Πόντος και Αριστερά

……. 'μώ τον νόμο σ' !

-Ηλίας Πετρόπουλος

Στην πατρίδα μου

χειροκροτούν τον Ποιητή

μόνον όταν αυτοκτονήσει.

Αχ, αυτοί [εμείς] οι μετριοπαθείς επαναστάτες.

Αχ, αυτοί [εμείς] που φοράνε κουστούμι τρουά-πιες.

Αχ, αυτοί [εμείς] που γαμάνε με τα λεφτά τους.

 

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1973. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ο Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την

επίσημη ιστορία της χώρας του. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι ήρωες των βιβλίων του. Ακάματος συγγραφέας και ερευνητής έγραφε μέχρι το 2003 που πέθανε από καρκίνο. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, το πτώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του πετάχτηκαν στον υπόνομο.

Ο Πετρόπουλος λογοκρίθηκε και καταδικάστηκε τέσσερις φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό χαρακτήρα των γραπτών του. Για το βιβλίο του Τα ρεμπέτικα τραγούδια, που δεν έφερε σφραγίδα λογοκρισίας, η χούντα τον καταδίκασε σε πεντάμηνη φυλάκιση το 1968, όπως και για τα Καλιαρντά το 1972 και για το κείμενό του Σώμα, που δημοσίευσε στο περιοδικό Τραμ. Το 1972 διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998 -δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του- εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας. Κουρασμένος από το κυνηγητό και απογοητευμένος, μετακόμισε στο Παρίσι το 1975, από όπου συνέχισε ασταμάτητα να γράφει βιβλία για την Ελλάδα.

Στα 40 χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας, δημοσίευσε 80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα, που αποτελούν καταθέσεις έρευνας και μελέτης του λαϊκού μας πολιτισμού, ενώ πολλές φορές εξερευνεί θέματα ταμπού ή περιθωριακά (χασίς, ρεμπέτικο, υπόκοσμος, πορνεία, σεξουαλικότητα, φυλακή).

Το ποστ αυτό θεωρείται εισαγωγή , γιατί το επόμενο που θα δημοσιεύσουμε θα είναι το κείμενο του Ηλία Πετρόπουλου με τίτλο : «Οι Πόντιοι»

Εργογραφία

  • Μικρά κείμενα 1949-1979
  • Ρεμπέτικα τραγούδια (1979)
  • Της φυλακής (1980)
  • Θεσσαλονίκη: Η πυρκαγιά του ’17 (1980)
  • Ρεμπετολογία (1990)
  • Τα μικρά ρεμπέτικα (1990)
  • Πτώματα, πτώματα, πτώματα… (1990)
  • Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι (1990)
  • Ο μύσταξ (1990)
  • Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη (1990)
  • Το άγιο χασισάκι (1991)
  • Ψειρολογία (1991)
  • Το μπουρδέλο (1991)
  • Topor – τέσσερις εποχές (1991)
  • Η μυθολογία του Βερολίνου (1991)
  • Ποιήματα 1968-1974 & 1982-1991 (1993)
  • Ποτέ και τίποτα (1993)
  • Η εθνική φασουλάδα και η ομελέτα (1993)
  • Η φουστανέλα (1993)
  • Καλιαρντά (1993)
  • Τα σίδερα – Η λάσπη – Τα μπαστούνια (1994)
  • Το ταντούρι και το μαγκάλι (1994)
  • Κυρίως αυτό (κολάζ) (1994)
  • Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών (1995)
  • Καρέκλες και σκαμνιά (1995)
  • Υπόκοσμος και καραγκιόζης (1996)
  • Το παράθυρο στην Ελλάδα (άλμπουμ) (1996)
  • Άρθρα στην Ελευθεροτυπία (1996)
  • Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1998)
  • Τέσσερις ζωγράφοι (1999)
  • Η ιστορία της καπότας (1999)
  • Περίπτερα, αυτοκίνητα, κλουβιά
  • Η τραγιάσκα (2000)
  • Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες (2001)
  • Παροιμίες του υποκόσμου (2002)
  • Ο Κουραδοκόφτης (2002)
  • Αρετίνου, ακόλαστα σονέτα
  • Ιωάννου Αποκάλυψις
  • Τσόκλης Παλιά Σαλονίκη
  • Ελληνικές σιδεριές
  • Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης
  • Δώδεκα τραγουδάκια από την Παλατινή Ανθολογία
  • Επιστολαί προς μνηστήν (με τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο)
  • Ελλάδος Κοιμητήρια (2006)

Ηλίας Πετρόπουλος

Επικήδειος λόγος

 

Λόγος επικήδειος
διά τα παλαιά άγνωστα ρεμπέτικα τραγούδια,
αλλά συγχρόνως και ελεγεία
εις ανάμνησιν της ομορφιάς μιας γυναίκας
εξαιρετικώς αγαπηθείσης.

 

Καλούνται ρεμπέτικα τραγούδια τα άσματα των πληγωμένων, απλών, αγνών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδος. Η περιφρονημένη χωρίς ανταπόκριση αγάπη και το τρισμέγιστον μαρτύριον του θαμένου εκουσίως έρωτος από τα ρεμπέτικα τραγούδια εξόχως ανιστορήθησαν. Τα ρεμπέτικα υπήρξαν κάποτε η παρηγοριά μας. Ήταν οι λευκοί ασπασμοί των παραγνωρισμένων. Αξιώθηκα να κρατήσω στα χέρια μου το βουβό, πλέον, μπουζούκι του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δεν τραγουδούσαν οι γυναίκες (αυτές συνήθως αργά κατανοούν το πόσο αγαπήθηκαν), ούτε τα τραγουδούσαν οι σκληρόκαρδοι.

Όχι μόνο για την αλήθια, αλλά και για την ομορφιά της αλήθιας νιάζομαι. Μη μου στείλεις περιστέρια· μαντεύω τα λόγια αγάπης που θα μου πεις. Ο έρως συμβαίνει σαν δυστύχημα. Κρατούσα, τότε, σαν βιολί το σώμα σου, μα τώρα που είμαστε μακριά σ’ έχω φωτιά παντοτινή μες στην καρδιά μου. Θα ψάχνεις λυπημένη να με βρεις στους άδειους δρόμους και θα ρωτάς παντού για μένα, και στην περιρρέουσα μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών θα αναζητάς επί ματαίω παρηγοριά. Εφέτος ανήμερα το Πάσχα έβρεχε και η δολιότης πίκραινε την καρδιά μου. Το ξέρω· η θέση μου είναι στο νεκροταφείο. Είμασταν ακόμη παιδιά όταν μας μάραναν και ζήσαμε σαν γέροι. Δεν είμαι δικός μου. Σιωπώ μεν, αρνούμαι δε να πεθάνω γιατί τα δακρυσμένα μάτια σου πάντα με γνέφουν. Θλιβερά βλέματα τέκνα της σιωπής μου. Ο θάνατος απόψε διώχνει το κάθε τι απ’ την ψυχή μου. Χαίρομαι την παραφροσύνη μου τώρα.

Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία πού ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχια και την ερωτική καταφρόνια. Τα ρεμπέτικα προήχθησαν εις μαυσωλείον αισθημάτων. Το να υποφέρεις απ’ του κόσμου τις πίκρες είναι αναγκαίον, και ίσως νόμιμο. Πάθος έδωσα και πάθος δεν έλαβα, κι ό,τι έπιασα έγινε στάχτη. Πολλά εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα. Ο πατέρας μου με γαλούχησε με τα τραγούδια αυτά. Έχτισα το παρόν βιβλίο, σα να έχτιζα χελιδονοφωλιά, προς χάριν του ισοβίου φίλου Τσιτσάνη. Την εγκαρτέρηση εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα.

Σήμερον κηδεύομαι. Σβήνω (άχ, σβήνω) όταν εσύ χρησιμοποιείς τα αισθήματα μου σαν κέρματα. Αν πρόκειται κανείς να διατηρήσει την ευαισθησία του ας είναι ο ηττημένος. Τα ρεμπέτικα τραγούδια βάλλουν ως αναμνήσεις. Ζήσαμε τις πιο εφιαλτικές νύχτες του αιώνος. Οι ενθυμήσεις ελλοχεύουν. Ένιωσα τα πάντα μόνον σαν πάθη. Άφησέ με νάμαι παράφορος, αφού η λογική είναι ο προθάλαμος της τρέλας. Υπήρξα ένας Ιδανικός Φαύνος. Θα σε γκρεμίσω με δάκρυα, ζοφερή πολυαγαπημένη.

Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς. Και μόνον όποιος τα πλησιάσει με αγνό αίσθημα τα νιώθει και τα χαίρεται. Γιατί, η καρδιά με καρδιά μετριέται.

Έκλεισεν ό κύκλος των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ανήκουν πια στο παρελθόν τα τραγούδια αυτά. Χοροστατώ μοιραίως στό μνημόσυνο τους αφού ο *** κυμαίνεται, τη νύχτα αυτή, μεταξύ ευφημίας και επιβιώσεως.

Αίφνης σκοτείνιασε η πλάση και η αυτοκτονία απέβη το όνειρο εκάστου εχέφρονος ανθρώπου. Ο θεηφόρος έρως μόνη πειθώ τής ζωής. Φυλακτά σε σχήμα καρδίας αντίκρυσα στο βυζαντινό μουσείον Αθηνών. Στα λάσια μπράτσα των ρεμπέτηδων συχνά βλέπω κεντημένη μιά καρδιά με φυλλοκάρδια, όπου στη μέση της έχει το όνομα της πολυαγαπημένης.

Οι νεοελληνικοί αιώνες εγκυμονούσαν τα ρεμπέτικα τραγούδια. Στον έρωτα ο χρόνος ετάχθη υπέρ των ανδρών. Αφότου γεννηθήκαμε ο θάνατος αναμένει. Ήπια τα χίλια πικρά όχι, πριν καταπιαστώ με τα ρεμπέτικα. Οι χαρές, όπως και οι ηδονές, οδηγούν στην γνήσια θλίψη. Σαν χειρονομίες σφοδρού κοπετού μοιάζουν τα φτερουγίσματα αυτουνών που χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ο Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατί αποκαλεί τον ζεϊμπέκικο Χορό των Χορών. Ίσως, μόνον ένας ερωτευμένος μπορούσε να συντάξει τον επικήδειο των ρεμπέτικων τραγουδιών, πού εξακολουθούν να φαντάζουν σαν μαγικός λουλουδότοπος μακρινός, οριστικά χαμένος και απροσπέλαστος. Ο νους του ανθρώπου (ισχυρός ως ο έρως, πανίσχυρος ως ο θάνατος) εξακοντίζεται προς το παρελθόν. Η θλίψη αποτελεί την ηχώ τών ερωτικών λαϊκών ασμάτων. Είθε, σύντομα τα ελληνόπουλα να διδάσκονται στα σχολεία την απαράμιλλη μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών.

Θα σταδιοδρομήσω του λοιπού ως προδότης. Κατάβαθα κι εγώ, κατάβαθα κι εσύ, πληγώσαμε τις καρδιές μας. Όλη νύχτα με ξυπνούσαν οι αναστεναγμοί μου. Είμαι φίλος των νεκρών. Το επόμενο πάθος με σώζει από το προηγούμενο, μα κάθε πάθος κατακάθεται στην παλίμψηστη ψυχή μου σαν μαυρίλα, και τότε η αυτοκτονία υποδύεται την λύτρωση. Η ιδιοφυΐα είναι η μόνη αποδεκτή μορφή παραφροσύνης, ο δε οίκτος φόρτος αλλοτρίων δυστυχιών. Οι μεγάλοι έρωτες, όλοι τους, είναι σαν ερωτικό παράπονο. Ο έρως στερείται νίκης. Αρχίζει και τελειώνει με ήττα του ανδρός. Σαν τον Αχιλλέα ήσουνα υπερήφανη και σκληρόκαρδη· όμως, ώρα σου καλή, όπου κι αν βρίσκεσαι, γλυκιά μου αγαπημένη.

Καθώς χαμένο σκυλί, σκυλί του δρόμου, σέρνομαι αυτές τις μαύρες μέρες με άδεια καρδιά και κάθε δειλινό πέφτω, πέφτω, σ’ ένα βάραθρο πέφτω. Βέβαια οι γυναίκες στερούνται φαντασίας και πάθους, αλλά εγώ αγάπησα και αγαπήθηκα, κι εσένα δείχνω όταν ερωτηθώ για το νόημα του έρωτος. Λιποτάκτης στην μυριάνθρωπη έρημη Αθήνα που με τρομοκρατεί κι όλο με εξωθεί προς την αυτοκτονία. Η απαισιοδοξία είναι απόδειξη ανθρωπιάς. Εγώ ειμί ο εχθρός μου. Στην ηλικία όπου τώρα πια έφτασα το νιώθω πεντακάθαρα πως είμαι ένας αποτυχημένος. Δεν θα σκεφτόμουνα ποτέ δίχως το συνοικέσιον της μελαγχολίας. Συχνά κλέβω ψυχές, μα εσύ δεν είσαι κοντά μου, ούτε σε ξένα χέρια. Γέρασα με ερωτευμένη καρδιά εφήβου. Είναι υπερβολή να ζεις με αγάπη κι είναι επικίνδυνο να κατέχεις, τόσο πολύ, τα μυστικά της ψυχής σου. Αδυνατώ να θάψω τις αναμνήσεις κι αυτό θα προσδιορίσει τον θάνατο μου. Την κοίτη του τάφου μου είδα. Πόσες μέρες, πόσα χρόνια, θα άντεχες εσύ μιά ζωή δίχως ελπίδες;

Αργείς· η ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τα βράδια, ολομόναχος, κατάμονος, στο καμαράκι που ξέρεις, και κατηγορώ τον εαυτό μου, κι όλο σκέφτομαι περί της αδυσωπήτου φθοράς των αισθημάτων. Ο νους μου αρμενίζει προς την απελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλούς φίλους γύρω μου κι από τότε ζω σαν πουλί τρομαγμένο. Σε περιμένω μέρα και νύχτα και κάθε αυγή να ξαναγυρίσεις σε καρτερώ. Με παρασύρει η καρδιά μου (εσύ, γλυκιά μου, ακόμη την κυβερνάς) σε αναπολήσεις της εξαίσιας μορφής σου, που ούτε μπορώ ούτε θέλω να ξεχάσω, και που αφότου εχάθη σε μαύρα σκοτάδια μ’ έριξε. Εκείνην που κάθεται αντίκρυ μου την έχω μες στα στήθια μου. Οι σκιές των δολοφονηθέντων φίλων, και ψες τη νύχτα, όπως κάθε νύχτα, ήρθαν αργοσαλεύοντας στον ύπνο μου, και τάχα ήσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλή, μαραμένη. Ευλαβούμενος της μνήμης των περιδιαβάζω στην Οδόν Αναπαύσεως. Όταν φεύγει η αγαπημένη είναι σαν νάχει πεθάνει. Στα μάτια σου τα σημάδια της προδοσίας. Η ομορφιά μιας γυναίκας είναι ένα ένδυμα ευχαριστήσεως. Κλείσε με στην καρδιά σου κι ας το ξέρουμε μόνον εμείς οι δυό.

Ήκμασαν τα ρεμπέτικα τραγούδια την εποχή που μετρούσαμε τάφους. Η δράση σχεδόν αποβλακώνει τον άνδρα. Οι άνδρες των ρεμπέτικων τραγουδιών απεχθάνονται τους μετριοπαθείς. Είναι σοφός όποιος αγαπά κι ελπίζει, και είναι σοφώτατος όποιος λυπάται. Ο ερωτευμένος καταντάει μισός άνθρωπος. Ο οίκτος δέον να θεωρείται της αγάπης η ανάληψις. Έρωτα μάθετε οι ενοικούντες επί της γης. Πάντα οι απογοητευθέντες σώζουν την οικουμένη. Μιά ειδική λεβεντιά απαιτείται για νάναι κανείς ανήθικος. Η λογική μου εδρεύει στην καρδιά μου. Ο έρως θρέφει (αλίμονο) τους ιδεώδεις. Τα του παρελθόντος αγλαΐζονται. Ο κυνισμός φαίνεται πως είναι ο θώραξ των ευαισθήτων, που τους προφυλάσσει από τον δαίμονα της ενδοσκοπήσεως. Ο οίκτος έρχεται με τα χρόνια. Η σκέψη είναι δυστυχία. Εξ οίκτου αμαρτάνω. Τρομάζω όταν σκέφτομαι. Υπήρξες τόσον ωραία που σε σεβόμουνα. Είναι αντιδραστικός κι ο αρνούμενος να αποθάνει. Αντιφάσκω, άρα ζω. Η αυτοκτονία είναι έκφραση ανταποδοτική της κοινωνικής ποινής του ψυχικού εξοστρακισμού. Η μόνη προσωπική χειρονομία στην αυτοκτονία είναι η αυτόχειρη εκτέλεση μιάς κοινωνικής αποφάσεως. Στον έρωτα ενός ανδρός, πιθανώτατα, έχει μεγαλύτερη σημασία το ζέον αίσθημα παρά το όνομα της αγαπημένης. Η κεφαλή μου, τώρα, σε προσκέφαλο φέρετρον, κι όχι στα γόνατα σου, τώρα, αναπαύεται. Έναν σταυρό σού χάραξα στο μέτωπο και σε σημάδεψα. Μοναξιά θωπεία θανάτου.

Τα μάτια της προοιώνιζαν την καταδίκη. Τίποτε δεν μου στοίχισε ο χωρισμός· τίποτ’ άλλο εκτός από την ενθρόνιση της μελαγχολίας. Μάλλον δεν υπάρχουν γυναίκες ανιδιοτελώς ερωτευμένες. Η γυνή φιλοδοξεί να αποβεί νεκροθάφτης του αγαπημένου της. Θάνατοι και θάνατοι θα διαβούν μα συ θα βαστάς μέσα μου. Εσύ, που απουσιάζεις κι ωστόσο νιώθω να με κοιτάς με χίλια μάτια. Εσύ, που ήσουνα εκείνη με τα πικρά δάκρυα και τα ολόγλυκα φιλιά. Η δεινή, εσύ, που μ’ ανάγκασες ν’ αγαπήσω τα λουλούδια περισσότερο απ’ τους ανθρώπους. Εσύ, η λύκων βρώσις κι ο άγγελος των επιγείων λιβαδιών.

Έπραξαν το πάν για να μαράνουν την ζωντανή καρδιά των ρεμπέτηδων. Οι μεγάλες ψυχές αντιφάσκουν. Ισχυρότερη μνήμη είναι η μνήμη της καρδιάς. Ο λυρισμός ήταν η μόνη επιτρεπτή στους ρεμπέτες πολυτέλεια. Τρυφερότης περιβάλλει, σαν δροσερό φύλλωμα, τα παλαιά αισθήματα. Για μιαν ακόμη φορά, στην άκρη τού γκρεμού, αλλάζω ψυχή κι ο νους μου ανθοφορεί. Καλβίνος του αγνού έρωτος, ελπίζω πως και η πλέον άσπλαχνη αγαπημένη δεν δύναται να σκοτώσει την ποίηση που κρύβει μέσα του ένας σιωπηλός άνδρας.

Βασικώς τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι λαϊκά άσματα της αγάπης και, ειδικώτερα, της ερωτικής εγκαταλείψεως. Τουλάχιστον τα μισά ρεμπέτικα έχουν τον έρωτα θέμα τους, και τα πιο πολλά απ’ αυτά θρηνούν τον ερωτικό χωρισμό· την πικρότατη ορφάνια. Ο ρεμπέτης γνωρίζει ότι ο έρως είναι μεταθετό αίσθημα και ότι ο οίκτος των επικυριάρχων η αγάπη είναι. Τόσο έδειραν τα πάθη τους ανθρώπους των ρεμπέτικων τραγουδιών ώστε απώλεσαν το δικαίωμα να εκπροσωπούν τον εαυτό τους. Στα δημώδη άσματα ο εραστής καταπλήσσει με την ανδρεία, ενώ ο εραστής των ρεμπέτικων τραγουδιών εκλιπαρεί, καθικετεύει, ελκύει διά του οίκτου. Σε λιτανεία μετήλλαξε τον πανδαμάτορα έρωτα το ρεμπέτικο τραγούδι, όπου οι περιπτύξεις είναι ψυχικές οι δε μνήμες δεσπόζουν. Τυγχάνων ορθόδοξος ερωτικός πρωθιερεύς αντιλαμβάνομαι σαφώς πως αν δεν χτίσεις μιά ζωή σφαλμάτων και αμαρτιών δεν θα εξαρθείς εις υπήκοον τού θανάτου, πως οπωσδήποτε καλύτερα είναι να σε σκοτώσουν παρά να αυτοκτονήσεις αφού η ανίκητη τρομερή πλειοψηφία των μοχθηρών ούτε αιδημοσύνην ούτε χλωρόν φόβον ένιωσε ποτέ, και, πως η καρδία οίκος της ψυχής εστίν. Η φιληδονία είναι αληθινή αρρώστια. Το γυμνό κορμί σου (ευφροσύνη της οράσεώς μου) οδηγεί στο φθινόπωρο, στο φθινόπωρο. Ουσιαστικώς τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι ερωτικές επιστολές. Ο άνθρωπος είναι δύο. Δεν σε αναπολώ παρά σαν μιαν όμορφη κοπέλα (ώ, μεγαλείον των υψηλών γυναικών) να έρχεσαι με την αγκαλιά γεμάτη άνθη, και τότε σε φιλούσα και με αντιφιλούσες, πίστη μου κι ελπίδα μου. Αγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως άγνωστη που δεν ξεχνιέται. Εορτή των Νεκρών η μέρα του χωρισμού. Είπες παντού πως με μισείς, σαν όμως ξανανταμώσαμε, την ύστατη φορά, εδάκρυσες και με τρυφερότητα άπλωσες το πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στο ιδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα εδώ κοντά φτερουγίζεις — μακριά μου όσο ποτέ. Με θυμάσαι άραγε ακόμη, φευγάτη μου αγάπη;

Οι ερωτευμένοι χρησιμοποιούν ολόχρυσα λόγια, λόγια πού καίνε, αν και η αγάπη νιώθεται και δεν την αποδεικνύουν. Οι ερωτευμένοι εκφράζονται με υπερβολές γιατί διαβιούν εν υπερβολαίς. Όσο κι αν ο άνθρωπος έχει βουνό την καρδιά αδυνατεί να αγαπήσει πολλές φορές στη ζωή του. Ο έρως είναι ένας γλυκόπικρος εφιάλτης, σάβανο των ζωντανών, φονεύς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπός πουλιών, ελευθερωτής. Τέτοιους έρωτες ψάλλουν τ’ αδέρφια μου, οι έσχατοι ρεμπέτες.

 

Αθήναι, Μάιος 1967.  (από το βιβλίο «Ρεμπέτικα Τραγούδια»)  Μικρός Απόπλους

ΤΑΔΕ  ΕΦΗ ….

ΗΛΙΑΣ  ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

«Η Ελλάδα είναι κουραστική χώρα. Και δεν θέλω να την ξαναφάω στη μάπα».
[τούτο το κομμάτι του αφιερώματος το αφιερώνω με τη σειρά μου στον…. Νοσφεράτο. Και μη ρωτήσετε γιατί!  (Μ-π) ]

«Αγαπώ τους κάθε λογής καρπαζοεισπράκτορες. Και τις ασήμαντες καταστάσεις. Και τα τιποτένια αντικείμενα. Με τραβάνε οι κοινωνικές μειονότητας: τα μαγκάκια, οι χασικλήδες, οι πούστηδες, τα κλεφτρόνια, οι τεμπέληδες, γενικώς όλοι οι τύποι που στραπατσάρουν τη βιτρίνα της μπουρζουαζίας».

«Γράφω για τους νέους και απευθύνομαι στους νέους. Το κοινό μου ήταν, είναι, και ελπίζω ότι θα είναι πάντα οι νέοι».

«Αν ήμουν σήμερα 28 χρόνων, δεν θα έβγαζα αυτά τα βιβλία. Θα έβγαζα κάτι που πάλι θα ενοχλούσε τη μπουρζουαζία την ελληνική, γιατί μην ξεχνάτε ότι η μπουρζουαζία μας είναι και αγράμματη και φοβερά εκδικητική. Την τρομάρα που πήρε από το αντάρτικο και τα Δεκεμβριανά δεν εννοεί να την ξεχάσει. Φοβήθηκε παρά πολύ».

«Δεν πιστεύω σε τίποτα το δοτό, ό,τι κι αν είναι αυτό – κόμμα, εκκλησία, στρατός».

«Είμαι με τον Διάβολο. Σε καμιά περίπτωση με τον Θεό. Ο Θεός είναι κυβέρνηση. Αν βρίσκω κάτι συμπαθητικό είναι ο Διάβολος, ποτέ ο Θεός».

«Οι όμορφες γυναίκες γερνούν. Αυτή η απίστευτη αδικία είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της ανυπαρξίας του Θεού».

«Ότι είναι κόντρα στην εκκλησία με γεμίζει χαρά»

«Ότι βλάπτει την Τάξη συντείνει στη γαλήνη μου»

« Ότι αντίκειται στην Ηθική ωφελεί την υγεία μου»

«Ο πανεπιστημιακός είναι ένας στοχαστής που δεν ονειρεύεται ποτέ. Μας κυβερνούν οι πλαστές ιδέες, που εμπορεύονται τα πανεπιστήμιά μας. Ο καθηγητής είναι σοβαρόν ζώον. Η σοβαροφάνεια κρύβει το καρδιοχτύπι της μηδαμινότητας».

«Οι δικαστές δεν θα καταργηθούν με δολοφονίες. Όλα τα καθεστώτα έχουν δικαστές πριν αποκτήσουν κάποιο καθεστώς. Εξάλλου, δεν είμαστε διόλου βέβαιοι ότι οι τρομοκράτες μας είναι βέροι τρομοκράτες. Η ιστορία μυρίζει άσχημα».

«Γράφω το σύντομο επίλογο ενώ τα χαρακώματα αδειάζουν από μας τους Κωλόγερους»

« Βεβαίως τυγχάνω υποχρεωτικώς Έλλην, αλλά η χώρα μου με κουρελιάζει. Δεν θάθελα να ξαναπατήσω στην Αθήνα. Και είπα στη γυναίκα μου: – Όταν ψοφήσω, εδώ στο Παρίσι, Να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο και να ρίξεις τις στάχτες μου στον υπόνομο. Τέτοια είναι η διαθήκη μου

 

Advertisement

13/04/2008 - Posted by | -Γραμματεία, -Ιδεολογικά

17 Σχόλια »

  1. «Εσείς το λέτε κρίση, εγώ το λέω καμπινέ που κάθε λίγο βουλώνει. Όλοι χέζουν, κανείς δε σκουπίζει, κι όλους του ςπιάνει απελπισία για το ποιός θα βρεθεί να τον ξεβουλώσει.

    Και στο φινάλε κάποιοι βρίσκονται.

    Όχι βέβαια οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις, ούτε τα αδίσταχτα κόμματα, ούτε οι ξοφλημένες ιδεολογίες, προπάντων όχι οι πολλοί, με τα παχιά λόγια, που θορυβούν και εισπράτουν.

    Αλλά οι λίγοι, αυτοί που χωρίς να τους βλέπει κανείς, δίνουν ένα χέρι στο συνάνθρωπό, αυτοί που χωρίς να καταστρώνουν αναμορφωτικά προγράμματα, σκύβουν το κεφάλι και δουλεύουν.

    Αυτοί οι λίγοι είναι τα αραιά κεριά μες στο σκοτάδι, όταν το φως αργεί πολύ να φανεί. «

    Εναντίον. Απόκριση του Ντίνου Χριστιανόπουλου

    (και για την αντιγραφή : Μ-π)

    Σχόλιο από Πόντος και Αριστερά | 14/04/2008

  2. Βιβλία σε pdf

    του Ηλία Πετρόπουλου 4:05μμ, Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

    Κατεβάστε

    Hliaj_Petropouloj_-_H_Onomatoqesia_Odwn_kai_Plateiwn.pdf.7z (37.78 MB)

    http://www.mediafire.com/?twzywd9d3zf

    Hliaj_Petropouloj_-_Thj_Fulakhj.pdf.7z (57.02 MB)

    http://www.mediafire.com/?em49mwmyb1s

    Hliaj_Petropouloj_-_Paroimiej_tou_Upokosmou.pdf (1019.39 KB)

    http://www.mediafire.com/?2mn3mk2emzd

    Hliaj_Petropouloj_-_H_Eqnikh_Fasoulada_kai_h_Omeleta.pdf.tar.bz2 (6.87 MB)

    http://www.mediafire.com/?9nnfmhkcvlm

    Hliaj_Petropouloj_-_Kaliarnta.pdf (34.2 MB)

    http://www.mediafire.com/?6mpfjns9zzi

    Hliaj_Petropouloj_-_H_Foustanela.pdf (31.9 MB)

    http://www.mediafire.com/?1at9oxyz49q

    Σχόλιο από Πόντος και Αριστερά | 14/04/2008

  3. Μπράβο, παιδιά, δεν τα είχα όλα.

    Ένα πράγμα για το οποίο έχω μετανιώσει στη ζωή μου (από τα πολλά), είναι που δεν τον γνώρισα. Είχαμε μια μικρή αλληλογραφία (και καναδυο μεγάλα τηλεφωνήματα) και μετά, όταν βρέθηκα στο Παρίσι, καθώς περνούσα από την οδό Μουφτάρ, έναν δρόμο που θυμίζει τουριστικά σοκάκια σε ελληνική πόλη, με τραπεζάκια έξω, πίσω από το Πάνθεον είναι, βρέθηκα έξω από το σπίτι του, αλλά ντράπηκα να χτυπήσω κουδούνι, ήταν και αργά, λέω δεν πειράζει, την αλλη φορά, γιατί τότε πήγαινα συχνά στο Παρίσι. Μετά όμως αρρώστησε.

    Σχόλιο από Νίκος Σαραντάκος | 15/04/2008

  4. Ήταν μεγάλος ο Ηλίας Πετρόπουλος. Αυτός κάνει τα μπανάκια του στους υπονόμους των Παρισίων και μεις ακόμα να καταλάβουμε το έργο του.

    Σχόλιο από planitas | 15/04/2008

  5. Έχει κανείς το «Θεσσαλονίκη: Η πυρκαγιά του ’17»;
    Ξέρετε αν κυκλοφορεί;

    Σχόλιο από planitas | 15/04/2008

  6. Τίτλος: Salonique : l’incendie de 1917 / Elias Petropoulos
    Πρόσθετοι Τίτλοι: Θεσσαλονίκη :η πυρκαγιά του 1917
    Συγγραφέας: Πετρόπουλος, Ηλίας, 1928-
    Δημoσίευση: Salonique : Barbounakis, [1980, c1967]
    Φυσική Περιγραφή: 172 σ. : εικ. ; 21 εκ
    Θέματα: Thessalonike (Greece)–Fire, 1917
    Θεσσαλονίκη (Ελλάδα)–Πυρκαγιά, 1917

    Σχόλιο από Πόντος και Αριστερά | 15/04/2008

  7. Επίσης προτείνω το ντοκιμαντέρ «Ένας Κόσμος Υπόγειος». Πρόσφατα το είδα και είναι αρκετά καλογυρισμένο. Νομίζω ότι είναι διαθέσιμο στο bluewhite

    Σχόλιο από planitas | 26/04/2008

  8. Διορθώνω: το βρήκα στο blacktracker

    http://www.black-tracker.gr

    🙂

    Σχόλιο από planitas | 26/04/2008

  9. ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Tα Αιρετικά»

    ΤΟΥΣ ΧΑΣΙΚΛΗΔΕΣ ΜΗ ΦΟΒΟΥ

    «΄Oταν προ αμνημονεύτων ετών, ήμασταν παιδάκια, ξέραμε πολύ καλά πώς να φυλαχτούμε από τους κωλομπαράδες.

    Όσοι συμμαθητές μας δεν πρόσεξαν, την έπαθαν. Οι ανήσυχοι πατεράδες έδιναν σχετικές συμβουλές στα αγόρια τους. Οι πλούσιοι έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο συνοδευόμενα από έναν καβάση. Όμως, οι πατεράδες μας δεν μας έλεγαν τίποτα για τους χασικλήδες. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος δεν ήταν οι χασικλήδες, αλλά οι κωλομπαράδες.

    Όπως αποδείχτηκε, οι πατεράδες μας είχανε δίκιο.

    Τον παλιό καιρό το χασίσι σερνόταvε στον δρόμο. Και το φουμάρανε πολλοί άνθρωποι του λαού. Το χασίσι δεν είχε μπει ακόμη στα σαλόνια. Κάποτε η δυστυχία ήτο μεγάλη. Η φτωχολογιά την αντιμετώπιζε με το τραγούδι, με το κρασάκι και με το χασίσι. Αρκεί v’ ακούσεις σμυρναίικα τραγούδια για να καταλάβεις την τότε πλατιά διάδοσή του.

    Συνήθως, το χασίσι το φουμάρανε άντρες. Ωστόσο, υπήρχαν και γυναίκες που αναζητούσαν παρηγοριά σ’αυτό.

    Τον χειμώνα του 40-41, για να γλυτώσουμε από τους βομβαρδισμούς νοικιάσαμε ένα σπίτι στην Καπουτζήδα (σημερινή Πυλαία). Θυμάμαι την νοικοκυρά μας, μια παντρεμένη σαραντάρα, να στρίβει τσιγαριλίκια το ένα πίσω απ’τ’άλλο-η μάνα μου δεν σχολίαζε το φαινόμενο. Ήταν η εποχή που το χασίσι δεν ταυτιζότανε με το έγκλημα.

    Στο ΒιΒλίο μου «Το άγιο χασισάκι», περιέγραψα πώς γνώρισα τον κόσμο τών χασικλήδων στα παιδικά μου χρόνια.

    Στην περίοδο τής Κατοχής η χασισοποτία φούντωσε. Στην διάρκεια του Αvταρτοπολέμου η φαvταρία κατέφευγε στο χασίσι. Η ηγεσία του λεγόμενου Εθνικού Στρατού παρίστανε τον μαλάκα. Εξάλλου, πριν από κάθε επίθεση στο Γράμμο ή στο Βίτσι πότιζαν τους στρατιώτες με δυνατό αμερικάνικο κονιάκ, που έφτανε στις μάχιμες μονάδες σε γκαζοτενεκέδες.

    Μου ήτανε γραφτό να ξαναπέσω στην φάρα των χασικλήδων το ’83-84.Αυτό συνέBη στο Βερολίνο, όπου, χάρη στους Τούρκους, το χασίσι έφτανε εκεί σε τεράστιες ποσότητες. Νοσταλγώ αυτήν την εποχή, γιατί, άλλη μια φορά, διαπίστωσα τον γλυκό χαρακτήρα των χασικλήδων. Κι άλλη μια φορά, είδα πόσο μακριά, από τις μπούρδες πού κυκλοφορούν, βρίσκονται τα ήθη και έθιμα αυτών των παρεξηγημένων ανθρώπων………».

    (Άρθρο του Η.Π. στο περιοδικό «Kannabistreet», Ιούνιος 1998 )

    _______________________________________________________________

    ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ, του Ηλία Πετρόπουλου

    («Η μοναδική εθνική ομάδα που αντιστέκεται ακόμη στην αθηναϊκή τυποποίηση-αποβλάκωση, είναι οι πόντιοι. Γράφω αυτό το άρθρο για να τιμήσω αυτήν την αντίσταση…» ).

    Οι πόντιοι άρχισαν να καταφθάνουν μετά τους βαλκανικούς πολέμους και, κυρίως, μετά την λεγόμενη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι τελευταίοι μας ήρθανε από την Σοβιετική Ένωση το 1940, σαν ένα πεσκέσι του Στάλιν. Δηλαδή, οι πόντιοι είναι επήλυδες, είναι ξενόφερτοι, είναι πρόσφυγες. Οι ελλαδικοί νεοέλληνες δεν συμπαθούν τους πρόσφυγες. Και ακριβώς: τα αντιποντιακά ανέκδοτα που σήμερα κυκλοφορούν, εκφράζουν (σε τελικήν ανάλυση) την αντιπάθεια των γηγενών κατά της πολυπληθέστερης προσφυγικής ομάδας που εγκαταστάθηκε στη χώρα μας…

    Τα τελευταία χρόνια άκουσα πολλά αντιποντιακά καλαμπούρια. Οι σύγχρονοι έλληνες (με την κοντή μνήμη, που τόσο τους χαρακτηρίζει) φαντάζονται ότι τα αντιποντιακά ανέκδοτα είναι ένα καινούργιο φρούτο και, επιπλέον, κρυφοκαμαρώνουν για την εξυπνάδα τους. Θα ήθελα να διαβεβαιώσω τον αναγνώστη πως, αφ’ ενός, τα αντιποντιακά ανέκδοτα πρωτοφάνηκαν πριν αρκετές δεκαετίες και, αφ’ετέρου, σχεδόν όλα αυτά τα πρόσφατα καλαμπούρια είναι ξένης προέλευσης – τα λένε οι «γνήσιοι» αμερικάνοι κατά των πολωνών, οι γάλλοι κατά των βέλγων κ.ο.κ. Πρoσέτι, οι νεοέλληνες ποτέ δεν θέλησαν να μάθουν το τι σκέφτονται οι άλλοι λαοί γι’ αυτoύς. ( … )Τα αντιποντιακά ανέκδοτα αποτελούν ένα τυπικό δείγμα προφορικού ενδορατσισμού. Οι πόντιοι κατέληξαν να είναι ο ύστατος στόχος των ελλαδικών ρωμιών. Πριν τους πόντιους είχαμε, για να γελάμε, τους κερκυραίους, τους καλαματιανούς, τους κρητικούς, τους ηπειρώτες, τους χιώτες, τους μυτιληνιούς, τους σαλονικιούς. Δεν καταγράφω εδώ, σαν στόχους, τους εβραίους, τους βλάχους, τους γύφτους, τους αρναούτηδες, τους πομάκους και τους αρμένηδες, γιατί θα έβγαινα έξω από τα όρια του άρθρου. Άλλωστε, όλοι μας ξέρουμε τον «έρωτα» που θρέφουμε για τους γύφτους, καθώς ξέρουμε και τον εβραίο του καραγκιόζη μας ή τον Αγκόπ και τον μενιδιάτη που παρουσίαζαν κάποτε τα θέατρά μας.

    Τα ενδορατσιστικά ανέκδοτα θέτουν τρία βασικά ερωτήματα: ποιος επιτίθεται, ποιο είναι το θύμα, πού οφείλεται η επίθεση; Στην περίπτωση των καλαματιανών («καλαματιανός σωματέμπορας» κτλ. ) και των μανιατών («ο μανιάτης ή νταβατζης ή μπασκίνας» ) και, γενικότερα, των πελοποννησίων («μοραΐτης σαπιοκοιλιά» ), είναι σύσσωμος ο λοιπός ελληνικός λαός που επιτίθεται. Και η κρυφή αιτία αυτών των εθνοφαυλισμών είναι η καταπίεση του λαού μας εκ μέρους των μανιατών (εν γένει, μοραϊτών) που ελυμαίνονταν, μονοπωλιακά, την κρατική μηχανή.

    Με τους αρβανίτες το πρόβλημα περιπλέκεται. Ο Βυζάντιος τους θεωρεί «έλληνες». Όμως, οι αρβανίτες (και, φυσικά, οι σουλιώτες! ) δεν ήσανε έλληνες. Σήμερα, οι τέως αρβανίτες έχουν ελληνοποιηθεί τόσο πολύ, ώστε να ντρέπονται να ομoλoγήσoυν την καταγωγή τους. Οι αρβανίτες (καθώς οι βλάχοι), έζησαν επί αιώνες μαζί με τους ρωμιούς, στον ίδιο χώρο. Οι νεοέλληνες τους έτρεμαν. Οι νεοέλληνες έπαιρναν την εκδίκησή τους όπως μπορούσαν: εσάρκαζαν την αρβανίτικη προφορά, έβαζαν τον μπάρμπα¬Γιώργο να δέρνει τον Βεληγκέκα και, αμολάγανε δηλητηριώδεις φήμες για την πασίγνωστη πατριαρχική αιμομειξία των αρβανιτάδων και την ακόμη γνωστότερη στρατιωτική παιδεραστία τους.

    Με την οριστική νίκη των νεοελλήνων στα πλαίσια του νέου κράτους (που έφερε τον πομπώδη τίτλο «Ελλάς» ) οι αρβανίτες άλλαξαν χαβά γιατί κατάλαβαν πως θα έχουν την τύχη των φαναριωτών. ‘Ομως, η ευγνωμονούσα Ελλάς, οφείλοντας την σύστασή της σχεδόν αποκλειστικά στους αρβανίτες, τους εχάρισε αρκετά προνόμια. Το κυριότερο απ’ αυτά τα προνόμια υπήρξε (και παραμένει) το δικαίωμα των αρβανιτάδων να μπαίνουν στο στρατό και στην αστυνομία. Οι αρβανίτες ξεπλήρωσαν τα προνόμιά τους διαπράττοντας έναν εθνικό αυτοευνουχισμό. Συμπαθώ την λεβεντιά και την μπέσα των αρβανιτάδων. Ωστόσο, πολύ φοβάμαι ότι τώρα πια, οι αρβανίτες μας δεν έχουν να επιδείξουν πολλές περγαμηνές. Οι σημερινοί αρβανίτες (που ξεχάσανε και τη γλώσσα τους) διολισθαίνουν, ελισσόμενοι μεταξύ των άλλων ρωμιών(… ).

    Εδώ και λίγα χρόνια αναπαράγονται και αναμεταδίδονται χιλιάδες αντιποντιακά ανέκδοτα. Είναι σαν να βαράνε απαξάπαντες οι ελλαδικοί την πιο δυνατή και την πιο άξια μειονότητα της χώρας μας. Όταν λέω «απαξάπαντες οι ελλαδικοί» είναι σαν να λέω «όλοι οι αθηναίοι», γιατί, έτσι που καταντήσαμε, η ταυτότητα «Αθήνα=Ελλάς», προτείνεται σαν μια αληθινότατη αλήθεια. Σήμερα πια, δεν είναι μόνον η Ελλάς που συγκεντρώθηκε στο αττικό λεκανοπέδιο, αλλά είναι η Αθήνα που επιβάλλει την μονότονη γλωσσοπολιτιστική της δικτατορία στην λοιπή Ελλάδα. Οι αθηναίοι του 1821 (δηλαδή, οι γκάγκαροι) ήσανε μια χούφτα θρασιμιών, που μιλάγανε μια φωνητικώς απαίσια διάλεκτο και, που έκαναν το παν κατά των κλεφτών της Ρούμελης. Όσο και να προσπάθησε ο Καμπούρογλου, με την «Ιστορία των Αθηναίων» του, οι γκάγκαροι παρέμειναν σαν ένα παράδειγμα προς αποφυγήν, εσαεί (… ).

    Καθώς συμβαίνει στις άλλες χώρες, έτσι θα συμβεί και στην Ελλάδα: η πρωτεύουσα θα επιβάλλει, τελικά, το μοντέλο της. Ο αθηναϊκός οδοστρωτήρας ισοπέδωσε ήδη τους αρβανίτες και τους κρητικούς, που δεν αντιδρούν παρά με γλοιώδη τρόπο (ρουσφέτια, κουμπαριλίκια, συμπατριωτιλίκι και τα τοιαύτα). Η χοάνη της Αθήνας έχει καταπιεί τη διάλεκτο των ποντίων της πρωτεύουσας. Οι σποραδικές ομάδες τους (π.χ. της Λακωνίας) οδηγήθηκαν σε αποδιοργάνωση. Όμως, οι πόντιοι της Θεσσαλονίκης και της μακεδονικής υπαίθρου πάντα αμύνονται. Ωστόσο, θα υποκύψουν κάποτε …

    Είχα μείνει με την εντύπωση ότι η ποντιακή διάλεκτος θα επιζούσε σαν αργκό. Πρόκειται για μια λανθασμένη ιδέα. Στον ορίζοντα διαφαίνεται ο θάνατος της ποντιακής διαλέκτου. Στην Ελλάδα διαθέτουμε την κουτσαβάκικη αργκό, που βασίζεται στην αναπλιώτικη ντοπιολαλιά, ένα ιδίωμα που καλλιεργήθηκε επιμελώς από τους αρβανιτόμαγκες. Η αργκό μας είναι τα φωνητικώς ωραιότερα ελληνικά. Και οι αρβανίτες μάγκες είχαν (και έχουν) την ομορφότερη προφορά της αργκό. Το φαινόμενο δεν είναι μοναδικό. Σε κάθε χώρα κατίσχυσε μια διάλεκτος, συνήθως η διάλεκτος της πρωτεύουσας. Μα, αυτό δεν είναι απόλυτο. Τα ευφωνικότερα γερμανικά τα μιλάνε στο Ανόβερο, ενώ τα βερολινέζικα θεωρoύvται κάπως βαριά. Όλοι οι ιταλοί είναι σύμφωνοι πως οι φλορεντινοί χρησιμοποιούν την πιο στρωτή διάλεκτο και, επίσης, ότι τα ιταλικά της Ρώμης είναι απαίσια. Ωστόσο (αυτοί που ξέρουν, λένε πως) τα ωραιότερα ιταλικά τα μιλάνε οι σαρδήνιοι (οσάκις δεν κρύβονται πίσω από την ακαταλαβίστικη vτoπιoλαλιά τους).

    Η Ελλάδα δεν υιοθέτησε την διάλεκτο των γκάγκαρων. Και, κατά ευτυχή σύμπτωση, τα σημερινά αθηναίικα είναι, ακουστικώς, μια πεντακάθαρη διάλεκτος. Μπρος στην αθηναϊκή διάλεκτο τα ποντιακά φαντάζουν σαν μια γελοία και ακατανόητη γλώσσα. Τα ποντιακά είναι μια διάλεκτος μελλοθάνατη. Τα ποντιακά θα σβήσουν, όπως έσβησαν τα τσακώνικα…

    (Περιοδικό «Σχολιαστής» ) /Παρίσι 31-7-1987

    Σχόλιο από Πόντος και Αριστερά | 10/07/2008

  10. […] -Ηλίας Πετρόπουλος […]

    Πίνγκμπακ από -Δύο χρόνια Π&Α: Ένας “εγωκεντρικός” απολογισμός! « Πόντος και Αριστερά | 31/12/2008

  11. […] -Για τον Ηλία Πετροπουλο δείτε το αφιέρωμά μας πατώντας ΕΔΩ […]

    Πίνγκμπακ από -ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ, του Ηλία Πετρόπουλου « Πόντος και Αριστερά | 12/12/2009

  12. […] τον Ηλία Πετροπουλο δείτε το αφιέρωμά μας πατώντας ΕΔΩ Ετικέτες: ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΟΝΤΙΑΚΗ […]

    Πίνγκμπακ από ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ, του Ηλία Πετρόπουλου « βιβλιοπωλείο “χωρίς όνομα” | 13/12/2009

  13. […] -Ηλίας Πετρόπουλος […]

    Πίνγκμπακ από -Ο απολογισμός του έτους « Πόντος και Αριστερά | 08/01/2010

  14. Ο Πετρόπουλος υπήρξε ένας χαμένος στον ορυμαγδό του μαρξικού μηδενός άνθρωπος.

    Γι’ αυτό έχει την συμπάθειά μας και την ευσπλαχνία μας.

    Σχόλιο από ΠΕΚΟΣ | 13/10/2016

  15. Μ

    Σχόλιο από ΠΕΚΟΣ | 13/10/2016


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: