Πόντος και Αριστερά

……. 'μώ τον νόμο σ' !

-Το προζύμι της Σαντάς

Περιπλανώμενοι στη διαδικτυακή θάλασσα, η μοίρα μας έβγαλε στο «ηλεκτρονικό καφενείο του Ρεθύμνου..!» και από εκεί σ’ ένα εξαιρετικό διήγημα για τη Σάντα του Πόντου  και τη Τζεντώ της Συληβρίας. Αναδημοσιεύουμε αυτό για τη Σάντα (ή επί το σωστότερον: Σαντά)

EUXIN1

 

Το προζύμι της Σαντάς στις πινακωτές του χωριού μας

Νέτση κούτση στα…στα, επέρε σ’ ατο και ξάϊ πα’ κί στέκ’ς, τελεμονήν πα κ’ εχ’ς», θυμώνει ο μπάρπα Γιάννες, γιατί Ισχανάντων Σαντάς αυτός, Τζεντώ Σηλυβρίας η κυρά Χριστίνα, από δυο διαφορετικά κομμάτια του ακριτικού Ελληνισμού.

-Εμείς σην Σαντάν, ούτε προίκας ήξεραμ’, ούτε προξενήτρας κι ο γάμον πα, θέλει τύμπανα κι εκκλησία ψάλτεν.

 –Τα γάλτα μουν και τα βουτούρτα μουν όλε απάν’ σα παρχάρια.

– Δουλείαν, ψωμίν κ’ εγάπην έτον η πατρίδα, ατώρα κάτ’ έπαθαμ’.

-Η Σαντά , αέτ’ς έλεγαμ’ατεν εμείς εκές, είχεν επτά ενορίας, «Επτάκωμος Σαντά» και οχτώ ώρας δρόμον πα, έτονε η Τραπεζούντα.

-Εκεί ΄σ σην Πόλ’, έλεπες πολλά εκκλησίας, Βυζαντινά κάστρα, τρανά καφενεία με ναργιλέδας , «μαγέρκα» με πιλάφια, ιμάμ μπαϊλτί και δυνατά τάσια.

-Τα δρόμεα, γομάτον σεκερτσίδικα, χαλβατσίδικα, κεμπαπτζίδικα, μπαρπεράδικα, φουρνόπα με πεϊνιρλία και τοπχανάδας και το χαμάμ’ με τ’ αχνιστά γούρνας και τα φιλντισένεα τσόκαρα.

-Ασ’ όλιον όμως το καλλίον…Το Φροντιστήριον.

Η δικιά τους ενορία, Ισχανάντων Σαντάς, είχε δύο εκκλησίες, την Αγία Κυριακή και τον Άγιο Γεώργιο και ένα εφτατάξιο δημοτικό σχολείο.
Η ανάγνωση και η γραφή γινόταν από το «πινακίδ’» με θέματα από την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και τον Απόστολο.

Οι μαθητές κρεμούσαν στους ώμους τους την μάλλινη τσάντα με το πινακίδ’, το «αβάκιον», τους ψήφους αριθμητικής και το καλαμάρ’, που είχε πένα καλάμι και το έξυναν οι δάσκαλοι.
Μερικοί σχολικοί σύμβουλοι ήταν αγράμματοι και είχαν την γνώμη, «ο κόσμον ας σοι δεβασμέντς θα σβύεται» και οι γριές πάλι τραγουδούσαν: «Τα γράμματα φαντάσματα, υιέ μ’ τη λύρα σ’ παίξον».
Οι εξετάσεις γινόταν με επισημότητα. Η αυλή σκουπιζόταν καλά, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και όλοι φορούσαν τα καλά τους ρούχα και περίμεναν την εξεταστική επιτροπή.
Πρωτομαγιά ήταν η μοναδική εκδρομή, μυριάδες τα λουλούδια στα ρέματα και τα παιδιά κοίταζαν ψηλά τους αετούς με κάποια ζήλεια, γιατί ήταν ελεύθερα χωρίς σχολεία.

Τοπωνύμια ήταν του Πανά το Πεγάδ’, το Πεγάδ’ τη Καλόγραιας, το φουρνόπον, τη Σαλτούρ τ’αλών, το Κωφολείβαδον, το Κοβούσ’ και τη Μουρουζίνας το Λιθάρ’, απέναντι σ’ αλάτα των Ζουρνατσάντων, που όντες εσίμωνεν α ο Ηλον και «εγαπάτευεν α», έτον άμον ώραν, οι νυφάδες πα έλεγαν: «Τρέξτεν, αλμέξτεν τα χτήνεα, εχ’ και βραδύν’».

Στις γιορτές και τα πανηγύρια έπαιζαν λύρα, ταούλ, αγγείον και ζουρνά και ερχόταν και πολλοί ξένοι με την πραμάτεια τους και πουλούσαν ξύλινα σύνεργα γαλακτομικής: Καρσάνια, κοβλάκια, κενέσια, χουλάρια,παιχνίδια, τσαρούχια, φρούτα, κοχλίδια και τ’ έναν και τ’ άλλο κι όλα τα σκεύη «σκουντούλιζαν ας σό αρτούτσ’».

Όσοι είχαν συγγενείς, τους φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, ενώ στους ξένους πρόσφεραν στα κοινά τραπέζια «σκουντουλοδέσμον υλιστοτανωμένον σουρβάν και τιναχτά φασούλεα» .

Ση Σαντάν, εμείς την έγκυον, έλεγαμ’ατεν βερεασμέντζα και έμποδος και καμίαν κ’ έσφαζεν κοσσάραν, ούτε έλεπεν σκοτωμέντς, για να μη απ’ υστερνίας, χουρχουρίζ’ το μωρόν».

Το πρώτο γάλα το έχυναν στο τζάκι κι ήταν γιατρικό και για τον ματόπονο, ενώ το μωρό για να μη βασκαθεί, το λέρωναν στο μέτωπο με μανέαν και πολλές φορές κρεμούσαν στο λαιμό σκόρδο και χάντρες.

Στην Παναγία Σουμελά έδιναν υπόσχεση τόσο κερί, όσο ζυγίζει το μωρό, «Κεροζύγιαστον μωρόν έτον».
Η βάφτιση είναι το σπουδαιότερο μυστήριο και κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί και η νουνά βάζει κάτι στο χέρι του, για να μη γίνει τσιγκούνικο.
Για να γελάσει το μωρό το κουνάν στα γόνατα με τραγούδια και για να.φάει, το φοβερίζουν πως έρχεται ο σκύλον, ο άρκον, ο αράψ’, μιμούμενοι την φωνή τους και μετά, τάχαμ πως τους διώχνουν.
Όταν μεγαλώσουν λίγο, «γομών’νε τα στράτας λαλίας».
Παίζουν πολλά παιχνίδια: Το «δόμ’ άψιμον», «λάχτας», «τσιαγκλιχτέρα», «κατακλάν»’, «τσάλτικα», «πεταλίχτρια», «πατιχτέραν», «τσαμούα», «χιονοκούστια», «φουρφουλάκ», «τσιντσίνιγμαν», «τσουντσουβάναν», «τιάκ-μι-τσιουφτ-μι», «λίντσια».
Το παιχνίδι «λίντζεα», πεντόβολα, ήταν κοριτσίστικο παιχνίδι και παιζόταν με 5 πετρούλες λείες και στρόγγυλες και σε εφτά φάσεις: 1) Ο μονόν, 2) Δίντζα, 3) Τρίντζα, 4) Κουμούλ’, 5) Αλάχτρα, 6) Μαμή, 7) Χερίτσεα.

Σο κλεψίον, έφιαναν επίθεση στα απίδια, στα κουκιά και στα φραγκοστάφυλα και σο λουσίον, μολονότι τα νερά είναι κατάψυχρα, σπάνια αρρωσταίνουν, φοβότανε όμως πολύ τους γονείς τους.
Παραμονή του νέου έτους και μέχρι τα φώτα έφτιαχναν τα «Μωμογέρεα».
Την ομάδα αποτελούσαν ο Μωμόγερος, η νύφεα, ο γιατρός, ο λυράρης, και 5-6 ακόμα άτομα, ντυμένοι αγριάνθρωποι με μάσκες, κέρατα, ραβδιά και κουδούνια στην μέση.

Κάλαντα το βράδυ, έβαζαν στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο (καλαντοκούρ’), για να μη έρθουν τα δαιμόνια μέσα από τον καπνοδόχο και στο φαγητό έβαζαν στο τραπέζι εφτά λογιών φαγητά και φρούτα και κοντά στα ξημερώματα, ευεργετικό ήταν να πάρουν πρώτοι νερό από βρύση, την οποία…Εκαλαντίαζαν, δηλαδή έβαζαν δίπλα κανένα φρούτο και τέλος αίσιο οιωνό είχαν, ποιος πρώτος θα ποτίσει τα ζώα!

Την ημέρα των Βαΐων επιτρεπόταν το λάδι και το ψάρι, καλκάνια και μπαρπούνια κ’ ένα μεγάλο ψάρι που το λέγανε «κοτάκ» (τόνος).
Ο

ι γυναίκες εργάζονται σκληρά, «το σεαλάκ’ ση ράσαν και τ’ ορτάρ σα χέρια τ’ς».
Σκάβει, καθαρίζει τσαΐρια, φέρνει ξύλα από μακριά, κουβαλάει με το καλάθι στην πλάτη κοπριά και χόρτα, πλέκει, ξάνει, λαναρίζει, βάφει ύφασμα με κλεθρολέπια και θύμιρον και βόσκει γελάδες στο «παρχάρι» χτυπώντας το θόγαλαν, για να βγάλει βούτυρο, υλιστόν, ταν και τσορτάνια.
Την μαντζίραν (γιαούρτι), την έβαζαν και σε σακούλα και την κρεμούσαν για να «υλιζ’ (διύλιση) και αφού έφευγε το «τσουτσούκ-νερό», το υλιστόν το αλάτιζαν, το έπλαθαν σε βολβούς και το ξέραιναν στον ήλιο για να γίνουν τα τσορτάνια.

Στα παρχάρια γινόταν η πάλη των ταύρων μέχρι να βγεί ο νικητής «ταύρος των παρχαρίων», τον στεφάνωναν με λουλούδια μπλεγμένα σε κλαδιά ελάτου, γινότανε παντού γνωστός και τον προτιμούσαν για τις αγελάδες οργασμού.

Μερικές φορές που οι αγελάδες πρηζόντουσαν από πολλή βοσκή φρέσκου τριφυλλιού, έριχναν στο στόμα τους το «χαψοζώμ'», δηλ. ζουμί από παστές σαρδέλες.

Τα σπίτια είναι γερά σαν φρούρια και στους νερόμυλους οδηγούν το νερό από το «Χάρκ», στην φτερωτή αχτίνα για να κινηθεί η μυλόπετρα κι ο μυλωνάς παίρνει 5-6 % για τον κόπο του, με το μέτρο που λεγότανε, «καπίτς».

Οι κρυστάλλινοι καθαροί χείμαρροι, που έτρεχαν αλλού ήρεμα κι αλλού ορμητικά από τις χιονοσκέπαστες κορυφές των βουνών με τα βαθύσκιωτα ψηλά δέντρα, στέκονταν απέναντι των δακρυσμένων χωριών τη Σαντάς…
« Ραχιόπα κι ορμανόραχεα κι απόμακρα παρχάρεα, κρύα νερά τρεχούμενα κ’ έρημα ποταμέας, ντ’ εγέντανε οι έμορφοι, που είν’ τα παλικάρεα ; ».

Οι θάμνοι της Σαντάς χρησίμευαν και για γιατρικό. Φύλλα από κομάρ’ βάζουν ανάμεσα στα πόδια του μωρού για να μην κατουρήσει την νύχτα, το τσάϊ της μασούρας το πίνουν για τις ζοχάδες και στις λεχώνες δίνουν κοκκινόμπορα.

Από την καρπαρίτα έφτιαχναν κομπολόγια, από την καιρμασιά μπουκέτα και από την τσίκαρη βέργες για φασόλια.

Από την τσιαλιαλίτρα οι επιμελητές κόβουν βέργες για τους δασκάλους, ενώ από την ζαζέλα φτιάνουν τα παιδιά σφεντόνες.
«Χινέα», ήτανε μιά βαθυκίτρινη βαφή από ποώδη φυτά που βάφονταν η νύφη. «Τσαέτα, έλεγαν τα χορτάρεα ντ’ έβγων’ναν σα λιθάρεα απάν’ σα ραχία, έλεγαν όμως και όποταν ε τ ί ν α ζ α ν τ’ απίδεα και άφηναν ολίγα σα κλαδιά για τοι πουγαλεμέντς! Τα παιδία… «Ε τ σ α έ τ ε υ αν’ ατα» (περιμάζευαν).
Από το ζιαβίρ και της γραίας τα μήλα, τρώγανε τους κόκκινους καρπούς.
Όποιος έφερνε «κουρθαρίτσα» στο βλέφαρο..θα πλουτίσει, ενώ για τις «κούτσες»…όταν τις μετρούσαν… περίσσευαν και για να τις θεραπεύσουν πετούσαν στον φούρνο πού άναβε, αλάτι, με γυρισμένη την πλάτη!
Όταν πονάει το κεφάλι, -» κόφν’νε άψετα καρτόβεα, φελία-φελία και με τ’ άλας δεν’ν ατα΄ς σο κατσίν και περάν ο πονοκέφαλον».

«Τ’ς ευδίας» πα, έτον άμον λιτανεία απάν’ σα παρχάρεα να στέκ’ η βρεχή. «Τ’ς ευδίας τα παιδία», εκλώσκουταν τα καλύβεα και καλημέριζαν τα “παρχαρομάνας”, εθεαρρείς κ’ έλεγαν τα κάλαντα και τα “παρχαροκόριτσα ”, εποίν’ναν βουτουρωμένον τυροκλωστήν. Η «Κουσκουτσούρα», έτον άλλο λιτανείαν, έναν αγριτέρ (σκιάχτρο) ελάσκιζαν’ σ’ οσπίτεα κ’ επαρακάλ’ναν για βρεχήν…

Για να βρέξει, όταν κρατούσε πολλές μέρες η ανοβροχιά, πραγματοποιούσαν κι άλλες τελετές. Μετά την Κυριακάτικη λειτουργία, με εικόνες της εκκλησίας γυρνούσαν το χωριό. Κάποιοι έψαχναν να βρούνε φίδι να σκοτώσουν η να το κάψουν!
Όταν το μάτι έπαιζε, δεν τόχαν σε καλό, κάποιο συγγενικό πρόσωπο θα πεθάνει. Αν κάποιου ξυνόταν η παλάμη, χρήματα θα έπαιρνε ή ξύλο θα έτρωγε.

Τις κούτσες, που πίστευαν πως έβγαιναν σ’ εκείνους που μετρούσαν τ’ άστρα, για να τις θεραπεύσουν, τις διάβαζαν κι άλλοι πάλι έκοβαν και φύτευαν την κορυφή από κέδρο δέντρο, στη ρίζα του!
Μέσα στο αναστόρημα του, ο μπάρμπα Γιάννης, ξεχώρισε και το όνομα του θρυλικού αγωνιστή Ευκλείδη, που ήταν και άριστος σκοπευτής και καλός χορευτής του χορού Σέρα.

Όσο κρατούσε η γλυκιά αυτή διήγηση γερόντικης μνήμης με πολλά έθιμα και συγκινήσεις, από την θύελλα των δύο ξεριζωμών, ο σεβασμός μου και για τους δυο μεγάλωνε, αλλά και μια απορία γεννήθηκε μεγάλη στο μυαλό μου:

Πως, αυτός ο χριστιανικός λαός, κατόρθωσε με σκληρή δουλειά, με διπλή νηστεία, με αντιστάσεις και κακουχίες, να μείνει ζωντανός και να μεταφέρει όλα τα στοιχεία του πολιτισμού του στην σύγχρονη Ελληνική κοινωνία; Αυτό, ίσως να σημαίνει Πόντος!

Διηγήσεις που μας φέρνουν στις αλησμόνητες πατρίδες, ραντισμένες με πικρά δάκρυα του πόνου και της αγανάκτησης, που σκέπασαν μαύρα σύννεφα και εξαφάνισαν τα πάντα. Ιστορικά θανατηφόρα γεγονότα που στάθηκαν μοιραία.

Εντώκαν οι Αγαρηνοί και καίγ’νε και ριμάζ’νε, το βίον χάται γεναιών, ο κόσμον ξεριζούται κ’ ένας λαός πορεύκεται, σ’ Αδάμ την εξορίαν! Καθήκον μας…Να μη λησμονούμε…

http://www.goodnet.gr/forum/viewtopic.php?nomobile=1&f=4&t=1430&view=next

Το βρήκαμε δημοσιευμένο και εδώ: http://www.ergasia-press.gr/politismos/view_article.phpnew_id=597

 

03/12/2015 - Posted by | -προσφυγιά, -ποιητές, -Γραμματεία, -Λαογραφία, -Ποίηση, -Στη γλώσσα μας

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: