Η «Ιστορία» και οι ιστορικοί
Η «Ιστορία» και οι ιστορικοί
Τον 19ο αι. οι ιστορικές σπουδές επαγγελματοποιούνται και συγκεντρώνονται σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Για τους ιστορικούς η ιστορία διέφερε μεν από τη φύση, μια και είχε να κάνει με νοήματα, με αξίες και ήθη, όμως υπήρχε η αισιοδοξία πως μια ελεγμένη μεθοδολογικά έρευνα κάνει εφικτή την αντικειμενική γνώση. Η αλήθεια συνίστατο στην αντιστοιχία της γνώσης προς μια αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία ισοδυναμούσε με το παρελθόν «όπως πράγματι συνέβη» (L.Von Ranke). Αυτό συνεπαγόταν και έναν κάθετο διαχωρισμό μεταξύ επιστημονικού (μη ρητορικού) και λογοτεχνικού λόγου (G. Iggers). Ο «επιστημονικός» προσανατολισμός της εποχής του Ranke, συμμεριζόταν, τρεις βασικές παραδοχές της συγγραφικής παράδοσης που ξεκινούσε ήδη από τον Θουκυδίδη[1]: α) δεχόταν μια αντιστοιχιστική θεωρία αλήθειας, θεωρώντας ότι η ιστορία απεικονίζει ανθρώπους που πραγματικά υπήρξαν και πράξεις που πραγματικά συνέβησαν, β) δεχόταν ως δεδομένο πως οι πράξεις καθρεφτίζουν τις προθέσεις των δρώντων υποκειμένων, γ) λειτουργούσαν με βάση μια μονοδιάστατη, διαχρονική αντίληψη του χρόνου, σύμφωνα με την οποία τα μεταγενέστερα γεγονότα έπονται των προγενέστερων σε μια συνεπή διαδοχή. Αυτές ακριβώς οι παραδοχές θα αμφισβητηθούν βαθμιαία. [2]
Στον 20ο αι. λαμβάνει χώρα ένας μετασχηματισμός: από την αφηγηματική, γεγονοτολογική ιστορία του 19ου αι. περνάμε στις κοινωνικο-επιστημονικού προσανατολισμού μορφές του 20ου. Στις τελευταίες κατατάσσονται οι ποσοτικές, κοινωνιολογικές και οικονομικές προσεγγίσεις, ο δομισμός της σχολής των Annales καθώς και η μαρξιστική ταξική ανάλυση.
Καπιταλιστικές «τάσεις» και αναγκαιότητες
Ποιος είναι, υπάρχει… «οικονομικός νόμος που κινεί τη σύγχρονη κοινωνία»?
Ο ίδιος ο Marx έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις «τάσεις» του καπιταλισμού που οδηγούν «υποχρεωτικά σε αναπόφευκτα αποτελέσματα» «με την αδήριτη αναγκαιότητα που υπάρχει σε μια φυσική διαδικασία». Ωστόσο ο ίδιος δεν παραγνώριζε και τον ρόλο της ενσυνείδητης δράσης των ανθρώπων.
Ο Marx θα διακρίνει ανάμεσα στην ουσία των πραγμάτων (Wesen) και την εξωτερική τους εμφάνιση (Erscheinungsform). Πρέπει, γράφει, να διακρίνουμε τις γενικές και αναγκαίες τάσεις του κεφαλαίου από τις μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται. Αν ασχοληθούμε με το συγκεκριμένο ξεχωρίζοντάς το από τις τάξεις και τους άλλους παράγοντες που του δίνουν περιεχόμενο, θα καταλήξουμε σε κενές αφαιρέσεις και μία χαοτική αντίληψη για το σύνολο. Το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο γιατί αποτελεί συνδυασμό πολλών πραγμάτων με διαφορετικές κατευθύνσεις το καθένα. Χρέος του επιστήμονα είναι να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο, στη σχέση του με την ολότητα (totalitat). Για κάτι τέτοιο έχουμε την ανάγκη της θεωρίας.
Οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους κάτω από περιστάσεις που δεν τις επιλέγουν οι ίδιοι παρά τις βρίσκουν παγιωμένες. Οι ενέργειες του ανθρώπου παράγουν δυνάμεις οι οποίες, σε κάποιο σημείο της ιστορικής εξέλιξης, καταλήγουν να λειτουργούν ανεξάρτητα από τη θέλησή του και στην πραγματικότητα τον ελέγχουν. Ο Marx αντιμετωπίζει την εξέλιξη των οικονομικών μορφωμάτων στην κοινωνία ως μια διαδικασία της φυσικής ιστορίας που διέπεται από νόμους. Αυτοί οι νόμοι, ωστόσο, δεν έχουν την ίδια έννοια με αυτούς των φυσικών επιστημών. Είναι κατασκευάσματα που τα λαμβάνουμε από την πραγματικότητα και τα οποία μας παρέχουν εξηγητικές θεωρίες. Αλλά οι συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις είναι πάντοτε πιο σύνθετες από τη θεωρία. Οφείλουμε πάντα να συνεξετάζουμε παράγοντες που δρουν αντίθετα προς τους νόμους κα! ι τους προσδίδουν τα χαρακτηριστικά μίας απλής τάσης. Ο δεσμός ανάμεσα στο νόμο και το πραγματικό συμβάν βρίσκεται στη διαλεκτική…
Αποφασιστική σημασία για την ιστορική μεταβολή, σύμφωνα με τους Marx και Engels, έχουν όπως γνωρίζουμε, οι παραγωγικές σχέσεις. Το κάθε κοινωνικό φαινόμενο και ιστορικό γεγονός πρέπει να αντιμετωπίζεται μέσα στο πλαίσιο ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων που υπόκειται σε σταθερή μεταβολή. Η μεταβολή αυτή όμως δεν είναι αυτόματη ή προκαθορισμένη από νόμους, ούτε και εξαρτάται αποκλειστικά από την ανθρώπινη βούληση. Την ιστορία δεν την φτιάχνουν «αφηρημένα και εξατομικευμένα υποκείμενα» αλλά άνθρωποι που δρουν μέσα σε ένα «σύνολο κοινωνικών σχέσεων» το οποίο διαθέτει εσωτερική δομή και περιέχει από τη φύση του τάσεις για τη μεταβολή του.
Πολλοί μαρξιστές εκλαμβάνουν την ιστορία ως την πορεία προς την χειραφέτηση. Η ιστορία θεωρείται ως μια κοινωνική επιστήμη που αποβλέπει όχι μόνο στην εξήγηση αλλά και την μεταβολή του κόσμου, ενώ δεν παραγνωρίζεται πως και ο ίδιος ο μαρξισμός έχει τις ρίζες του στις συγκεκριμένες υλικές και πολιτικές συνθήκες που αγωνίζεται να αλλάξει. Η μαρξιστική έρευνα (ό, που μπόρεσε να απαλλαχθεί από τον κομματικό δογματισμό) προσπάθησε να εξισορροπήσει τις ποσοτικές-αναλυτικές και τις ποιοτικές-ερμηνευτικές μεθόδους. [3] Η θεωρία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πράξη.
Ο Luis Althusser όπως είναι γνωστό, θα καταδικάσει τον μαρξιστικό ιστορικισμό και ανθρωπισμό ως αιρετικές εκδοχές της μαρξιστικής σκέψης.
Ο Eric Hobsbawm παρατηρεί πως η τεράστια δύναμη του Marx εντοπίζεται στην εμμονή του στην εσωτερική δυναμική που μεταβάλλει τη δομή.[4] Ανάμεσα σε άλλα, ο «αγοραίος μαρξισμός» περιλαμβάνει γι’ αυτόν την «οικονομική! ερμηνεία της ιστορίας» (ότι, δηλαδή, ο οικονομικός παράγων είναι ο θεμελιακός και από αυτόν εξαρτώνται όλοι οι άλλοι), το μοντέλο «βάση και εποικοδόμημα» το οποίο ερμηνεύτηκε ως μια απλή σχέση κυριαρχίας και εξάρτησης, τα «ταξικά συμφέροντα και την ταξική πάλη», τους «ιστορικούς νόμους» και την «ιστορική αναγκαιότητα» (η επιμονή του Marx στον συστηματικό και αναγκαίο χαρακτήρα της κοινωνικής εξέλιξης από την οποία αποκλειόταν σε μεγάλο βαθμό το τυχαίο, τουλάχιστον στο επίπεδο των γενικεύσεων για τις μακροπρόθεσμες αλλαγές, ερμηνεύτηκε συχνά «σαν μια δύσκαμπτη και επιβεβλημένη κανονικότητα […] ή, ακόμα, σαν ένας μηχανικός ντετερμινισμός που μερικές φορές φθάνει σχεδόν στο σημείο να πει ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικές προοπτικές στην ιστορία»). Όλο αυτό δεν αντιπροσώπευε, σύμφωνα με τον Hobsbawm παρά, στην καλύτερη περίπτωση, μια επιλογή από τις απόψεις του Marx για την ισ τορία ή, στη χειρότερη, ενσωμάτωση των απόψεών του σε άλλες μη μαρξιστικές.[5]
Ανάμεσα στις δύο ακραίες θέσεις, ότι, δηλαδή, οι ανθρώπινες πράξεις διέπονται από νοητικούς και φυσικούς νόμους και αυτούς καλούμαστε να ανακαλύψουμε χρησιμοποιώντας γενικεύσεις, και στον άλλο πόλο τη ερμηνευτικής, η οποία επικεντρώνεται στην ανακάλυψη της μοναδικότητας κάθε γεγονότος χωρίς καταφυγή σε γενικές θεωρίες, χαράχτηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ένας ενδιάμεσος χώρος. Αρχίζει να γίνεται χρήση ερμηνειών μικρού και μεσαίου επιπέδου.
Η Σχολή των Annales και ο δομισμός
Οι ιστορικοί των Annales[6] θέτουν ως αξίωμά τους ότι πρέπει να κατανοήσουμε κάθε εποχή όπως υπήρξε στην πραγματικότητα. Τονίζουν δε ότι πρέπει να αποφεύγουμε την «παγίδα της παραστατικότητας»: όποια προσπάθεια επιβολής στην ιστορία μιας θεωρίας προόδου ή μιας ευδιάκριτης κατεύθυνσης έχει συνέπεια την διαστρέβλωση. Σκοπός των ιστορικών σπουδ! ών είναι η «κατανόηση» του παρελθόντος. Για τον Febvre η «κατανοήση» δεν μπορεί να περιοριστεί στην απλή και άμεση «γνώση» (savoir) ‘ εμπεριέχει την προσπάθεια του παρατηρητή να εξηγήσει τις σχέσεις των φαινομένων.
Οι Lucien Febvre και Marc Bloch[7] μετατόπισαν το ενδιαφέρον από διοικητικές και θεσμικές πλευρές, στους στενούς δεσμούς ανά! μεσα στις οικονομικές και πολιτικές δομές και στα μοντέλα σκέψης και συμπεριφοράς σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική, πολιτισμική περιοχή.[8] Οι διαχωρισμοί μεταξύ των παραδοσιακών επιστημονικών κλάδων καταργούνται, για να ενταχθούν στις «επιστήμες του ανθρώπου» (sciences de l’ homme).
Ο Fernand Braudel (1949) με το έργο του Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος κατά την εποχή του Φιλίππου Β , θα σηματοδοτήσει τη μετάβαση από την ιστορία των νοοτροπιών[9] σε κατευθύνσεις όπου δίνεται έμφαση στις ποσοτικές πλευρές των! δομών, οι οποίες θεωρούνται σχετικά ανεξάρτητες από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο Braudel θα διακρίνει τρεις διαφορετικούς ιστορικούς χρόνους: έναν σχεδόν στατικό «γεωλογικό», τη «μακρά διάρκεια» που αφορά τους κοινωνικούς θεσμούς και το «σύντομο χρόνο» που ο χρόνος των συμβάντων. Αρνείται οποιαδήποτε σχέση μεταξύ συμβάντων και μεγάλων απρόσωπων δομών (γεωγραφία, βιολογία, κοινωνία, οικονομία). Η πολιτική, γράφει, έχει το δικό της ιστορικό χρόνο που είναι αυτός της «σύντομης διάρκειας». Αποφασιστική σημασία για την ιστορία έχουν οι εξελίξεις στη «μακρά διάρκεια»… Το γεγονός (evenement), θα γράψει, «θα ήθελα να το απομονώσω, να το εγκλωβίσω στη βραχεία διάρκεια: το γεγονός είναι εκρηκτικό, είναι, θα λέγαμε, «συνταρακτική είδηση». Με το ξαφνικό του φο! ύντωμα γεμίζει τη συνείδηση των συγχρόνων του, αλλά διαρκεί ελάχιστα [ …]».[10] Ο βραχύς χρόνος «είναι η πιο ιδιόρυθμη, η πιο απατηλή διάρκεια». Η επιστήμη της ιστορίας τα εκατό τελευταία χρόνια, διαπιστώνει, «σχεδόν πάντοτε πολιτική, με επίκεντρο το δράμα των «μεγάλων γεγονότων», δούλεψε μέσα και πάνω στον βραχύ χρόνο».[11] Το παράδειγμα του γεωγραφικού περιορισμού: «Ο άνθρωπος είναι δέσμιος, εδώ και αιώνες, του κλίματος, της χλωρίδας, της πανίδας, κάποιων καλλιεργειών, μιας ισορροπίας που οικοδομήθηκε σιγά-σιγά, και που δεν μπορεί να απομακρυνθεί από αυτήν χωρίς να διακινδυνεύσει να τα ανατρέψει όλα»[12] Το πιο δύσκολο είναι «να φανερώσουμε τη μακρά διάρκεια στο […] οικονομικό πεδίο. Κύκλοι, ενδιάμεσοι κύκλοι, δομικές κρίσεις, κρύβουν εδώ κανονικότητες, τις μονιμότητες των συστημάτων, μερικοί είπαν των πολιτισμών- δηλαδή παλιές συνήθειες στη σκέψη και στη δράση, ανθεκτικά πλαίσια, που δύσκολα πεθαίνουν, καμιά φορά πέρα από κάθε λογική.»[13] Είναι, λοιπόν, θεμιτό να αποχωριστούμε τον απαιτητικό χρόνο της ιστορίας, να απελευθερωθούμε από αυτόν. Μπορούμε να ξανασκεφτούμε «το σύνολο της ιστορίας σε σχέση με τα στρώματα της βραδυκίνητης ιστορίας, σα να παίρναμε για αφετηρία μια υποδομή». Όλα τα χιλιάδες επίπεδα, «όλες οι χιλιάδες εκρήξεις του ιστορικού χρόνου κατανοούνται ξεκινώντας από αυτό το βάθος, από αυτή την ημιακινησία όλα γυρίζουν γύρω από αυτήν».[14] Ας μην σκεφτόμαστε, λοιπό, μόνο τον βραχύ χρόνο, «να μην πιστεύουμε ότι μόνον οι πιο θορυβώδεις ηθοποιοί είναι και οι πιο αυθεντικοί ‘ υπάρχουν και άλλοι σιωπηλοί».[15]
Ο ιστορικός ενδιαφέρεται και για τη συγκεκριμένη καθημερινή πραγματικότητα των ανώνυμων ανθρώπων. Τη δεκαετία του 1960 ο Braudel θα ωθήσει το έκτο τμήμα της Ecole Pratique σε εκτεταμένες έρευνες γύρω από τις υλικές και βιολογικές βάσεις της καθημερινής ζωής των μαζών: μελετάται η διατροφή, η υγεία, η ενδυμασία, οι μόδες, η παραγωγή και οι ταξικές διακρίσεις.[16]
Σε αντίθεση με τον μονοδιάστατο χρόνο, τις δεκαετίες ’60 και ’70[17] οι ιστορικοί των Annales[18] θα τονίσουν τη σχετικότητα και τα πολλαπλά στρώματα του χρόνου. Στην θέση ενός μοναδικού χρόνου οι ιστορικοί αυτοί θα δουν την συνύπαρξη πολλαπλών χρόνων, όχι μόνο στους διάφορους πολιτισμούς, αλλά και μέσα στον κάθε έναν πολιτισμό. Με την εγκατάλειψη του γραμμικού χρόνου υποχωρεί και η εμπιστοσύνη στην «πρόοδο» καθώς και η πίστη στην «ανωτερότητα» της δυτικής κουλτούρας. Δεν υφίσταται πλέον μια αντίληψη ενιαίας ιστορικής εξέλιξης πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί μια μεγάλη αφήγηση της ιστορίας του ανθρώπου. Τη δεκαετία του 1960 η γενικευμένη στροφή στις κοινωνικές επιστήμες και στην ποσοτικοποίηση κυριαρχεί και στα Annales.[19]
Οι νεότερες ιστορίες αμφισβήτησαν την παραδοσιακή επικέντρωση της προσοχής στις πολιτικές και κοινωνικές ελίτ, καθώς και την τοποθέτηση, από την κοινωνικο-επιστημονική προσέγγιση, στο κέντρο της ιστορίας μεγάλων απρόσωπων δομών. Προσέφεραν μια «ιστορία από τα κάτω» και έθεσαν το ζήτημα των πραγματικών σχέσεων εξουσίας. Μετά από την μετατόπιση από την πολιτική στη μελέτη της κοινωνίας, μια νέα έμφαση δίνεται τώρα στην κουλτούρα και στις συνθήκες της καθημερινής ζωής απλών ανθρώπων. Πιο σοβαρή ακόμη, υπήρξε η αμφισβήτηση γενικά κάθε δυνατότητας άσκησης αντικειμενικής ιστορικής έρευνας.
Αρκετοί εκπρόσωποι της κοινωνικής ιστορίας που ανήκαν στον κύκλο των Annales προσπάθησαν να προχωρήσουν από τα εμπειρικά δεδομένα (που έχουν συχνά ποσοτική μορφή) στα συμφραζόμενα της δομής ‘ στο πεδίο δηλαδή όπου τα δεδομένα της εμπειρίας λαμβάνουν την σημασία τους. Έχουν από κάποιους επισημανθεί ορισμένες ομοιότητες του προσανατολισμού των Annales με εκείνον των αμερικάνων ψυχο-ιστορικών, όσον αφορά τη διερεύνηση των υποσυνείδητων δομών που βρίσκονται κάτω από τα κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα. Στην πραγματικότητα όμως, αυτές οι προσεγγίσεις διαφέρουν αρκετά: η αμερικανική ψυχο-ιστορία επικεντρώθηκε στις βιογραφίες προσωπικοτήτων και επιδίωξε να ερμηνεύσει τη ζωή ! τους με τους όρους κρίσεων ταυτότητας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία που διέπονται από ορισμένους νόμους ψυχολογικής ανάπτυξης και σύγκρουσης των διαφορετικών γενεών (Iggers). Αντίθετα οι Γάλλοι δομιστές επέμειναν πολύ περισσότερο στο πολιτισμικό και ανθρωπολογικό περιεχόμενο της προσέγγισής τους.[20] Οι δομιστές ανθρωπολόγοι και ιστορικοί ερευνούν από κοινού τις «ασυνείδητες δομές» που βρίσκονται κάτω από κάθε θεσμό και έθιμο και τους προσδίδουν συνοχή.
Οι συγγένεια των Annales με το δομισμό γίνεται ακόμη πιο εμφανής μετά τη μετακίνηση του ενδιαφέροντος του δομισμού από τη δυναμική ανάπτυξη των κοινωνιών σε συστήματα στατικότερα και μακροβιότερα, στα οποία η ανθρωπότητα αποκαλύπτει τα σταθερά χαρακτηριστικά της. Η δομιστική προσέγγιση αρνείται να αποδώσει κεντρική σημασία στις ατομικές προθέσεις και στο μοναδικό χαρακτήρα του νεότερου πολιτισμού. Το 1971 τα Annales θα επισημάνουν ότι δεν μπορούμε να προβάλλουμε το αξιακό σύστημα της βιομηχανικής Ευρώπης και τη λατρεία του για μεταβολές και καινοτομίες, σε όλες τις εποχές και όλους τους πολιτισμούς… Πριμοδοτείται, θα λέγαμε, μια συγκριτική οπτική που θα εξετάζει τις κρυμμένες δομές σε κοινωνίες μη τεχνολογικές. Με τα Annales, «τα στεγανά του δυτικού πολιτισμού (όπως σωστά παρατηρεί ο Iggers) έσπασαν» – συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα των ιστορικών και εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής που παρέμεναν στην αφάνεια, οι βιολογικές πλευρές, η φαντασία και η μυθοπλασία έπαψαν να εξαιρούνται ‘ η δομιστική ανθρωπολογία, η ψυχανάλυση, η τέχνη, η λογοτεχνία, η γλωσσολογία και οι κλασικές κοινωνικές επιστήμες συνενώθηκαν με την ιστορική επιστήμη.[21]
(Ιντιμίντια 09/01/2007, «αντι-καπιταλιστής»)
Για την Ιστορία
Εκτός από μια κληρονομιά -που παραμένει σημαντική, αλλά είναι καταδικασμένη να φθίνη συνεχώς- από βιβλία και παλαιά κτίρια, τα οποία άλλωστε όλο και συχνότερα επιλέγονται και παρουσιάζονται σε προοπτική ανάλογα με τα οφέλη του θεάματος, δεν υπάρχει πια τίποτα, τόσο στην κουλτούρα όσο και στη φύση που να μην έχει αλλοιωθεί και μολυνθεί, σύμφωνα με τα μέσα και τα συμφέροντα της σύγχρονης βιομηχανίας. (…)
Η διακυβέρνηση του θεάματος, η οποία κατέχει στις μέρες μας όλα τα μέσα πλαστοποίησης του συνόλου τόσο της παραγωγής όσο και της αντίληψης, είναι απόλυτος κύριος των αναμνήσεων όπως είναι ανεξέλεγκτος κύριος των σχεδίων που διαμορφώνουν το απώτερο μέλλον. Κυριαρχεί απόλυτα παντού˙ εκτελεί τις ετυμηγορίες στις οποίες καταλήγει έπειτα από συνοπτική διαδικασία. (…)
Η πρωταρχική επιδίωξη της θεαματικής κυριαρχίας ήταν να εξαλείψει την ιστορική γνώση εν γένει και καταρχήν σχεδόν όλες τις πληροφορίες και τα εύλογα σχόλια σχετικά με το πιο πρόσφατο παρελθόν. Ένα τόσο κατάφορο και αυταπόδεικτο γεγονός δε χρειάζεται εξηγήσεις. Το θέαμα οργανώνει με μαεστρία την άγνοια για όσα συμβαίνουν και, αμέσως μετά, την λήθη όσων μολαταύτα κατόρθωσαν να γίνουν γνωστά. Το πιο σημαντικό είναι και το πιο κρυφό. (…) Μια απολυταρχική εξουσία τόσο πιο ριζικά καταργεί την ιστορία όσο πιο επιτακτικές είναι οι ανάγκες για κάτι τέτοιο, και προπαντών ανάλογα με τις μεγαλύτερες ή μικρότερες πρακτικές ευκολίες εκτέλεσης που συναντά. Ο Τσιν Τσε Χοάνγκ Τι διέταξε να καούν τα βιβλία, αλλά δεν κατάφερε να τα εξαφανίσει όλα. Ο Στάλιν είχε προωθήσει ακόμα παραπέρα την πραγματοποίηση ενός παρόμοιου σχεδίου στο αιώνα μας αλλά, παρόλα τα κάθε λογής ερείσματα που είχε καταφέρει να βρεί έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας του, παρέμενε απροσπέλαστη στην αστυνομία του μια εκτεταμένη ζώνη του κόσμου όπου κορόιδευαν τις αγυρτίες του. Το ενσωματωμένο θεαματικό τα κατάφερε καλύτερα, με νέες μεθόδους και δρώντας αυτή την φορά παγκόσμια. (…)
Το πεδίο της ιστορίας ήταν το αξιομνημόνευτο, η ολότητα των συμβάντων οι συνέπειες των οποίων εκδηλώνονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης αξεχώριστα η γνώση έπρεπε να διαρκεί και να βοηθάει στην κατανόηση, τουλάχιστον εν μέρει, όσων θα συνέβαιναν εκ νέου: “κτήμα ες αεί”, λέει ο Θουκυδίδης. Με αυτό τον τρόπο η ιστορία ήταν το μέτρο μιας πραγματικής καινοτομίας. Όποιος πουλάει την καινοτομία έχει κάθε συμφέρον να εξαλείψει το μέσο αποτίμησής της. (…)
Όλοι οι ειδικοί είναι άνθρωποι του κράτους και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και δεν αναγνωρίζονται σαν τέτοιοι παρά μόνο εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Κάθε ειδικός υπηρετεί το αφεντικό του, διότι καθεμία απ τις παλιές δυνατότητες ανεξαρτησίας έχει σχεδόν εκμηδενιστεί απ’ τις συνθήκες οργάνωσης της σημερινής κοινωνίας. Ο ειδικός που υπηρετεί καλύτερα είναι ασφαλώς εκείνος που ψεύδεται. (…) Δεν υπάρχει τώρα πια κρίση, για την οποία να υπάρχει η εγγύηση μιας σχετικής ανεξαρτησίας, από μέρους εκείνων που αποτελούσαν τον επιστημονικό κόσμο. Απο μέρους εκείνων, λόγου χάρη, που υπερηφανεύονταν άλλοτε για την ικανότητα τους επαλήθευσης, που τους επέτρεπε να προσεγγίζουν ό,τι αποκαλούσαν αμερόληπτη ιστορία των πραγμάτων, ή τουλάχιστον να πιστεύουν ότι άξιζε να γνωστοποιηθεί. Δεν υπάρχει καν αδιαμμφισβήτητη βιβλιογραφική αλήθεια, και οι περιλήψεις που έχουν καταχωρηθεί με την βοήθεια της πληροφορικής στις καρτελοθήκες των εθνικών βιβλιοθηκών θα σβήσουν ακόμα περισσότερο τα ίχνη της. Είναι να τα χάνει κανείς αναλογιζόμενος τι ήταν κάποτε οι δικαστές, οι γιατροί, οι ιστορικοί και τα επιτακτικά καθήκοντα που έθεταν συχνά στον εαυτό τους μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων τους: οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο στην εποχή τους παρά στον πατέρα τους. (…)
Η δυαδική γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών αποτελεί επίσης μια ακαταμάχητη προτροπή να δεχόμαστε ανα πάσα στιγμή, αναντίρρητα, αυτό που έχει προγραμματιστεί σύμφωνα με την βούληση κάποιου άλλου, και που παρουσιάζεται σαν η άχρονη πηγή μιας ανώτερης, αμερόληπτης και τέλειας λογικής. Τι κέρδος σε ταχύτητα και σε λεξιλόγιο προκείμένου να κρίνεις τα πάντα! (…) Δεν είναι επομένως παράξενο που οι μαθητές, απ’ την παιδική τους ηλικία, ξεκινούν χωρίς δυσκολίες και με ενθουσιασμό απ’ την Απόλυτη Γνώση της πληροφορικής, ενώ αγνοούν όλο και περισσότερο την ανάγνωση, που απαιτεί αληθινή κρίση σε όλη την έκταση του κειμένου κι επιπλέον είναι η μόνη που μπορεί να διευκολύνει την πρόσβαση στην τεράστια προθεαματική ανθρώπινη εμπειρία. Διότι η συζήτηση σχεδόν πέθανε, και σε λίγο θα πεθάνουν και πολλοί από εκείνους που ήξεραν να μιλάνε. Το άτομο, που αυτή η άγονη θεαματική σκέψη το έχει σημαδέψει πιο βαθειά απʼ οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της διαμόρφωσης του, τίθεται έτσι εξαρχής στην υπηρεσία της κατεστημένης τάξης πραγμάτων, ενώ η υποκειμενική του πρόθεση μπορεί να ήταν εντελώς αντίθετη με μια τέτοια κατάληξη. Στην ουσία, θα μεταχειριστεί την γλώσσα του θεάματος γιατί είναι η μόνη που του είναι οικεία: αυτή με την οποία του έμαθαν να μιλάει. Αναμφίβολα θα επιδιώξει να φανεί εχθρός της ρητορικής του, αλλά θα χρησιμοποιήσει το συντακτικό του. Είναι ένα από τα σπουδαιότερα σημεία της επιτυχίας που έχει σημειώσει η θεαματική κυριαρχία. Η τόσο γρήγορη εξαφάνιση του προϋπάρχοντος λεξιλογίου δεν είναι παρά μια στιγμή αυτής της επιχείρισης. Αυτήν εξυπηρετεί.
Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι η ιστορία εμφανίστηκε στην Ελλάδα μαζί με την δημοκρατία. Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι χάθηκε απ’ τον κόσμο μαζί με την τελευταία. (…)
Από το “Σχόλια πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος”
————————————
[1] διάκριση μεταξύ μύθου και αλήθειας κλπ…
[2] Βέβαια, ακόμη και οι συνήγοροι της «επιστημονικής» ιστορίας αναγνώριζαν ότι η ιστορία δεν είναι απλώς επιστήμη ‘ είναι και τέχνη. Όσο όμως και αν βαραίνει η φιλολογική, αισθητική και ρητορική πλευρά της ιστορικής έκθεσης, η ιστορία διαφέρει από την ποίηση και τη μυθιστοριογραφία. Χρέος του ιστορικού παραμένει η αναδόμηση του πραγματικού πα! ρελθόντος και η ερμηνεία του.
[3] J. Kuczynski, A. Soboul, G. Rude κ.ά.
[4] Για τον Hobsbawm «τίποτα από την θεωρία των σταδίων του Marx δεν μας εξουσιοδοτεί να αναζητούμε ένα γενικό νόμο της εξέλιξης». Αντιθέτως, για αρκετούς άλλους μαρξιστές, χρέος του ιστορικού είναι να καταδείξει ότι «η ιστορική διαδικασία» ακολουθεί τους νόμους «της προόδου: της μετάβασης, δηλαδή, από την κατώτερη κατάσταση στην ανώτερη». Σχετικά με! τη θέση του Hobsbawm για τις σχέσεις του μαρξισμού με την ιστορία, στο «Για την Ιστορία», εκδ. Θεμέλιο, κυρίως κεφάλαια 10-11. Από μαρξιστική σκοπιά, ο E.H Karr αναφέρεται αναλυτικά στα «γεγονότα του ιστορικού», στην έννοια της αιτιότητας στην ιστορία και σ’ αυτήν της προόδου στο «Τι είναι η ιστορία?», εκδ. Πλανήτης (βλπ. κυρίως κεφάλαια 4, 5). Τέλος ας αναφέρουμε εδώ και τη μελέτη του Adam Schaff: «Ιστορία και αλήθεια» που αναφέρεται στις «κοινωνικές εξαρτήσεις της ιστορικής γνώσης» και τον «ταξικό» της χαρακτήρα και στην «αντικειμενικότητα της ιστορικής αλήθειας! ».
[5] Hobsbawm: «Για την Ιστορία», σελ. 181-182.
[6] L. Febvre, M. Bloch, F. Braudel, R. Mandrou, J.Le Goff, E.de Roy Ladurie, F. Furet, M. Ferro κ.ά.
Ο Marc Ferro, ασχολείται ιδιαίτερα με το πρόβλημα των εστιών της ιστορίας, των τόπων από τους οποίους εκκρίνεται. Πώς, μέσα από ποιους μηχανισμούς πραγματοποιείται ο έλεγχος πάνω στην παραγωγή της ιστορίας? Εκτός από το κράτος και την πολιτική, η ίδια η κοινωνία λογοκρίνει και αυτολογοκρίνει όλες τις αναλύσεις που θα μπορούσαν να ξεσκεπάσουν τις απαγορεύσεις της, τα λάθη της, να αμφισβητήσουν την εικόνα του εαυτού της, που θέλει να δώσει η κοινωνία. Η «κοινωνία επιβάλλει συχνά σιωπές στην ιστορία ‘ και οι σιωπές αυτές είναι εξίσου ιστορία με την ιστορία».
[7] Σε ελληνική μετάφραση, Marc Bloch: «Απολογία για την Ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού», Εναλλακτικές εκδ.
[8] Οι οντότητες όπως το κράτος, αλλά και η οικονομία, η θρησκεία, η νομοθεσία, η λογοτεχνία και οι τέχνες χάνουν την σχετική αυτονομία τους που είχαν στην ιστορία, για να ενταχθούν σε μια κουλτούρα που τα περιλαμβάνει όλα αυτά, και που νοείται πλέον όχι ως προνομιακός πνευματικός και αισθητικός χώρος μιας ελίτ, αλλά ως τρόπος ζωής του συνόλου του πληθυσμού.
[9] Σχετικό με τις «νοοτροπίες» είναι και το κείμενο του J.Le Goff «Οι νοοτροπίες. Μια διφορούμενη ιστορία» στο J.Le Goff – Pierre Nora: «Το έργο της Ιστορίας», εκδ. Ράππα, σελ. 316-338.
[10] Fernand Braudel: «Μελέτες για την Ιστορία», εκδ. Ε.Μ.Ν.Ε Μνήμων 1987, σελ. 20.
[11] Ό.π., σελ. 21.
[12] Ό.π., σελ. 26.
[13] Ό.π., σελ. 28.
[14] Ό.π., σελ. 30.
[15] Ό.π., σελ. 39.
[16] «Νέες κατευθύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ιστοριογραφία», σελ 84-86.
[17] Μετά το 1946 τα Annales έχουν αποκτήσει μια θεσμική βάση στο 6ο Τμήμα της Ecole Pratique des Hautes Etudes.
[18] Braudel, Goubert, Le Goff, Duby, Le Roy Ladurie, Mandrou, Labrusse, Ferro, Furet κ.ά.
[19] Ήδη ο Braudel είχε δώσει έμφαση στην ιδέα πως ο εξωτερικός κόσμος, νοούμενος ως κλίμα, βιολογία και τεχνολογία θέτει σαφή όρια σ’ αυτά που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι.
Η τρίτη γενιά των Annales, μελετώντας τις λαϊκές συμπεριφορές μέσα σε κοινωνικά και οικονομικά πλαίσια, καθιέρωσε την «ιστορία των νοοτροπιών». Η γοητεία των υπολογιστών μεταμόρφωσε πάντως την μελέτη των νοοτροπιών μια και η ανάπλασή τους θεωρήθηκε εφικτή μονάχα πάνω στη βάση της ανάλυσης μαζικών δεδομένων. Η στροφή αυτή στην ποσοτικοποίηση (που βρήκε άλλωστε πρόσφορο έδαφος στην αντίληψη των Annales για τις υλικές βάσεις της κουλτούρας) συνυπήρχε παράλληλα με μια ιστορία των συνειδήσεων ανοικτή στις βιωματικές πλευρές της ζωής. Η δημογραφία και η οικονομία συμπληρώνονται από την σημειολογία και την ψυχολογία του βάθους. Θα γεννηθεί η «ιστορία της καθημερινής ζωής»…
[20] Βλπ. σχετικά: «Νέες κατευθύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ιστοριογραφία», σελ. 49-51.
[21] Ο Claude Levi–Strauss θα απορρίψει την άποψη ! ότι η σύγχρονη επιστημονική ορθολογικότητα προσέφερε οποιοδήποτε πλεονέκτημα σε σχέση με την «άγρια» μυθική σκέψη στην αντιμετώπιση της ζωής (Claude Levi-Strauss: «Φυλή και ιστορία», εκδ. Γνώση).
Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι παραδοχές για τη «συνεχή οικονομική ανάπτυξη», την «επιστημονική ορθολογικότητα» και «αντικειμενικότητα» ως θετικές αξίες, είχαν υποστεί δριμεία κριτική, ιδιαίτερα από τον Nietzsche.
——————————————————
Ιστορικός αναθεωρητισμός και διεθνής πολιτική
της Μαρίας Μ.
Κλασικοί και σημερινοί όροι ιστοριογραφίας
Ο κλασικός ορισμός στηρίζεται στο διαχρονικό Θουκυδίδη επειδή κατά την άποψή του πρέπει να καταγράφονται τα γεγονότα που είναι «σημαντικά», δηλαδή που σημαίνουν κάτι σύμφωνα με διαχρονικές αξίες και έχουν αξιολογηθεί ως τέτοια σύμφωνα με διαχρονικούς ηθικούς κανόνες.
Η σημερινή άποψη θέλει τα γεγονότα «ασήμαντα», απαξιώνοντας κάθε αξιολογική διάκριση και αμφισβητώντας τα πανανθρώπινα κριτήρια, επειδή επικρατεί η ταύτιση του πολιτισμού με τις ιδεολογίες σε επίπεδο κουλτούρας.
Και επειδή όλοι οι ‘νορμάλ’ άνθρωποι θεωρούν αυτονόητο ότι η ιστορία δεν πρέπει να παραχαράσσεται από ρατσιστικές, ναζιστικές, φασιστικές, ολοκληρωτικές, εθνικιστικές προκαταλήψεις καθιερώθηκε ως ‘νόρμα’ (υιοθετήθηκε δηλαδή θεσμικά η κυρίαρχη ακαδημαϊκή πρακτική) ο «παροντικός χαρακτήρας της ιστορίας». Έγινε δηλαδή ευρέως αποδεκτός ο ιστορικός αναθεωρητισμός ως ‘ιδεολογική αποφόρτιση’, χωρίς να εξεταστεί τί ακριβώς σημαίνει η πρακτική της ‘αποδόμησης’, γιατί το νόημα της αποφυγής προκαταλήψεων έγινε εχθρότητα κατά της διάκρισης και κατά της κριτικής σκέψης, πώς υπηρετεί τους νέους πολιτικούς στόχους, ποιοί ευθύνονται για την πολιτικοποίηση του αναθεωρητισμού και ποιοί τη χρησιμοποιούν σαν νέα ιδεολογική τρομοκρατία.
Είναι όμως απαραίτητο να προβληματιστούμε όλοι γιατί ο αναθεωρητισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μαζί με την παγκοσμιοποίηση. Γιατί παρά τις καλές προθέσεις υπηρετεί κακές πολιτικές πρακτικές. Γιατί παρά τον ‘προοδευτικό’ χαρακτήρα του καλλιεργεί φαινόμενα ολοκληρωτισμού.
Γέννηση δύο αναθεωρητικών φαινομένων
Στην εικοσαετία ’60 – 70, που σηματοδοτείται από το ‘τέλος των ιδεολογιών’, αριστεροί διανοούμενοι στράφηκαν στην ιστορία, η οποία στη μαρξιστική θεωρία δεν είναι παρά ένα ιδεολογικό φαινόμενο. Ο αριστερός αυτός χαρακτήρας της αναθεώρησης συνεπάγεται ότι η επιβεβλημένη αποδόμηση του περιεχομένου της σαν ιδεολογικής αφήγησης συνεπάγεται αφαίρεση κάθε στοιχείου σημαντικό πολιτισμού, δηλαδή ‘πολιτιστικού εποικοδομήματος’.
Η εποχή όμως αυτή σηματοδοτείται και από την κοινωνική ‘απελευθέρωση’ (εξ αιτίας της κοινωνικής απορρύθμισης που προκάλεσε η οικονομική) με την αίσθηση του ‘χαοτικού’ Όλα Επιτρέπονται (εξ αιτίας της πολυπλοκότητας του νέου περιβάλλοντος). Στις συνθήκες αυτές, ο νέος τύπος κοινωνικής προσωπικότητας, ο ναρκισσιστικός, απεχθάνεται πιο πολύ να τον κρίνουν από όσο φοβάται να τον τιμωρήσουν. Διαμορφώθηκε έτσι η νέα κουλτούρα, η λεγόμενη ναρκισσιστική ηθική, ως συλλογική εχθρότητα απέναντι στις αξιολογικές κρίσεις και τις δεσμεύσεις, ως συλλογική καταδίκη των ηθικών διακρίσεων.
Κυριαρχεί έκτοτε μια νέα εκδοχή του πολιτισμικού σχετικισμού, η οποία αφενός, νομιμοποιεί και ενισχύει τον ιστορικό αναθεωρητισμό και αφετέρου, διαμόρφωσε τον αναθεωρητισμό όλων των υπολοίπων κοινωνικών επιστημών. Με αποτέλεσμα, από τη μια μεριά να οδηγεί στην αποδόμηση και της εθνικής ταυτότητας και από την άλλη, στην αποδόμηση της πολιτιστικής ταυτότητας.
Εξέλιξη των φαινομένων
Η αντίθεση προθέσεων και πράξεων είναι σημαντικό να επισημαίνεται με κάθε ευκαιρία επειδή πρόκειται για την κατ’ εξοχήν ανθρώπινη αδυναμία, η οποία σε ένα περιβάλλον ατομικής ανωριμότητας και συλλογικής ανυπαρξίας αξιών και μέτρων αυτό-περιορισμού γίνεται καταστροφική. Έχει σημασία επίσης να διευκρινιστεί ότι για την ανυπαρξία αυτή ευθύνεται η απαξία του πολιτισμού τόσο στο μαρξιστικό πρίσμα όσο και στο διάχυτο ναρκισσιστικό. Να υπογραμμίζεται επίσης πόσο εκρηκτικό είναι το μείγμα όταν συνδυάζονται τα δύο και ότι το μείγμα αυτό είναι το κυρίαρχο στο χώρο των ‘ειδικών’ της εξουσιαστικής ελίτ.
Ο πολιτισμικός σχετικισμός δημιουργήθηκε στο μεσοπόλεμο από το φόβο του ανερχόμενου ρατσισμού-ναζισμού με την προσπάθεια να εξηγηθούν οι φυλετικές προκαταλήψεις στο πεδίο της κουλτούρας. Ξεκίνησε δηλαδή στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας, με τη μελέτη της κουλτούρας των πρωτόγονων φυλών, αλλά μετά το ’60 στρεβλώθηκε και επεκτάθηκε σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες (ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη, ψυχολογία, ανθρωπολογία, εθνολογία). Μέχρι όμως την εποχή της Μαύρης Αθηνάς (αφρο-ασιατικές ρίζες του ελληνικού πολιτισμού) περιοριζόταν στον ακαδημαϊκό χώρο. Η πολιτικοποίηση του αναθεωρητισμού έφτασε στην Αμερική σε νομοθετήματα για την ‘πολυπολιτισμική’ κοινωνία και διεθνώς στην επίσημη υιοθέτηση της καταδίκης των αξιακών διακρίσεων ως της πολιτικά ορθής στάσης.
Η δε διάχυση της καταδίκης αυτής έχει οδηγήσει στο να θεωρείται η ίδια «η δημοκρατία ως ασήμαντη (!) πολιτική», όπως αναφέρεται στον τίτλο πρόσφατου άρθρου του Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Αντώνη Μανιτάκη. Στο άρθρο αυτό καταδεικνύεται πώς η αποδόμηση της αντίληψης της Δημοκρατίας με τη σχετικοποίησή της σε ιδεολογία (από το μαρξιστή ιστορικό αναθεωρητή Λ. Κάμφορα) συμπυκνώνεται στην πολιτική θεωρία ‘τι δημοκρατία τι δικτατορία’.
Εξουσία της ελίτ και ελληνική περίπτωση
Σήμερα, είναι γεγονός ότι ο σχετικισμός των αξιών του πολιτισμού και της δημοκρατίας επιβάλλεται είτε ως ιδεολογική τρομοκρατία / ‘πολιτικά ορθός’ είτε ως ‘εκσυγχρονιστικός’/ ‘δημοκρατικός’. Γιατί είναι γεγονός ότι η εξουσία σήμερα ανήκει στην ελίτ, στους μηχανισμούς της οποίας οι αναθεωρητές – ‘ειδικοί’ καθαρίζουν τους θεσμούς (σχολεία, ΜΜΕ, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, κέντρα αποφάσεων, δραστηριότητες διεθνών σχέσεων) από κάθε αντιφρονούντα λόγο.
Στην ελληνική επικράτεια, αναφορικά με τον ιστορικό αναθεωρητισμό, παρατηρούνται δύο πόλοι εξουσιαστικής ελίτ. Ο ένας είναι εξωτερικός, με πολιτικό στόχο τον κατευνασμό του εθνικισμού στις βαλκανικές χώρες και τις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας. Ο εσωτερικός έχει ως εκτελεστικό όργανο την ελίτ των διανοουμένων της ευρωπαϊκής Αριστεράς (με χαρακτηριστική Κατοχή -‘διοίκηση’ σύμφωνα με την ιδεολογική αποφόρτιση στο αναθεωρημένο σχολικό βιβλίο ιστορίας- στα Πανεπιστήμια, τον Τύπο, σε Κρατικές υπηρεσίες, όπως και η προώθηση της Φιλίας των αδελφών λαών). Δεν είναι τυχαίο ότι σε μέλη της απευθύνθηκε το αίτημα για αποδόμηση του σχολικού εγχειριδίου ιστορίας, σύμφωνα με τις συστάσεις του ‘δημοκρατικού’ ευρωπαϊκού κέντρου για τη ‘συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη’.
Τι δεν πρέπει να κάνουμε
Το ιδεολογικό εγχείρημα αποδόμησης της εθνικής μας ταυτότητας στο όνομα της ιδεολογικής αποκάθαρσης υπονομεύει την αυτονομία της Ελλάδας αλλά και τις ατομικές ταυτότητες των Ελλήνων με την απαγόρευση ανθρωπιστικών θέσεων ακόμα και ορολογίας.
Δεδομένης όμως της εδραιωμένης βούλησης της ελίτ που ασκεί την επιστασία μας και δεδομένου ότι η διεκδίκηση της εθνικής ταυτότητας υπήρξε ανέκαθεν προβληματική για ιστορικούς, πολιτισμικούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους, θα είναι ατυχής κάθε προσπάθεια παρέμβασης στο θεσμοποιημένο στη χώρα μας ιστορικό αναθεωρητισμό.
Δεν ισχύει το ίδιο για την αποδόμηση της πολιτισμικής μας ταυτότητας, η οποία δεν αποτελεί ισχυρό κρίκο δεδομένου ότι ο πολιτισμικός σχετικισμός για την οικειοποίηση της ταυτότητάς μας από τη δυτική έχει αμβλυνθεί ως αιωνόβιος. Αλλά και η άμεση διεκδίκηση της πολιτισμικής ταυτότητας ως ‘ελληνικότητας’ θα ήταν ομοίως ατυχής γιατί κάθε διαφορά ερμηνεύεται ως ρατσιστική ή εθνικιστική.
Σύμφωνα όμως με τα επιχειρήματα του ανωτέρω άρθρου του Α. Μανιτάκη, μπορούμε έμμεσα να διαφοροποιηθούμε στην πράξη προτάσσοντας το ζήτημα της Δημοκρατίας αφού έτσι κι αλλιώς ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι μόνο πανανθρώπινος και κοσμοπολιτικός αλλά (εμείς ξέρουμε ότι) αποτελεί προϋπόθεση και συνέπεια της αληθινής δημοκρατίας.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Αρκεί να αντιταχθούμε στον αναθεωρητισμό εν γένει (όχι άμεσα στον ιστορικό). Να αντισταθούμε στη σχετικοποίηση των αξιών που κάνει τη διαφθορά και τον ολοκληρωτισμό μονόδρομο, αλλά και στη σχετικοποίηση του λόγου που ταυτίζει την κρίση με τον ωφελιμισμό της υπολογιστικής σκέψης.
Δείχνοντας ότι εμείς ξέρουμε πως η ιστορία είναι ανθρώπινη δημιουργία (κανενός νόμου και καμιάς θεωρίας) και πως η δημοκρατία απαιτεί ηθικούς κανόνες και αξίες διάκρισης, πείθουμε εαυτούς και άλλους ότι μπορούμε να μην είμαστε παθητικοί από το φόβο ενός αόρατου συστήματος που επιβάλλει στο ‘λαουτζίκο’ πολιτιστική εξαχρείωση.
Δείχνοντας το πρόσωπο της ελίτ (που έχει ονοματεπώνυμο, με τον πειστικό αλλά διακριτικό και αξιοπρεπή τρόπο του Α. Μανιτάκη), πείθουμε εαυτούς και άλλους πως καταλαβαίνουμε ότι η μη αναγνώριση μιας διακριτής ύπαρξης οδηγεί αναπόδραστα και συλλογικά σε παραβατική κοινωνική συμπεριφορά (κλασική αρχή της κοινωνιολογίας).
Μπορούμε άμα θέλουμε να υπερβούμε σε μεγάλο βαθμό τα χάλια μας (αφού δεν πρόκειται για φυλετικό προσδιορισμό) αρκεί να καταλάβουμε ότι γίναμε μικρολωποδύτες και μεγαλοϊδεάτες από παντελή στέρηση ταυτότητας. Να καταλάβουμε ότι η αντιπαλότητα με το (δυτικό και ελληνικό) Διαφωτισμό δεν είναι εθνικισμός και φονταμενταλισμός αλλά επίγνωση της αντιδημοκρατικής υποτίμησης του λαού και της ικανότητας του δικού μας να συγκροτεί αυτόνομη κοινότητα.
Αρκεί να διαμορφώσουμε τη δική μας ιστορική αναθεώρηση και, αντί να την αντιτάξουμε στο εθνικιστικό ιδεολογικό πλαίσιο, να την εντάξουμε στο δημοκρατικό πλαίσιο αντίστασης στον πολιτιστικό σχετικισμό.
Παγκόσμια διάσταση
Μπορεί στην εξωτερική πολιτική να μετράει η δύναμη αλλά στην ιστορία μετράει ο κρίσιμος αριθμός των συνειδητοποιημένων ανθρώπων. Δεν απαιτείται αφύπνιση όλων ούτε επαναστατικές διαδικασίες. Αρκεί μια κρίσιμη μάζα και το ρεύμα δημιουργεί μόνο τους σε συνθήκες ανατροπής.
Οι σημερινές εκδηλώσεις αναθεωρητισμού θα μπορούσαν μάλιστα να αποδειχθούν μια ‘ευτυχής συγκυρία’, όχι μόνο γιατί καθιστούν ορατό δια γυμνού οφθαλμού ποιος και πώς ευθύνεται για την κακοδαιμονία μας, αλλά γιατί παράλληλα αναπτύσσεται ισχυρό ένα παγκόσμιο ρεύμα αντίδρασης στην ασημαντότητα της ζωής και στον κίνδυνο ολοκληρωτισμού.
Από τις Ανιχνεύσεις
—————————————————————————————
Εγινε ιστορικός για ν’ αλλάξει τον κόσμο
Ο Χάουαρντ Ζιν ήταν «ο ιστορικός που άλλαξε τη συνείδηση της Αφρικής με τον πιο εποικοδομητικό τρόπο», όπως δήλωσε χθες ο Νόαμ Τσόμσκι Ετσι η ζωή σου θα αποκτήσει σκοπό και νόημα. Δεν χρειάζεται να περιμένεις ότι θα νικήσεις σε κάποιο απώτερο μέλλον. Αρκεί να παλεύεις μαζί με τους άλλους για έναν κοινό σκοπό, για κάτι που είναι ζωτικό για σένα και αυτός ο αγώνας είναι η νίκη σου».
Αυτή τη φιλοσοφία, ο Χάουαρντ Ζιν, ο ιστορικός και ακτιβιστής που στηλίτευε πάντα τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, εφάρμοζε στη ζωή του και στο έργο του. Ο ανατρεπτικός στοχαστής πέθανε την Τετάρτη στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας στα 87 του χρόνια, ύστερα από καρδιακή προσβολή.
«Ακουσα πρώτα τις σειρήνες και ύστερα είδα τους έφιππους αστυνομικούς να επιτίθενται στο πλήθος. Δέχτηκα ένα χτύπημα στο κεφάλι και έχασα τις αισθήσεις μου. Συνήλθα αργότερα στην είσοδο ενός κτιρίου και είδα την Τάιμς Σκουέαρ, που πριν ήταν γεμάτη διαδηλωτές, να είναι άδεια, σαν να μην συνέβη τίποτε. Ενιωσα μια άγρια οργή. Ηταν ένα σοκ που μου έγινε μάθημα…». Ετσι περιγράφει ο Ζιν στην αυτοβιογραφία του «You Can’t Be Neutral on a Moving Train: Α Personal History of Our Times», το βάπτισμα του πυρός στις συγκρούσεις των διαδηλωτών με την αστυνομία.
Γεννημένος το ’22 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, γιος Εβραίων μεταναστών, θα αποκτήσει πολιτική συνείδηση μέσα από τα βιβλία του Ντίκενς. Εφηβος θα συνδεθεί με τις κομμουνιστικές ομάδες της γειτονιάς του και θα λάβει μέρος στις πρώτες εργατικές διαδηλώσεις.
Σε βομβαρδιστικό
Οταν ξεσπάει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα καταταχθεί στην αμερικανική πολεμική αεροπορία ως μέλος πληρώματος βομβαρδιστικού, θέλοντας να πολεμήσει ενάντια στον φασισμό. Εκεί όμως, ρίχνοντας βόμβες στις γερμανικές πόλεις, θα συνειδητοποιήσει ότι «ο πόλεμος και γενικά η βία λειτουργούν σαν ναρκωτικό. Σου προσφέρει ένα γρήγορο «ανέβασμα», χάρη στον μύθο της νίκης, αλλα όταν φεύγει η επίδρασή του, κυριαρχεί η απελπισία».
Ως βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα σπουδάσει με έξοδα του κράτους, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στο Κολούμπια, Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες. Υστερα θα δουλέψει ως καθηγητής Ιστορίας και Κοινωνιολογίας στο Κολέγιο Σπέλμαν της Ατλάντα, το πρώτο κολέγιο που δεχόταν μαύρες γυναίκες. Εκεί θα συμμετάσχει πρώτα στο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και μετά στο αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στο Βιετνάμ. Θα απολυθεί το 1963 για «απείθεια» και θα συνεχίσει την ακτιβιστική δράση του και τη διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.
Δάσκαλος και διαδηλωτής
Παράλληλα με τη διδασκαλία, από την οποία θα αποσυρθεί το 1988, ο Ζιν θα γράψει μια σειρά από ιστορικά βιβλία αλλά και θεατρικά έργα, όπως το φημισμένο «Ο Μαρξ στο Σόχο». Στους αντίποδες της επίσημης ιστοριογραφίας, που παραθέτει κυρίως τους ηγέτες και τα έργα τους, ο Ζιν θα γράψει την ιστορία του λαού, τα κινήματα, τις εξεγέρσεις, τις προσπάθειες για την οικοδόμηση μιας άλλης Αμερικής. Μεταξύ άλλων θα υπογράψει την πολυσέλιδη «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών» και δεν θα σταματήσει να συμμετέχει σε απεργίες και διαδηλώσεις.
«Δεν έγινα ιστορικός επειδή ήθελα να περάσω τη ζωή μου σε μια αίθουσα διδασκαλίας και να πηγαίνω στις ετήσιες συναθροίσεις των ιστορικών, που διαβάζουν σημαντικές επιστημονικές ανακοινώσεις ο ένας στον άλλο. Εγινα ιστορικός για έναν πολύ ταπεινό λόγο: ήθελα να αλλάξω τον κόσμο», έλεγε συχνά ο ίδιος. Ανένταχτος αριστερός, αρνούμενος κάθε συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα και οπαδός της πολιτικής ανυπακοής, που εγκαινίασαν τα κοινωνικά κινήματα του ’60, πίστευε ότι μόνο η οργανωμένη δράση των πολιτών μπορεί να αλλάξει την πολιτική κατάσταση, όποια και αν είναι αυτήν. «Είναι η μεγαλύτερη πρόκληση των καιρών μας», σημείωνε, «να καταφέρεις να εδραιωθεί η δικαιοσύνη με τον αγώνα σου, αποφεύγοντας να καταφύγεις στη βία».
«Ηταν ο ιστορικός που άλλαξε τη συνείδηση της Αμερικής με τον πιο εποικοδομητικό τρόπο», δήλωσε χθες αποχαιρετώντας τον ο Νόαμ Τσόμσκι, ο συναγωνιστής του. «Πραγματικά, δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον άλλον που άλλαξε την προοπτική και τον τρόπο σκέψης μιας ολόκληρης γενιάς. Με τις ενέργειές του και τα γραπτά του έπαιξε για μισό αιώνα έναν πρωταγωνιστικό ρόλο και συμμετείχε, πολλές φορές μάλιστα ενέπνευσε, στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μειονοτήτων και τα αντιπολεμικά κινήματα».
* Στην Ελλάδα, ο Χάουαρντ Ζιν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο μονόλογός του «Ο Μαρξ στο Σόχο» παιζόταν επί 4 χρόνια με τον Αγγελο Αντωνόπουλο στο ρόλο του Μαρξ. Ενώ τον Μάιο είχε επισκεφθεί την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της 6ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου και μίλησε με θέμα «Η δράση των πολιτών ως προϋπόθεση της δημοκρατίας», ουσιαστικά τον πυρήνα της πολιτικής του σκέψης.
Βιβλία του στα ελληνικά
«Η ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών» (εκδόσεις Αιώρα), «Από την Ιστορία στην πράξη» (εκδόσεις Αιώρα), «Ο Μαρξ στο Σόχο» (εκδόσεις Αιώρα), «Τρομοκρατία και πόλεμος» (εκδόσεις Scripta), «Διακηρύξεις ανεξαρτησίας» (εκδόσεις Εξάρχεια).
Του Δ. ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το ΕΚΚΕ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) δίνει δωρεάν πολλές από τις εκδόσεις του λόγω περιορισμένου αποθηκευτικού χώρου. Μπορείτε να πάτε κάθε Τρίτη και Πέμπτη στο διάστημα 10 με 1 το πρωί μέχρι τέλη Νοέμβρη στην οδό Χαλκηδόνος 52, στους Αμπελοκήπους. Νομίζω ότι όλοι μπορούμε να βρούμε κάτι ενδιαφέρον εκεί αφού καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων (οικονομία, δημογραφία, κοινωνιολογία, ιστορία). Αν πάτε, καλό θα είναι να έχετε μεριμνήσει για το πως θα τα κουβαλήσετε (π.χ. μια μεγάλη, γερή τσάντα, αυτοκίνητο, κλπ.). Για περισσότερες πληροφορίες δείτε:
http://www2.ekke.gr/news.php?id=38
Αν γνωρίζετε και κάποιον άλλο που πιθανόν ενδιαφέρεται, προωθήστε το μήνυμα, γιατί υπάρχει περίπτωση όσα περισσέψουν να σταλούν για ανακύκλωση.
http://www.grsr.gr/results.php?pg=0&c_authors=&c_article=&ttl=&c_keywords=&keyw=&i_volume=&i_number=107&c_category=&rpp=10&Submit=Go
12 Φεβρουαρίου 2012
Για την Προφορική Ιστορία και άλλες ιστορίες
της Τασούλας Βερβενιώτη
Ο όρος Προφορική Ιστορία μπορεί να θεωρείται «νέος», και γιατί συνδέεται με την τεχνολογία του μαγνητόφωνου, αλλά στην πραγματικότητα είναι τόσο παλιός όσο και η ανάγκη των ανθρώπων να γνωρίζουν το παρελθόν τους. Είναι το πρώτο είδος Ιστορίας, πριν ακόμα την εφεύρεση και τη διάδοση της γραφής. Στις προφορικές κοινωνίες η αφήγηση ενός γεγονότος αποκτούσε μια μοναδική σημασία, όπως πολύ καλά ξέρουμε από τα oμηρικά έπη. Με την επέκταση της γραφής, οι δημηγορίες του Θουκυδίδη αποτελούν ένα εξαίρετο δείγμα χρήσης της προφορικής μαρτυρίας.
Ωστόσο, η Ιστορία κατοχυρώθηκε ως επιστήμη τον 19ο αιώνα με το ρεύμα του θετικισμού και βασιζόταν στα γραπτά τεκμήρια, τα αρχεία. Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Μια καίρια τομή, στα μέσα του 20ού αιώνα, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφορούσε τα αντιαποικιακά κινήματα. Μια Ιστορία βασισμένη μόνο στα αρχεία θα ήταν μια ιστορία των αποικιοκρατών, ενώ για τους αγώνες και τις αγωνίες των αποικιοκρατούμενων για την ανεξαρτησία τους θα υπήρχε σκοτάδι. Και το σκοτάδι δεν μπορεί να αποτελέσει υποκείμενο της ιστορίας.
Η Προφορική Ιστορία ως κλάδος της Ιστορίας έχει ως στόχο να φέρει στο ιστορικό προσκήνιο στους «αφανείς», εκείνες τις κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες δεν κρατούν αρχεία, δεν έχουν πρόσβαση στην εξουσία. Εάν η Ιστορία γραφόταν μόνο με βάση τα αρχεία, όπως πρεσβεύουν οι «καθαρόαιμοι» ιστορικοί, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων θα έμενε απέξω. Η Προφορική Ιστορία όμως δεν επινοήθηκε για να αποκαλύψει κάποια διεθνή συνωμοσία των ιστορικών ενάντια στους «απλούς» ανθρώπους, αλλά σχετίζεται με την ίδια την πορεία της ανθρωπότητας και τη διαφοροποίησή της μέσα στο χρόνο, η οποία αντανακλάται και στην ιστοριογραφία. Η Προφορική Ιστορία αναπτύχθηκε, γιατί η ανθρώπινη κοινωνία έχει γίνει πιο δημοκρατική, παρόλο που όλοι έχουμε πολλά να πούμε για τα ελλείμματα της δημοκρατίας μας.
Για την Ελλάδα
Στην Ελλάδα η Προφορική Ιστορία χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη μελέτη της δεκαετίας του 1940 και του Eλληνικού Eμφυλίου ειδικότερα, λόγω έλλειψης πρόσβασης των ιστορικών στα αρχεία. Η χρήση της έγινε ατομικά, διάσπαρτα, για τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης έρευνας και ποτέ δεν δημιουργήθηκε ένα πρόγραμμα συλλογής μαρτυριών, όπως είχε γίνει για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η αιτία πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι ένας Eμφύλιος Πόλεμος αποτελεί ένα τραυματικό γεγονός που δύσκολα εντάσσεται στο εθνικό ηγεμονικό αφήγημα.
Από τις προσπάθειες που έχουν γίνει για την ανάπτυξη της Προφορικής Ιστορίας αξίζει να σημειώσουμε ότι πριν δεκατρία χρόνια, το 1999, ιδρύθηκε στο ΕΚΚΕ μια Ομάδα Προφορικής Ιστορίας, που οργάνωσε και ένα συνέδριο. Τα πρακτικά του μπορείτε να τα διαβάσετε στη διεύθυνση: http://www.grsr.gr/results.php?pg=0&c_authors=&c_article=&ttl=&c_keywords=&keyw=&i_volume=&i_number=107&c_category=&rpp=10&Submit=Go
Δέκα χρόνια αργότερα, το 2009, στα Χανιά, στα πλαίσια ενός προγράμματος που σχεδιάστηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με τη Νομαρχία Χανίων επιμορφώθηκαν στη μεθοδολογία της Προφορικής Ιστορίας περίπου είκοσι εθελοντές. Ο στόχος του προγράμματος ήταν η ίδρυση ενός μουσείου Προφορικής Ιστορίας και βρίσκεται σε εξέλιξη (βλ. http://cretaadulteduc.gr/blog/?p=377). Το απτό κέρδος ήταν αφενός οι συνεντεύξεις που πήραν οι εθελοντές και αφετέρου η έκδοση ενός ευσύνοπτου εγχειριδίου για την Προφορική Ιστορία.
Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (ΟΠΙΚ)
Το 2011, στο «δύστροπο» 6ο Διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο κινήσεων κατοίκων που δημιουργούνται ως απάντηση στις δυσκολίες που συναντούν στην καθημερινότητά τους (είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας και με το μεγαλύτερο ποσοστό μεταναστών) ιδρύθηκε η ΟΠΙΚ. Η εμπειρία από τα Χανιά ήταν σημαντική, όπως και η διαφορά: δεν υπήρχε χρηματοδότης, ούτε και «υπεύθυνος». Η ευθύνη μοιράζεται σε όλα τα μέλη της ΟΠΙΚ, και η επιτυχία ή η αποτυχία της εξαρτάται από όλους και όλες.
Την άνοιξη του 2011 οργανώθηκε ένα επιμορφωτικό σεμινάριο, σχεδόν ένα πανεπιστημιακό εξάμηνο, στο οποίο συμμετείχαν περίπου τριάντα εθελοντές. Ήταν κάτοικοι Κυψέλης αλλά και μεταπτυχιακοί, κυρίως από το Πάντειο και το ΕΜΠ, το οποίο μας παραχώρησε μια αίθουσα για τα μαθήματα. Οι εθελοντές είχαν αναλάβει την υποχρέωση να κάνουν τρεις συνεντεύξεις με όλες τις διεθνείς προδιαγραφές, ώστε να μπορούν να ενταχθούν σε ένα οργανωμένο αρχείο.
Στο δρόμο «χάσαμε» μερικούς –πολύ σύνηθες στην εκπαίδευση ενηλίκων– και δεν κάναμε όλοι από τρεις συνεντεύξεις, πιστοί στην ελληνική αρχή της ασυνέπειας. Τώρα είμαστε περίπου είκοσι, χωρισμένοι σε τρεις θεματικές ομάδες: Ομάδα για την Καθημερινή Ζωή, για τη Δεκαετία 1940, και για τους Μετανάστες. Κάθε ομάδα έχει εκλέξει έναν συντονιστή.
Τώρα τελευταία φτιάξαμε και ηλεκτρονική σελίδα https://sites.google.com/site/opikdomain/ την οποία θα εμπλουτίσουμε. Αυτές τις μέρες οργανώσαμε και παρακολουθούμε ένα σεμινάριο (με εθελοντή δάσκαλο), για να μάθουμε πώς να παίρνουμε αλλά κυρίως πως να μοντάρουμε τα βίντεο που έχουμε συλλέξει. Στις 7 Απριλίου 2012, κλείνοντας τον πρώτο χρόνος της, η ΟΠΙΚ θα παρουσιάσει τη δουλειά της στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου της Αθήνας. Είστε όλοι καλεσμένοι.
Ίδρυση Εταιρείας Προφορικής Ιστορίας στην Ελλάδα
Το πρόγραμμα των Χανίων, η ύπαρξη της ΟΠΙΚ αλλά και προγράμματα που εγκρίθηκαν και τρέχουν στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας συνέτειναν στην απόφαση για τη δημιουργία μιας Ένωσης Προφορικής Ιστορίας, η οποία θα συνδεθεί με τη Διεθνή Ένωση Προφορικής Ιστορίας (http://iohanet.org/).
Γι αυτό το λόγο στις 25-27 Μάη οργανώνεται στον Βόλο ένα συνέδριο, με στόχο να καταγραφεί η κατάσταση στην Ελλάδα και να προχωρήσουμε πάρα κάτω. Για περισσότερες πληροφορίες δείτε: http://extras.ha.uth.gr/oralhistory/el/index.asp
Σαν επίλογος
Ο τρόπος που γράφεται η Ιστορία –και σε αυτό συμπεριλαμβάνονται και τα θέματα που απασχολούν την ιστοριογραφία– δεν είναι καθόλου ανεξάρτητος από τις εξελίξεις που συμβαίνουν στις κοινωνίες. Πρόκειται για βίους παράλληλους. Η «έκρηξη μνήμης» που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες (πολλαπλασιασμός της βιβλιογραφίας και των μνημονικών τόπων) οφείλεται και στη διάλυση του σοβιετικού μπλοκ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την υποχώρηση του έθνους-κράτους στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, και επιπλέον σηματοδοτεί τις μεγάλες επερχόμενες κοινωνικές αλλαγές.
Το πιο τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι παράλληλα με το κίνημα OccupyWallStreet ή αλλιώς το ευφυέστατο σύνθημα «Είμαστε το 99%» που διατρέχει τη διεθνή κοινότητα δημιουργήθηκε το κίνημα OccupyOralHistory (http://occupyoralhistory.wordpress.com/)
Η Προφορική Ιστορία ξεκίνησε ως ένα ριζοσπαστικό κίνημα στα μέσα του 20ού αιώνα, έκανε μια αναδίπλωση ακολουθώντας το ρυθμό της εποχής (την κοινωνία της ευμάρειας) και συνεχίζει πιο «σοφή» την καταγραφή της Ιστορίας μέσα από τις ιστορίες που αφηγούνται οι «απλοί» άνθρωποι. Οι ιστορίες τους ίσως δώσουν «άλλες» απαντήσεις όχι μόνο στο ποιος γράφει αλλά και ποιος δημιουργεί την Ιστορία.
http://enthemata.wordpress.com/2012/02/12/vervenioti/
Η Επιστήμη της Ιστορίας:
Ιστοριογραφικές Σχολές και προσεγγίσεις απο το θετικισμό μέχρι το μεταμοντερνισμό
Κάθε εποχή γράφει τη δική της ιστορία, δηλαδή οι ιστορικοί θέτουν τις προτεραιότητες, επιλέγουν τα θέματα που τους ενδιαφέρουν και τον τρόπο προσέγγισής τους ανάλογα με τις αξίες και τις αντιλήψεις κάθε εποχής. Γι’ αυτό και η ιστορία δεν είναι στατική και δεν έχει αιώνια ισχύ: αλλάζει και αναθεωρείται ανάλογα με τις γενικότερες αλλαγές που συμβαίνουν στην κοινωνία, με τις προτεραιότητες της πολιτικής εξουσίας/ακαδημαϊκού κατεστημένου και με το βαθμό πνευματικής ελευθερίας των ιστορικών.
3. 1. Θετικιστική ιστορία-ιστορικισμός
– Μέχρι το 19ο αιώνα η συγγραφή ιστορικών έργων παρουσίαζε μερικές βασικές αδυναμίες:
Μη συστηματική χρήση πρωτογενών πηγών – τάση να βασίζονται σε μαρτυρίες από δεύτερο χέρι – έλλειψη ή μη πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές.
Έλλειψη αίσθησης αλλαγής διαμέσου του χρόνου και των ιδιαίτερων γνωρισμάτων κάθε εποχής. Π.χ. Γίβωνας και ο Βολταίρος υποβάθμιζαν το πνευματικό επίπεδο προηγούμενων αιώνων, κυρίως του Μεσαίωνα, γιατί δεν ανταποκρινόταν στα πρότυπα της υψηλής κοινωνίας του 18ου αιώνα.
Η διδασκαλία της ιστορίας στα πανεπιστήμια δεν ήταν συστηματική και οργανωμένη.
– Στο 19ο αιώνα το καινούριο στη συγγραφή της ιστορίας ήταν ότι οι ιστορικές σπουδές επαγγελματοποιήθηκαν και συγκεντρώθηκαν σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Η αυτοαναγόρευση της ιστορίας σε επιστημονικό κλάδο σήμαινε κάθετο διαχωρισμό μεταξύ επιστημονικού και λογοτεχνικού λόγου → επιδίωξη η μεταφορά καθολικών νόμων, αντίστοιχων με εκείνων των θετικών και φυσικών επιστημών στην ιστορία.
– Ο Ranke θα υποστηρίξει ότι αξιόπιστες πηγές ήταν μόνο αυτές της εποχής για την οποία ο ιστορικός γράφει ιστορία. Γι’ αυτό σημαντικό έργο του ιστορικού αποτελεί η κριτική και αντικειμενική αξιολόγηση των πηγών του παρελθόντος και κύριο μέλημα του να αποφύγει να εμφυτεύει σύγχρονες αντιλήψεις στο πνεύμα περασμένων αιώνων. Η προσέγγιση αυτή στην ιστοριογραφία θα ονομαστεί ιστορικισμός και θα κυριαρχήσει στην Γερμανία και τις αγγλοσαξονικές χώρες για περίπου ένα αιώνα – στην Ελλάδα μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
– Βασικά στοιχεία «ιστορικιστικού» προσανατολισμού:
Ο Ιστορικισμός δίνει μεγάλη βαρύτητα στις πηγές του. Χρησιμοποιεί τα κρατικά αρχεία σαν φορείς της ιστορικής αλήθειας και μέσα από την επεξεργασία τους αναδεικνύει τη Διπλωματική Ιστορία. Τα δρώντα υποκείμενα αντιπροσωπεύονται από την πολιτική και στρατιωτική εξουσία, αποσιωπώντας όμως πλήρως τους καθημερινούς ανθρώπους. Έτσι στον Ιστορικισμό ο ρόλος της προσωπικότητας και της Πολιτικής Ιστορίας ενισχύεται.
Ο περιορισμός στη μελέτη στρατιωτικού και διπλωματικού πεδίου («Μεγάλη Ιστορία» ή «Μεγάλη Αφήγηση») κομβικό ιδεολογικό εργαλείο του εθνικού κράτους, κατάλληλο για υποστήριξη εθνικής ταυτότητας και εδραίωση εθνικής κρατικής εξουσίας και κοινωνικής συνοχής.
Το κράτος και οι πολιτικοί του έχουν κεντρική θέση. Για το γερμανικό ιστορικισμό το κράτος αποτελεί αυτόνομο σύστημα (από τους πολίτες, την κοινωνία, την οικονομία), το οποίο με την πραγμάτωσή του δίνει ηθικό νόημα στην κοινωνία και προωθεί οργανική ανάπτυξη έθνους (επιρροή από Hegel).
Εξοβελισμός ρητορικής από ιστορική αφήγηση και υιοθέτηση νέας μεθοδολογίας, π.χ. η φιλολογική κριτική πηγών, η τήρηση λεπτομερών δελτίων, η αναγωγή του αρχείου σε προνομιακή ιστορική πηγή, έκδοση διπλωματικών εγγράφων, συστηματική παραπομπή για τεκμηρίωση ιστορικού λόγου. Κάθε θεωρητικός συλλογισμός άχρηστος ή και βλαβερός, διότι εισάγει στοιχείο θεωρίας – υποκειμενικότητας – διαχωρισμός από φιλοσοφία ή πολιτισμική ιστορία.
Ο ρόλος του ιστορικού όχι να κρίνει το παρελθόν, αλλά να αντιληφθεί αυτό που πραγματικά συνέβη. Δεν πρέπει να υπάρχει αλληλοεξάρτηση ανάμεσα στον ιστορικό και στο αντικείμενό του. Ranke: Θα ήθελα να εξαλείψω τον εαυτό μου και να αφήσω να μιλήσουν μόνα τους τα πράγματα, «όπως συνέβησαν στην πραγματικότητα»
Ο θετικισμός-ιστορικισμός όχι απλώς μοντέλο ιστορικής σκέψης αλλά και φιλοσοφία για τη ζωή. W. H. Welsh: Ιστορικισμός είναι η άποψη ότι η ιστορία επαρκεί για την ερμηνεία κάθε πράγματος, ότι η φύση κάθε πράγματος γίνεται κατανοητή από την εξέλιξή του.
– Αντιφάσεις:
Αντίληψη για την ιστορία ως διαδοχή δυναστειών και σύγκρουση εθνών και κρατών,
οι πηγές αυτούσιες αντανακλάσεις ιστορικών γεγονότων,
απαξίωση φιλοσοφικού και θεωρητικού πλαισίου,
οι ιστορικιστές ιδεολόγοι του έθνους-κράτους,
αδυναμία εντοπισμού προφανών στοιχείων μεταβολής που χαρακτήρισαν εποχή νεωτερικότητας (βιομηχανική επανάσταση, ραγδαίες κοινωνικές, πολιτισμικές αλλαγές, είσοδος των μαζών στην πολιτική κλπ.), λόγω αγνόησης κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών δεδομένων,
αντίφαση επίσης στο ότι δέχεται αφενός τη σχετικότητα γνωστικών εγχειρημάτων και αξιακών συστημάτων και αφετέρου τη δυνατότητα πιστής, οριακής και τελεσίδικης αποκάλυψης νοήματος της ιστορικής εξέλιξης.
3.2 Κοινωνική-οικονομική ιστορία
– Στις αρχές του 20ού αι. (και κάτω από την επίδραση των κοινωνικών κυρίως επιστημών, αρχικά μέσω του Durkheim και στη συνέχεια του Max Weber κ.ά.) οι ιστορικοί άρχισαν να ασκούν κριτική στη σχολή του Ράνκε και να αναζητούν την ιστορία που θα έδινε σημασία σε κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, θα εγκατέλειπε έμφαση σε γεγονότα και προσωπικότητες και θα έδινε βάρος σε κοινωνικές συνθήκες: Η εμμονή στα γεγονότα αποκλείει την κατανόηση σημαντικών όψεων της ιστορικής πραγματικότητας, ιδιαίτερα στην οικονομία, τις κοινωνικές δομές, τη ζωή των ανώνυμων ανθρώπινων ομάδων, στις νοοτροπίες κ.λπ. Μετασχηματισμός αφηγηματικής, γεγονοτολογικής ιστορίας στις κοινωνικο-επιστημονικού προσανατολισμού μορφές ιστορικής έρευνας.
– Ποσοτικές κοινωνιολογικές και οικονομικές προσεγγίσεις και στρουκτουραλισμός (Σωσσύρ [Saussure] στη γλωσσολογία, Ντιρκέμ [Durkheim] στην κοινωνιολογία και Λεβί Στρώς [Levi-Strauss] στην ανθρωπολογία.: Απόρριψη της εμπειρικής ανάλυσης χάρη της επιστημολογικής μελέτης της δομής) → Γαλλία, ΗΠΑ, κ.ά.
– Κοινά στοιχεία κοινωνικο-επιστημονικής ιστοριογραφίας:
Έμφαση όχι στα άτομα και τις προθέσεις τους, αλλά στις κοινωνικές δομές και διαδικασίες κοινωνικών αλλαγών.
Κριτική στην παλιά ιστοριογραφία λόγω επικέντρωσής της στα άτομα, τις «μεγάλες προσωπικότητες» και στα γεγονότα, και λόγω αγνόησης ευρύτερου πλαισίου που αυτά λειτουργούσαν.
Πρόκειται για «εκδημοκρατισμό» ιστορίας, στροφή από την ηγεσία στην κοινωνία.
3.3. Μαρξιστική ταξική ανάλυση
– Η υλιστική αντίληψη για την ιστορία στον Μαρξ: η θεμελιακή θέση είναι ότι ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής ρυθμίζει γενικώς το κοινωνικό, πολιτικό και διανοητικό γίγνεσθαι. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά, αντιθέτως, το κοινωνικό τους καθεστώς είναι που καθορίζει τη συνείδησή τους (θεωρία του δίπολου βάση-εποικοδόμημα, τα ιστορικά φαινόμενα ανάγονται στις οικονομικές σχέσεις και τους ταξικούς αγώνες).
– Διαφορετικές αναγνώσεις μαρξισμού, ο ίδιος ο Μαρξ γεμάτος αμφισημίες. Λειτουργούσε με 2 διαφορετικές αντιλήψεις για επιστήμη:
Θετικιστική (η αντικειμενική γνώση είναι δυνατή, η επιστημονική γνώση εκφράζεται με γενικές προτάσεις που αναφέρονται σε μια έννομη συμπεριφορά φαινομένων) → η ιστορία έπρεπε να ανακαλύψει νόμους ιστορικής εξέλιξης → πρωταρχικός παράγοντας αυτών των νόμων οι κοινωνικές συγκρούσεις, κινητήρια δύναμη ιστορίας οι παραγωγικές δυνάμεις. Το ανθρώπινο είδος περνάει από την αναγκαιότητα ενός φυσικού νόμου: πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία, αρχαία, φεουδαλική, αστική, κομμουνιστική. Η πρόοδος του ανθρώπου κυρίως στο Δυτικό κόσμο.
Διαλεκτική: Η ιστορία μία διαλεκτική διαδικασία που συγκροτείται από την πάλη των τάξεων και κινείται από τις αντιφάσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής που πυροδοτούν τις κοινωνικές αλλαγές → στα πρώιμα έργα του ο Μαρξ (π.χ. Η Γερμανική Ιδεολογία) αμφισβητεί παραδοχή πολιτικής οικονομίας ότι ο κόσμος οικονομίας μπορεί να κατανοηθεί αποκλειστικά με βάση οικονομικές δυνάμεις που δρουν μέσα του, και ζητά να μετράται με όρους ανθρώπινων αναγκών → απόρριψη ότι οι υλικές δυνάμεις είναι πάνω από τις ανθρώπινες.
– Ο Μαρξ θεωρούσε ότι η συνολική κατεύθυνση της πορείας της ιστορίας ήταν δεδομένη, αν και οι συγκεκριμένες μορφές που έπαιρνε επηρεάζονταν από την πολιτική πράξη, αφήνοντας έτσι μιας σφαίρα ελευθερίας.
– Σύντομα οι μαρξιστικές μελέτες εγκατέλειψαν απρόσωπες κοινωνικές διαδικασίες, για να στραφούν στις μορφές που έπαιρναν οι αλλαγές αυτές στη συνείδηση των ανθρώπων που τις βίωναν. Ο Ζωρζ Λεφέβρ (Lefebvre) άνοιξε το δρόμο με το έργο του Ο μεγάλος φόβος του 1789: αγροτικός πανικός στην επαναστατική Γαλλία, 1932.
– Η αγγλική μαρξιστική σχολή (Μώρις Ντομπ, Ρόντνεϋ Χίλτον, Κρίστοφερ Χιλ, Έρικ Χόμπσμπαουμ, Έντουαρντ Τόμσον) μετέθεσε το ιστορικό ενδιαφέρον από τις κυρίαρχες ελίτ στις εμπειρίες, τον τρόπο ζωής κλπ. των κατώτερων τάξεων. Σε αντίθεση όμως με ιστορικούς των Annales που επικεντρώθηκαν στην υπερταξική λειτουργία της νοοτροπίας στη μακρά διάρκεια, οι βρετανοί μαρξιστές ιστορικοί ενσωμάτωσαν το πολιτικό στοιχείο στην ιστορία των νοοτροπιών. Οι κοινωνικές τάξεις ενεργά ιστορικά υποκείμενα που συγκροτούνται όχι μόνο με βάση τη θέση τους στις παραγωγικές σχέσεις αλλά και την ιδιαίτερη κουλτούρα που διαμορφώνουν.
– Παραδείγματα:
Maurice Dobb, Christopher Hill → μετάβαση από φεουδαρχία στον καπιταλισμό, 15ος-19ος αι.,
Eric Hobsbawm (PrimitiveRebels, 1963) → μετάβαση στις νεωτερικές κοινωνίες, η θέση κατώτερων στρωμάτων και η αφύπνισή τους, μελέτη εθνικιστικού φαινομένου, ιδεολογίας και πρακτική εθνικών κρατών,
E. P. Thompson (TheMakingoftheEnglishWorkingClass, 1963) → η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, η διαδικασία σχηματισμού της όχι ως αφηρημένης κατηγορίας, αλλά ως πολιτιστικής πρακτικής που ανασκευάζει συνεχώς την ταξική συνείδηση – κοινές εμπειρίες, παράδοση, κώδικες, ενιαίες κοινωνικές συμπεριφορές.
3.4. Σχολή των Annales
– Κυριότεροι εκπρόσωποι: L. Febvre, Mark Block, Fernard Braudel → διεπιστημονική προσέγγιση, προτεραιότητα σε μακροχρόνια ιστορικά φαινόμενα, στην ιστορική συνέχεια, στις νοοτροπίες, την επίδραση φυσικού περιβάλλοντος και κλίματος, τις οικονομικο-κοινωνικές δομές.
– Οι συγγραφείς των Annales συμμερίζονται την πίστη άλλων κοινωνικο-επιστημονικών ιστορικών ως προς τη δυνατότητα επιστημονικών προσεγγίσεων στην ιστορία, αλλά έχουν επίγνωση ορίων τέτοιων προσεγγίσεων. Στην πραγματικότητα όλοι οι ιστορικοί από τον Ράνκε μέχρι τον Μαρξ και τον Βέμπερ και τους αμερικάνους κοινωνικούς ιστορικούς έβλεπαν την ιστορία σαν μια κίνηση μέσα σε ένα μονοδιάστατο χρόνο, από το παρελθόν προς το μέλλον – οι ιστορικοί των Annalesτόνισαν τη σχετικότητα και τα πολλαπλά στρώματα του χρόνου.
– Ίδρυση του περιοδικού το 1929 με τον τίτλο, Annalesd’histoire économiqueetsociale, το 1946 μετονομάστηκε σε Annales. Économies, Sociétés, Civilizations, για να δοθεί έμφαση στο διεπιστημονικό του χαρακτήρα. Το 1994 Annales. Histoire, ScienceSociales. Υποστήριζαν κατάργηση διακρίσεων μεταξύ «επιστημών του ανθρώπου».
– Κοινά στοιχεία σχολής Annales:
Δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός θεσμός που να χρησιμεύει ως άξονας για μια αφήγηση στην οποία οι πράξεις των προσώπων να παίζουν αποφασιστικό ρόλο → περισσότερο παρουσίαση απρόσωπων θεσμών, π.χ. φεουδαλισμός. Τονισμός δομών, επιρροή από ανθρωπολογία.
Νέα αντίληψη ιστορικού χρόνου: π.χ. εξέταση μιας κουλτούρας ή μιας εποχής αποσπασμένης από το ρου της ιστορίας, εγκατάλειψη γραμμικής ιστορίας. Στη θέση του ενός μοναδικού ιστορικού χρόνου βλέπουν τη συνύπαρξη πολλαπλών χρόνων, όχι μόνο στους διάφορους πολιτισμούς αλλά και μέσα στον κάθε έναν πολιτισμό → π.χ. Μπρωντέλ, Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄, όπου η ιστορία χωρίζεται σε 3 διατεταγμένα επίπεδα: γεωγραφικό χρόνο, κοινωνικό χρόνο, ατομικό χρόνο, με το συμβαντολογικό επίπεδο να περιορίζεται στον ατομικό χρόνο.
Εγκατάλειψη εμπιστοσύνης στην πρόοδο και, μαζί μ’ αυτή στην ανωτερότητα της δυτικής κουλτούρας. Δεν υπάρχει η αντίληψη μιας ενιαίας ιστορικής εξέλιξης πάνω στην οποία μπορεί να βασιστεί μια μεγάλη αφήγηση της ιστορίας του ανθρώπου.
Απουσιάζει επίσης το έθνος – στην ιστοριογραφία των Annalesείναι συνήθως είτε τοπική είτε υπερεθνική.
– Κριτική για Annales:
Αδυναμία ανάλυσης και ερμηνείας ιστορικής μεταβολής, διαδοχής κοινωνικών σχηματισμών αλλά και ριζική περιθωριοποίηση της «συνείδησης», της δράσης και της πολιτικής διάστασης ανθρώπινων σχέσεων.
Αδυναμία αντιστοίχησης νοοτροπιών με τις αρθρωμένες κοινωνικές τάξεις που ήταν φορείς τους και θεώρησή τους ως καθολικών συστημάτων συλλογικών αναπαραστάσεων, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αποσιώπηση πολιτικής διάστασης πολιτισμικών πρακτικών και την ομογενοποίηση συλλογικού σώματος.
Αναπαραγωγή του μαρξικού σχήματος βάση-εποικοδόμημα καθώς το κοινωνικο-οικονομικό στοιχείο ανάγεται σε καθοριστικό, ενώ το πολιτιστικό προσεγγίζεται είτε ως αντανάκλαση του πρώτου είτε ως εξωτερικό στοιχείο.
Η κυριαρχία γεωγραφικού και περιβαλλοντικού ντετερμινισμού οδηγεί στην αδρανοποίηση ανθρώπινου παράγοντα ως δημιουργικού υποκειμένου ιστορικής εξέλιξης.
Επιμονή στη δυνατότητα συγγραφής ολικής ιστορίας.
Ερευνητική εμμονή στις προβιομηχανικές κοινωνίες.
Υπερβολική και άκριτη ποσοτικοποίηση.
3.5. Σύγχρονες τάσεις: μεταμοντερνισμός και ιστορία
– Η αισιοδοξία ως προς τη φύση και την πορεία σύγχρονου κόσμου πάνω στην οποία βασίστηκε η κοινωνική ιστορία κλονίστηκε εξαιτίας θεμελιωδών αλλαγών του ύστερου βιομηχανικού κόσμου (πριν, αλλά κυρίως μετά τους παγκόσμιους πολέμους) → κριτική στην παραδοχή της εξελικτικής πορείας της ιστορίας ήδη από κοινωνιολόγο Γιάκομπ Μπούρκχαρντ (Burckhardt) και φιλόσοφο Φρήντριχ Νίτσε (Nitzsche). Ωστόσο δεν επηρέασε σημαντικά το έργο των ιστορικών μέχρι το 1960.
– Η δεκαετία 1960 σημείο καμπής:
εκδήλωση συνείδησης της κρίσης της σύγχρονης κοινωνίας και κουλτούρας·
αισθητές οι νέες συνθήκες μετά από Β΄ΠΠ (τέλος αποικιών, αναγνώριση διακριτής ιστορίας μη δυτικών λαών, ανάδειξη ιδιαίτερου ρόλου γυναικών και άλλων επιμέρους ομάδων πληθυσμού)·
οι μαρξιστικές αναλύσεις φάνηκαν ανεπαρκείς σε ένα περιβάλλον που ενδιαφερόταν για νέες κατηγοριοποιήσεις, όπως το φύλο, η φυλή ή η εθνότητα, ο τρόπος ζωής, η καθημερινότητα·
το πέρασμα από τη βιομηχανική κοινωνία στην κοινωνία της πληροφορικής προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερες επιπτώσεις στη συνείδηση (επίγνωση αρνητικών συνεπειών οικονομικής ανάπτυξης, καταστρεπτικές δυνατότητες πολιτισμού, οικολογική καταστροφή κλπ.)
– Για πολλούς οι μεταμορφώσεις αυτές της συνείδησης σήμαιναν το τέλος της «Μεγάλης Αφήγησης» → αμφισβήτηση της αξίας ή της δυνατότητας διατύπωσης και σχηματισμού καθολικών και ενοποιητικών σχημάτων σύλληψης του κόσμου. Η εξέλιξη αποτέλεσμα όσμωσης ιστορίας με παράπλευρες επιστήμες – σημειολογία, γλωσσολογία, θεωρία λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, ανθρωπολογίας, πολιτισμικών σπουδών → «γλωσσολογική στροφή» ιστορίας:
Αμφισβήτηση δυνατότητας ολιστικής προσέγγισης παρελθόντος ή ακόμα και κάθε δυνατότητας ανασύνθεσης παρελθόντος.
Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια ή αντικειμενική γνώση αλλά αυτή εξαρτάται από το πλαίσιο και τις συνθήκες παραγωγής της ή από την σκοπιά του καθενός. Σύμφωνα με κοινωνικό κονστρουκτιβισμό,η πραγματικότητα και η γνώση είναι κοινωνικές και πολιτιστικές κατασκευές και για τον λόγο αυτό δεν έχει νόημα η αναζήτηση της αντικειμενικής κοινωνικής πραγματικότητας ή της αντικειμενικής αλήθειας. Η έννοια αυτή αντικαθίσταται από την έννοια της διυποκειμενικότητας(intersubjectivity)δηλαδή των κοινωνικών συμβάσεων και του κοινού νοήματος που μοιράζονται τα κοινωνικά υποκείμενα.
Δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ερμηνειών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε μία είναι ισοδύναμη από άποψη εγκυρότητας → Φουκώ: «δεν υπάρχει ιστορία αλλά ένα πολλαπλό αλληλοκαλυπτόμενο και αλληλεπιδρών σύνολο νόμιμων και αποκλεισμένων ιστοριών».
Μετάθεση ενδιαφέροντος από οικονομικο-κοινωνική σε πολιτισμική ιστορία-καθημερινή εμπειρία.
Γλωσσολογική προσέγγιση ιστορικών κειμένων και πηγών → οι γλωσσικοί κώδικες μέσο νοηματοδότησης κόσμου. Η «γλωσσολογική στροφή» απέδειξε τον εγγενώς διαμεσολαβημένο χαρακτήρα ιστορικών πηγών και ιστοριογραφικού λόγου, καθώς και τη σχετικότητα κάθε ιστορικής ερμηνείας:
α) ο ιστορικός δεν μελετά την ίδια την πραγματικότητα, αλλά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι του παρελθόντος αντιλαμβάνονταν την ύπαρξή τους·
β) οι ερμηνευτικές στρατηγικές του ιστορικού αποτελούν σχήματα αντίληψης της εποχής του·
γ) επομένως η ίδια η έννοια της ιστορίας εκλαμβάνεται ως μια κατασκευή που συγκροτείται μέσω της γλώσσας.
– Η μεταμοντέρνα κριτική έδειξε ότι η αντίληψη για μια ενιαία ιστορία δεν μπορεί να στηριχτεί, ότι η ιστορία χαρακτηρίζεται όχι μόνο από συνέχεια, αλλά και από ρήξεις, ότι ο ιστορικός λόγος είναι κατασκευασμένος και, συνεπώς, εντελώς υποκειμενικός. Όμως οι επικριτές του ιστορικού ρεαλισμού ή της παραδοσιακής ιστορίας σπανίως προχώρησαν πέρα από θεωρητικές διακηρύξεις στην αντιμετώπιση ιστορικών ζητημάτων. Οι ριζοσπαστικές κριτικές καθιερωμένων μεθόδων ιστορικής έρευνας που κυριάρχησαν στις θεωρητικές συζητήσεις από τη δεκαετία του 1970 ως σήμερα άσκησαν σημαντική, αλλά περιορισμένη επίδραση στον τρόπο που γράφεται η ιστορία.
– «Νέος ιστορικισμός» (από δεκ. 1980):
Προσπάθεια συγκερασμού λογοτεχνικής κριτικής και ιστορικής επιστήμης: Στηρίζεται στην υπόθεση ότι τόσο τα λογοτεχνικά κείμενα όσο και τα μη-λογοτεχνικά διαθέτουν την ίδια βαρύτητα ως τεκμήρια.
Προτεραιότητα στη θεωρία έναντι εμπειρισμού και θετικισμού.
Μετατόπιση ενδιαφέροντος από νόημα του κειμένου στον τρόπο παραγωγής και μετάβασης νοήματος.
Έμφαση στη διακειμενικότητα – σύγκριση διαφορετικού γραμματολογικού είδους και διαφορετικής κοινωνικής λειτουργίας με στόχο την αποκάλυψη πολιτισμικού/ιδεολογικού συστήματος που αποτυπώνουν.
– Κριτική:
Ο νέος ιστορικισμός οδηγεί στη φετιχοποίηση κειμενικής μεθόδου και τείνει να αγνοήσει την αναγκαία αναγωγή στον πραγματικό κόσμο.
Ο μεταμοντερνισμός αντανακλά μία κοινωνία και μια κουλτούρα σε μετασχηματισμό, στην οποία έχουν κλονιστεί οι παλιές βεβαιότητες για την πρόοδο και την ανάπτυξη. Η κριτική από τα αριστερά υποστήριξε ότι ο μεταμοντερνισμός και η άρνηση της «Μεγάλης Αφήγησης» δικαιώνει την αστική δημοκρατία και απορρίπτει οποιαδήποτε δυνατότητα συνολικής κριτικής του καπιταλιστικού συστήματος.
Επίσης αδυνατεί να απαντήσει ικανοποιητικά σε ερωτήματα για την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας – να καταδείξει γιατί έγινε κάτι σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
3.6. Μικροϊστορία
– Η μικρο-ιστορία συγκροτείται ως ιδιαίτερη ιστοριογραφική τάση στις δεκ. 1970, 1980 → Carlo Ginzburg, Το τυρί και τα σκουλήκια. Ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα (1974), Peter Burke, Popular Culture in Early Modern Europe (1978), Jacques Le Goff, Οι διανοούμενοι στο Μεσαίωνα (1985).
– – Κοινωνική ιστορία «από τα κάτω». Ενδιαφέρον για τα άτομα → αναγωγή του ιδιαίτερου και του ατομικού στο γενικό και συλλογικό → η ιστορία μετασχηματίζεται από ενιαία διαδικασία σε πολυκεντρική δυναμική και πολυεστιακή ανάλυση που αναδεικνύει πολλαπλότητα κοινωνικών αναπαραστάσεων.
– Κριτική στη μικρο-ιστορία (Jurgen Kocka): η εστίαση ενδιαφέροντος στο μικρο-επίπεδο ιστορίας και η αποσυσχέτισή του από πλαίσιο αναφοράς του κατακερματίζει ιστορική γνώση και τη μετατρέπει σε σειρά παρατιθέμενων ιστορικών στιγμιότυπων χωρίς αναφορά στη μακροδομή.
3.7. Συμπεράσματα
– Μέχρι το τέλος του Β΄ΠΠ κυριαρχία ιστορικιστικού παραδείγματος:
τυπολατρική προσέγγιση πρωτογενών πηγών,
αντίληψη περί οργανικής εξέλιξης, ιστορικής ιδιαιτερότητας αλλά και συνέχειας κοινωνιών,
πεποίθηση ότι κάθε πολιτικό μόρφωμα ή κοινωνικός οργανισμός πρέπει να αξιολογείται όχι με βάση γενικούς κανόνες αλλά με κριτήριο την ιδιοσυστασία και ιδιαίτερη δυναμική του → αντιστοιχία με ανάδυση εθνικισμού και με τις αντιλήψεις που ανάγουν το κράτος σε αυτόνομη ηθική δύναμη και φορέα της εθνικής βούλησης.
– Από το 1945 ως τα μέσα περίπου δεκ. 1970 επικρατεί η σχολή Annales:
η ιστορία καθολική επιστήμη, κυρίαρχο και διεπιστημονικό διανοητικό εγχείρημα,
συγκερασμός στοιχείων θετικισμού, μαρξισμού, δομισμού με στόχο την ανάδειξη και ανάλυση των δομών που συνδέουν τα ιστορικά φαινόμενα,
από πεδίο διπλωματικο-στρατιωτικών γεγονότων το ενδιαφέρον στη συνολική ιστορία [Histoire totale].
– Μετά το 1960 νέα δομική κρίση και υποχώρηση σχολής Annales λόγω:
αμφισβήτησης δυνατότητας ολιστικής προσέγγισης παρελθόντος,
μετάθεσης ενδιαφέροντος από οικονομικο-κοινωνική σε πολιτισμική ιστορία,
ενδιαφέροντος για επιστημολογία ιστορίας – τις θεωρητικές προϋποθέσεις, τις μεθοδολογικές αρχές και τις αναλυτικές κατηγορίες που επικαλείται ο ιστορικός λόγος,
συνειδητοποίησης της κειμενικής διάστασης της ιστορίας,
επαναφοράς αφηγηματικότητας στην ιστορία,
– Δυσπιστία περισσότερων ιστορικών απέναντι στη φιλοσοφία της ιστορίας που υποκαθιστά τη μελέτη της εξέλιξης κοινωνιών με την ίδια την εξέλιξη, η οποία γίνεται αντιληπτή μέσα από αφαιρέσεις που θεμελιώνονται πάνω σε εκ των προτέρων σχηματισμένες γνώμες. Αλλά όχι απόρριψη θεωρητικής σκέψης που είναι απαραίτητη στην ιστορική εργασία. P. Ricoeur: Η ιστορία είναι αμφίσημη, επειδή είναι δυνάμει συμβαντολογική και δυνάμει δομική.
– Η κρίση σύγχρονης ιστορίας οφείλεται και στην αμφισβήτηση επιστημολογικών της βάθρων αλλά και στις νέες πολιτικο-ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της εποχής της παγκοσμιοποίησης.
– Και σήμερα ιδεολογικοποίηση ιστορικών σπουδών, ενίοτε με επιστροφή στα παραδοσιακά ερμηνευτικά σχήματα ενιαίου εθνικού αφηγήματος – γεγονός που εξηγείται και από μεταβατικότητα εποχής μας – η ιστορική επιστήμη επωμίζεται παραδοσιακό ρόλο παρακαταθήκης πολιτικών αξιών και προτύπων δράσης
– Σήμερα ο ιστορικός ασχολείται ολοένα και περισσότερο με μαζικές τάσεις και λιγότερα με έργα ατόμων → έχουμε κατανοήσει ότι ακόμα και οι πιο ιδιαίτεροι άνθρωποι κινούνται μέσα στο πλαίσιο εποχής τους. Επιπλέον, υπάρχει στροφή σε νέα αντικείμενα έρευνας (ιστορία καθημερινής ζωής, κοινοτήτων ή συνηθισμένων ανθρώπων, αντιλήψεων, νοοτροπιών και συμπεριφορών κ.ο.κ.) και νέες μεθοδολογίες-προσεγγίσεις (επικοινωνία με γειτονικές επιστήμες: ανθρωπολογία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία κλπ.). Συχνά πάντως οι ιστορικές εργασίες δεν ακολουθούν πιστά τη μία την άλλη σχολή ιστοριογραφίας, αλλά προσπαθούν να συνθέτουν τις διαφορετικές τάσεις και παραδόσεις. Εξάλλου η αναγνώριση της αξίας και η χρήση διαφορετικών πηγών οδηγεί αναγκαστικά σε νέες προσεγγίσεις και συχνά σε αναθεώρηση της μεθοδολογίας.
http://eutopia.gr/article/i-epistimi-tis-istorias-istoriografikes-sholes-kai-proseggiseis-apo-thetikismo-mehri
http://rakis1.wordpress.com/2013/08/08/%CE%B5%CF%85%CE%B8%CF%8D%CE%B3%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%BC%CE%B7-%CE%AE-%CE%BA%CF%85%CE%BA%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/