…..
O Νίκος Πουλαντζάς απορρίπτοντας την άποψη του απολύτως οικονομικού χαρακτήρα των τάξεων και τον μυθολογικό δυισμό τους, θεωρεί ότι οι ιδεολογικοί και πολιτικοί παράγοντες στη συγκυρία επηρεάζουν τη συγκρότηση και δράση των κοινωνικών τάξεων. Οι τάξεις δεν μπορούν να οριστούν ξέχωρα από την πάλη. Έτσι ο Πουλαντζάς απορρίπτει ουσιαστικά μια στενή δομική αντίληψη για τις τάξεις υπέρ μιας πιο ευρείας σχεσιακής δομικής αντίληψης. Οι τάξεις, μόνο κατ’ αρχήν, προσδιορίζονται δομικά, δηλαδή υπάρχουν αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τη θέληση ή τη συνείδηση των ατόμων. Στον προσδιορισμό των τάξεων τον κύριο ρόλο τον παίζουν οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και οι πολιτικές ιδεολογικές σχέσεις αποτελούν μέρος αυτών των σχεσιακών δομικών προσδιορισμών. Συνεπώς, τα κριτήρια είναι οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Στα οικονομικά κριτήρια προτείνει το διαχωρισμό των βιομηχανικών χειρωνάκτων «παραγωγικών εργατών» και των «μη παραγωγικών εργατών» με το κριτήριο της παραγωγής υπεραξίας και όχι με το κριτήριο του αν είναι κανείς μισθωτός ή μη.[1]
Άρα, την εργατική τάξη την αποτελούν αυτοί που παράγουν άμεσα υπεραξία παράγοντας υλικά εμπορεύματα και όχι οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, στο εμπόριο και στο κράτος. Οι τελευταίες ομάδες είναι που αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα αυτού του κοινωνικού χώρου που ονομάζει «νέα μικροαστική τάξη». Είναι η τάξη των επαγγελματιών, των τεχνικών και των υπόλοιπων πνευματικά εργαζομένων, που είναι φορείς των κυρίαρχων ιδεολογικών σχέσεων. Οι ιδεολογικές και πολιτικές σχέσεις είναι οι κοινωνικές σχέσεις που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή του κυρίαρχου τρόπου εκμετάλλευσης. Στο πολιτικό επίπεδο η διασφάλιση αυτή επιτυγχάνεται μέσω των σχέσεων εποπτείας και εξουσίας στο εσωτερικό των δημοσίων οργανισμών και των ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Οι μισθωτοί διευθυντές-διαχειριστές και οι επόπτες βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με την εργατική τάξη ακόμα και αν εμπλέκονται στη διαδικασία της άμεσης παραγωγικής εργασίας. Στο ιδεολογικό επίπεδο η διάκριση «χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας» παίζει σημαντικότατο ρόλο στην υποταγή της εργατικής τάξης αποκλείοντάς την από τα «μυστικά» της γνώσης της παραγωγικής εργασίας στο σύνολό της. Αυξάνεται έτσι η εξάρτηση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο. Αυτοί οι μισθωτοί διευθυντές και επόπτες δεν είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης με τη μορφή της κυρίαρχης καπιταλιστικής αλλά είναι συμμέτοχοι στην κυριαρχία πάνω στην εργατική τάξη είτε πολιτικά είτε ιδεολογικά. Μαζί με τους παραδοσιακούς μικροαστούς, όπως οι μικροκαταστηματάρχες και οι παλιοί τεχνίτες, αποτελούν μια ενιαία αλλά ετερογενή μικροαστική τάξη, που χαρακτηρίζεται από τα ιδεολογικά στοιχεία του ατομικιστικού ανταγωνισμού, του ρεφορμισμού και της πίστης σε ένα «ουδέτερο» κράτος, διαιτητή ανάμεσα στα αντιμαχόμενα ταξικά συμφέροντα.[2] Η θέση για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία αντιμετωπίστηκε αρκετά κριτικά από πολλούς.[3] Πρώτον, πολλές, αν όχι οι περισσότερες θέσεις στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας περιλαμβάνουν τόσο παραγωγικές όσο και μη παραγωγικές δραστηριότητες. Δεύτερον, δεν ξεκαθαρίζεται γιατί και πώς αυτή η διάκριση οδηγεί αναγκαστικά σε τόσο θεμελιακές διαφορές συμφερόντων και εμπειριών των εργαζομένων. Ο Καρλ Μαρξ είχε ήδη επισημάνει ότι από τους μη παραγωγικούς εργάτες η υπεραξία αποσπάται με την απλήρωτη εργασία τους που μειώνει το κόστος για τους καπιταλιστές.[4]