[1] Η Τουρκία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει μεγάλη γεωπολιτική δύναμη. Aυτο-υποβαθμίστηκε εστιάζοντας στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, «σαν να προπονείται ο παλαιστής βαρέων βαρών να αντιμετωπίσει κατηγορίες μεσαίων βαρών» (σ. 235)
[2] Οι Μεγάλες Δυνάμεις χρησιμοποίησαν την Ελλάδα και την Συρία για να περιορίσουν τις τουρκικές φιλοδοξίες: «η Τουρκία, η οποία αφέθηκε να αγωνιστεί με μια κοντινή απειλή που την ενοχλεί, βρέθηκε ανίκανη να ανοίξει τους ορίζοντές της…σε μεγάλης κλίμακας και παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικές» (σ. 237).
[3] Η Κύπρος έχει ζωτική σημασία για την Τουρκία, λόγω της κεντρικής της θέσης σε γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά δίκτυα: «ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα» (σ. 279).
Η τουρκική πολιτική ηγεσία αντιμετωπίζει την εντεινόμενη αστάθεια ως ευκαιρία για να καθιερώσει ένα ηγεμονικό γεωπολιτικό τουρκικό ρόλο.Το κενό ισχύος, το οποίο έχει προκύψει από την επιφυλακτικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και από την εγγενή γεωστρατηγική αδυναμία της Ευρώπης, ενισχύει τις τουρκικές ελπίδες. Χάρη στην περιφερειακή αποσταθεροποίηση, το ένα από τα δύο, κατά Νταούτογλου, «εμπόδια» στον δρόμο της ηγεμονίας, το συριακό, έχει ήδη εξουδετερωθεί.
Το δεύτερο εμπόδιο, το ελληνικό, έχει αντιθέτως ενεργοποιηθεί. Με άξονα το φυσικό αέριο νοτίως της Κύπρου, σχηματίζεται μια συμμαχία η οποία περιλαμβάνει την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Σύμφωνα με την θεώρηση του Αχμέτ Νταούτογλου, συγκαλύπτει δυνάμεις οι οποίεςαποσκοπούν να θέσουν φραγμό στις τουρκικές φιλοδοξίες.
Ο ελληνικός παράγων εμφανίζεται, επομένως, ως μείζων όχληση. Με τις πρόσφατες δηλώσεις του, μείγμα απειλής και εξαγοράς, ο Αχμέτ Νταβούτογλου ζητεί από το ελληνικό στοιχείο να αυτο–εξουδετερωθεί: διχοτόμηση ή συνεκμετάλλευση. Στο ενδεχόμενο της διχοτόμησης, έναντιτης τουρκικής κυριαρχίας στον βορρά, οι Ελληνοκύπριοι θα αποκτούσαν αποκλειστική εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου και την ασφάλεια ενός «κανονικού» κράτους. Εναλλακτικά, η συνεκμετάλλευση, με δεδομένη πάντα την γεωστρατηγική ισορροπία στον κυπριακό περίγυρο, είναι σαφώς περισσότερο μειονεκτική για την Κύπρο. Και στις δύο περιπτώσεις, η ηθική μείωση της ελληνικής πλευράς αναιρεί το ελληνικό «εμπόδιο».
Η Τουρκία προτείνει, δηλαδή, στην ελληνική πλευρά μια «φινλανδοποίηση», έναντι της ειρήνης και της ευημερίας των Ελληνοκυπρίων. Ακόμη και αν ο προτεινόμενος συμβιβασμός κρινόταν συζητήσιμος, δύσκολα μπορεί να ελπίζει ο Αχμέτ Νταούτογλου ότι το δίκτυο των συμμαχιών, στο οποίο εντάσσονται η Ελλάδα και η Κύπρος, θα τον επιτρέψει. Τι μένει επομένως; Μήπως μια επανάληψη της τουρκικής πολιτικής «της δεκαετίας του 1970», την οποία εξαίρει το Στρατηγικό Βάθος; (σ. 280)
Η τελεσφόρος παραβίαση του διεθνούς δικαίου από την Ρωσία εγείρει απαντοχές· μια ανάλογη τουρκική επιχείρηση έχει πιθανότητες να εξασφαλίσει την διεθνή ανοχή- με απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, μια κατάλληλη συγκυρία: πολιτική αστάθεια και συνακόλουθη οικονομική αστοχία στην Ελλάδα; συνεπαγόμενη υποβάθμιση της ελληνικής διεθνούς εικόνας; στρατιωτική παρέμβαση της Τουρκίας για λογαριασμό της Δύσης στις ζώνες τις οποίες ελέγχει το «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε»; όλα μαζί;
Αν αυτά ισχύουν, αναμφιβόλως, πρόκειται για τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς. Όμως, ούτως ή άλλως, η Τουρκία λειτουργεί σε ένα κυκεώνα ο οποίος απειλεί να καταλύσει τα θεμέλια του κεμαλικού εδαφικού οικοδομήματος. Η τουρκική ηγεσία μπορεί να επιδιώξει μια παράτολμηστρατηγική φυγής προς τα πρόσω, διαμορφωμένη από ένα Αρχιτέκτονα της Γεωπολιτικής· τον Πρωθυπουργό της.
Οι πρόσφατες τουρκικές κινήσεις συνιστούν την αρχή μιας διαδικασίας, την εξέλιξη της οποίας θα πρέπει να παρακολουθήσουμε προσεκτικά. Παραλλήλως προς την στρατιωτική και διπλωματική οχύρωση, η Ελλάδα οφείλει να αναδείξει διεθνώς και, ει δυνατόν, και εντός της Τουρκίας, τους ευρύτερους κινδύνους από την εφαρμογή θεωρητικών σχημάτων μεγαλοϊδεατικής εμπνεύσεως. Σε μια τέτοια προσπάθεια, το Στρατηγικό Βάθος το οποίο, περιέργως, δεν έχει ακόμη μεταφραστεί στην αγγλική, αποκαλύπτει τον δογματικό και, επομένως, επικίνδυνο χαρακτήρα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. http://goo.gl/9ZRsyw
το Κυπριακό Ζήτημα σε έναν καινούριο απρόβλεπτο κόσμο. Προς αλλαγή παραδείγματος;
Η Ανατολική Μεσόγειος είναι η πιο σημαντική περιοχή στο επίκεντρο της νέας περιφερειακής τάξης πραγμάτων που διεκδικεί η Τουρκία
Νίκος Μούδουρος
Η ένταση της βίας στη Μέση Ανατολή και των ανταγωνισμών στην Ανατολική Μεσόγειο φαίνεται να αποτελούν μια νέα ευκαιρία κριτικής αξιολόγησης του γεωπολιτικού οράματος της Τουρκίας μέσα στα σημερινά δεδομένα. Η Τουρκία αναμφίβολα παίζει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, ενώ οι ενέργειές της το επόμενο χρονικό διάστημα θα έχουν στρατηγικό χαρακτήρα ιδιαίτερα στην υπόθεση υλοποίησης ή αποτυχίας των δικών της στόχων. Λόγω της κρισιμότητας των εξελίξεων αποτελεί πλέον αναγκαιότητα μια προσπάθεια ολιστικής αντιμετώπισης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Μια τέτοια αντιμετώπιση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας θα πρέπει να τοποθετείται μέσα στην ολότητα των κοινωνικών σχέσεων,1 έτσι όπως εξελίσσονται τόσο στο εσωτερικό της όσο και στην περιφέρειά της. Με αυτό το σκεπτικό, η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν θα πρέπει να θεωρείται ξεκομμένη από τις διάφορες οικονομικές και πολιτικές δομές που προκύπτουν σε αυτήν ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.2 Την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να θεωρείται αποκομμένη από τις γενικότερες διεθνείς και περιφερειακές αλλαγές, ιδιαίτερα αυτές που προκαλούν μια συνολική αναδιάταξη στόχων πολλών κρατών στην εξωτερική τους πολιτική.3
Προς μια «μετα-δυτική» ισορροπία;
Συνεπώς, οι θεωρητικές αναζητήσεις αλλά και οι πολιτικές πρακτικές του Α.Κ.Ρ. στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας τοποθετούνται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναδιοργάνωσης των διεθνών σχέσεων και συνεχούς μετακίνησης των ισορροπιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας από το 2002 και μετά, πρέπει να αξιολογηθεί μέσα στο γενικότερο περιβάλλον των συζητήσεων και των αντιπαραθέσεων περί της μετάβασης σε μια «μετα-δυτική» εποχή. Καθόλου τυχαία, πολλές ακαδημαϊκές μελέτες υποστηρίζουν ότι τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μια μετακίνηση από το αμερικανικά καθοδηγούμενο παγκόσμιο σύστημα σε έναν πολυπολικό κόσμο. Στο ίδιο πλαίσιο εντοπίζεται η σταδιακή αποκρυστάλλωση μιας διεθνούς τάξης πραγμάτων, στην οποία οι Η.Π.Α. και η Δύση γενικότερα δεν θα αποτελούν τον μοναδικό ηγεμονικό πόλο, μια εξέλιξη που πήρε νέες διαστάσεις μετά την οικονομική κρίση του 2008.4 Οι επιπτώσεις που άφησε πίσω της η οικονομική κρίση του 2008 και μετά στις Η.Π.Α. και στην Ε.Ε, σε συνδυασμό με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χωρών όπως η Ρωσία, η Βραζιλία, η Ινδία, η Κίνα (BRICs), αλλά και μικρότερων κρατών όπως η Τουρκία, το Μεξικό, η Μαλαισία και η Ινδονησία, ήταν παράγοντες που συνέβαλαν στην ενίσχυση των εκτιμήσεων για τη μετακίνηση ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα και τη σταδιακή επικράτηση ενός σχήματος «Η Δύση και οι Υπόλοιποι» (The West and the Rest).5 Δηλαδή ενός σχήματος, στο οποίο σηματοδοτούνται μακροπρόθεσμες αλλαγές σχετικής έστω αποδυνάμωσης του παραδοσιακού παγκόσμιου επίκεντρου ισχύος που ήταν η Δύση και πιο συγκεκριμένα οι Η.Π.Α.
Πέραν όμως των επιπτώσεων της κρίσης, τα σενάρια περί ενός «μετα-δυτικού» κόσμου βασίζονται σε μεγάλο βαθμό και σε βαθύτερες αλλαγές της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας. Ιδιαίτερα η σταδιακή μετακίνηση κεφαλαίου, εμπορίου και βιομηχανικής παραγωγής από τη Δύση προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, τα τελευταία χρόνια συνιστά μια γερή βάση πάνω στην οποία μεταβάλλεται και ο ανταγωνισμός για ηγεμονία στο παγκόσμιο σύστημα. Συγκεκριμένα, η ροή ξένου κεφαλαίου από τις ανεπτυγμένες στις τριάντα πιο ισχυρές αναπτυσσόμενες οικονομίες το 2001 ήταν 169 δισεκατομμύρια δολάρια και το 2007 έφτασε τα 919 δισεκατομμύρια δολάρια.6 Το 2001, το 74% του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου διεξαγόταν από τις ανεπτυγμένες οικονομίες και το υπόλοιπο 26% από τις αναπτυσσόμενες. Το 2007, το ποσοστό του παγκόσμιου εμπορίου που διεξαγόταν από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες έφτασε το 33,7%.7 Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες προβλέψεις, το 2030 αναμένεται ότι οι αναπτυσσόμενες οικονομίες θα έχουν μερίδιο 70% του παγκόσμιου εμπορίου,8 ανατρέποντας την πραγματικότητα που επικρατούσε στις αρχές του 21ου αιώνα. Περίπου τα ίδια δεδομένα καταγράφονται και στο θέμα της βιομηχανικής παραγωγής για την οποία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (I.M.F.) έχει προβλέψει ότι το επίκεντρό της μέχρι και το 2030 θα είναι η Ανατολή και η Ασία.9 Αυτή η υλική βάση της παγκόσμιας πραγματικότητας φαίνεται να επηρεάζει την ενίσχυση της επιρροής των «μη δυτικών» δυνάμεων,10 οι οποίες με τη σειρά τους απέκτησαν μια σχετική αυτονομία στον καθορισμό και την υλοποίηση των γεωπολιτικών τους οραμάτων. Οι διεθνείς αλλαγές οδήγησαν στη δημιουργία ενός μικρού πεδίου αυτόνομων κινήσεων των περιφερειακών δυνάμεων, οι οποίες μπόρεσαν σε κάποιο βαθμό και υπό ορισμένες προϋποθέσεις να καθορίσουν τη δική τους ατζέντα χωρίς να παρουσιάζονται μόνο ως οι «εκτελεστές» των στρατηγικών επιλογών των ισχυρότερων ανεπτυγμένων χωρών.11 Υπ’ αυτή την έννοια οι Η.Π.Α. έπαψαν να αποτελούν το μοναδικό παράδειγμα παγκόσμιας ηγεμονίας,12 χωρίς ωστόσο να σημειώνεται μια τέτοια ανακατανομή της ισχύος που να επιτρέπει την εμφάνιση μιας νέας ηγεμονικής δύναμης ικανής να ανατρέψει ολοκληρωτικά την πρωτοκαθεδρία τους.
Οι προαναφερθείσες εξελίξεις, έστω και αν δεν έχουν ανατρέψει ολοκληρωτικά τις παγκόσμιες ισορροπίες, παραπέμπουν σε μια μεταβατική περίοδο ρηγμάτων το βάθος των οποίων δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί. Φαίνεται όμως ότι τα ρήγματα που προκλήθηκαν επέτρεψαν στη νέα ελίτ της Τουρκίας να τοποθετήσει με διαφορετικό τρόπο τα δικά της οράματα σχετικά με την παγκόσμια πραγματικότητα και τον δικό της ρόλο. Οι νέες παγκόσμιες ισορροπίες που έκαναν την εμφάνισή τους, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές κοινωνικές ανατροπές στην Τουρκία, βοήθησαν ούτως ώστε το Α.Κ.Ρ. να διεκδικήσει σε πολιτικό επίπεδο την αλλαγή της διεθνούς τάξης πραγμάτων προς δύο κύριες κατευθύνσεις: η πρώτη είναι η προσπάθεια άρσης της δυτικοκεντρικής ανάγνωσης του κόσμου και η δεύτερη είναι η «αποκατάσταση», η «επανεμφάνιση» του Ισλάμ ως φορέα και εκφραστή της υπό δημιουργία νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Η πορεία εδραίωσης του Α.Κ.Ρ. στην εξουσία ήταν παράλληλη με τη μετάβαση της νέας πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας σε ένα στάδιο «πρόσληψης» του «νέου κόσμου», το χαρακτηριστικό του οποίου δεν είναι η δυτική επιβολή μέσα από την αποικιοκρατία, αλλά η ικανότητα διαφόρων πολιτισμικών λεκανών πέραν της Δύσης να δημιουργούν ζωτικό χώρο13 για τον εαυτό τους μέσα από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Σύμφωνα με τις γενικότερες αντιλήψεις του Α.Κ.Ρ., οι μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές που προκλήθηκαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποδυνάμωσαν τη θέση της Δύσης ως του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού κέντρου του κόσμου, ενώ την ίδια στιγμή εμπόδισαν τη συγκρότηση μιας νέας συμφωνίας μεταξύ των κρατών για τη λειτουργία της μεταβατικής αυτής παγκόσμιας κατάστασης. Σε αυτό το σημείο η κατάσταση περιγράφεται ως προβληματική γιατί οι διεθνείς σχέσεις παράγουν ελλείψεις σε ζητήματα όπως η παγκόσμια διακυβέρνηση, η παγκόσμια οικονομία και η δίκαιη συμπερίληψη όλων των πολιτισμών στην παγκόσμια δομή.14 Πιο συγκεκριμένα, αυτή η «αταξία» στις διεθνείς σχέσεις σύμφωνα με τον Νταβούτογλου, συντηρείται από τρεις μεγάλους «σεισμούς»: ο πρώτος ήταν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος αναδιαμόρφωσε τη σημασία της Ευρασίας με την εμφάνιση νέων κρατών, γεωοικονομικών και γεωπολιτισμικών παραμέτρων. Ο δεύτερος ήταν τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τα οποία προκάλεσαν την ιδεολογική μετακίνηση από τις έννοιες της δημοκρατίας και της ελευθερίας προς την έννοια της ασφάλειας, και δημιούργησαν τον κίνδυνο για την επιβολή ενός παγκόσμιου στρατιωτικού νόμου. Ο τρίτος ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 που συνοδεύτηκε από την «αραβική άνοιξη», προκαλώντας διεθνείς οικονομικές και πολιτικές ανακατατάξεις.15
Η ανάγνωση του κόσμου από το Α.Κ.Ρ.
Ποια είναι λοιπόν η ανάγνωση του κόσμου σήμερα από το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ; Το βασικό χαρακτηριστικό του ιδεολογικού υπόβαθρου του γεωπολιτικού οράματος της τουρκικής κυβέρνησης είναι η ύπαρξη ενός αναγεννημένου χώρου της Ανατολής, μιας χωριστής από τη Δύση «ανατολίτικης πολιτότητας», η οποία μπορεί να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Το τουρκικό όραμα περιλαμβάνει μια λειτουργία δυναμική, μια ηγεμονική πτυχή σε μια υπό δημιουργία νέα παγκόσμια ισορροπία. Η «δίκαιη τάξη» που οραματίζεται το Α.Κ.Ρ., «υποχρεώνει» την Τουρκία να γίνει εκπρόσωπος, ηγέτιδα δύναμη της χωριστής «πολιτιστικής λεκάνης». Αυτή η περιφερειακή «πολιτική κοινότητα», η νέα περιφερειακή τάξη πραγμάτων ως «καθήκον» της Τουρκίας δεν έχει ακόμα ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, αλλά διακρίνεται σαφώς από μια κοινή κανονιστική ταυτότητα (Ισλάμ) και μια κοινή ιστορική ταυτότητα (οθωμανική κληρονομιά). Παράλληλα, η διεκδίκηση μιας καλύτερης διεθνούς θέσης αυτής της περιφερειακής τάξης πραγμάτων, προϋποθέτει ότι η Τουρκία θα είναι ο φορέας της νεοφιλελεύθερης ενσωμάτωσης. Καθόλου τυχαία, η Άγκυρα στοχεύει στη νομιμοποίηση της επιδίωξης για μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., όχι σε ένα άλλο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, αλλά στη διεύρυνση της εκπροσώπησης στο πλαίσιο των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Η θέση της στους G-20 ως μιας δομής που διευρύνει τη συμμετοχή στην παγκόσμια αγορά, μετατρέπεται σε «μοντέλο» μεταρρύθμισης και άλλων διεθνών οργανισμών. Επομένως εκείνο που οραματίζεται το Α.Κ.Ρ. είναι η «καταξίωση» της Τουρκίας σε/ως μια «πολιτική εγγύηση» για την αποκατάσταση του μουσουλμανικού κόσμου ως «δικαιούχου» και ισότιμου διαχειριστή του υφιστάμενου συστήματος σε παγκόσμια κλίμακα.
Η Ανατολική Μεσόγειος και η Κύπρος: προς ένα νέο «μεσανατολικό»;
Η Ανατολική Μεσόγειος είναι μια σημαντική –αν όχι η πιο σημαντική– περιοχή στο επίκεντρο της νέας περιφερειακής τάξης πραγμάτων που διεκδικεί η Τουρκία. Τα στοιχεία για την Ανατολική Μεσόγειο όντως επιβεβαιώνουν όχι μόνο τη σημασία της, αλλά την ίδια στιγμή και τις πηγές έντασης των ανταγωνισμών που κορυφώνονται στη σημερινή συγκυρία.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2012, το 75%-80% του παγκόσμιου εμπορίου διεξάγεται από τη θάλασσα. Την ίδια περίοδο τα κέρδη από το θαλάσσιο εμπόριο έφτασαν τα 400 δισ. δολάρια. Τα στοιχεία του ίδιου χρόνου δείχνουν ότι το 30% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου διεξάγεται στην Ανατολική Μεσόγειο όπως και το 25% της θαλάσσιας μεταφοράς πετρελαίου. Περίπου 200.000 πλοία διακινούνται ετησίως στην Ανατολική Μεσόγειο. Το 2010, το Κέντρο Γεωλογικών Ερευνών των Η.Π.Α. σε έκθεσή του εκτίμησε ότι η αξία των ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου είναι περίπου 1,5 τρισ. δολάρια. Το 2012, περίπου το 25%-30% του συνολικού εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας πραγματοποιήθηκε από τα λιμάνια της στην Ανατολική Μεσόγειο. Κοντά σε αυτά, πολλά άλλα στοιχεία και αριθμοί θα μπορούσαν να παρατεθούν, υπογραμμίζοντας την αυξανόμενη σημασία της εν λόγω περιοχής στους ανταγωνισμούς για οικονομική και πολιτική επικράτηση.
Επομένως, η πρόσφατη κρίση που προκάλεσε η Άγκυρα στην Α.Ο.Ζ. της Κυπριακής Δημοκρατίας συνδέεται με ένα ευρύτερο πλαίσιο εξελίξεων και ρηγμάτων ηγεμονίας. Η Κύπρος φαίνεται να αποτελεί πλέον ένα από τα πολλά διαφορετικά μέρη της στρατηγικής της Τουρκίας για την Ανατολική Μεσόγειο. Το διαφορετικό σημείο είναι το ότι το νησί έπαψε να αποτελεί ένα χωριστό θέμα «εθνικής ασφάλειας» με στρατιωτικούς όρους όπως συνέβαινε ίσως στις παλαιότερες κεμαλικές ερμηνείες. Ως αποτέλεσμα, το ίδιο το Κυπριακό αλλά και οι εξελίξεις αναφορικά με τους υδρογονάνθρακες της περιοχής μετασχηματίζονται σε «θέματα-προβλήματα» της περιφέρειας και των ανταγωνισμών της. Ίσως μάλιστα η σημερινή συγκυρία να ενδυναμώνει την πορεία «μεσανατολικοποίησης» του κυπριακού προβλήματος. Με αυτό τον τρόπο μεγάλα έργα υποδομής όπως η υποθαλάσσια μεταφορά νερού και ηλεκτρισμού από την Τουρκία στα κατεχόμενα και οι αντιπαραθέσεις για τη μελλοντική διακίνηση του φυσικού αερίου φαίνεται να έχουν έναν εργαλειακό χαρακτήρα μετατροπής της κυπριακής γεωγραφίας σε πεδίο «πειραμάτων» για ενοποίηση της αγοράς-εμπορίου-ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Το σίγουρο είναι ότι χωρίς την οριστική λύση του Κυπριακού, η Κύπρος θα εισέρχεται ακόμα πιο γρήγορα στις αντιπαραθέσεις για τα μοντέλα περιφερειακής ενσωμάτωσης που διεκδικούν οι ηγεμονικές δυνάμεις της περιοχής.
http://www.chronosmag.eu/index.php/es-p-s-plp-s-p-llg-peg.html
Τουρκάλα Δημοσιογράφος: Η Κύπρος είναι 3.500 χρόνια ελληνική
30. Ιουλίου, 2014
Kείμενο – κόλαφος Τουρκάλας δημοσιογράφου, σε σχέση με την κρίση στη Γάζα και σε συνάρτηση με τα εγκλήματα της Τουρκίας στην Κύπρο, στην ιστοσελίδα Israel Hayom, κάνει το γύρο του διαδικτύου.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της εφημερίδας «Σημερινή» η δημοσιογράφος Uzay Bulut μιλά για Κύπρο, η οποία ήταν πάντοτε ελληνική, αλλά και για το εθνικό ξεκαθάρισμα της Τουρκίας στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
Στην εισαγωγή της η Uzay Bulut αναφέρει ότι, στις 20 Ιουλίου, δύο σημαντικά γεγονότα απασχόλησαν τα κρατικά ΜΜΕ, τα οποία δείχνουν, αν μη τι άλλο, υποκρισία: Από τη μια η επίθεση Ερντογάν εναντίον του Ισραήλ για τα όσα τεκταίνονται στη Γάζα και από την άλλη τα πανηγύρια της τουρκικής ηγεσίας για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, την οποία η τουρκική πολιτική ηγεσία παρουσιάζει ως «ειρηνευτική επέμβαση».
Το πρώτο ρεπορτάζ, αναφέρει η Bulut, περιελάμβανε τις δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων και του Ερντογάν, οι οποίοι εξαπέλυαν επίθεση κατά του Ισραήλ, κάνοντας λόγο για τυραννία γιατί πραγματοποιείται μια στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα. Όταν τα ΜΜΕ αναφέρονταν, όμως, στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, το λεκτικό ήταν εντελώς διαφορετικό αναφέρει η Burut, κάνοντας λόγο για εισβολή, εποικισμό και εθνικό ξεκαθάρισμα. «Αναφερόμενοι στην εισβολή, κάνουν λόγο για «ειρηνευτική επιχείρηση». Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς αλλά είναι αλήθεια. Η τουρκική εισβολή εορτάζεται επίσημα σαν γιορτή της ειρήνης», γράφει χαρακτηριστικά.
«Όλος ο κόσμος έγινε μάρτυρας για το τι η Τουρκία έκανε το 1974 και πανηγυρίζει μέχρι σήμερα. Προσχεδιασμένες εκτελέσεις, καταστροφή, εθνικό ξεκαθάρισμα και συνεχιζόμενο δημογραφικό και πολιτιστικό βιασμό της Κύπρου. Αυτό που έγινε στην Κύπρο ήταν εισβολή και η Τουρκία είναι ξένος εισβολέας στην Κύπρο. Η ιστορία είναι εκεί, για να πει τι έγινε. Η Κύπρος ήταν ελληνική για 3500 χρόνια και χριστιανική για 2000 χρόνια. Ποτέ η τουρκοκυπριακή μειονότητα, στη σύντομη παρουσία της στην Κύπρο, δεν είχε δικό της μέρος στο νησί. Από το 1500 π.Χ. μέχρι τον 20ό αιώνα, το βόρειο τμήμα του νησιού ήταν πάντοτε ελληνικό και στη συνέχεια χριστιανικό», αναφέρει η Τουρκάλα δημοσιογράφος.
«Η τουρκική κυβέρνηση αρνείται τις βασικές αλήθειες, γιορτάζει την εισβολή, τον εποικισμό της Κύπρου, όμως καταδικάζει τους Ισραηλινούς, οι οποίοι αμύνονται από τις ρουκέτες των τρομοκρατών. Όταν πρόκειται για ισχυρισμούς για χρήση δυσανάλογης βίας, η Τουρκία θα πρέπει να είναι η τελευταία που καταδικάζει τους άλλους, καθώς έχει πλούσια εμπειρία και μεγάλη τεχνογνωσία σε αυτά τα εγκλήματα για να προσβάλει τους άλλους». Τέλος, η Τουρκάλα δημοσιογράφος, σε αυστηρό ύφος, μιλά για υποκρισία από μέρους της τουρκικής ηγεσίας, η οποία στοχεύει, όπως είπε, στη δημογραφική αλλαγή του τμήματος που κατέχει παράνομα στην Κύπρο και συνεχίζει να παραβιάζει όλες τις βασικές αρχές και να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.
http://www.crashonline.gr/%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B1-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%BF%CF%82-%CE%B7-%CE%BA%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1/