Eβαλε το φαί στην κατσαρόλα κι άλλαξε το νερό στά βάζα.
Ενιωσε έξυπνη στο μανάβικο
χαμογέλασε συγκαταβατικά στην κομμώτρια
αλλοτριώθηκε στην αποθήκη καλλυντικών
κι αγόρασε εκδόσεις «ΚΥΤΤΑΡΟ» τη «ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ».
Εστρωσε το τραπέζι την ώρα
που χτύπαγε το κουδούνι
όμορφη έξυπνη κι ενημερωμένη στα κοινά.

Το παιδί κοιμήθηκε
κι ο αντρας την ακούμπησε από πίσω.
Αυτή χαχάνισε όπως είχε δεί σ’ ένα διαφημιστικό
και τούπε με χοντρή σεξουαλική φωνή: Ελα
την πήδηξε τέλειωσε και ξεράθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε με προσοχή για να μην τον ξυπνήσει
έπλυνε τα πιάτα μιλώντας μόνη της
άνοιξε τα παράθυρα να φύγει η τσικνίλα.
Εκανε τσιγάρο άνοιξε το βιβλίο και διάβασε:
«… μόνο όταν οι γυναίκες απαιτήσουν ενεργητικά
θα υπάρξει ελπίδα γι ‘ αλλαγή»
και πιό κάτω:
ΝΑI ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΥΣΗ ΜΟΥ
ΤI ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;

Σηκώθηκε μέ προσοχή
πήρε το καλώδιο της ψήστρας
τόσφιξε καλά στό λαιμό του άντρα της
κι έγραψε κάτω απο την ερώτηση
του φεμινιστικου κινήματος: ΕΠΝΙΞΑ ΕΝΑΝ.
Υστερα πήρε το 100 και μέχρι νάρθουν
κοίταξε το ωροσκόπιό της στή ΓΥΝΑIΚΑ.

———————————————————

00490.jpg

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω “ποιητής”
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν’ αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ…
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί…ε;…μίαν άλλη μέρα…

————————————————–

Τρία Κλικ Αριστερά (ποίημα 12)

Σ’ αρέσουν οι εκλογές κοσμάκης λόγος χαβαλές
σου φαίνεται σπουδαίο που ψηφίζεις, ανταριάζεσαι και ρωτάς
Τι θα κάνουμε φέτο
και μετανιώνεις που ρωτάς αλλά έχεις μια ανάγκη μια
οποιαδήποτε
απάντηση
και γω σου λέω το Κ.Κ. ρε μάνα! Το Κ.Κ. και ντρέπουμε…

Κοιτάς τότε για να μη με λυπήσεις αόριστα το ταβάνι
και κάνεις σχέδια με το χέρι σου.
Έχεις φύγει πάλι το νιώθω.
Περπατάς σύριζα στις ράγες για τον Κολωνό
κι από πίσω σε παίρνουν καλόγριες με το πράμα τους έξω
τραίνα με βουλευτές, σκουπιδιαρόγατες ακροκέραμα
και σκοινιά με γαριασμένες μπουγάδες.
Και δε μ’ ακούς πια. Το Κ.Κ. ρε μάνα… Μάνααααα….

gogou.jpg

Η Κατερίνα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Από πέντε χρονών εμφανιζόταν σε παιδικούς θιάσους. Σπούδασε θέατρο στις σχολές του Κ. Κουν και του Τ. Μουζενίδη καθώς και χορό. Έπαιξε πρώτους και δεύτερους ρόλους σε δεκάδες μαυρόασπρες ταινίες κυρίως της Finos films. Στο θέατρο έπαιξε με πολλούς θιάσους, τελευταία φορά το 1979 με την Έ. Λαμπέτη στη «Φιλουμένα Μαρτουράνο».

Αποτραβήχτηκε κι έζησε με την κόρη της -κι αργότερα μόνη- σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας, στο Γκάζι, στην Κυψέλη αλλά και στη Θεσσαλονίκη. Εξέδωσε τα βιβλία «Τρία κλικ αριστερά» (1978), «Ιδιώνυμο» (1980), «Το ξύλινο παλτό» (1982), «Απόντες» (1986), «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών» (1988), «Νόστος» (1990), και πρωταγωνίστησε στις ταινίες του Π. Τάσιου «Βαρύ Πεπόνι» (1977) και «Παραγγελιά» (1980) -όπου ακούγεται συγκλονιστική η φωνή της να απαγγέλλει- και «Όστρια» (1984) του Α. Θωμόπουλου στην οποία συνέγραψε το σενάριο.

Όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Χρηστάκης, «Η Κατερίνα Γώγου έκανε ποίηση σε μια εποχή που οι άλλοι «ποιητές» έκαναν δημόσιες σχέσεις. Πάνω απ’ όλα ήταν η ίδια ποίηση. Ανάμεσα σε χάπια, ποτά, σβησμένα τσιγάρα, φτωχογειτονιές, προδοσίες…». Κι όπως προσθέτει ο ίδιος, η Κατερίνα ήταν έξω από κάθε λογής εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα και γι’ αυτό σπάνια γίνονταν γι’ αυτήν αναφορές στα ΜΜΕ. Ο Τ. Χυτήρης, ποιητής και πρώην υπουργός είχε χαρακτηρίσει την Κατερίνα σαν την «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων».

Σταχυολογώντας από τη νεκρολογία της στον τύπο της εποχής διαβάζουμε αποσπάσματα συνεντεύξεων της. Το 1986, έλεγε : «Δεν θέλω να γίνω μελό, δεν πουλάω τα παιδικά μου χρόνια, ούτε τα πρόσφατα … Ελπίζω. Αν δεν ελπίζω εγώ, ποια θα ελπίζει; Είμαι μάχιμη. Ουαί και αλίμονο αν αυτό δεν είναι ναί στη ζωή … Έγραφα γιατί ήταν μια αναγκαιότητα για μένα. Μια κίνηση για να μην αυτοκτονήσω … Τώρα μου έχει περάσει. Δεν θέλω να αυτοκτονήσω, έχω φύγει από αυτό … Αισθάνομαι ανασφαλής γιατί βγαίνω και μιλάω χωρίς να έχω τίποτα, χωρίς να ανήκω πουθενά …»

Εκείνη την εποχή η ασυμβίβαστη Κατερίνα είχε μηνύσει τον Αρκουδέα για άγριο ξυλοδαρμό στο θέατρο Λυκαβηττού από την αστυνομία.

Και το 1991 έλεγε: «Έχω ένα παράπονο… Άκου το. Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζώσα είμαι εγώ…».

Μα πιο πολύ μιλούν γι’ αυτήν τα ποιήματά της γεμάτα από πόνο, οργή, πάθος και απέραντη ευαισθησία… Γιατί πάνω από όλα, η Κατερίνα Γώγου είναι ποιήτρια, μια ξεχωριστή φωνή μέσα στην ποίηση, η «αιώνια έφηβος, η οργισμένη, η πιο σπαρακτικά ραγισμένη φωνή της γενιάς της». Μια φωνή που αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ από τους ανυπότακτους νέους κάθε εποχής.

Και δεν ξεχάστηκε ποτέ…

Οra Νihil

 

__________________________________________________________________

Δες επίσης στα : e-βιβλίαeducandus

___________________________________________________________________

02/01/2007 - Posted by | -Γραμματεία

5 Σχόλια

  1. […] -Kατερίνα Γώγου 1.492 […]

    Πίνγκμπακ από -Ένας χρόνος Π&Α « Πόντος και Αριστερά | 25/12/2007

  2. […] Το ‘73 πήρε την πραμάτεια του και κατέβηκε στην Αθήνα για ανεύρεση καλύτερης “τύχης”. Εκεί κατά πρώτον ασχολήθηκε με το θέατρο (στη Θεσσαλονίκη τελείωσε μια ιδιωτική σχολή Δραματικής Τέχνης). Συμμετείχε στο έργο “Τσιρκολάνοι” του Γιώργη Χριστοφιλάκη που ανέβηκε στο Θέατρο “Στοά”. Μετά απ’ αυτό αρχίζει την καλλιτεχνική του “καριέρα” στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με επώνυμους και ανώνυμους τραγουδιστές: Λήδα, Σπύρος, Ζωγράφος, Τζαβέλλας, Ζουγανέλλης, Μπουλάς, Αδριανός, Τόλης κ.α. Εμφανίζεται στην Πλάκα. σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς, συνθέτες, παρουσιάζοντας έναπρόγραμμα με μουσική, κείμενα, σκετς και ντοκουμέντα κόντρα στο κατεστημένο: “5η εποχή”, “11η εντολή”, “Χνάρι”, “Μουσικό Θέατρο Φτώχειας”, “Σούσουρο”. Το πρώτο αυθεντικό μουσικό καφενείο, συνεργατικός θίασος μουσικών. Πολλά και γνωστά ονόματα ανάμεσα στους τότε συνεργάτες του : Γκαιφύλιας (το 1973), Τραντάλης, Πανυπέρης, Φινίκης, Μουζακίτης, Σπυρόπουλος κ.α. Η συνεργασία όμως χάλαγε στο ξεκίνημά της, λόγω του ασυμβίβαστου χαρακτήρα του. Ίδρυσε μόνος του πολλές μπουάτ (Πλάκα, Εξάρχεια και αλλού). Με το σχήμα “Για ένα πολιτικό καφενείο” δίνει παραστάσεις στον πεζόδρομο της Μνησικλέους για “να συμβάλουμε έμπρακτα κι εμείς οι καλλιτέχνες στην ανατροπή των καταπιεστών του λαού μας”. Δημιούργησε την “Exarchia Square Band” και συμμετείχε σε συναυλίες, εκδηλώσεις κοινωνικοπολιτικές, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου (στη Βουκουρεστίου), διάφορα δρώμενα. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με πολλά σχήματα και καλλιτέχνες. Τα τελευταία χρόνια ήταν αρκετά κοντά με την Κατερίνα Γώγου. […]

    Πίνγκμπακ από -Για τον Νικόλα Άσιμο… « Πόντος και Αριστερά | 23/03/2009

  3. […] Κατερίνα Γώγου […]

    Πίνγκμπακ από …το Κ.Κ. ρε μάνα! Το Κ.Κ. και ντρέπουμε… « Πόντος και Αριστερά | 07/06/2009

  4. […] Ο Γιώργος ο Γεμελιάρης έζησε στη συνέχεια με αξιοπρέπεια και με σεβασμό προς τους αγώνες του. Η εμπειρία της Αντίστασης και της εξορίας τον σφράγισε ανεξίτηλα. Ποτέ δε μετάνοιωσε για όσα επέλεξε να κάνει, παρότι δεν είχε καμιά αυταπάτη για τις μεταφυσικές συμπεριφορές της ηγεσίας του κινήματος. Όποτε μιλούσα με τον παππού, στο μυαλό μου ερχόταν η Κατερίνα Γώγου….. […]

    Πίνγκμπακ από -Καλό ταξίδι παππού Γιώργο « Πόντος και Αριστερά | 21/05/2010


Sorry, the comment form is closed at this time.

Αρέσει σε %d bloggers: