-Oι πρόσφυγες της Αθήνας στην αντιφασιστική Αντίσταση
1) Μπορείτε να ακούσετε τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη στις ραδιοφωνικές εκπομπές του Σκάι για το προσφυγικό ζήτημα:
http://www.skai.gr/player/Radio/?MMID=233326
http://www.skai.gr/player/Radio/?MMID=233487
2) Μπορείτε να διαβάσετε το παρακάτω κείμενό του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» :
Όψεις της πολιτικής συμπεριφοράς των προσφύγων στην μεσοπολεμική Αθήνα.
Η πολεμική δεκαετία 1912-1922 (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία) ήταν η περίοδος υλοποίησης του οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Το ελληνικό κράτος πολλαπλασίασε την επικράτειά του, εντάσσοντας σε αυτή τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και των μικρασιατικών παραλίων. Η κατάληξη του οράματος αυτού ήταν η τραγική, για τους ανθρώπους που υπέστησαν τις συνέπειές της, ήττα του ελληνικού στρατού στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, γνωστή ως Μικρασιατική Καταστροφή. Οι χειρισμοί της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας είχαν ως αποτέλεσμα το βίαιο εκτοπισμό περίπου 1.500.000 Ελλήνων και αρκετών χιλιάδων Αρμενίων από τα μικρασιατικά παράλια προς την Ελλάδα. Η ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε, με την οποία παράλληλα με τον εκτοπισμό των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας εκτοπίστηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνων από την Ελλάδα, σηματοδότησε τη μεγαλύτερη έως τότε αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών παγκοσμίως και αποτέλεσε υπόδειγμα για τις μετέπειτα παρόμοιες πληθυσμιακές «διευθετήσεις» σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Μετά την άφιξη των προσφύγων στην Αθήνα προέκυψε ουσιαστικά μια νέα πρωτεύουσα. Μέχρι το 1928 είχαν εγκατασταθεί στην πόλη περισσότεροι από 130.000 πρόσφυγες. Το 1920, δύο χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Αθήνα είχε πληθυσμό 297.276 ατόμων1, ενώ οκτώ χρόνια μετά, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, σε αυτή κατοικούσαν 131.810 γηγενείς, 129.380 πρόσφυγες και 198.021 εσωτερικοί μετανάστες2.
Πέρα από την εικόνα που παρουσιάζουν οι αριθμοί, η άφιξη των προσφύγων άλλαξε τον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό χαρακτήρα της πόλης. Η πρώτη μεγάλη αλλαγή προέκυψε από τη δημιουργία των προσφυγικών συνοικιών. Στη δεκαετία του 1920 δημιουργήθηκαν οι συνοικισμοί της Ν. Φιλαδέλφειας, Ν. Ιωνίας, Περιστερίου, Καισαριανής, Βύρωνα, Υμηττού, Ν. Σμύρνης και πλήθος άλλων μικρότερων. Η δημιουργία των προσφυγικών συνοικισμών στα όρια του έως τότε οικιστικού ιστού της Αθήνας, υπήρξε το χωροταξικό αποτύπωμα της πολιτικής που ακολούθησαν οι μεσοπολεμικές κυβερνήσεις, με στόχο το διαχωρισμό προσφύγων και γηγενών προς αποφυγή κοινωνικών προστριβών.
Πράγματι, στην εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο της δεκαετίας του 1920, με τη ρευστή πολιτική κατάσταση και την κατεστραμμένη οικονομία λόγω των πολυετών πολεμικών επιχειρήσεων, η έλευση των προσφύγων εγκυμονούσε ποικίλους κινδύνους για το ισχύον πολιτικοκοινωνικό καθεστώς. Για τους γηγενείς που είχαν υποστεί τις οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες μιας ολόκληρης δεκαετίας πολέμων, η άφιξη των προσφύγων υπήρξε ένα τεράστιο και ανεπιθύμητο βάρος. Οι επιτάξεις κτιρίων –που είχαν ως αποτέλεσμα την αναγκαστική «φιλοξενία» προσφύγων από γηγενείς, μια συγκατοίκηση που όξυνε τις μεταξύ τους σχέσεις– και οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις οικοπέδων που ανήκαν σε γηγενείς και αποδίδονταν στους πρόσφυγες για την αποκατάστασή τους, υπήρξαν μερικά από τα πρώτα και επείγοντα μέτρα που οδήγησαν από πολύ νωρίς στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Με άλλα λόγια, πρόσφυγες και γηγενείς καλούνταν να συμβιώσουν στην Αθήνα κάτω τις χειρότερες δυνατές συνθήκες.
Οι πρόσφυγες ως ανταγωνιστικό εργατικό δυναμικό
Με αφετηρία την πολιτική διάσταση, την εισαγωγή δηλαδή των προσφύγων στο κυρίαρχο πολιτικό δίπολο της περιόδου ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, το προσφυγικό πρόβλημα απέκτησε σύντομα οικονομικές και πολιτισμικές προεκτάσεις. Όσα χώριζαν πρόσφυγες και γηγενείς σε πολιτικό επίπεδο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτυπώθηκαν τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις στους χώρους εργασίας, όσο και σε επίπεδο καθημερινότητας.
Αν για τους γηγενείς εργοδότες, οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες που ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν με εξαιρετικά χαμηλά ημερομίσθια, συνιστούσαν μια ευκαιρία μείωσης του κόστους εργασίας και άρα αύξησης των κερδών τους, για τους ντόπιους εργαζόμενους αποτελούσαν ανταγωνιστικό εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, το προσφυγικό εργατικό δυναμικό (στο οποίο κυριαρχούσαν οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά) χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές ως εργατική «εφεδρεία» ενάντια στις διεκδικήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Την περίοδο αυτή καταγράφονται πολλές περιπτώσεις χρησιμοποίησης των ανοργάνωτων συνδικαλιστικά προσφύγων, ως απεργοσπαστών κατά τη διάρκεια απεργιακών κινητοποιήσεων. Όπως επισήμαινε ο Δημήτρης Στρατής, γνωστός συνδικαλιστής του Μεσοπολέμου, σε επιστολή του προς το διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας A. Thomas στις 2 Μαρτίου 1927: «Η εργατική τάξη είναι αδύνατο να επιβληθεί στους εργοδότες οι οποίοι σε κάθε εργατική διεκδίκηση των οργανωμένων εργατών απαντούν με μαζικές απολύσεις, αντικαθιστώντας τους συνδικαλισμένους εργάτες με ασυνδικάλιστους από τους πρόσφυγες»3.
Προερχόμενοι κυρίως από αγροτικές κοινότητες χωρίς να φέρουν συνδικαλιστική εμπειρία, οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονταν την αντιπαράθεσή τους με τους γηγενείς εργάτες με πολιτισμικούς και όχι με ταξικούς όρους. Έτσι, η χρησιμοποίησή τους από την εργοδοσία ως απεργοσπαστών δεν γινόταν αντιληπτή στο πλαίσιο των ταξικών σχέσεων εξουσίας, αλλά σε αυτό της πολιτισμικής διαφοράς ανάμεσα σε πρόσφυγες που διεκδικούσαν το δικαίωμα στην εργασία και σε γηγενείς που το κατείχαν. Χαρακτηριστικά ήταν όσα διαδραματίστηκαν στο λιμάνι του Πειραιά κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας τον Αύγουστο του 1923. Στο μεγαλύτερο εργασιακό χώρο του λεκανοπεδίου –όπου κυριαρχούσαν λιμενεργάτες, υποστηρικτές του Λαϊκού Κόμματος και του βασιλιά, καταγόμενοι από τη Μάνη– πρόσφυγες «έσπασαν» την απεργία καταλαμβάνοντας τις θέσεις τους. Η πράξη αυτή έγινε κατανοητή από τους πρόσφυγες με πολιτισμικούς όρους ως «σπάσιμο» του «μανιάτικου μονοπωλίου» και όχι με ταξικούς, ως «σπάσιμο» της απεργίας4.
Τέτοιου είδους προστριβές, υπήρξαν αποτέλεσμα της διαφορετικής εμπειρίας που έφεραν οι πρόσφυγες από τις πατρίδες τους στη Μ. Ασία. Οι άνθρωποι αυτοί έπρεπε να προσαρμοστούν σε μια κοινωνία που ήταν διαφορετικά οργανωμένη από αυτή που γνώριζαν στα μικρασιατικά παράλια. Από τις κοινωνίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ήταν δομημένες και ιεραρχημένες πολιτισμικά (ανάλογα με τη θρησκεία και την εθνικότητα), οι πρόσφυγες καλούνταν να προσαρμοστούν άμεσα στην κοινωνική δομή ενός έθνους-κράτους, η οποία ιεραρχούνταν με πολιτικούς και οικονομικούς όρους. Όσα τους διέκριναν στο πλαίσιο των πολυεθνικών-πολυπολιτισμικών κοινωνιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (θρησκεία, εθνικότητα και γλώσσα), δεν αποτελούσαν πλέον στοιχεία διάκρισης. Αντίθετα, όσα μοιράζονταν με τους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους γείτονές τους στις πόλεις και τα χωριά της Μ. Ασίας (ένδυση, κουζίνα, μουσική), τους διαφοροποιούσαν πλέον από τους παλιούς κατοίκους της Αθήνας.
Η πολιτισμική ετερότητα των προσφύγων ως πεδίο αντιπαράθεσης
Δεν ήταν όμως μόνο οι προστριβές στους χώρους εργασίας που καθιστούσαν δύσκολη τη συμβίωση. Πρόσφυγες και γηγενείς δεν αποτελούσαν συμπαγείς πολιτισμικά ομάδες, καθώς στο εσωτερικό τους υπήρχαν πολλές και σημαντικές διαφοροποιήσεις. Όμως τα αντικρουόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα η πολιτική πόλωση ανάμεσα σε βενιζελικούς πρόσφυγες και αντιβενιζελικούς γηγενείς, ομαδοποίησαν τις διαφοροποιήσεις αυτές εντάσσοντάς τες κάτω από τις έννοιες-ομπρέλα: πρόσφυγες και γηγενείς. Έτσι λοιπόν, η ανάδειξη της πολιτισμικής ετερότητας των προσφύγων ως παράγοντα αντιπαράθεσης, υπήρξε αποτέλεσμα της πολιτικοποίησης των πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών, συνέπεια της ταύτισής τους με το βενιζελικό χώρο, και της κοινωνικής-οικονομικής περιθωριοποίησής τους. Ο δημόσιος λόγος των αντιβενιζελικών (στη πλειοψηφία τους γηγενών) συνέδεε τα «ανατολίτικα» στοιχεία του προσφυγικού πολιτισμικού υποστρώματος, με την πολιτική τους συμπεριφορά: οι πρόσφυγες είχαν μετατραπεί σε υποχείρια του Βενιζέλου διότι δεν έφεραν κοινοβουλευτική πολιτική κουλτούρα στις «σκλαβωμένες» πόλεις και χωριά της Μ. Ασίας.
Έτσι λοιπόν η πολιτισμική διαφορά, όπως εκδηλώνονταν στην καθημερινότητα από το συγχρωτισμό ανθρώπων με εντελώς διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, υπήρξε ένα ακόμη πεδίο εμφάνισης της αντιπαράθεσης προσφύγων και γηγενών. Πολλοί πρόσφυγες ήταν τουρκόφωνοι ή μιλούσαν τα ακατανόητα ποντιακά, φορούσαν σαρίκια και φέσια, έπιναν ούζο και όχι ρετσίνα, έτρωγαν διαφορετικά φαγητά (η μικρασιατική κουζίνα με τις έντονες γεύσεις και τα πικάντικα φαγητά ήταν κάτι εντελώς ξένο για τους γηγενείς) και «λικνίζονταν προκλητικά» στους ρυθμούς του ανατολίτικου αμανέ5.
Οι πρόσφυγες δεν αμφισβητούσαν απλά την πολιτική κυριαρχία των αντιβενιζελικών στην Αθήνα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά και την ηθική τάξη λόγω του διαφορετικού πολιτισμικού υποστρώματος που έφεραν από τις πατρίδες τους. Για παράδειγμα μπορεί οι γυναίκες που περιποιούνταν τον εαυτό τους να ήταν μια συνηθισμένη εικόνα για την αστική τάξη της πόλης, όμως στις φτωχές, πλέον, προσφυγοπούλες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Αθήνας αρωματισμένες και μακιγιαρισμένες σύμφωνα με τις συνήθειες που έφεραν από την πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη Σμύρνη, αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός της «παστρικιάς», της γυναίκας δηλαδή που χρησιμοποιούσε τη γοητεία της για να προσελκύσει πλούσιους γηγενείς, με απώτερο στόχο την «απόδραση» από τους άθλιους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Οι πρόσφυγες συνιστούσαν μια σημαντική απειλή για την ισχύουσα κοινωνική τάξη. Ήταν οι εκατοντάδες χιλιάδες πολιτισμικά «άλλοι», οι οποίοι αποτελώντας το 1/3 του πληθυσμού της πόλης μπορούσαν, όπως και έκαναν, να «αλλοιώσουν» τα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα στην πρωτεύουσα.
Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή
Η εγκατάσταση χιλιάδων φανατικά βενιζελικών προσφύγων στην Αθήνα, αμφισβητούσε άμεσα την πολιτική κυριαρχία των αντιβενιζελικών, στην πλειοψηφία τους, γηγενών της πόλης. Οι ευθύνες που έφερε το Λαϊκό Κόμμα και ο βασιλιάς για τον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών της Μ. Ασίας, είχαν ως αποτέλεσμα την α πόλυτη ταύτιση των προσφύγων με το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου και το βενιζελικό πολιτικό χώρο. Τα εκλογικά ποσοστά που συγκέντρωσε στις προσφυγικές συνοικίες η βενιζελική παράταξη στις εκλογές του 1928 ήταν συντριπτικά για τους υποψηφίους του αντιβενιζελικού χώρου: 98,5% στην Καισαριανή, 98,1% στη Ν. Ιωνία, 98% στη Ν. Κοκκινιά, 97,4% στο Βύρωνα, όταν στην περιοχή πρωτευούσης συγκέντρωσε το 63,7% 6.
Σύσσωμοι οι βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος και ο αντιβενιζελικός Τύπος κατηγορούσαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο για το καθεστώς συνδιαλλαγής που είχε επιβάλει. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι βενιζελικοί «εξαγόραζαν» την προσφυγική ψήφο παραχωρώντας περιουσίες, σε πολλές περιπτώσεις γηγενών, μέσω αναγκαστικών απαλλοτριώσεων σε πρόσφυγες. Η χρησιμοποίηση της προσφυγικής ψήφου από το βενιζελικό στρατόπεδο, στιγματίστηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους ως εκλογικό πραξικόπημα. Σε άρθρο του ο βουλευτής Αθηνών του Λαϊκού κόμματος Κων/νος Δεμερτζής, κατηγορούσε προσωπικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι μέσω της προσφυγικής ψήφου επιδίωκε την αλλοίωση του πολιτικού φρονήματος στην πρωτεύουσα με «την εγκαθίδρυσιν της προσφυγικής δικτατορίας, μεθ’ όλων των ολεθρίων συνεπειών της ένεκα του μίσους και της διακρίσεως, ήτις αυτομάτως προκαλείται οσάκις η μια μερίς της χώρας δεν σέβεται τα ιστορικά και αναμφισβήτητα δικαιώματα της ετέρας»7.
Η αντίληψη πάνω στην οποία επιχειρήθηκε η αμφισβήτηση της προσφυγικής ψήφου, βασίζονταν στην άποψη ότι οι πρόσφυγες στερούνταν «πολιτικής αγωγής» λόγω του μακρόχρονου «ξενικού ζυγού» κάτω από τον οποίο ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια. Από τη στιγμή λοιπόν που οι πρόσφυγες, προερχόμενοι από διαφορετικού τύπου κοινωνίες, δεν έφεραν την πολιτική κουλτούρα της κοινοβουλευτικής βασιλευόμενης ή μη δημοκρατίας, δεν μπορούσαν να καθορίζουν τις τύχες των πολιτών της χώρας. Η λογική αυτή έφτασε μέχρι του σημείου της ευθείας αμφισβήτησης του δικαιώματος των προσφύγων να εκλέγονται, αλλά ακόμη και να ψηφίζουν8.
Η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων υπήρξε ένα τεράστιο πρόβλημα για το Λαϊκό Κόμμα. Το πρόβλημα αυτό λύθηκε, όταν το 1933 κατάφεραν οι Λαϊκοί να κερδίσουν τις εκλογές. Ένα από τα πρώτα μέτρα που προώθησε η κυβέρνηση Τσαλδάρη, ήταν η απόσπαση των προσφυγικών συνοικιών από το Δήμο Αθηναίων και μετατροπή τους σε αυτόνομους δήμους. Η τακτική του «εκλογικού μαγειρέματος» υπονόμευσε την προσφυγική ψήφο στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Για παράδειγμα, οι προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά αποσπάστηκαν από τους δύο μεγάλους δήμους και εντάχθηκαν στο Νομό Αττικοβοιωτίας όπου διακυβεύονταν μόλις τρεις κοινοβουλευτικές έδρες σε σχέση με τις 31 σε Αθήνα και Πειραιά9.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων παρουσίασε ένα διαφορετικό πολιτικό κίνδυνο. Η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1930 –το οποίο ουσιαστικά υποτιμούσε τις περιουσίες των χριστιανών που εγκατέλειψαν τη Μ. Ασία σε σχέση με αυτές των μουσουλμάνων που αναχώρησαν από την Ελλάδα κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών– και η οικονομική κρίση που οδήγησε στην πτώχευση 1του 1932 –την οποία χρεώθηκε πολιτικά ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος– είχαν ως αποτέλεσμα την αποστασιοποίηση ενός σημαντικού τμήματος του προσφυγικού στοιχείου από το βενιζελικό πολιτικό χώρο. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις πολυπληθείς φτωχές προσφυγικές συνοικίες, η αποτυχία των πελατειακού τύπου σχέσεων που είχαν αναπτύξει οι πρόσφυγες με το Κόμμα των Φιλελευθέρων με στόχο την ικανοποίηση βασικών προβλημάτων τους (στέγαση, επαγγελματική αποκατάσταση, αποζημιώσεις) και η δραστηριοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στις συνοικίες, οδήγησαν στην εκλογική και πολιτική ενδυνάμωση του ΚΚΕ. Πλέον οι πρόσφυγες δεν αποτελούσαν απειλή μόνο για τους οπαδούς του Λαϊκού Κόμματος και του βασιλιά, αλλά για το σύνολο του αστικού πολιτικού συστήματος.
Η μεγάλη εκλογική επιτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος στις προσφυγικές συνοικίες στις εκλογές του 1933, θορύβησε τον αστικό πολιτικό κόσμο καθώς και όσους πρόσφυγες δραστηριοποιούνταν ως «μεσάζοντες» στα πελατειακά δίκτυα που είχαν αναπτύξει τα δύο μεγάλα κόμματα με την εκλογική τους βάση. Αυτοί οι «μεσάζοντες» λειτουργούσαν ως διαμορφωτές της προσφυγικής κοινής γνώμης (εκδότες εφημερίδων προσφυγικών συμφερόντων, πρόσφυγες βουλευτές, πρόεδροι προσφυγικών ενώσεων και σωματείων), με στόχο τον έλεγχο του τρόπου εκδήλωσης των προσφυγικών διεκδικήσεων και την πολιτική τους διαχείριση, εξασφαλίζοντας ότι αυτές δε θα συνδεθούν με ανατρεπτικά νοήματα και πρακτικές.
Η αρθογραφία των μεγάλων προσφυγικών εφημερίδων, όπως ο Προσφυγικός Κόσμος, έλαβε καθαρά αντικομμουνιστικό χαρακτήρα κυρίως μετά τα γεγονότα του Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Λίγες ημέρες μετά, στο πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο με τίτλο «Διαγράψατε τα προσφυγικά χρέη πριν εκσπάση η κοινωνική θύελλα», η εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος, προειδοποιούσε την κυβέρνηση για τον κίνδυνο μαζικής μετατόπισης του προσφυγικού στοιχείου προς την Αριστερά, όχι στη βάση μιας ιδεολογικής επιλογής, αλλά ως εκδήλωση διαμαρτυρίας. Η εξέλιξη αυτή ερμηνεύονταν ψυχολογικά ως «σεισμός ψυχής», για να υπονομευτεί τυχόν ιδεολογική ταύτιση των προσφύγων με το Κομμουνιστικό Κόμμα:
«Τέτοιοι σεισμοί της ψυχής είνε εκείνοι, που ωδήγησαν εις την Γαλλικήν Επανάστασιν […] Αλλά σήμερον δεν είνε της μόδας το σύστημα της Επαναστάσεως εκείνης. Σήμερον έχομεν άλλα υποδείγματα […] Έχομεν το υπόδειγμα της επαναστάσεως της Μόσχας. Κάπου εκεί, ενεδρεύει κακός της δυστυχούσης προσφυγικής ζωής, σύμβουλος. Ο κομμουνισμός!»10
Το γεγονός που ανησυχούσε τον αστικό πολιτικό κόσμο δεν ήταν τόσο τα πρωτόγνωρα ποσοστά που συγκέντρωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα στις προσφυγικές συνοικίες στις εκλογές του 1933 (12,4% στη Ν. Ιωνία, 12% στην Καισαριανή, 11,2% στη Ν. Κοκκινιά, 10,5% στο Βύρωνα11), αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη του κινητοποιούσαν τους κατοίκους. Ο μαχητικός και κυρίως συλλογικός χαρακτήρας των κινητοποιήσεων που οργάνωναν οι κομμουνιστές, «καταργούσε» το χώρο δράσης των τοπικών μεσαζόντων στο πλαίσιο των πελατειακών δικτύων. Οι κομματικές και εξωκομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ, εισήγαγαν μια νέα πολιτική κουλτούρα που βασίζονταν στην ενεργοποίηση των κατοίκων και στην ανάληψη σημαντικών αρμοδιοτήτων από την πλευρά τους. Υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών, οι ίδιοι οι κάτοικοι συγκροτούσαν επιτροπές αγώνα, δίκτυα συμπαράστασης απεργών, ομάδες υλικής υποστήριξης φυλακισμένων και εξορίστων, ενεργοποιώντας μια διαδικασία όπου η ανάληψη ευθυνών ενίσχυε την αλληλεγγύη των κατοίκων και το συλλογικό χαρακτήρα της δράσης τους. Με άλλα λόγια, η δράση των κομμουνιστών στις προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας, έδειχνε στην πράξη τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του ρόλου των ποικίλων μεσαζόντων και πρότεινε ένα διαφορετικό τρόπο διεκδίκησης, πολιτικοποιώντας παράλληλα τις κινητοποιήσεις των κατοίκων για στέγαση, ύδρευση, εργασία κ.ά.
Τους τελευταίους μήνες πριν την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, η κλιμάκωση της δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος πανελλαδικά, οδήγησε σε εντονότερες αντιδράσεις. Έτσι σε ένα ακόμη κύριο άρθρο της εφημερίδας Προσφυγικός Κόσμος με τίτλο «Το κράτος με την αναλγησίαν του μας οδηγεί βία προς τα αριστερά», ο συντάκτης επικαλείται τη μικρασιατική παράδοση, τις «ρίζες» των προσφύγων, για να υποστηρίξει ότι ο κομμουνισμός δεν «ταιριάζει» στην ψυχοσύνθεσή τους, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποκρούσει τις κατηγορίες, κυρίως από την πλευρά του Λαϊκού Κόμματος, ότι οι πρόσφυγες είναι κομμουνιστές:
«Ο προσφυγικός κόσμος ποτέ – μα ποτέ, δεν υπήρξεν αριστερός. Εις τας πατρίδας του, η κοινωνική ιεραρχία ήτο ριζωμένη ως θρησκεία μέσα εις τας συνειδήσεις του […] Και οι πλέον γλίσχρως αμειβόμενοι εργάται είχαν την μικροαστικήν νοοτροπίαν των. Το σπιτάκι των, το νοικοκυριό των […] Πώς να εμφιλοχωρήση ο κομμουνισμός μέσα εις αυτήν την ειδυλλιακώς ισορροπημένην κοινωνικήν ευδαιμονίαν; […] Όχι! Δεν είνε κομμουνισταί οι πρόσφυγες. Και η επιθυμία των, είνε να μείνουν δεξιά. Αλλ’ αν συν εχισθή αυτή η κοινωνική τραγωδία των […] αι τότε και οι πρόσφυγες θα βγουν εις το πεζοδρόμιον έξαλλοι, θα θελήσουν να αναμετρηθούν με το Κράτος […] Και θα είνε αδιάφορον, αν αυτό θα είνε κλίσις προς τα αριστερά ή όχι 12.»
Προβάλλοντας την «ειδυλλιακώς ισορροπημένην κοινωνικήν ευδαιμονίαν» του μικρασιατικού παρελθόντος, οι εκφραστές του προσφυγικού στοιχείου στη δημόσια σφαίρα, αρνούνταν να κατανοήσουν ή να παραδεχθούν δημοσίως τον κοινωνικό μετασχηματισμό που προκλήθηκε από τη μακροχρόνια εξαθλίωση των προσφύγων: οι «νοικοκυραίοι» των μικρασιατικών παραλίων είχαν πλέον μετατραπεί σε προλετάριους των φτωχών συνοικιών της Αθήνας.
Δεν ήταν όμως μόνο οι εκφραστές του προσφυγικού στοιχείου που «διέγνωσαν» τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Η ριζοσπαστικοποίηση μέρους του προσφυγικού κόσμου προκάλεσε την αντίδραση των γηγενών, κυρίως του τμήματος που υποστήριζε το Λαϊκό Κόμμα. Με τη δημοσίευση άρθρων σε εφημερίδες που στήριζαν το Λαϊκό Κόμμα, το τμήμα αυτό των γηγενών στράφηκε ενάντια στο προσφυγικό στοιχείο, επαναφέροντας το δίπολο πρόσφυγες-γηγενείς στον πολιτικό ανταγωνισμό της περιόδου. Σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη, ο Σ. Αθανασάκης, αρτεργάτης, κάτοικος Καισαριανής, έκανε αναφορά στους «τσαλδαρικούς και κονδυλοθεοτοκικούς» που μέσω προσβλητικών δημοσιευμάτων στις εφημερίδες Ελληνικό Μέλλον και Τύπος, «τελευταία προσπαθούν να ξεσηκώσουν μια αισχρή αντιπροσφυγική κίνηση. Καλούν τους γηγενείς να ενωθούν εναντίον των προσφύγων, ζητώντας να απομονωθούν σε ιδιαίτερους εκλογικούς συλλόγους οι προσφυγικοί συνοικισμοί κτλ. […] Επειδή η μάζα των προσφύγων δεν τους ψήφισε, μας λένε “σαρικοφόρους” και “Τουρκόγλωσσους”13».
Το ζήτημα αυτό έλαβε διαστάσεις, όταν τρεις μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε στην Καλλιθέα συνδιάσκεψη με τη συμμετοχή 70 εκπροσώπων προσφυγικών οργανώσεων της Αθήνας και του Πειραιά. Ο κεντρικός εισηγητής και εκπρόσωπος των προσφυγικών οργανώσεων της Καλλιθέας, Μήτσος Παπαδόπουλος, αναφέρθηκε σε ένα κίνδυνο που μόλις οκτώ χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έγινε πραγματικότητα κάτω από ένα διαφορετικό πλαίσιο εκδήλωσης της διάστασης ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς: «Κινδυνεύουμε να βρεθούμε καμμιά μέρα με καμμένους τους συνοικισμούς μας, να πάθουμε χειρότερα απ’ ότι πάθαμε απ’ τον Τούρκο, αν δεν οργανωθούμε, αν δεν διαμαρτυρηθούμε στο Βασιληά, στην κυβέρνηση, σ’ όλον το κόσμο, για να μπει τέρμα σ’ αυτή την εκστρατεία14».
Αν και, τόσο η απειλή του κομμουνισμού όσο και αυτή του καψίματος των προσφυγικών συνοικισμών από τους «δεξιούς» του Μεσοπολέμου, ήταν σαφώς υπερεκτιμημένη, απέκτησε εντελώς διαφορετική δυναμική κατά την περίοδο της Κατοχής. Η αντιπαλότητα προσφύγων και γηγενών, όπως εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από το κυρίαρχο δίπολο βενιζελικοί-αντιβενιζελικοί κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, έλαβε νέες διαστάσεις και διαφορετικά νοήματα, όταν κατά την κατοχική περίοδο η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων στις προσφυγικές συνοικίες ταυτίστηκε με το ΕΑΜ, ενώ παράλληλα η συντριπτική πλειοψηφία των αξιωματικών και ανδρών της Χωροφυλακής και των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας, που πρωτοστάτησαν στις συγκρούσεις και τα μπλόκα στις προσφυγικές συνοικίες, κατάγονταν από την Παλαιά Ελλάδα15.
* Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος και υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
1 Λίλα Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940, Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1989, σ. 48.
2 Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου, «Πόλεις και ύπαιθρος. Μετασχηματισμοί και αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο του εθνικού χώρου», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.) Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τ. Β1: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 64.
3 Παρατίθεται στο Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα, 1993, σ. 48.
4 Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα. Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας: Καισαριανή, Βύρωνας, Παγκράτι, Γούβα, Υμηττός, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2011, σ. 62.
5 Οι καθημερινές συνήθειες και ο τρόπος διασκέδασης των κατοίκων στους φτωχούς προσφυγικούς συνοικισμούς, στιγματίζονταν συστηματικά ιδιαίτερα από τις εφημερίδες του αντιβενιζελικού χώρου. Η «επίθεση» ενάντια στον μικρασιατικό-ανατολίτικο τρόπο ζωής επικεντρώθηκε στη μουσική. Όταν μάλιστα ο αμανές «συναντήθηκε» με το ρεμπέτικο, δεδομένης της μεγάλης απήχησης που είχαν, επικρίσεις άρχισαν να διατυπώνονται και από τον προσφυγικό Τύπο. Η διαδικασία «διωγμού» του είδους αυτού της λαϊκής μουσικής, κορυφώθηκε με τις απαγορεύσεις της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Σε σύμπλευση με τη λογοκρισία που επέβαλε η δικτατορία, άρθρο της μεγαλύτερης προσφυγικής εφημερίδας επισήμαινε: «Εις εποχήν καθ’ ην και η Τουρκία ακόμη κατεδίκασε και απηγόρευσε αυτού του είδους την πρωτόγονον μουσικήν καλλιέργειαν, ημείς εδώ ιδιαιτέρως εντρυφώμεν εις τους λαρυγκικούς παροξισμούς της», Προσφυγικός Κόσμος, 8 Αυγούστου 1937.
6 Σπύρος Καράβας, «Η προσφυγική ψήφος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο του μεσοπολέμου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών τ. 9ος, 1992, σ. 153.
7 Εμπρός, 13 Ιουλίου 1928.
8 Προκόπης Αγγελέτος, Πρόσφυγες στην Αθήνα και Ισραηλίτες στη Θεσσαλονίκη: Πολιτική χρήση των αρνητικών στερεοτύπων από το Βενιζελικό και Αντιβενιζελικό Τύπο στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2003, σ. 38-39.
9 Γιώργος Μαυρογορδάτος, Stilborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, Berkeley, University of California Press, 1983, σ. 315. Οι προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά αποσπάστηκαν από τους δύο μεγάλους δήμους και εντάχθηκαν στο Νομό Αττικοβοιωτίας όπου διακυβεύονταν μόλις τρεις κοινοβουλευτικές έδρες σε σχέση με τις 31 σε Αθήνα και Πειραιά.
10 Προσφυγικός Κόσμος, 10 Μαΐου 1936.
11 Καράβας, «Η προσφυγική ψήφος», σ. 153.
12 Προσφυγικός Κόσμος, 7 Ιουνίου 1936.
13 Ριζοσπάστης, 6 Φεβρουαρίου 1936.
14 Ριζοσπάστης, 10 Φεβρουαρίου 1936.
15 Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα. Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας: Καισαριανή, Βύρωνας, Παγκράτι, Γούβα, Υμηττός, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2011, σ. 478-482.
————————————————————————————————————————————–
Συζήτηση με τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη
|
Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του με τίτλο «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης μιλάει στο Red Notebook για το βίωμα της προσφυγιάς και την επίδρασή του στη συγκρότηση του ΕΑΜ στην Αθήνα, για το πώς η Αντίσταση άλλαξε τις ζωές τον ανθρώπων που πύκνωσαν τις γραμμές της, για τις σχέσεις ΕΑΜ-ΚΚΕ, αλλά και για τη σημερινή προσπάθεια εξιλέωσης του δωσιλογισμού
***
Η έρευνά σου αφορά συγκεκριμένες περιοχές της Αθήνας – το Βύρωνα, το Παγκράτι, τον Υμηττό, την Καισαριανή. Πρόκειται για τις «ανατολικές συνοικίες», όπου κατευθύνθηκαν χιλιάδες πρόσφυγες μετά το 1922. Πώς επιδρούσε το βίωμα της προσφυγιάς στην απόφαση κάποιου να ενταχτεί στην Αντίσταση;
Οι μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα μετά το 1922 αποτέλεσαν την κύρια δύναμη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος στην πόλη. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που αναλύω στο βιβλίο μου και που εδώ θα αναφέρω επιγραμματικά. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν ένα πολυάριθμο (περίπου το 1/3 του πληθυσμού της Αθήνας) και ιδιαίτερα συμπαγές τμήμα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Αν και κατείχαν ένα ανεπτυγμένο πολιτισμικό επίπεδο, η υλική του βάση είχε πλέον καταστραφεί. Με άλλα λόγια η πολιτισμική συγκρότηση των προσφύγων δεν αντιστοιχούσε πλέον στην οικονομική τους θέση, καθώς αφίχθηκαν στη νέα τους πατρίδα έχοντας χάσει το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους. Η μετατροπή τους από εμπόρους, τεχνίτες και γεωργούς, στη Μικρά Ασία, σε ανειδίκευτους βιομηχανικούς εργάτες, στην Αθήνα, οι άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν στους πρόχειρους προσφυγικούς συνοικισμούς, οι μεγάλες τριβές που είχαν με τους γηγενείς σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο και η κοινωνική, οικονομική ακόμη και χωροταξική τους περιθωριοποίηση, τους κατέστησαν το πιο ευάλωτο τμήμα του αθηναϊκού πληθυσμού σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Στην Κατοχή, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του κατοχικού λιμού, οι πρόσφυγες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την τεράστια αυτή ανθρωπιστική κρίση, χωρίς να μπορούν να αναπτύξουν τις βασικές στρατηγικές επιβίωσης που εφάρμοσαν οι γηγενείς συμπολίτες τους (πώληση ακίνητης και κινητής περιουσίας, αναζήτηση τροφίμων στους τόπους καταγωγής). Οι πρόσφυγες δεν άντεχαν μια δεύτερη καταστροφή σε διάστημα μόλις δύο δεκαετιών. Αυτό το γεγονός, από κοινού με τις προσδοκίες που δημιουργούσε το εαμικό αντιστασιακό κίνημα για μια δημοκρατική μεταπολεμική Ελλάδα, υπήρξαν οι βασικοί λόγοι που έστρεψαν μαζικά τους πρόσφυγες προς το ΕΑΜ. Με άλλα λόγια, το ΕΑΜ λειτούργησε ως μέσο ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία, μια επιθυμία που δεν είχε εκπληρωθεί τις δύο δεκαετίες που είχαν μεσολαβήσει.
Γράφεις σε κάποιο σημείο ότι «η αντιστασιακή εμπειρία οδήγησε σε νέες θεωρήσεις του εαυτού, σε νέες αντιλήψεις σχετικά με το ρόλο και τη θέση του ατόμου στις πολιτικές εξελίξεις». Σε τι συνίσταται αυτή η αλλαγή;
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συντελέστηκε ένας μεγάλης σημασίας πολιτικός μετασχηματισμός. Η κατάληψη της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα και ο διορισμός δωσίλογων κυβερνήσεων, προκάλεσε ένα πρωτόγνωρο πολιτικό κενό, γιατί η εξουσία τους δεν βασίζονταν σε καμία λαϊκή νομιμοποίηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, την πολιτική έκφραση των κατεχόμενων πολιτών ανέλαβαν όσες πολιτικές δυνάμεις κατάφεραν να μετασχηματιστούν από πολιτικά κόμματα σε αντιστασιακές οργανώσεις. Αυτή η αλλαγή είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις. Το ΕΑΜ, εκμεταλλευόμενο την εμπειρία των προπολεμικών κομμουνιστών, έλαβε εξαρχής κινηματικό χαρακτήρα. Αυτή την εμπειρία δεν την είχαν τα άλλα πολιτικά κόμματα, και ιδιαίτερα αυτά που πρωταγωνίστησαν στην προπολεμική πολιτική ζωή της χώρας, διότι δεν είχαν αναπτύξει μαζικούς μηχανισμούς. Το ΕΑΜ λοιπόν, προσφέροντας μια «πλατφόρμα» πολιτικής δράσης απευθύνθηκε στα κατώτερα αλλά και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, τα οποία είχαν εισέλθει σε μια διαδικασία ταχείας ριζοσπαστικοποίησης λόγω των πληγμάτων που δέχτηκαν από την στρατιωτική κατοχή.
Η έξοδος από την αδράνεια και τη μοιρολατρική αποδοχή του νέου καθεστώτος, προκάλεσε τεράστιες αλλαγές στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν την πολιτική. Η ανάληψη αντιστασιακής δράσης, η ένταξη στην αντιστασιακή συλλογικότητα, μετασχημάτισε την έμμεση σχέση με την πολιτική (μέσω της συμμετοχής στα πελατειακού τύπου δίκτυα που κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή του μεσοπολέμου) σε άμεση, μέσω των ευθυνών που συνεπάγονταν η δράση αυτή απέναντι στα υπόλοιπα μέλη της αντιστασιακής συλλογικότητας. Η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, η δράση, η ευθύνη απέναντι στη συλλογικότητα, η αυταπάρνηση, υπήρξαν μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της αντιστασιακής δράσης που διαμόρφωσαν μια νέα πολιτική κουλτούρα, αλλάζοντας τη σχέση του ατόμου με την πολιτική, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο το άτομο κατανοούσε τη θέση του απέναντι σε αυτή.
Ο οργανωτικός κορμός της εαμικής Αντίστασης ήταν το προπολεμικό ΚΚΕ –ένα δυναμικό γαλουχημένο στη γραμμή «τάξη εναντίον τάξης». Όπως όμως επισημαίνεις στο βιβλίο σου, με τη συγκρότηση ενός μαζικού διαταξικού μετώπου όπως το ΕΑΜ, η οργανωμένη βάση του ΚΚΕ πολλαπλασιάστηκε, και το νέο δυναμικό εμφορούνταν από διαφορετικές αντιλήψεις. Τι σημαίνουν αυτά για την πολιτική του κόμματος σ’ αυτή τη νέα φάση; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντί να «κουκουεδοποιείται» το ΕΑΜ, «εαμοποιείται» το ΚΚΕ;
Η ερώτησή σου επισημαίνει ένα κομβικής σημασίας ζήτημα για την κατανόηση του εαμικού κινήματος και της σχέσης του με το ΚΚΕ. Ας ξεκινήσουμε από ένα αριθμητικό δεδομένο: τον Ιανουάριο του 1942 τα μέλη της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (ΚΟΑ) του ΚΚΕ ανέρχονταν σε 1.200. Τον Οκτώβριο του 1944 τα μέλη της ΚΟΑ ήταν περίπου 35.000. Το ΚΚΕ για πρώτη φορά στην έως τότε ιστορία του αποκτούσε μορφή μαζικού και πολυσυλλεκτικού κόμματος. Το ΚΚΕ, μέσω του ΕΑΜ, επιδίωκε να εκφράσει τους νέους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς της Κατοχής και να τους μετατρέψει σε πλειοψηφική πολιτική δύναμη στην μεταπολεμική Ελλάδα. Με στόχο την επίτευξη της ευρύτερης δυνατής κοινωνικής σύμπραξης στο πλαίσιο του ΕΑΜ, ο ταξικός χαρακτήρας του κομμουνιστικού πολιτικού λόγου υποκαταστάθηκε από τον εθνικοαπελευθερωτικό, καθώς αποδέκτης του δεν ήταν πλέον μόνο η εργατική τάξη, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Σε αυτή τη λογική το ΚΚΕ θα παραμερίσει την επαναστατική προοπτική προβάλλοντας την πολιτική της λαοκρατίας, δεσμευόμενο στην προγραμματική του διακήρυξη, που δημοσιεύτηκε στην έκδοση Λαοκρατία και σοσιαλισμός (Γενάρης-Απρίλης 1943), για το σχηματισμό μετά την Απελευθέρωση, Προσωρινής Κυβέρνησης «απ’ όλα τα εθνικά κόμματα και οργανώσεις, που δέχονται την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας», η οποία θα προκηρύξει «αμέσως ελεύθερο πανελλαδικό δημοψήφισμα για τον καθορισμό του πολιτεύματος (βασιλεία ή δημοκρατία)» και εκλογές «για Συνταχτική Εθνοσυνέλευση, που θα συντάξει και θα ψηφίσει το Σύνταγμα» [1].
Αυτό όμως που πρέπει να επισημανθεί, είναι το γεγονός ότι ο μετασχηματισμός της πολιτικής φυσιογνωμίας του κατοχικού ΚΚΕ δεν ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο των διεργασιών που συντελούνταν σε επίπεδο ηγεσίας, αλλά και των πολύμορφων επιρροών που ασκούσε σε αυτή η εαμική βάση.
Για την κατανόηση της αμφίδρομης σχέσης που συνέδεε το κόμμα και το κίνημα, θα πρέπει να σταθούμε στη διάκριση ανάμεσα στα προπολεμικά στελέχη του ΚΚΕ και τις χιλιάδες των ανθρώπων που εντάχθηκαν στο κόμμα και στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι μερικές εκατοντάδες προπολεμικοί κομμουνιστές, έφεραν την πολιτική κουλτούρα του Μεσοπολέμου που χαρακτηριζόταν από τον κλειστό, παράνομο και συνωμοτικό χαρακτήρα του ΚΚΕ, από τους διωγμούς και την κομματική νοοτροπία που αναπτύχθηκε στους τόπους εξορίας και εγκλεισμού, από τις εσωκομματικές συγκρούσεις και αποκλεισμούς, από τη δογματική προσήλωση στις επιταγές της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της ελληνικής κομματικής ηγεσίας.
Η πολιτική συγκρότηση των νέων μελών που εντάχθηκαν στο ΚΚΕ και στις εαμικές οργανώσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συντελέστηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και συγκεκριμένα στη βάση των εμπειριών του ελληνοϊταλικού πολέμου, της στρατιωτικής κατοχής και του κατοχικού λιμού. Αυτές οι εμπειρίες, που οι προπολεμικοί κομμουνιστές ερμήνευσαν σύμφωνα με την ήδη διαμορφωμένη πολιτική τους συγκρότηση, υπήρξαν η αφετηρία της πολιτικής συνειδητοποίησης των νέων της Κατοχής. Η εαμική εμπειρία παρήγαγε μια διαφορετική, από την προπολεμική, πολιτική κουλτούρα. Αυτό λοιπόν που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι το κόμμα διαμορφώνει το κίνημα αλλά παράλληλα διαμορφώνεται από αυτό, μεταβάλλοντας την προπολεμική του πολιτική, δεδομένης της μαζικότητας και της πολυσυλλεκτικότητας του εαμικού συνασπισμού. Όμως, αυτό που πρέπει επίσης να κρατήσουμε, είναι ότι τα νέα μέλη του κόμματος, που υπήρξαν και οι κύριοι φορείς του αντιστασιακού πνεύματος, δεν μπόρεσαν να φτάσουν ποτέ στα ηγετικά του κλιμάκια.
Το χειμώνα του 1943, το ΕΑΜ θα εισαγάγει στις συνοικίες το θεσμό των λαϊκών επιτροπών. Ξεσπούν απεργίες και βίαιες συγκρούσεις, στις οποίες πολλοί διαδηλωτές θα χάσουν τη ζωή τους. Δεν πρόκειται πια για αντιστασιακές ενέργειες, αλλά για μια προσπάθεια υποκατάστασης της κατοχικής κυβέρνησης και γενικά της παλιάς εξουσίας από το ΕΑΜ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αριστερά ετοιμαζόταν από τότε για την επερχόμενη ένοπλη σύγκρουση;
Το 1943 είναι έτος καμπής για το εαμικό αντιστασιακό κίνημα. Με τις μεγάλες κινητοποιήσεις στο κέντρο της πόλης έχει κερδίσει πλέον τη θέση του κύριου πολιτικού αντιπάλου των κατοχικών κυβερνήσεων στις συνειδήσεις των Αθηναίων. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας οδήγησε στον εξοπλισμό του ΕΛΑΣ και στην ενεργοποίηση των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας ενάντια στο εαμικό κίνημα. Όμως υπάρχει και άλλη μια κομβικής σημασίας εξέλιξη: το 1943 το ΕΑΜ δεν είναι απλά ο φορέας που διεκδικεί για τον λαό, αλλά και αυτός που «στήνει» κοινωνικές και πολιτικές δομές κυρίως στις συνοικίες της πόλης. Αυτό το γεγονός αποτελεί και τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον πολυδιασπασμένο προπολεμικό αστικό κόσμο που επιχειρεί την επάνοδό του μετά τον πόλεμο. Με άλλα λόγια, από το 1943 και μετά το ΕΑΜ δεν «κάνει» μόνο αντίσταση, αλλά δημιουργεί τους λαϊκούς θεσμούς (λαϊκές επιτροπές, πρόνοια, λαϊκή δικαιοσύνη κλπ) που υποκαθιστούν τους αντίστοιχους αστικούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ΕΑΜ επιδίωκε την ένοπλη σύγκρουση. Το αντίθετο. Όσο διάστημα η εαμική αντιστασιακή δράση είχε πολιτικό χαρακτήρα, το ΕΑΜ διεύρυνε όλο και περισσότερο την πολιτική του επιρροή και μαζικοποιούσε τις οργανώσεις του. Αυτό που διέγνωσαν πολύ σωστά η κυβέρνηση Ράλλη και οι δυνάμεις κατοχής, ήταν ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την αντιπαράθεση με το ΕΑΜ με πολιτικούς όρους και συνεπώς έπρεπε να τη μεταφέρουν σε επίπεδο ένοπλης σύγκρουσης. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δούμε τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας και την αλλαγή της στάσης της Χωροφυλακής και τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων. Το ΕΑΜ δεν μπορούσε να πλέον αναχαιτιστεί με πολιτικούς όρους. Από τα μέσα του 1943 τον λόγο είχε η ένοπλη τρομοκρατία, με στόχο τη φυσική και πολιτική εξόντωση του ΕΑΜ.
Μια από τις βασικές διαφορές ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή ιστοριογραφία του Εμφυλίου έχει να κάνει με την υπόδειξη της αφετηρίας του. Για την Αριστερά ο Εμφύλιος αρχίζει το 1946, ενώ η Δεξιά τον εντοπίζει αρκετά πριν, ήδη στις εμφύλιες διαμάχες των χρόνων της Κατοχής. Τι σημαίνει επί της ουσίας η διαφωνία αυτή;
Κατά τη γνώμη μου το ερώτημα αυτό πρέπει να διατυπωθεί εκ νέου. Και αυτό όχι μόνο επειδή είναι ένα ερώτημα που τέθηκε πολιτικά και όχι επιστημονικά, αλλά και γιατί δεν λαμβάνει υπόψη του την ίδια την κοινωνία. Τα νοήματα που αποδίδουν οι ίδιοι οι άνθρωποι στις πράξεις τους, δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με αυτά των πολιτικών ηγεσιών. Για παράδειγμα, ο ελασίτης που πολεμούσε τον Αύγουστο του 1944 τα Τάγματα Ασφαλείας και τη Χωροφυλακή κατά τη διάρκεια των μπλόκων στο Βύρωνα ή την Κοκκινιά, αντιλαμβανόταν αυτή τη σύγκρουση ως εμφύλιο πόλεμο; Ένα τμήμα της σύγχρονης ιστοριογραφίας θεωρεί ότι ο Εμφύλιος ξεκινά κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αναδεικνύοντας τον εμφύλιο χαρακτήρα των συγκρούσεων ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα Τάγματα Ασφαλείας στην ύπαιθρο. Όμως ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό στις 28 Σεπτεμβρίου 1944, ανέφερε «Τα Τάγματα Ασφαλείας, εφ’ όσον ευρίσκονται εις την υπηρεσίαν του εχθρού, θα αντιμετωπίζονται ως εχθρικά τμήματα. Υπό τοιαύτας συνθήκας η σύγκρουσις δεν είναι ούτε αυτοδικία, ούτε εμφύλιος πόλεμος. Είναι απλώς σύγκρουσις με τον εχθρόν. Είναι μάχη». [2] Επίσης, είχε τον ίδιο χαρακτήρα η σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ το χειμώνα του 1943 στα βουνά και τον ίδιο του ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας την ίδια περίοδο στην Αθήνα; Έχουμε και στις δύο περιπτώσεις εμφύλιο πόλεμο, και αν ναι, πώς ερμηνεύουμε με τον ίδιο χαρακτηρισμό δύο διαφορετικού τύπου και πολιτικού νοήματος συγκρούσεις; Με άλλα λόγια η διαφωνία αυτή επαναφέρει στην επικαιρότητα τη διαμάχη Αριστεράς και Δεξιάς για την ερμηνεία της δεκαετίας του 1940, εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες και όχι την επιστημονική έρευνα. Αυτό που οφείλουν να κάνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες είναι να προσπαθήσουν να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό προσεγγίζοντας την περίοδο μέσα από διαφορετικές οπτικές, και όχι από αυτές που καθιερώθηκαν είτε από το αριστερό είτε από το δεξιό επίσημο αφήγημα.
Η έρευνά σου ακολουθεί μια συγκεκριμένη μεθοδολογία: σε ενδιαφέρει η ιστορία των «από κάτω», το πώς αυτοί επηρεάζουν ή αλληλεπιδρούν (με) τις διεθνείς εξελίξεις, τις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις και τα ηγετικά επιτελεία. Πώς εξηγείς ότι για δεκαετίες η ιστοριογραφία της Κατοχής και της Αντίστασης ακολουθούσε την αντίστροφη πορεία; Μήπως η επιλογή της αυτή, απομακρύνοντας και μυθοποιώντας γεγονότα και πρωταγωνιστές, εξηγεί εν μέρει τη χειραγώγηση (και τελικά την απόσβεση) της μνήμης της Αντίστασης κατά τις τελευταίες δεκαετίες;
Η ενασχόληση της επιστημονικής κοινότητας με την περίοδο της Κατοχής γνώρισε μεγάλη άνθιση αμέσως μετά την πτώση της Χούντας και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980. Όμως, τα ερωτήματα με τα οποία οι κοινωνικοί επιστήμονες προσέγγιζαν τότε το ζήτημα, επηρεασμένα σε μεγάλο βαθμό από τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, σχετίζονταν με τις πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές πτυχές της Κατοχής και επικεντρώνονταν σχεδόν αποκλειστικά στη μελέτη των πράξεων και των αποφάσεων των ηγεσιών. Οι μεθοδολογικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην ιστοριογραφία για τη δεκαετία του 1940 μετά την ημερομηνία ορόσημο του 1989 και ιδιαίτερα από το τέλος της δεκαετίας του 1990, στράφηκαν προς το νέο ερευνητικό πεδίο που «άνοιγε» τότε, δηλαδή τον εμφύλιο πόλεμο. Με αυτό τον τρόπο, αφήσαμε πίσω μας ένα μεγάλο κενό. Δεν έχουμε μελετήσει την περίοδο της Κατοχής με τα νέα ερευνητικά εργαλεία και ερωτήματα της κοινωνικής, πολιτισμικής και προφορικής ιστορίας, όπως έχουμε κάνει για την περίοδο του Εμφυλίου. Το κενό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο στην περίπτωση των πόλεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη διδακτορική διατριβή που εκδίδεται και αφορά αποκλειστικά την Αθήνα στην περίοδο της Κατοχής, αλλά και του Μεσοπολέμου.
Τώρα ως προς το σκέλος του ερωτήματος που αφορά τη μυθοποίηση της Αντίστασης. Είναι μια πολύ σωστή επισήμανση. Σε όλες τις κατεχόμενες από τις δυνάμεις του Άξονα χώρες, η μεταπολεμική πολιτική ζωή στηρίχθηκε στο επίσημο αφήγημα της Εθνικής Αντίστασης. Ήταν μια αμιγώς πολιτική επιλογή για να μπορέσουν οι κατεστραμμένες κοινωνίες να βρουν τον μεταπολεμικό τους βηματισμό και να ανασυγκροτηθούν. Στην ελληνική περίπτωση το επίσημο αυτό αφήγημα συγκροτήθηκε τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες αργότερα, λόγω των επιπτώσεων του Εμφυλίου, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Το αφήγημα αυτό, όπως και όλα τα εθνικά αφηγήματα, ήταν επιλεκτικό. Τόνιζε ότι η ελληνική κοινωνία αντιστάθηκε σύσσωμη και παραμέριζε τις σκοτεινές πτυχές της κατοχικής περιόδου (συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στα Τάγματα Ασφαλείας και τις διάφορες φασιστικές και αντιεαμικές οργανώσεις που συνεργάστηκαν με τον εχθρό, τις ευθύνες για τον αφανισμό χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων, η οικονομική συνεργασία με τους κατακτητές κ.α.). Τα εθνικά, όπως και τα κομματικά, αφηγήματα προσφέρονται για τη χειραγώγηση της μνήμης και την πολιτική εκμετάλλευση των μεγάλων λαϊκών αγώνων. Έτσι, πολλές από τις μνήμες που εμφανίζονται στο βιβλίο μου μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες, δημιουργούν ρήγματα στα αφηγήματα αυτά και παρουσιάζουν σε πολλές περιπτώσεις μια διαφορετική ερμηνεία όσων συνέβησαν στην Κατοχή.
Όπως συμβαίνει παντού στην Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, η άνοδος της ακροδεξιάς συνδέεται με ιστοριογραφικά αναθεωρητικά εγχειρήματα, όχι κατ’ ανάγκη προερχόμενα από ακροδεξιούς. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι πρωταγωνιστές των εγχειρημάτων αυτών έχουν εγκαταλείψει τα προσχήματα, είτε πρόκειται για την εξιλέωση του ένοπλου δοσιλογισμού, είτε για τη ρητή ενοχοποίηση της Αντίστασης ως αιτίας της κατοχικής και δωσιλογικής βίας. Ποια είναι, κατά την εκτίμησή σου, η εμβέλεια των εγχειρημάτων αυτών, εντός και εκτός ακαδημαϊκής κοινότητας; Με ποιους τρόπους θα μπορούσε να αποδομηθεί η επιχειρηματολογία τους;
Ο κύριος πυλώνας ηθικής νομιμοποίησης της Αριστεράς στις συνειδήσεις τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, ενός τμήματος που είναι σαφώς μεγαλύτερο από αυτό που αποτελεί την εκλογική της βάση, ήταν και εξακολουθεί να είναι η συμβολή της στο αντιστασιακό κίνημα της Κατοχής. Αλλά ακόμη και για τους πολιτικούς της αντιπάλους, η Αριστερά μέσω του ΕΑΜ, εισήλθε για πρώτη φορά στο εθνικό – πατριωτικό αφήγημα που συγκροτείται από τους μεγάλους σταθμούς της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η αποδόμηση του εαμικού αντιστασιακού αφηγήματος, η υποβάθμιση της συνεισφοράς του ΕΑΜ στον αντιστασιακό αγώνα, έχει λοιπόν μια σαφή πολιτική στόχευση. Η αναγόρευση της βίας ως μοναδικού εργαλείου ερμηνείας του πολύπτυχου κοινωνικοπολιτικού φαινομένου του εαμικού αντιστασιακού κινήματος, εντάσσεται νομίζω σε αυτό το πλαίσιο, οδηγώντας σε επικίνδυνες γενικεύσεις και στρεβλώσεις. Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι, είμαι σίγουρος χωρίς τη θέληση των συγγραφέων, η επιχειρηματολογία αυτή αποτελεί αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από την ακροδεξιά, φτάνοντας στην πλήρη αντιστροφή της κατοχικής πραγματικότητας: την εξύμνηση όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και την απόδοση του χαρακτηρισμού του δολοφόνου ή τρομοκράτη σε όσους αγωνίστηκαν ενάντια στο φασισμό. Σ’ αυτό το γενικότερο πλαίσιο «αμφισβήτησης των βεβαιοτήτων» που επέβαλε η «ηγεμονία της Αριστεράς», αποδομείται και μια άλλη ιστορική περίοδος όπου βασίστηκε η ηθική υπεροχή της Αριστεράς, αυτή της αντιδικτατορικής πάλης, με αποκορύφωμα την αμφισβήτηση της ύπαρξης νεκρών κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973, μια αντίληψη που δεν περιορίζεται στο χώρο της ακροδεξιάς. Συνεπώς, η «αποκαθήλωση» της εαμικής αντίστασης δεν έχει ως στόχο τόσο το παρελθόν, όσο το παρόν και κυρίως το μέλλον της ελληνικής Αριστεράς.
Η εμβέλεια αυτών των εγχειρημάτων σε ακαδημαϊκό επίπεδο είναι περιορισμένη. Άλλωστε σε αυτό το επίπεδο αντιπαρατίθενται ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε, επιχειρήματα επιστημονικά τεκμηριωμένα. Το ζήτημα αποκτά άλλες διαστάσεις όταν όλα αυτά εξεταστούν εκτός ακαδημαϊκής κοινότητας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη δημόσια ιστορία και ουσιαστικά με τις διόδους επικοινωνίας των ιστορικών με το δημόσιο χώρο. Είναι λογικό ότι η εμβέλεια των επιχειρημάτων που διατυπώνονται σ’ ένα επιστημονικό συνέδριο απέναντι σ’ ένα κοινό 100 ή 200 ατόμων είναι σαφώς περιορισμένη σε σχέση με την αρθρογραφία σε μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας. Άρα, δυστυχώς, η εμβέλεια των εγχειρημάτων εκτός ακαδημαϊκής κοινότητας, έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει όχι τόσο με τα επιχειρήματα, αλλά με το μέσο με το οποίο αυτά «φτάνουν» στο δημόσιο χώρο και με τις «υποδοχές» που έχουν ήδη δημιουργηθεί στην κοινωνία μέσω της εμφύτευσης ανιστόρητων αναλογιών π.χ. με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και θεωριών περί άκρων ή περί ηγεμονίας της Αριστεράς. Νομίζω ότι είναι εξαιρετικά επείγουσα μια διαφορετική διαχείριση του ζητήματος του δημόσιου χώρου από την Αριστερά σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια υποστηρίζεται συχνά ότι η Αριστερά οφείλει να πρωταγωνιστήσει στη συγκρότηση ενός νέου ΕΑΜ, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση. Παρά τις προφανείς συνδηλώσεις (εξίσωση του αντιμνημονιακού μετώπου με τον αντικατοχικό-εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κ.ο.κ.), τι πιστεύεις ότι έχει να μάθει η Αριστερά από την εμπειρία αυτή;
Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Αυτό που μπορούμε να δούμε συγκρίνοντας τη σημερινή κατάσταση με αυτή της κατοχικής Ελλάδας, είναι με ποιους τρόπους αντέδρασε η ελληνική κοινωνία απέναντι σε μια κατάσταση ακραίας δοκιμασίας. Αν μετακινήσουμε λίγο το «κάδρο» μέσα από το οποίο έχουμε συνηθίσει να «βλέπουμε» την Κατοχή και σταθούμε στο γεγονός ότι και σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια βαθειά ανθρωπιστική, ηθική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, σε βαθμό όμως ασύγκριτα πιο καταστρεπτικό από το σημερινό, μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Αν μιλάμε σήμερα για την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου ΕΑΜ, πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατανοήσουμε τι ήταν το «παλιό» ΕΑΜ, μακριά από μυθεύματα ή ανεδαφικές συκοφαντίες. Η βαρύτητα της εαμικής εμπειρίας για την Αριστερά σήμερα είναι τεράστια και νομίζω ότι δεν έχει ληφθεί επαρκώς υπόψη. Η Αριστερά όπως την γνωρίζουμε ακόμη και σήμερα, διαμορφώθηκε μετά τη λήξη του Εμφυλίου στη βάση της εαμικής αντιστασιακής εμπειρίας. Δείτε τι ήταν το ΚΚΕ και γενικότερα η ελληνική Αριστερά μέχρι το 1940, και τι ήταν αμέσως μετά τον πόλεμο, όχι μόνο σε όρους πολιτικής και εκλογικής επιρροής, αλλά ιδεολογίας και συγκρότησης των οργανωτικών μηχανισμών και πρακτικών. Με άλλα λόγια, η εαμική εμπειρία βρίσκεται ακόμη και σήμερα στον πυρήνα της αριστερής πολιτικής κουλτούρας και για το λόγο αυτό οφείλουμε να την επαναφέρουμε στο προσκήνιο. Όχι ως ένα απολίθωμα του παρελθόντος, αλλά ως ένα δυναμικό στοιχείο στη διαμόρφωση της σημερινής και μελλοντικής πολιτικής.
_____________________________
[1] ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, σ. 134-135
[2] Γεωργίου Παπανδρέου, Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, Αθήνα, εκδόσεις Άλφα, 1945, σελ. 145
Ένα ενδιαφέρον κείμενο, όπου παρουσιάζονται και περιπτώσεις πυρπόλησης προσφυγικών οικισμών από τους δεξιούς παρακρατικούς είναι του Βλ. Αγτζίδη με τίτλο: «Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα»
http://kars1918.wordpress.com/2010/03/09/refugees-1922/
Μ-π
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ «Οι πολίτες ψάχνουν στην περίοδο της Αντίστασης απαντήσεις στα ερωτήματα του σήμερα»
Share on print Share on facebook Share on twitter Share on email More Sharing Services
6
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ποια είναι η συμβολή της ιστορικής γνώσης σήμερα; Κατά πόσο θα συνεισέφερε η κατανόησή της στη χάραξη μονοπατιών για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης και με ποιο τρόπο θα βοηθούσε η αυτογνωσία στη διάνοιξη αυτών των μονοπατιών;
Ερωτήματα που συμπυκνώνουν και την ουσία της Ιστορίας σύμφωνα με τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη, συγγραφέα του σημαντικού έργου «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα» -εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2012- από τον οποίο αναζητήσαμε απαντήσεις σε αυτά, ανιχνεύοντας διδάγματα από την Αντίσταση σε πραγματικά χειρότερες εποχές. Αφορμή της κουβέντας μας το οδοιπορικό μνήμης που οργανώνει αύριο Παρασκευή το Κοινωνικό Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα, μια περιήγηση σε ιστορικά σημεία που εξελίχθηκαν οι αγώνες των κατοίκων της περιοχής την περίοδο 1940-44 ενάντια στη φασιστική κατοχή, για την ελευθερία και την κοινωνική χειραφέτηση.
Στην Ιωάννα Σωτήρχου
«Η ενεργοποίηση τοπικών συλλογικοτήτων για να ανακαλύψουν ότι έχουν μια δική τους ξεχωριστή συλλογική μνήμη, καθώς κάθε συνοικία έχει τη δική της ιστορία, είναι σημαντική για τους πολίτες γιατί πάνω σε αυτή τη γνώση δημιουργείται μια καινούργια συλλογική ταυτότητα τόσο χρήσιμη για αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Η γνώση του τοπικού και ευρύτερου παρελθόντος, της γειτονιάς, είναι η βάση για μια καινούργια πολιτισμική και πολιτική ταυτότητα. Αυτός ήταν άλλωστε ένας από τους στόχους του βιβλίου» μας λέει.
Κάπως έτσι λειτούργησε κιόλας η έκδοσή του, αν κρίνει κανείς από το ενδιαφέρον που γνωρίζει. «Αυτό οφείλεται στο ότι είμαστε σε κρίση και ο κόσμος ψάχνεται, ενδιαφέρεται να δει πώς αρχίζουν και συγκροτούνται οι συλλογικότητες και οι κινήσεις αλληλεγγύης των πολιτών σε παλιότερες εποχές και αναζητούν στην περίοδο της Αντίστασης απαντήσεις στα ερωτήματα που έχουν σήμερα. Αυτή είναι και η ουσία της Ιστορίας, να τη δούμε ως παράδειγμα για να εξαγάγουμε συμπεράσματα για το σήμερα».
Η παρουσίαση του βιβλίου, που μελετά πτυχές της συλλογικής ιστορίας της περιόδου της Κατοχής και της Αντίστασης και εστιάζει στον Βύρωνα, την Καισαριανή, το Παγκράτι και τον Υμηττό, πριν από λίγους μήνες στο Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα γέννησε και την ιδέα γι” αυτό το οδοιπορικό και σε ένα άγνωστο κομμάτι της ιστορίας του τόπου τους: έκτοτε οι διοργανωτές ρίχτηκαν στη δουλειά με αποτέλεσμα να βρουν τους ιστορικά σημαντικούς χώρους, να εκδώσουν το ιστορικό των αγώνων του Βύρωνα και χάρτη με τα δεκάδες σημεία που συνδέονται με αυτούς τους αγώνες, τα μπλόκα κ.ά. Σε αυτή την ιστορική διαδρομή θα έχουν την αρωγή τόσο του ιστορικού όσο και αγωνιστών που πήραν μέρος στα γεγονότα, όπως ο Μάνος Ιωαννίδης.
* Οσο για το σήμερα; Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς. Για παράδειγμα η διάθεση προς πώληση της περιοχής ενός ιστορικού μνημείου της Αντίστασης όπως είναι το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, σε τι σκέψεις σάς βάζει;
Ανεξάρτητα από το πώς είναι διατυπωμένο το σχέδιο, αν αφήνει εκτός το μνημείο και αφορά την υπόλοιπη έκταση, έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικές νοοτροπίες γύρω από τη ζωή. Η μία είναι των τεχνοκρατών που βλέπουν ένα κομμάτι δημόσιας γης προς εκμετάλλευση και η άλλη είναι των κατοίκων, όχι μόνο των ανθρώπων που ζουν στην Καισαριανή, αλλά όλης της Ελλάδας, γιατί εκεί εκτελέστηκαν άνθρωποι από όλη την Ελλάδα. Αυτός ο χώρος είναι σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς και αγώνα, από τον οποίο πηγάζουν μνήμες όχι μόνο του τότε αγώνα, αλλά έχει συνδεθεί και με τους αγώνες που έδωσαν οι πολίτες τα μετέπειτα χρόνια. Με τα σύμβολα δεν μπορείς να παίζεις. Η συλλογική μνήμη στην Καισαριανή ταυτίζεται με το Σκοπευτήριο, είναι κάτι που πολύ δύσκολα θα καταφέρει ένας εξωγενής παράγοντας όπως είναι η εξουσία, να το στερήσει, δεν θα το αφήσουν να περάσει οι πολίτες γιατί είναι ζωτικό στοιχείο της ταυτότητάς τους.
* Πώς αποτιμά ο ιστορικός όλες αυτές τις συγκρίσεις με το παρελθόν μέσω αφορισμών που κάνουν λόγο για «Κατοχή» κ.λπ.;
Είναι σημαντικό από τη στιγμή που βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση να είμαστε πιο υπεύθυνοι, να προσέχουμε τα λόγια μας και να μην καταφεύγουμε σε απλοποιήσεις. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση ανάμεσα στις δύο εποχές. Πρώτα απ’ όλα σήμερα έχουμε εκλεγμένη κυβέρνηση κι όχι έναν ξένο ένοπλο κατακτητή. Τώρα μπορείς να διεκδικήσεις και να διαμαρτυρηθείς, παρά τα τεράστια ζητήματα διακύβευσης πολιτικών ελευθεριών και κοινωνικών δικαιωμάτων, χωρίς να σκοτωθείς, τότε σε σκότωναν. Τρίτον, η εξαθλίωση ακόμη και εκεί που έχει φτάσει, είναι πολύ μακριά από το να τολμούμε ακόμη και να συγκρίνουμε. Αυτοί που νομίζουν ότι έχει έρθει ο πάτος είναι που κάνουν τις συγκρίσεις με την Κατοχή. Αν ήξεραν τι είναι Κατοχή, θα ήξεραν ότι έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι να φτάσουμε στο σημείο του κατοχικού λιμού που έφτασε η Αθήνα.
* Ποια είναι η σημασία που έχει η γνώση της ιστορίας της Αντίστασης στην Κατοχή;
Αυτό που μπορούμε να δούμε είναι αναλογίες και μηχανισμοί, το πώς η κατοχική κοινωνία κατάφερε να σταθεί στα πόδια της, τους κοινωνικούς μηχανισμούς που ενεργοποιήθηκαν από την ελληνική κοινωνία στην Κατοχή η οποία θα μπορούσε, αν δεν υπήρχαν οι αντιστασιακές οργανώσεις, να βουλιάξει στην εξαθλίωση και όλο και περισσότεροι να συνεργάζονταν με τους κατακτητές για να επιβιώσουν. Αυτό που αντέστρεψε την κατάσταση ήταν η εμφάνιση των αντιστασιακών οργανώσεων. Αν δεν υπήρχε η Αντίσταση, αυτό που θα είχαμε από την Κατοχή στην Ελλάδα θα ήταν μια εικόνα διαρκούς κατάρρευσης και διάλυσης του κοινωνικού ιστού με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε όρους ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αυτό αξίζει να δούμε, με ποιους τρόπους τότε και έχοντας μια ασύγκριτα χειρότερη κατάσταση να αντιμετωπίσει, η κοινωνία κατάφερε όχι μόνο να σταθεί στα πόδια της, αλλά και να αντισταθεί. Βλέποντας αυτό μπορούμε να δώσουμε ουσία στις έννοιες της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας, πώς λειτουργούν στην πράξη. Αυτό προσπάθησα να δείξω και με το βιβλίο, τι είχαν στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι όταν μπήκαν στην Αντίσταση και επέλεξαν να εγκαταλείψουν την αδράνεια και να αναλάβουν δράση, την αντίληψή τους γύρω από τα πράγματα, γιατί το έκάναν αυτό, για ποιους λόγους ένας πολίτης παίρνει ένα όπλο και πολεμάει, γιατί γίνεται ήρωας, επειδή δεν ήταν γεννημένοι, έγιναν με αυτήν την εμπειρία. Αυτό προσπαθώ να διερευνήσω.
* Αν επιχειρούσαμε να κάνουμε μια σύγκριση με τη σημερινή κρίση, τι θα συμπεραίναμε;
Αυτή η διαδικασία, της Αντίστασης, ήταν κάτι που είχε ξεκινήσει από πριν και κορυφώνεται με την Κατοχή. Τα πράγματα δεν ξεκινάνε με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, είναι μια διαδικασία που σέρνεται χρόνια δημιουργώντας όλες τις γνωστές παθογένειες και κορυφώνεται λόγω της οικονομικής κρίσης. Αν δεις τις αναλογίες, πώς λειτουργούν οι κοινωνίες, μπορείς να καταλάβεις και το πώς φτάσαμε στο σήμερα, χωρίς να προσφεύγουμε σε ευκολίες χαρακτηρισμών. Σε εποχές κρίσεων κυρίως τα πράγματα δεν είναι εύκολα, θέλουν κόπο. Εχει αξία να δούμε πώς αντιδρά μια κοινωνία στην κρίση. Και τότε η κοινωνία ήταν σε κρίση και μάλιστα πολυδιάστατη. Οχι μόνο στρατιωτική ή επισιτιστική, αλλά βαθιά ηθική ανάμεσα σε συνεργάτες και όσους υπερασπίστηκαν την ελευθερία και υπέστησαν τις συνέπειες, επίσης οικονομική με τη μαύρη αγορά και τις πόλεις αποκομμένες από τις επαρχίες. Αυτό που κυριάρχησε στη μνήμη είναι ο στρατός κατοχής, η πείνα και ο γενειοφόρος αντάρτης, όμως η κρίση ήταν συνολική όπως και σήμερα και αυτό διαφεύγει από τον κόσμο που δεν ξέρει τι ήταν η Κατοχή. Απλά τότε πήρε πρωτόγνωρες διαστάσεις η οξύτητά της και απειλούσε με βιολογικό αφανισμό όλους τους πολίτες, ήταν μια κρίση στην πιο ακραία της μορφή.
* Δεν είναι τυχαίο ότι εστίες αντίστασης τότε αναπτύχθηκαν σε αυτές τις περιοχές που αποτελούνταν από τον προσφυγικό πληθυσμό της Μικρασιατικής Καταστροφής, κάτι που ίσως αποτελεί μια αναντιστοιχία με τα σημερινά δεδομένα;
Είναι αλήθεια ότι σήμερα ερχόμαστε στην κρίση από εποχές ευμάρειας. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή σε τραγικές συνθήκες και είχαν μια τεχνογνωσία στο πώς να επιβιώσουν που είχαν αναπτύξει στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όπως και έντονα συλλογικά αισθήματα για να αντεπεξέλθουν όλοι μαζί στις δυσκολίες της ζωής. Οταν 18 χρόνια μετά θα έρθει η Κατοχή ήταν για αυτούς μια δεύτερη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν το άντεχαν, ούτε ψυχικά ούτε σωματικά, και ήταν οι πρώτοι που μπήκαν στον αγώνα. Σήμερα έχουν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια οικονομικής άνεσης, που οδήγησαν σε μια πλαδαρότητα και αδράνεια και σχεδόν σε μια πολιτισμική ισοπέδωση. Η ευθύνη είναι μεγάλη…
……………………………………………………………………………………..
http://www.efsyn.gr/?p=60658
Η Τούμπα, οι μετανάστες και τα σκουπίδια της Τσιμπλούκας
Λοιπόν, γεννηθήκαμε και στην Τούμπα. Πήγαμε δημοτικό στου «Αδαμίδη» και στο «Τενεκεδένιο», το ένα χτισμένο από λαμαρίνη και τ’ άλλο από αμίαντο καρκινογόνο. Κάποτε το γκρέμισαν αφού τόσες γενιές μεγάλωσαν σ’ αυτό. Οι γονείς μας γεννήθηκαν εδώ, στα ίδια σχολεία έτρεξαν, γέλασαν, στα ίδια στενά έπαιξαν. Πρόλαβαν βέβαια τούτοι οι τυχεροί τα σπιτάκια με τις μεγάλες αυλές, τις ξαμπάρωτες πόρτες, το κουτσομπολιό των Σμυρνιών γιαγιάδων, τα ρεμπέτικα στη διαπασών απ’ τη καλύβα του χασισοπότη, τις φωνές και τους καυγάδες των γειτόνων τις μεγάλες και ατέλειωτες σιωπές που έκρυβαν τους κυνηγημένους. Οι παππούδες μας δε γεννήθηκαν εδώ. Στην Τούμπα δεν γεννήθηκε κανείς, μόνο κάτω στην πόλη γεννήθηκαν οι παλιοί Σεφαραδίτες που κι αυτοί έφτασαν εδώ κυνηγημένοι. Κανείς δε θυμάται από πότε, φύγανε κι αυτοί όπως ήρθαν…κυνηγημένοι. Οι παππούδες μας ήρθαν εδώ από τη Ρωσία, τον Πόντο, από τη Σμύρνη…πρόσφυγες. Πριν από τους παππούδες μας, στη Τούμπα ζούσαν τα σκουπίδια της Τσιμπλούκας, έτσι έλεγαν οι παλιοί την χωματερή στο μέρος που χτίστηκαν έπειτα τα «Κωνσταντινοπολίτικα». Όταν ήρθαν οι παππούδες, μας δεν τους δέχτηκε κανείς, δεν άνοιξε σπίτι, ή αγκαλιά, ούτε στάβλος για να χωθούν σαν τρομαγμένα ζώα. Μονάχα το ορφανοτροφείο που μεγάλωσε τις γιαγιάδες μας, στα χρόνια της φρίκης… Είχαν μόνο την απλωσιά του τόπου. Το ρέμα, τη Αγιά Μαρίνα, το ανάχωμα, τις παρυφές του δάσους, αυτός ήταν ο τόπος. Εκεί χτίσαν τα παραπήγματά τους, οι παραγκιώτες. Παραμέρισαν τα σκουπίδια και έφτιαξαν τη ζωή, αυτή του πολέμου, αυτή της αντίστασης, του αγώνα. Βάψανε οι αλάνες της Τούμπας κόκκινο. Δρόμος πολύς η ζωή των κυνηγημένων, η ζωή του πρόσφυγα…Έπειτα γκαστερμπάϊτερ, άσωτος ο δρόμος… Κάποτε ξαπόστασαν κι αυτοί, μέσα στα μελαγχολικά σπιτάκια της αντιπαροχής του δανείου, της σύνταξης, αυτά που χτίσανε κατά χιλιάδες οι ίδιοι για δεκαετίες. Μα η φτώχεια ήταν πάντα η ίδια, πλήρωσαν. Κι ακόμη αργότερα, είδαν τα εγγόνια τους, τα λιωμένα κορμιά των νεολαίων της «ανάπτυξης» και του «εκσυγχρονισμού» κάθε απόβραδο να ξεμοναχιάζουν τη ζωή κάτω απ’ τη γέφυρα, στο ρέμα, το πρωΐ άγριο ξύπνημα από τη σειρήνα του ασθενοφόρου. Και σε μας απόμεινε, μονάχα μια μνήμη, μια μυρωδιά χαμένη από την τσιμενταρισμένη εξοχή, μα και η αίσθηση ότι αν ακόμη σήμερα δεν είμαστε κυνηγημένοι, έχουμε την ψυχή να μη γίνουμε ποτέ κυνηγοί. Και να ελπίζουμε, ν’ αγαπάμε τον άνθρωπο. Έπειτα γι’ αυτό διαλέξαμε πλευρά, γίναμε αναρχικοί, μιας και η αριστερά των παππούδων μας δεν υπάρχει πια, έμεινε από δ’ αύτη μια στάμπα από την πολυχρησιμοποιημένη καρέκλα του «δημόσιου λειτουργού» και η κατάφαση του συμβιβασμού, γίναμε αναρχικοί όχι γιατί μας αρέσει να μας κυνηγούν αλλά για να θυμόμαστε να μην γίνουμε ποτέ κυνηγοί. Ούτε κυνηγοί, ούτε θηράματα, ούτε αφέντες, ούτε δούλοι…
▪
Με αφορμή μερικά ορφανά ευρώ (600.000) που περίσσευαν από τον ευρωπαϊκό κορβανά και που ο δήμαρχος της πόλης σκέφτηκε να τα πάρει υπό την ζεστή θαλπωρή του, εγκρίθηκε το σχέδιο εγκατάστασης οκτώ (8) μονογονεϊκών οικογενειών προσφύγων στους παλιούς στάβλους, οι οποίοι επί χρόνια χρησιμοποιούνταν για να φιλοξενούν καρκινογόνα χημικά. Η διαμόρφωση ενός χώρου φιλοξενίας των ορφανών παιδιών ήταν η προϋπόθεση για να αναλάβουν οι έμμισθοι «αλληλέγγυοι» τον μποναμά των γιάπηδων. Στους καρκινογόνους παλιούς στάβλους λοιπόν, εξαντλείται η ντόπια και διεθνής αλληλεγγύη των κατατρεγμένων…Ας είναι, όμως όχι… Στην Τούμπα, λοιπόν, (να μιλάνε άραγε για τον ίδιο τόπο;) βρέθηκαν άνθρωποι να καμωθούν τους γηγενείς. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, κάποιοι άπληστοι νευρωτικοί «αυτόχθονες», έκαναν εκδήλωση και είπαν «στην Τούμπα δε χωράνε πρόσφυγες». Αναρωτήθηκαν «πως θα παίζουνε τα παιδιά μας δίπλα στους μετανάστες»; Είπαμε «θα μιλήσουμε κι εμείς», αρνήθηκαν, επιμείναμε να μιλήσουμε, μας ρώτησαν ποιο είναι το όνομά μας,
– Αχμέτ, Αμπντούλ, Κωστής, Μαρίκα, Ντούσιας, Χομαγιούν, Βακάρ.
Έπειτα ρώτησαν που ζούμε
– Στην Επιδαύρου, στη Βοσπόρου, κάτω από τη γέφυρα, στο ρέμα, στη Κασσάνδρου, στο Γεντί Κουλέ
Και που γεννηθήκατε;
– Στην Τούμπα, στο Κερατσίνι, στην Κοκκινιά, στο Βίτσι, στα γκέτο του Παρισιού, στο Μεξικό στη ζούγκλα.
Παραξενεύτηκαν ρώτησαν τι ήρθατε να κάνετε εδώ; Μα είχαν ακούσει πολλά έκλεισαν τα ηχεία…τότε κάναμε τα χέρια μας χωνί, όπως παλιά στη γειτονιά μας, έκαμε ο κυρ-Γιώργης που ‘φερνε στην καρότσα τα καρπούζια κι οι γιαγιάδες μας ανέβαζαν πάνω να παίξουμε…
-Γεννηθήκαμε κι εδώ, κι αλλού και παντού θα γεννιόμαστε και θα ξεπηδάμε γιατί ο φασισμός δεν έχει πάντα ουρά και κέρατα, ο φασισμός ξεκινά ως εφαρμογή μικρών καθημερινών κακουργηματικών σκέψεων, υπαγορευμένων από το φόβο και τη μισαλλοδοξία…Σκεπτόμενοι ότι ο φασισμός δεν νικάει όταν βρεθεί ένας Χίτλερ αλλά όταν δημιουργηθούν χιλιάδες Άϊχμαν…
Έπειτα φύγαμε, μα θα ξαναγυρίσουμε, να κοιτάξουμε αν ο τόπος φυλάει τη μνήμη του…
▪
Όσοι δεν μίλησαν ποτέ, όσοι τώρα βόλεψαν το κορμί τους σε ένα-δυο σπίτια και εξοχικά, βρήκαν εχθρό, «ξεσηκώθηκαν» να «διεκδικήσουν». Ποιόν εχθρό αισθάνθηκαν; Βρέθηκαν «αυτόχθονες» να διακηρύξουν ότι αυτό το μικρό κομμάτι κατεστραμμένης γης κάποιοι άλλοι, -οι ίδιοι- το έχουν περισσότερο ανάγκη, από τα ορφανά αλλοδαπά ανήλικα μιάσματα. Κάνανε και αναλύσεις ότι η χώρα και ειδικά η Τούμπα δεν χωράει άλλους ξένους, άλλους κατατρεγμένους. Είναι πολλοί, λένε. Δεν χωράει άλλη φιλοξενία γιατί έχει το Θεαγένειο που φιλοξενεί καρκινοπαθείς, έχει το Παπάφειο που φιλοξενεί ορφανά, έχει την ΥΦΑΝΕΤ που φιλοξενεί αναρχικούς… Δεν χωράνε άλλοι, είπαν αυτοί που αν η Τούμπα δεν χωρούσε από πάντα τους κατατρεγμένους, δεν θα ήταν εδώ. Κορόϊδεψαν «να τους πάρετε σπίτια σας», οι ανόητοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πόσους και πόσους κατατρεγμένους έχουμε φιλοξενήσει στα σπίτια μας με την ελπίδα κάποτε να είχε βρεθεί κάποιος να φιλοξενήσει τους παππούδες μας, τους «τουρκόσπορους». Έπειτα μας είπαν ότι θέλουν το χώρο μόνο για Έλληνες, για την πατρίδα…ποια πατρίδα; Αυτή την πατρίδα που έστελνε το χωροφύλακα να ελέγχει αν σήκωσαν την σημαία της οι παππούδες μας στα μπαλκόνια, επειδή ήταν «ύποπτοι» και «συμμορίτες»; Την πατρίδα της «μπάρας» που για να την περάσεις έπρεπε να δώσεις πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων; Στην κόκκινη Τούμπα η σημαία της πατρίδας μας απλώνονταν στα μπαλκόνια 363 μέρες το χρόνο, κάθε μέρα πέρα από τις εθνικές εορτές: ήταν τα χιλιομπαλωμένα σώβρακα και οι κακοραμμένες κάλτσες που ανέμιζαν περήφανα πάνω από τα κεφάλια μας όταν κλωτσούσαμε την μπάλα στην αλάνα• πατρίδα στην τούμπα ήταν η αλάνα για τους μικρούς, η φτώχεια για τους μεγαλύτερους κι η πείνα, ο φόβος της προσφυγιάς. Ήταν όμως και η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, το νιώσιμο, δεν ήταν απλά μια κάποια Ελλάδα η πατρίδα στην Τούμπα. Έτσι θέλουμε να τη θυμόμαστε. Αλλά μήπως τούτοι οι νέοι «γηγενείς» ήταν θαμώνες και κατοικοεδρεύαν στα υπόγεια της Τσιμπλούκας, κάτω από τόνους σκουπιδιών, αγνώριστοι κι αυτοί ανάμεσα τους; Δε θα ‘τυχε να τους γνωρίσουν οι παππούδες μας.
Άλλωστε από πάντα η χωματερή είναι το καταφύγιο του ρατσισμού, κι η μισαλλοδοξία ο πολιτισμός των σκουπιδιών.
Συλλογικότητα για τον Κοινωνικό Αναρχισμό
Μαύρο & Κόκκινο
mauro-kokkino@hotmail.com