-Τ. Σαλαπασίδης, «Μαύρη Θάλασσα» και άλλα…
Τέος (Ματθαίος) Σαλαπασίδης, Μαύρη θάλασσα
«Είναι κι άλλα παιδιά στα παραγκάκια του Λονδίνου»
Νίκος Παππάς
Ατέλειωτη γύρους καβάλα στη νύχτα
Χάνω την αυγή σε κάθε μου χτύπημα
Χάνω τους φίλους σε κάποιο άλλο πρόσωπο
Χάνω τα ποτάμια στην ίδια θάλασσα
Και με βρίσκουν μόνο οι σπινθήρες
Που κερδίζουν οι οπλές της από τ’ άστρα
Σελήνη κτήνος των ιπποτών
Σμήνος πολικό πασιέντσα δυσανάγνωστη
Ρουμπίνι άρρωστο κατεβασμένο βλέφαρο φεγγαριού
Αφροί στο υγρό καπούλι της νύχτας πού με πάτε:
Και συ αγνή απλή κατάλευκη
Παρουσία που κράτησαν οι καθρέφτες
Αίμα των πιο ωχρών κι αναιμικών μου λογισμών
Βοήθα, Ιόλκη! Ω κυρά των λογισμών μου
Τα όπλα να κερδίσουν ένα βλέμμα μνήμης
Κι ας είναι μια ήττα μέσα στον άγριον άνεμο
Που γυρίζει τα φτερά των ολλαντέζικων μύλων.
Πού νάσαι μυστήριο παιδικό
Αγροίκε πατέρα του άλλου παππού μας
Παλιά περούδα ερωμένη του
Δαρμένη κάθε τόσο με φτερά παγονιού
Κι εσύ μοναδικέ μου ξάδερφε με το λαθραίο καπνό
Πίνεις ατέλειωτες λαβωματιές ρακί
Όταν έσπαγες το γυαλί στα χέρια σου
Στα ύποπτα υπόγεια του Ερζερούμ
Κι είχες τα μάτια σου γλυκόπικρα
Σαν τ’ άνθος του καπνού.
Πώς θέλεις κάποιος μια μέρα νάρθει να σας βρει
Τροχίζοντας το μαχαίρι του στον Καύκασο
Κάτω απ’ του γύπα τη σκιά να μετρηθεί
Μ’ ένα συκώτι ξεραμένο σ’ εύξεινο καιρό
Καθώς θα τραγουδά ο άνεμος με ράμφη σπασμένα
Ναρθεί να βρει την πετρωμένη Διμοιρία
Ή κάποιο σχηματισμό των τελευταίων Κομνηνών
Να κουβεντιάσει με το μικρό εθελοντή της Τραπεζούντος
Και παίζοντας ολίγα πορφυρά νομίσματα
Σε κύβους πολύτιμους των Λοχαγών
Να ξαναχάσει το μισθό μιας εκστρατείας
Με ύφος –όσο μπορεί– ακριτικό. Πάντα
Χειρονομίες που ζήλεψε ο χάρος. Πάντα
Χειρονομίες που κέρδισε ο χάρος. Ντόρτια!
Σα μάρμαρο που χάθηκε το πρόσωπο από συνήθεια.
Τώρα τι να κάνω εδώ που βρέθηκα τόσο νέος
Και να κάνω εκεί αν πάω τώρα τόσο αργά
Ας πάμε αλλού –σ’ ένα διαμέρισμα∙ γνήσια φτηνό
Θα είναι… Κάπου. Άραγε είναι;
Κι αν είναι, άραγε…
Πώς να ‘ναι κείνα τα παιδιά
Στα παραγκάκια του Λονδίνου.
(Περιοδικό «Νέοι Ρυθμοί», τεύχος 3, Μάιος 1949)
Από την έκδοση Δώδεκα ποιήματα του Τέο Σαλαπασίδη (επιμέλεια Μάρκου Μέσκου, 1993)
———————————————————————————————————————————————-
ΤΕΟΣ ΣΑΛΑΠΑΣΙΔΗΣ (1924 – 1983)
Ο Τέος (Ματθαίος) Σαλαπασίδης γεννήθηκε το 1924 στο Βατούμι της Γεωργίας (Ατζαρία). Το 1925 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το 1943 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Α.Π.Θ. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ανεβαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ και μένει εκεί ως την απελευθέρωση. Το 1946 κατέφυγε στην Αθήνα όπου συνέχισε, για λίγο, τις σπουδές του στην ιατρική. Υπήρξε για ένα διάστημα νυχτερινός ξενοδοχειακός υπάλληλος στο Παρίσι. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου τού 1983.
(H εφημερίδα «Βατούμι» εκδόθηκε από το Σύλλογο Ελληνοποντίων Ατζαρίας, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ)
Ποιητικές συλλογές:
«Δώδεκα ποιήματα του Τέο Σαλαπασίδη» (επιμέλεια Μάρκου Μέσκου), ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1993
Θέατρο & κινηματογράφος:
«Γκρίζο πουλόβερ» (μονόπρακτο)
«Τα μήλα πέφτουν Τρίτη» (τρίπρακτο)
«Η μικρή παρέλαση» (ταινία που δεν τελείωσε ποτέ για οικονομικούς λόγους)
Ποιήματα δημοσιευμένα στο Traslatum:
- Οδομαχίες – περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» (1945)
- Εκείνος – περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» (1946)
- Σχέδιο για προσευχή – περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» (1946)
- Μαύρη θάλασσα – περιοδικό «Νέοι Ρυθμοί» (1949)
Διονύσης Σαββόπουλος, Μαύρη Θάλασσα [δίσκος: Βρώμικο ψωμί (1972)]
(τραγούδι: Δόμνα Σαμίου & Διονύσης Σαββόπουλος / Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (2000))
Τέος Σαλαπασίδης, Οδομαχίες
Πολεμήσαμε –στα χιονισμένα θρανία των πάρκων
στις υπόγειες στοές των εργοστασίων
σε δάση ανοιξιάτικα με παπαρούνες
στη σκόνη και σε λίμνες παγωμένες.
Τον Αύγουστο δεν ήπιαμε νερό –με βλέφαρα
καμένα απ’ της αγρύπνιας το μπαρούτι∙
αφήναμε τον ήλιο να μας τρώει τα μάτια
και το Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές.
Ταμπουρωθήκαμε –στα κράσπεδα των λεωφόρων
στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
πίσ’ από ένα τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο
πίσω απ’ τις πέντε αχτίνες τής καρδιάς μας.
Με πεδίο βολής, τα Διεθνή Ξενοδοχεία.
Απ’ τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
μετρούσαμε τη λεφτεριά, με τους σταβρούς τής πτώσης τους
–θανατικά ρολόγια που δείχναν τη ζωή μας–
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τρέλα μας, πάνου
στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα,
σε αξιοπρεπή πορτραίτα «Κυρίων» –με τις μπούκες
στραμμένες αντίκρα∙ στα μάτια των δειλών.
Με τη ζωή μας –μιαν υπέροχη ζωή, μετρήσαμε:
– Ορθοί: στις στέγες, στις πλατφόρμες, στα πάρκα–
τον ασήμαντο, χλιαρό τους θάνατο – Εμείς∙
που πεθάναμε τόσο, μα τόσο ωραία.
(Περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», τεύχος 30-31, 7.12.1945, με το ψευδώνυμο Νίκος Νικολαΐδης)
Από την έκδοση Δώδεκα ποιήματα του Τέο Σαλαπασίδη
———————————————————————————————————————————————-
Θωμάς Γκόρπας, Τα Ποιήματα, Κέδρος 2006
Το πατάρι
Στον Τέο Σαλαπασίδη
Ο Λουμίδης τω καρώ εκείνω ήταν ένας μόντζος. Εκεί καθόμαστε πρωιά μεσημέρια βράδια και χαζέυαμει ήλιους και φεγγάρια μέσα απ’ τα τζάμια του και τα μελλοντικά τραγούδια μέσα απ τα σπλάχνα μας. Χαμηλοτάβανο σκοτεινό βρόμικο πατάρι ραϊσμένα μάρμαρα ταπεζιών μαδημένες καρέκλες ξεκοιλιασμένοι καναπέδες απαίσιο ντεκόρ και μόνο ο Τάκης χαμογελούσε. Χαμογελούσε για όλους μας μας πίστωνε μας έφερνε στη ζούλα και καμιά σοκολάτα κανένα μπισκότο.
Αλήθεια τι απόγιναν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι; πως απεστατεύθη ο θρυλικός ιερός λόχος των ωραίων καταραμένων; Μαλλιά χαίτες μαύρες μπλούζες πανταλόνια φανέλα γρι ή μαύρη μαύρα ή καφέ μοκασέν κάλτσες γκρι γκρενά ή μαύρες λετιασμένα γοητευτικά τρενς κοτ… Οι ποιηταί και οι ζωγράφοι. Οι περισσότεροι κάτι έπαθαν λίγο πριν τα τριάντα λίγο πριν τα σαράντα. Ό, τι παθαίνουν τόσοι και τόσοι με το χωριό τους με το ξενύχτι με το φόβο της ζωής που το λένε φόβο του θανάτου με τα ποιήματα με το μαρξισμό – με την επανάσταση. Το πατάρι ήταν δικό μας κι όλα τα άλλα στην Αθήνα ξένα. Κι απ’ τους παλιούς μόνο ένας Βάρναλης ή ένας Εμπειρίκος άντεχαν ν’ ανεβαίνουν κάπου κάπου.
Περνούσαν τα χρόνια λιγόστευαν οι φωνές θόλωναν τα μάτια το Πατάρι και ο Τάκης του δεν πάθαιναν τίποτε. Άλλοι παντρεύονταν βλαχοπούλες άλλοι χάνονταν στα πέρατα άλλοι στις νευρολογικές κλινικές άλλοι επέστρεφαν στο κόμμα άλλοι άρχιζαν ν’ ασχολούνται με αμερικάνικες δουλειές άλλοι άρχιζαν να συχνάζουν στου κ. Ελύτη και στου κ. Ρίτσου άλλοι το γύριζαν στο πεζό άλλοι στο καλαματιανό άλλοι πήγαιναν να φάνε μαζί με το κ. Θεοδωράκη άλλοι πήγαιναν στο συσσίτιο της Χρήστου Λαδά άλλοι το’ ριχναν στο πιοτό άλλοι έπεφταν στα σκατά κι άλλοι την κοπάναγαν στα Παρίσια για σπουδές τάχα.
Ο προφήτης από δεύτερο χέρι Μιχάλης Κατσαρός όταν το ποίημα για τους για τους χαμένους ήταν κι αυτός ένας χαμένος ήδη.
Μετά τις φωτιές του 1965 μερικοί που απεδείχθησαν ατάλαντοι ή εξ επαγγέλματος πεινασμένοι και καλλοί με όλους άρχισαν να βάζουν χέρι και στο θρύλο του Παταριού. Κι όταν έφεξε η 21 Απριλίου για πρώην και νυν αριστερούς το Πατάρι του Λουμίδη ήταν προ πολλού ένα ακόμα κωλάδικο ένα ακόμα πουτανάδικο κι ο Τάκης τους είχε πάψει να πιστεύει να πιστώνει να φέρνει να χαμογελάει.
Που λέτε παιδιά ήταν μεγάλη υπόθεση τότε να φωτογραφίζεσαι με στο ομαδικό χνότο ωραίος μεγαλειώδης πεινασμένος πικρός – όχι πικραμένος – καταραμένος καταραμένος καταραμένος. Έξω απ’’ τα μαντριά μακριά απ΄τις γλυκές της εποχής μαθαίνουμε τη μοναξιά της επιστροφής εμείς είκοσι τριάντα ένδοξοι καταναλωταί μακεδονικών τσιγάρων και καφέ εσπρέσο.
Εγώ που ήμουνα ο πιο νέος και ο πιο χωριάτης απεδείχθη πως ήμουνα το πιο γέρο κόκαλο το πιο βαθύ μάτι. Ανάμεσα στο Μεσολόγγι των ιερών κοκάλων και του Παλαμά και στο Μεσολόγγι της ατελείωτης βροχής και των καημών είχα διαλέξει το δεύτερο. Ήμουν και λίγο πονηρός μίλαγα τελευταίος ή δεν μίλαγα καθόλου. Έτσι μπορώ σήμερα να θυμάμαι την αγαπημένη Σταδίου το Βυζάντιον του Μπάμπη και των εργατικών της αυγής τα πλακιώτικα κουτούκια τα κολωνακιώτικα καρβουνιάρικα τα διανυκερεύοντα της Ομόνοιας πανσελήνους επί της Ακροπόλεως κατουρήματα επί της Πλατείας Συντάγματος ολίγα μακαρόνια με σάλτσα και ένα ψωμί γωνιά ένα πακέτο Κιρέτσιλερ για όλη την παρέα αναμνήσεις ξερονησιών για όλη την παρέακαι τον Τέο Σαλαπασίδη τον καλύτερο όλων μας.
Θυμάμαι χωρίς να κατεβάζω τα μάτια χωρίς να μπερδεύω τα πράγματα. Εσύ Μεγάλη Μικρά μπορείς να χαμογελάς και να σκέφτεσαι τα δικά σου εγώ πάντως τώρα είμαι πάλι δεκαεννιά είκοσι και είκοσι πέντε χρονώ πάλι ονειρεύομαι τα ίδια και τα ίδια μόνο που έχω σταματήσει νισάφι να κουβαλάω νερό…
Χολερικά ανθρωπάκια στερημένα και λειψά πρώην σύντροφοί μου στη δίψα και στην πείνα στα όνειρα και στα φαρμάκια φαίνεται πως πριν είκοσι και πριν δέκα χρόνια επένδυαν σε ζωγραφιές και ποιήματα μιλώντας για τη ζωή και για το θάνατο για τη φιλία και για τον έρωτα για… και για… στη δική μου ποίηση δεν υπάρχει ούτε ένα για.. μέσα της έβαζα και βάζω όλα αυτά που οι άλλοι λένε χωρίς να το πιστεύουν ότι δεν μπαίνουν μέσα.
Η Ποίηση περ’ απ’ τα βιβλία και τις εποχές περ’ απ’ τους γαμπρίζοντες και τα βεγγαλικά μέρα μεσημέρι όπως όλα αυτού του Κόσμου κοιτάει πίσω για να βλέπει μπροστά. Και τα πατάρια και οι λεγόμενοι φιλολογικοί καφενέδες γίνονται το σπίτι των ποιητών κάποτε και το ταμπούρι της ελευθερίας κι όποιος το ρίξει πέφτει και τον πλακώνει.
Τα κόκαλα του θρύλου της παρέας μου τώρα τα γλείφουν σκυλιά και κοπρόσκυλα. Που λέτε παιδιά τα ράσα δεν κάνουν το παπά ο παπάς κάνει τα ράσα. Θυμάμαι πως λειτούργησα πριν τυπώσω στίχους μου. Τώρα μερικοί δεν ξέρουν που να με βάλουν άλλοι με ανακαλύπτουν με μαύρη ευχαρίστηση άλλοι με τρόμο άλλοι λένε πως και τότε μ’ αγαπούσαν άλλοι πως και τώρα μ’ αγαπάνε και ας μην τους αγαπάω εγώ πια άλλοι που το ‘ κοψαν το γράψιμο με ρωτούν αν γράφω ακόμα άλλοι που το ξανάρχισαν αποκαταστημένοι στην κοινωνία με ρωτάν γιατί δεν τυπώνω τα’ αριστουργήματά μου κι αυτοί που έκοψαν και το γράψιμο και τη γλώσσα τους και το πουλί τους Δε μου λένε τίποτε με νοήματα τα θέλουν πάλι.
Στο Λουμίδη τω καιρώ εκείνω δεν ονειρευόμασταν τίποτε για τον εαυτό μας. Τω καιρώ εκείνω που να φανταζόμαστε πως η Αθήνα μας θα γέμιζε κωλάδικα σκατοβραβεία συνταξιούχους ποιητάς του Δημοσίου και δηλωμένους ποιητάς κ’ αιτούντας. .. αν όντως θάβω ζωγράφους ποιητές και φίλους μου καθώς λένε καμπόσοι αποτυχημένοι ζωγράφοι ποιητές και φίλοι μου φαίνεται πως υπάρχουν πεθαμένοι
Και
Σκατά στο λάκκο τους.
Αθήνα 1972
—————-
Aπόσπασμα από το αφιέρωμα στον Θωμά Γκόρπα με τίτλο «Ως προέκταση της πραγματικότητας…»
(Του Κώστα Βούλγαρη)
Μέντοράς του, εκεί στο Πατάρι, ο Τέος Σαλαπασίδης. Ο μόνος, σύγχρονός του, τον οποίο αποδεχόταν ανεπιφύλακτα, καθ’ ολοκληρίαν. Που τον θαύμαζε και τον σεβόταν. Ηταν βέβαια ο δικός του Σαλαπασίδης, αυτός που είχε δημιουργήσει ο Γκόρπας. Μα αυτός ο Σαλαπασίδης του Γκόρπα ήταν τόσο πειστικός και γοητευτικός, που με οδήγησε, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στην έρευνα των στοιχείων της ζωής του, των καταλοίπων του έργου του, σ’ ένα αφιέρωμά μου στον Πολίτη, σ’ έναν μικρό τόμο γι’ αυτόν. Γιατί η αφήγηση του Γκόρπα, που πάντα ήταν προέκταση της πραγματικότητας, κατέληγε να γίνεται υλική δύναμη. Οπως ήταν φυσικό, όταν παρουσίασα τον Σαλαπασίδη που βρήκα στα περιοδικά, στα αρχεία, στις αφηγήσεις των υπόλοιπων φίλων του, διαπιστώθηκε η απόκλιση από τον Σαλαπασίδη του Γκόρπα, ο οποίος, προφανώς, δεν δέχθηκε αυτήν την πραγματικότητα, δεν συμβιβάστηκε μαζί της. Απομακρυνθήκαμε, επικοινωνούσαμε πια μέσω τρίτων.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, περνούσε από το γραφείο του Γιάννη Γκίκα, στην οδό Γερανίου. Αφηνε έναν πάκο χαρτιά, συνήθως δυσεύρετα δημοσιεύματα από παλιά περιοδικά, με το επιχείρημα πως δεν του χρειάζονταν και ίσως να ενδιέφεραν κάποιον άλλο, που όντως τον ενδιέφεραν διακαώς… Περνούσα εγώ, μου τα έδινε ο Γκίκας, και άφηνα κάποια άλλα χαρτιά, που ίσως ενδιέφεραν κάποιον… Μαζί και φύλλα εφημερίδων ή τεύχη περιοδικών που περιείχαν αναφορές, δικές μου ή άλλων, στον Γκόρπα. Ετσι πήγαμε μέχρι το τέλος….
Δεν υπάρχουν σχόλια.
Σχολιάστε