-Ποιός θυμάται τον Φεντέρικο Γκαρθία Λόρκα;
.…Ένοιωθα πως θα με δολοφονούσαν.
Ψαχνανε τα καφενεία, τα νεκροταφεία,
τις εκκλησίες.
Ανοίγανε βαρέλια και ντουλάπια.
Τσακίσανε τρεις σκελετούς να βγάλουν τα χρυσόδοντα ….
Σε ηλικία 38 ετών, τον Αύγουστο του 1936, δολοφονήθηκε στη Γρανάδα από παρακρατικούς φρανκιστές ο Φεντέρικο Γκαρθία Λόρκα. Το γεγονός αυτό ενέπνευσε τον Γιάγκο Ανδρεάδη να γράψει ένα θεατρικό έργο για την δολοφονία του Λόρκα:
Φώναξε είμαι ζωντανός
Δύο πρόσωπα: Ένας αμετανόητος φονιάς και ένας δημοσιογράφος που τον ανακρίνει μονομαχούν μέσα από μια συνέντευξη που είναι ένας εξοντωτικός αγώνας.
Το έργο «Φώναξε είμαι ζωντανός» είναι ένα δοξαστικό για τον Λόρκα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα και εμπνεύστηκε από μια επίσκεψη στο Βιθνάρ, τον τόπο της δολοφονίας του ποιητή, ιδωμένη από την πλευρά των φασιστών εκτελεστών αλλά και από την πλευρά των θυμάτων.
Σε μια εποχή, που ένας άλλου τύπου φασισμός ξεπροβάλλει απʼ το αυγό του φιδιού στην Ελλάδα και στον κόσμο, οι μνήμες της φρανκικής δικτατορίας αποκτούν ένα νέο νόημα και καλούν σε εγρήγορση.
Παίζουν και αυτοσκηνοθετούνται οι ηθοποιοί: Γιώργος Μωρόγιαννης και Κίμων Ρηγόπουλος.
Σκηνικό-κοστούμια: Ιουλία Σταυρίδου
Φωτισμοί: Δημήτρης Μαργαρίτης
Η παράσταση που τελεί υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Θερβάντες και του Κέντρου Κλασικού Δράματος και Θεάματος του Παντείου Πανεπιστημίου θα παρουσιαστεί στην θεατρική σκηνή του καλλιτεχνικού πολυχώρου Εύμαρος, Φωκίδος 26, από τις 15 ως και τις 24 Μαρτίου.
Η Άπιστη Σύζυγος
Και τη κουβάλησα στην άκρη στο ποτάμι
καθώς το πίστεψα πως ήταν κόρη,
μα αυτή είχε σύζυγο.
Τούτο συνέβη τη νύχτα του Αι Γιάκωβου
και σχεδόν μοιραία.
Τα φανάρια σβύσανε
και φέξανε οι γρύλοι.
Διαβαίνοντας τις ύστατες επάλξεις,
άγγιξα τα κοιμισμένα στήθεια της
και κείνα ξανοίξανε με μιας,
σε δέσμη υακίνθων.
Το κολλαρισμένο της φουστάνι
μου θρόιζε στ’ αφτιά
σαν ένα κομμάτι μεταξωτό
που να το σχίζουν δώδεκα μαχαίρια.
Δίχως ασημένες ανταύγειες στις κορυφές τους
μεγάλωσαν τα δέντρα
κι ένας ορίζοντας σκυλιών
περ’ απ’ το ποτάμι αλυχτά.
Περ’ απ’ τις βατομουριές,
πέρ’ από τις καλαμιές και τις αγράμπελες,
κάτω απ’ τον όγκο των μαλλιών της,
έσκαψα μια τρύπα μες στη λάσπη.
Έλυσα τη γραβάτα μου.
Έβγαλε κείνη το φουστάνι της.
Εγώ τη ζωστήρα με το περίστροφο.
Κείνη τους τέσσερις μπούστους της.
Ούτε οι πομάδες, ούτε τα κοχύλια
σαν το λεπτό της δέρμα δεν είναι,
ούτε στο φεγγάρι τα κρύσταλλα
με τόση δύναμη δε λάμπουν.
Τα σκέλη της μου ξέφυγαν
σα ξαφνιασμένα ψάρια,
η μισή, όλη λάβρα
η άλλη μισή, ψυχρή.
Κείνη τη νύχτα σεριάνισα
στη πιο ωραία μου στράτα
καβάλα σε φοράδα σιντεφένια
δίχως χαλινάρι και σπιρούνια.
Σαν άντρας, δε θα πω
το τί μου λεγε.
Το φως της γνώσης
μου επιβάλλει να ‘μαι μετρημένος.
Λερός από φιλιά και άμμο
τη πήρα μου απ’ το ποτάμι.
Με τον αγέρα μάχονταν
των σπαθόχορτων τα λεπίδια.
Σα βέρος κατσίβελος που ‘μαι
έτσι και φέρθηκα.
Ένα μεγάλο κουτί ραψίματος
μ’ ατλάζι κίτρινο ντυμένο της εχάρισα,
όμως απόφυγα να την ερωτευτώ,
γιατί παρ’ όλο που ‘χε σύζυγο
μου ‘πε πως ήταν κόρη
όταν την εκουβάλαγα στο ποταμό.
Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί
Ένα ρόδο στον έξοχο κήπο που επιθυμείς.
Μια ρόδα με τη καθαρή σύνταξη του χάλυβα.
Γυμνωμένο το όρος από ιμπρεσσιονιστική αχλύ.
Οι γκρίζοι τόνοι που ανερευνούν τους τελευταίους φράχτες.
Στα λευκά τους ατελιέ οι μοντέρνοι ζωγράφοι,
κόβουν τον αποστειρωμένο ανθό από τη τετράγωνη ρίζα.
Στου Σηκουάνα τα νερά μαρμάρινο παγόβουνο
παγώνει τα παράθυρα και διώχνει τους κισσούς.
Ο άντρας με βήμα σταθερό βαδίζει στο πλακόστρωτο.
Οι βιτρίνες κλέβουν τη μαγεία του αντικατοπτρισμού.
Η Κυβέρνηση έκλεισε τ’ αρωματοπωλεία.
Η μηχανή διαιωνίζει τη παλινδρομική της κίνηση.
Μια απουσία από δάση, παραβάν και ματόκλαδα
πλανιέται πάνω στις ταράτσες των παλαιών σπιτιών.
Ο αγέρας στιλβώνει το πρίσμα του πάνω στη θάλασσα
κι ο ορίζοντας υψώνεται σα μεγάλη υδρορροή.
Ναυτικοί που αγνοούν το κρασί και το ημίφως,
αποκεφαλίζουν τις σειρήνες στις μολυβένιες θάλασσες.
Η Νύχτα, μαύρο μνημείο της σύνεσης, κρατά
το στρογγυλό καθρέφτη της σελήνης μες τη χούφτα.
Μια επιθυμία μας διακατέχει για μορφές, για όρια.
Να ο άντρας που βλέπει μ’ ένα κίτρινο μέτρο.
Η Αφροδίτη είναι μια λευκή νεκρή φύση
κι οι πεταλουδοσυλλέκτες χάνονται.
Το Καντακές στη κόψη του νερού και του λόφου,
υψώνει αναβαθμίδες και κρύβει όστρακα.
Οι ξύλινες φλογέρες ειρηνεύουν τον αγέρα.
Ένας γέρων Θεός των Δασών, δίνει καρπούς στα παιδιά.
Οι ψαράδες του, αποκαμωμένοι, κοιμούνται βαριά πάνω στην άμμο.
Στ’ ανοιχτό πέλαγος έχουνε για πυξίδα ένα ρόδο.
Παρθένος ο ορίζοντας από πληγωμένα μαντήλια,
ενώνει τις γυαλισμένες επιφάνειες του ψαριού και της σελήνης.
Κολλαριστό στέμμα από λευκά πανιά,
ζώνει πικρά μέτωπα και μαλλιά της άμμου.
Οι Σειρήνες πείθουνε χωρίς να επιβάλλουν
και φανερώνονται μόλις τους δείξουμε ένα ποτήρι γλυκό νερό.
Ω! Σαλβαντόρ Νταλί, με τη φωνή τη λιόχρωμη!
Δεν επαινώ την ατελή νεανική σου πινελιά,
ούτε το χρώμα σου που δε ξεφεύγει από το χρώμα του καιρού σου,
αλλά υμνώ την αγωνία σου, περιορισμένε αιώνιε!
Υγιεινή ψυχή, ζεις πάνω σε νέα μάρμαρα.
Αποφεύγεις το σκοτεινό δάσος των απίστευτων μορφών.
Η φαντασία σου φτάνει όπου φτάνουνε τα χέρια σου
κι εσύ απολαμβάνεις το σονέτο της θάλασσας, στο παράθυρό σου.
Ο κόσμος είν’ άλαλα σκότη κι αταξία,
στα πρώτα όρια που συναντά ο άνθρωπος.
Όμως, τ’ αστέρια κιόλας κρύβοντας τα τοπία,
τονίζουνε το τέλειο σχήμα της τροχιάς τους.
Η ροή του χρόνου τακτοποιείται και συγκροτείται
σε αριθμητικές μορφές του ενός αιώνα και του άλλου.
Κι ο Θάνατος ηττημένος καταφεύγει τρέμοντας
στο στενό κύκλο της παρούσας στιγμής.
Παίρνοντας τη παλέτα σου, τρύπια από βόλι στη μια άκρη,
ψάχνεις το φως που ζωντανεύει τη κούπα από ξύλο ελιάς.
Μεγάλο φως της Αθηνάς της δομήτορος,
φως όπου μήτε το όνειρο μήτε η ανακριβής χλωρίδα του, έχουν θέση.
Ψάχνεις το αρχαίο φως που αναπαύεται στο μέτωπο
χωρίς να κατεβαίνει προς το στόμα ή τη καρδιά του ανθρώπου.
Φως που φοβίζει τα οδυνηρά αμπέλια του Βάκχου
και την άτακτη δύναμη που κρύβει το νερό που κατρακυλά.
Έχεις δίκιο να φωτίζεις με φλογοειδείς ταινίες,
το σκοτεινό όριο που λάμπει τη νύχτα.
Σα ζωγράφος δε θέλεις να κάνεις μαλθακή τη μορφή
με το μεταβλητό βαμβάκι κάποιου απρόβλεπτου νέφους.
Το ψάρι στο ενυδρείο και το πουλάκι στο κλουβί.
Δε θέλεις να τα φανταστείς στη θάλασσα ή στον αγέρα.
Παρατηρείς προσεκτικά με τίμιο βλέμμα κι έπειτα
στυλιζάρεις ή αντιγράφεις τα ευκίνητα κορμάκια τους.
Αγαπάς τη προσδιορισμένη και σαφή ύλη
όπου το μανιτάρι δε μπορεί να στήσει τη τέντα του.
Αγαπάς την αρχιτεκτονική που χτίζει στο κενό
και παίρνεις τη σημαία για έναν απλό αστεϊσμό.
Ο ατσάλινος διαβήτης ρυθμίζει τον βραχύ ελαστικό του στίχο.
Η σφαίρα κιόλας απαρνιέται τ’ άγνωστα νησιά.
Η ευθεία εκφράζει τη κατακόρυφη προσπάθειά της
κι οι σοφοί κρύσταλλοι υμνούν τη γεωμετρία τους.
Αλλά ακόμα και το ρόδο του κήπου όπου ζεις.
Πάντα το ρόδο, πάντα, βόρεια και νότια από μας!
Ήρεμο κι αυτοσυγκεντρωμένο σα το τυφλό το άγαλμα,
που αγνοεί τις υπόγειες προσπάθειες που προκαλεί.
Ρόδο αγνό που καθαρό από τεχνάσματα και σκίτσα,
μας ανοίγει τα φροντισμένα φτερά του χαμόγελου.
(Πεταλούδα καρφιτσωμένη που αναπολεί το πέταγμά της.)
Ρόδο της ισορροπίας χωρίς ηθελημένους πόνους. Πάντα το ρόδο!
Ω! Σαλβαντόρ Νταλί, με τη φωνή τη λιόχρωμη!
Μιλώ για όσα μου λεν το πρόσωπο κι οι πίνακές σου.
Δεν επαινώ την ατελή νεανική σου πινελιά,
αλλά υμνώ τη τέλεια κατεύθυνση του βέλους σου.
Υμνώ την όμορφη προσπάθειά σου από κατάλανικα φώτα,
την αγάπη σου για κάθε τι που έχει μια δυνατή εξήγηση.
Υμνώ την αστρονομική και τρυφερή καρδιά σου,
τη καρδιά σου, της τράπουλας, την αλώβητη καρδιά σου.
Υμνώ το άγχος του μνημείου που κυνηγάς αδιάκοπα,
το φόβο της συγκίνησης που σε καρτερά στο σοκάκι.
Υμνώ τη μικρή σειρήνα του πελάγους που σου τραγουδά,
ανεβασμένη σ’ ένα ποδήλατο από κοράλια και κοχύλια.
Μα πάνω απ’ όλα υπνώ μια κοινή σκέψη
που μας ενώνει τις μαύρες και χρυσαφένιες ώρες.
Δεν είναι η Τέχνη το φως που μας τυφλώνει τα μάτια.
Πρώτα είναι η αγάπη, η φιλία κι η μονομαχία.
Πριν από τον πίνακα που υπομονετικά σχεδιάζεις,
πριν από τον κόρφο της Τερέζας, με το περίβλημα της αϋπνίας,
πριν από τη σφιγμένη μέση της αχάριστης Ματθίλδης,
έρχεται, πάνω απ’ όλα, η φιλία μας ζωγραφισμένη, σα το παιχνίδι της χήνας.
Δαχτυλογραφικά αποτυπώματα από αίμα πάνω στο χρυσό,
ραγίζουν τη καρδιά της Καταλωνίας, της αιώνιας.
Αστέρια σα γροθιές, δίχως τον γύπα, σε φωτίζουν,
όσο η ζωή κι η ζωγραφική σου ανθίζουν.
Μη κοιτάς τη κλεψύδρα με τις μεμβράνινες φτερούγες,
ούτε το αλύγιστο δρεπάνι των αλληγοριών.
Ντύσε και ξέντυσε το πινέλο σου πάντα στον αγέρα,
μπροστά στη θάλασσα που βρίθει από πλοία και ναυτικούς.
(Αρκετά ενδιαφέρον μικρό βιβλιαράκι με πολύ χρήσιμα στοιχεία, εικόνες, φωτογραφίες κι αλληλογραφία μεταξύ των δυο φίλων καθώς και ζωγραφιές του ίδιου του Λόρκα, εκτός από κείνες του Νταλί. Από τις εκδόσεις «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» σε μετάφραση Ράνιας Τζεν.)
Σκόρπιο Αίμα
Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο*
το θάνατό του φορτωμένος.
Γύρευε να ‘βρει την αυγή
μα πουθενά η αυγή δεν ήταν.
Γυρεύει τη σωστή θωριά του
και τ’ όνειρό του αλλάζει δρόμο.
Γύρευε τ’ όμορφο κορμί του
και βρήκε το χυμένο του αίμα.
Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια
που είδε τα κέρατα κοντά του,
όμως οι τρομερές μανάδες
ανασηκώσαν το κεφάλι.
Κι από το βοσκοτόπια πέρα
ήρθ’ ένα μυστικό τραγούδι
που αγελαδάρηδες ομίχλης
τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.
Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια
μπροστά του για να παραβγεί
ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
ούτε καρδιά να ‘ν’ τόσο αληθινή.
Σαν ποταμός από λιοντάρια
η ξακουσμένη του αντρειοσύνη,
και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
η στοχασιά του η μετρημένη.
Τώρα για πάντα πια κοιμάται.
Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
με δάχτυλα που δε λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του.
Και το τραγουδιστό του αίμα
κυλάει σε βάλτους και λιβάδια,
γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων,
άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
να γίνει από αγωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
(Η απόδοση-μετάφραση είναι του Νίκου Γκάτσου)
* Στις 11 Αυγούστου 1934, πέντε το απόγευμα, σε μιαν εκτός προγράμματος ταυρομαχία στην αρένα του Μανθανάρες, ο φημισμένος ταυρομάχος Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας χτυπήθηκε θανάσιμα από ταύρο και πέθανε τρεις μέρες αργότερα στα 43 του χρόνια. Τονε πένθησεν όλη η Ισπανία. Ήταν άνθρωπος αγαπητός, γεμάτος δόξα και πλούτη και με γνήσια καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Στο Πίνο Μοντάνο, το απέραντο κτήμα του στα περίχωρα της Σεβίλιας, συγκέντρωνε τους σπουδαιότερους Ισπανούς ποιητές του καιρού του, μαζί και τον Λόρκα, με τον οποίο συνδέθηκε με δυνατή, αληθινή κι αδιατάρακτη φιλία. Όλοι τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν σαν ένα φιλόξενο, ευαίσθητο, ιπποτικό κι ανοιχτόκαρδο προστάτη της νεότερης γενιάς των ποιητών. Έτσι το ποίημα τούτο τογραψεν ο Λόρκα στη μνήμη του φίλου του.
Όταν Το Φεγγάρι Ανατέλλει…
Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
οι καμπάνες χάνονται
κι εμφανίζονται
αδιαπέραστα μονοπάτια.
Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
η θάλασσα σκεπάζει τη γη
κι η καρδιά νιώθει
σαν ένα νησί στην απεραντοσύνη.
Κανείς δε τρώει πορτοκάλια
τη πανσέληνο.
Πρέπει μόνο
κρύα πράσινα φρούτα.
Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
με εκατό ίδια πρόσωπα
τα ασημένια νομίσματα
κλαίνε στη τσέπη.
Σερενάτα
(αφιέρωμα στον Λόπε ντε Βέγκα)
Στου ποταμού τις όχθες
λούζεται η νύχτα
και στης Λολίτας
τα στηθάκια
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά
Γυμνή η νύχτα τραγουδά
στου Μάρτη τα γεφύρια
λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους κι αλμυρό νερό
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά
Η νύχτα από γλυκάνισο κι ασήμι
φεγγοβολά στις στέγες
ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
γλυκάνισο απ’ των μηρών της την ασπράδα
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.
Τα Χέρια Μου Αν Μπορούσαν Να Μαδήσουν
Τ’ όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ’ αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ’ έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.
Τ’ όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ’ όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ’ όλα
τ’ άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.
Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα ‘ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι!
Στο Αφτί Μιας Κοπέλας
Τίποτα δε θέλησα
τίποτα να σου πω.
Είδα μες στα μάτια σου
δυο δέντρα τρελά
απο αέρα, γέλιο και χρυσάφι,
που σάλευαν.
Τίποτα δε θέλησα
τίποτα να σου πω.
Μικρή Μπαλάντα Των Τριών Ποταμών
Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ
πορτοκαλιές και λιόδεντρα διασχίζει.
Τα δυο ποτάμια της Γρανάδας
απ’ το χιόνι στα στάρια κατεβαίνουν.
‘Αι αγάπη,
που ‘φυγε και δεν έρχεται!
Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ
γένια έχει χρώμα του ροδιού.
Τα δυο ποτάμια της Γρανάδας
το ‘να θρηνεί, τ’ άλλο ματώνει.
‘Αι αγάπη
που ‘φυγε μες στον αγέρα!
Για τις βαρκούλες με πανιά
έχει η Σεβίλλια δρόμο,
μα στης Γρανάδας το νερό
λάμνουν μονάχα οι στεναγμοί.
‘Αι αγάπη,
που ‘φυγε και δεν έρχεται!
Γουαδαλκιβίρ, πύργος ψηλός
κι άνεμος στις πορτοκαλιές.
Πυργίσκοι, ο Ντάουρο κι ο Χενίλ,
νεκροί πάνω στα τέλματα.
‘Αι αγάπη,
που ‘φυγε μες στον αγέρα!
Ποιος θα πει το νερό πως σηκώνει
φωσφορίζουσαν ατμίδα από κραυγές!
‘Αι αγάπη,
που ‘φυγε και δεν έρχεται!
Φέρε πορτοκαλάνθι, ελιά
Ανδαλουσία, στις θάλασσές σου.
‘Αι αγάπη,
πού ‘φυγε μες στον αγέρα!
Ποίημα Τσιγγάνικης Σιγκιρίγιας
Τοπίο
Ο κάμπος με τα λιόδεντρα
ανοίγεται και κλείει
όπως ένα ριπίδι.
Πάνω απ’ τον ελιώνα
ουρανός γκρεμισμένος
και σκοτεινή βροχή
από παγερά αστέρια.
Σκίνος κι ημίφως τρέμουνε
στου ποταμού τον όχτο.
Ζαρώνει ο γκρίζος άνεμος.
Τα λιόδεντρα βαριά ‘ναι
από κραυγές.
Ένα σμήνος πουλιά
αιχμαλωτισμένα
κινούν τις μακρουλές
ουρές τους στο σκοτάδι.
Μάνα:
Γειτόνισσες: μ’ ένα μαχαίρι,
μ’ ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
μέρα πικρή κι αφορεσμένη,
καν δυο, καν τρεις θα ‘ταν η ώρα,
δυο άντρες σκοτωθήκανε γι’ αγάπη.
Μ’ ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει,
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στη ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματά εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
Κι είναι, σας λέω, ένα μαχαίρι,
ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια,
π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει.
Κι όμως μι’ αφορεσμένη μέρα,
καν δυο, καν τρεις θα ‘ταν η ώρα,
με τούτο το μικρό μαχαίρι
δυο παληκάρια μείναν κάτου
με πανιασμένα τους τα χείλια.
Ούτε το χέρι δεν το πιάνει
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στη ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματά εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
(θρήνος από τον «Ματωμένο Γάμο«)
Γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος, το 1898. Ο πατέρας του ήταν αγρότης κι η μητέρα του δασκάλα και πρώτη του δασκάλα στο πιάνο. Φοίτησε σε σχολείοΙησουϊτών στη Γρανάδα και μετά από πιέσεις του πατέρα του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποίαν όμως εγκατέλειψε σύντομα, για ν’ ασχοληθεί με λογοτεχνία, μουσική και ζωγραφική.
Το 1919, εγκαθίσταται στη Φοιτητική Κατοικία Πανεπιστημίου Μαδρίτης, που τότε ήτανε σαν ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί θα συναντήσει τον Σ. Νταλί, τον Λ. Μπουνιουέλ, τον ποιητή Αλμπέρτι και τονΧιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνθέτει τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφορούνε το1921, με τίτλο:»Βιβλίο Ποιημάτων«. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο: «Εντυπώσεις & Τοπία» περιδιαβαίνοντας τη Καστίλη.
Το 1922, συνεργάζεται με τον συνθέτη Μ. ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκης Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευει πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημα του τότε είναι το «Ποίημα Του Κάντε Χόντο» λαϊκό τραγούδι τηςΑνδαλουσίας*, που τραγουδιέται απο τσιγγάνους με συνoδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκινά να γράφει το «Ρομανθέρο Χιτάνο«** που το τελειώνει το1927. Μια σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας απο τις αρχαϊκότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνθέτει και την «Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί» ενώ παράλληλα γράφει το θεατρικό έργο: «Μαριάνα Πινέδα«, που πρωτοπαίζεται στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί και σημειώνει επιτυχία.
Τα έτη 1929-30, ανήσυχος ων, αναζητεί νέες πηγές έμπνευσης και ταξιδεύει στιςΗΠΑ και στη Κούβα. Αποτέλεσμα το, «Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη«. Επιστρέφει στηνΙσπανία το 1931 και συνθέτει το «Ντιβάνι Της Ταμαρίτ«, ενώ παράλληλα δουλεύει κι έργα για το Κουκλοθέατρο. Εκεί δείχνει ξεκάθαρα πως επιλέγει ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα 3 τελευταία χρόνια της ζωής του συνθέτει τις κορυφαίες του δημιουργίες: «Το Σπίτι Της Μπερνάρντα ‘Αλμπα«, «Ματωμένος Γάμος«, «Γέρμα«, τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο τ’ ανθρώπινο στοιχείο και το ποίημα, «Θρήνος Για Τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας«.
Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, συστήνει θεατρική ομάδα, τη «La Barroca» που με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας δίνει παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχεται τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συντάσσει μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμούκι ετοιμάζεται να γράψει μια σειρά σκηνών με μορφή επιθεώρησης μα τον Ιούλιο, ξεσπά ο Εμφύλιος κι απλώνεται γοργά. Στις 19 Αυγούστου οι φασίστες Φρανκιστές, τον εκτελούνε κάπου στη Γρανάδα.
Ο Τάφος του δε βρέθηκε ποτέ.
Ήτανε μόλις 38 ετών.
‘Αλλα έργα του επίσης ήτανε: «Τα Μάγια Της Πεταλούδας» 1925, «Τα Πρώτα Τραγούδια» 1926, «Τραγούδια» 1927, «Δόκτωρ Περλιμπλίν & Μπελίσα» (Οι Φασουλήδες Του Κατσιπόρρα) 1928.
* cante jondo: βαθύ, μύχιο τραγούδι, το αρχαιότερο λαϊκό, ανδαλουσιανό τραγούδι, το βασικό δηλαδή. ‘Αλλα μετεπτυγμένα είδη είναι η siguiriya (σιγκιρίγια), η jeliana(χελιάνα), η copla (κόπλα) κι η martinete (μαρτινέτα), που τραγουδιούνται χωρίς συνοδεία κιθάρας, και: solea (σολεά), η polo (πόλο), η saeta (σαέτα, σαΐτα) κλπ είναι επίσης διάφορες μορφές του που τραγουδιούνται με κιθάρα. Επίσης ταυτόσημο (και κατά τον Λόρκα, εκχυδαϊσμένη μορφή του) είναι: το cante flamenco (κάντε φλαμένκο) με μορφές όπως: οι granadinas (γραναδίνες), τα fantango (φαντάνγκο), οιmalaguenas (μαλαγκένιες), οι sevillanas (σεβιλιάνες), οι rondenas (ροντένες) κλπ. ΟΛόρκα μελέτησε πάρα πολύ όλα τούτα τα είδη κι έδωσε πολλές διαλέξεις.
** romancero gitano: ρομανθέρο, λέξη μεσαιωνική που σημαίνει τη συστηματική συλλογή μπαλαντών, ορίζεται δε η romanza (ρομάντσα) σαν επικολυρικό ποίημα τραγουδούμενο με συνοδεία κάποιου μουσικού οργάνου. χιτάνο δε, είναι ο τσιγγάνος, το τσιγγάνικο και ribirena (ριμπιρένια) είναι το παρόχθιο τραγούδι.
(Σημ: Μια διάλεξή του για το duende μπορείτε να βρείτε εδώ !)
[Ποιήματα και βιογραφικό από…. Περί Γραφής]
ωραια αναρτηση .. Ο ΛΟΡΚΑ..
Ο πιο μεγαλος…
Κάποιοι άνθρωποι δεν ξεχνιούνται ποτέ !!!!!
Καλώς την Μαρία από το κονάκι μας
mumul
Το Κέντρο Κλασικού Δράματος και Θεάματος του Παντείου Πανεπιστημίου παρουσιάζει τη μουσικοχορευτική θεατρική παράσταση
I Love Μνημόνιο
Του Γιάγκου Ανδρεάδη
1, 2, 3, και 8, 9, 10 Απριλίου στο Στούντιο Λήδρα,
Κέκροπος 12 και Αδριανού, στην Πλάκα στις 21:00.
γενική είσοδος 5 ευρώ
Μια καταχρεωμένη οικογένεια δέχεται την φιλανθρωπική βοήθεια της οργάνωσης DNT με ένα μόνον όρο: Να κάνει ομαδικό στρηπ τήζ και να μεταβληθεί σε υπηρετικό προσωπικό των ευεργετών της, η εξέγερση διαδέχεται τον εξευτελισμό. Ένας καθαριστής αναδεικνύεται ο ιδανικός Έλληνας διότι χαρίζει τον μισθό του στο «παιδί με το ποδήλατο», αλλά ανακαλύπτουμε ότι είναι Αλβανός που βαρέθηκε να τον κλέβουν στην παλιά αλλά και στην νέα του πατρίδα. Ένας υπουργός γιορτάζει την επιστροφή των Ελγινείων μαρμάρων που όμως πραγματοποιείται στο…Λονδίνο για να ξεπληρώσουμε το Μνημόνιο.
Κείμενα / Σκηνοθεσία: Γιάγκος Ανδρεάδης
Μουσική: Νίκος Αθανασάκης
Χορογραφία: Γιώργος Χρηστάκης
Κοστούμια: Σταύρος Μπονάτσος, Άντζυ Καρατζά
Βίντεο: Δημήτρης Νάκος, Ανδρέας Παπάζογλου
Φωτισμοί: Δήμος Αβδελιώδης
Παίζουν: Αλεξάνδρα Βέττα, Ευαγγελία Δημητρίου, Παύλος Δρακονταειδής, Οδυσσέας Ιωάννου-Κωνσταντίνου, Κώστας Μητράκας, Έλσα Παπαγιαννοπούλου, Λία Παππά, Αίμιλη Σοφοκλή, Θέμις Χαραλάμπους, Βανέσα Χριστοδούλου, Διονύσης Χριστόπουλος
τηλέφωνο κρατήσεων: 6978737571
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης
Παγκόσμια μέρα της ποίησης έχει ανακυρηχτεί η 21 Μαρτίου από το 1999. Εκείνο που δεν ξέρατε είναι ότι η πρωτοβουλία ξεκίνησε από την Ελλάδα, το 1997, όταν ο έλληνας ποιητής Μιχαήλ Μήτρας, πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να υιοθετηθεί ο εορτασμός της ποίησης στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, και να οριστεί συγκεκριμένη μέρα γι’ αυτό. Ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO, εισηγήθηκε στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του οργανισμού, το 1999, η 21η Μαρτίου να ανακηρυχθεί Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Τυνήσιοι και άλλοι πρέσβεις από χώρες της Μεσογείου υποστήριξαν την εισήγηση και η ελληνική πρόταση υπερψηφίστηκε. Περισσότερα εδώ.
Γιορτή της Ποίησης