-Για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού (2)
Η ΑΛΛΗ ΑΠΟΨΗ
Για να αποκτήσουμε σφαιρική εικόνα…
…για τους προβληματισμούς που αναπτύσσονται με αφορμή την έκδοση του νέου βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού (υπεύθυνη κ. Μ. Ρεπούση) για το οποίο εκφράστηκε ήδη έντονη -πολύμορφη- αντίθεση…
…αναδημοσιεύουμε (με δικές μας φωτογραφίες) από το Βήμα της Κυριακής, (7-1) το άρθρο της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΟΥΛΟΥΡΗ με τίτλο: «Η ιστορία στην πυρά του φανατισμού. Τα θετικά στοιχεία του βιβλίου της ΣΤ’ δημοτικού είναι ακριβώς εκείνα για τα οποία κατηγορείται». Η άποψή της έχει βαρύνουσα σημασία γιατί η Κουλούρη ανήκει στη νέα γενιά των ταλαντούχων ιστορικών. Στο επόμενο απ’ αυτό άρθρο, που δημοσίευσε στο Βήμα (παρατίθεται στη συνέχεια), ξεκαθαρίζει τη θέση της απέναντι τόσο στην εθνοκεντρική ιστοριογραφία όσο και την ουδέτερη ή την «πολιτικώς ορθή«, (στην οποία, εκτιμούμε ότι, εντάσσεται το «επίμαχο» βιβλίο).
Επίσης, στο τέλος δημοσιεύουμε ενδιαφέροντα αποσπάσματα από ένα κείμενο του Βασίλη Παναγιωτόπουλου στο «Βήμα»
Για το θέμα αυτό, εμείς παρουσιάσαμε τη δική μας άποψη με τίτλο: Η εκδίκηση των ‘αυτοχθόνων’, καθώς και ένα σαρκαστικό σχόλιο του Ισπίρτ -που αλιεύσαμε στη μπλογκοθάλασσα- με τίτλο: Τζάμπα φωνάζετε!
«Η πατρίς μας είναι ασυγκρίτως γλυκυτέρα και από τα πουγκία σου […] ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δεν πωλείται, ούτ’ αγοράζεται σχεδόν με όλους τους θησαυρούς της γης, παρά με το αίμα και θάνατον έως του τελευταίου Σουλιώτου». Το κείμενο αυτό περιέχεται στο νέο βιβλίο της Στ΄ Δημοτικού Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια, το οποίο έχει ξεσηκώσει πολλές αντιδράσεις με βασικό επιχείρημα ότι «αποεθνικοποιεί» τη σχολική ιστορία διδάσκοντας στα παιδιά μια «ουδέτερη και απονευρωμένη» ιστορία. Διακινείται μάλιστα και κείμενο που ζητεί την απόσυρση του εν λόγω εγχειριδίου, το οποίο υπογράφεται από πλοιάρχους και κτηνοτρόφους, νοικοκυρές και στρατιωτικούς, από μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΛΑΟΣ και τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκη. Δεν είναι βεβαίως τυχαίο ότι μεταξύ των υπογραφών σπανίζουν εκείνες των ιστορικών, εφόσον είναι προφανές από το ίδιο το κείμενο ότι δεν είναι δυνατόν η «housewife» (sic) ή ο εργάτης από τη Γερμανία, που εμφανίζονται να υπογράφουν, να έχουν διαβάσει το βιβλίο και να έχουν διαμορφώσει άποψη περί της επιστημονικής και παιδαγωγικής του εγκυρότητας. Αξίζει όμως να σχολιάσουμε:
α) ότι για το διδακτικό και επιστημονικό περιεχόμενο του εγχειριδίου έχουν γνώμη οι πάντες ανεξαρτήτως ιδιότητας, θεωρώντας προφανώς – στη χώρα όπου όλοι έχουν γνώμη για όλα – ότι ένα σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας μπορεί να υποστεί κριτικό έλεγχο και από μη ειδικούς,
[σελ. 101. Σ.τ.μ(πλόγκερ): η Τουρκία ιδρύθηκε το 1923. Το ’19 ήταν ακόμα Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο Κεμάλ ένας απλός αποστάτης χωρίς τακτικό στρατό, σε σύγκρουση με το ισλαμικό χαλιφάτο]
β) ότι ενώ το βιβλίο κατηγορείται για «αποσιώπηση, παραποίηση, απόκρυψη της αλήθειας», είναι ακριβώς οι κατήγοροί του που χρησιμοποιούν επιλεκτικά στοιχεία αποκρύπτοντας σκόπιμα την αλήθεια και διαστρεβλώνοντας το περιεχόμενό του και τις ηθικές αξίες που καλλιεργεί,
γ) ότι ένα βιβλίο 136 σελίδων για παιδιά 11-12 ετών, το οποίο καλύπτει πέντε αιώνες ιστορίας, θεωρείται ότι πρέπει να περιέχει μια πλήρη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης με όλες τις μάχες και όλους τους πρωταγωνιστές. Ας σημειώσουμε πάντως ότι η έκταση των σχετικών κεφαλαίων είναι αρκετά μεγάλη (Τουρκοκρατία 20 σελίδες και Ελληνική Επανάσταση 30 σελίδες),
δ) ότι παρ’ όλο που η ύλη της ιστορίας επαναλαμβάνεται δύο φορές στην υποχρεωτική εκπαίδευση, θεωρείται ότι κάθε εγχειρίδιο πρέπει να περιέχει ακέραιη ολόκληρη τη σχετική ύλη – επομένως η Στ’ Δημοτικού και η Γ’ Γυμνασίου πρέπει να έχουν προφανώς τα ίδια ακριβώς περιεχόμενα και
ε) ότι το σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας θεωρείται ότι πρέπει να είναι ένας εξαντλητικός κατάλογος των πάντων εφόσον, ως μοναδικό, έχει την «ιερότητα» του αλάνθαστου και πλήρους.
Στην πραγματικότητα, τα θετικά στοιχεία του βιβλίου είναι ακριβώς εκείνα για τα οποία κατηγορείται: προσφέρει μια ποικιλία πληροφοριών από διαφορετικές πηγές που φωτίζουν τη ζωή του παρελθόντος σε όλες τις πτυχές της. Επιτέλους, δεν επαναλαμβάνει τις γνωστές προσωπογραφίες του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη αλλά μας μαθαίνει ότι υπήρξαν κι άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί, πρωταγωνιστές, οι οποίοι επίσης θυσίασαν τις περιουσίες και τη ζωή τους για την πατρίδα. Ενόχλησε κάποιους ότι προβάλλει μια άγνωστη (σε εκείνους) γυναίκα από τη Θράκη, τη Δόμνα Βισβίζη, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ακριβώς αυτό ανατρέπει τις κατασκευές της «παλαιοελλαδίτικης» ιστορίας εναντίον της οποίας οι ίδιοι ξιφουλκούν. Η ενσωμάτωση των «σιωπηλών πρωταγωνιστών» της ιστορίας στην αφήγηση αποτελεί μία από τις μεγάλες αρετές του βιβλίου και επιτρέπει στα παιδιά του δημοτικού να ταυτιστούν με πρόσωπα του παρελθόντος περισσότερο οικεία στη δική τους εμπειρία (όπως π.χ. το κεφάλαιο για την παιδική εργασία). Στοιχεία δημογραφικά, για την καθημερινή ζωή, την κοινωνία, την οικονομία και τον πολιτισμό σε όλες τις ιστορικές περιόδους που καλύπτει το βιβλίο, αποτυπώνουν με εύληπτη δομή την πολυπλοκότητα της ιστορικής πραγματικότητας, η οποία προφανώς – και ευτυχώς – δεν συρρικνώνεται σε μάχες, πολέμους, σφαγές και ήρωες πολεμιστές.
(από το επίμαχο βιβλίο, σελ. 103.)
Εν τούτοις, η κύρια αιτία για το ότι τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας τοποθετούνται, κάθε φορά που ξαναγράφονται, στο στόχαστρο μιας δημόσιας κριτικής είναι η μοναδικότητά τους και η παραγωγή και διανομή τους από το κράτος. Το γεγονός ότι υπάρχει ένα και μοναδικό εγχειρίδιο το κάνει εξαιρετικά ευάλωτο στην κριτική, εφόσον οι προσδοκίες είναι αυξημένες και αντιμετωπίζεται ως ένα είδος αυθεντίας. Εξ αυτού του λόγου, τα εγχειρίδια ανανεώνονται με πολύ αργούς ρυθμούς: η αδράνεια είναι ασφαλέστερη της καινοτομίας.
(από ελλαδική εφημερίδα της εποχής)
Από την άλλη πλευρά, το κρατικό μονοπώλιο οδηγεί την κάθε κυβέρνηση και ειδικά τον υπουργό Παιδείας να λογοδοτεί για το περιεχόμενό τους, στοιχείο παράλογο σε μια δημοκρατική πολιτεία που κατοχυρώνει στο Σύνταγμά της την ελευθερία της διδασκαλίας, της επιστήμης και της έρευνας (στο περίφημο άρθρο 16). Δεν είναι βεβαίως τυχαίο ότι το σύστημα του κρατικού μονοπωλίου των σχολικών εγχειριδίων αποτελεί δημιούργημα της δικτατορίας του Ι. Μεταξά, οπόταν και ιδρύθηκε, το 1937, ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων.
(Κερασούντα. Μνημείο προς τιμήν του Τοπάλ Οσμάν, που έκανε «απελευθερωτικό αγώνα» -σύμφωνα με την τουρκική οπτική- και «εξολόθρευσε τους Ρωμιούς της Μαύρης Θάλασσας και τους πέταξε στην Άσπρη Θάλασσα», όπως αναγράφεται επ’ αυτού)
Είναι καιρός να απελευθερώσουμε τα σχολικά βιβλία από τον δυσβάστακτο ρόλο της επιτομής κάθε επιστημονικής γνώσης και της ιστορικής «αλήθειας» και να ανακουφίσουμε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από τις ψευδαισθήσεις του. Η σύγχρονη ιστορική εκπαίδευση οφείλει να μεταδίδει δημοκρατικές αξίες και όχι να εκτρέφεται από κάθε μορφής φανατισμούς.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
_______________________________________________
——————-
Κείμενα που κριτικάρουν το νέο βιβλίο δημοσιεύονται στη σελίδα του Αντίβαρου.
Επίσης το σύνολο των δημοσιευμάτων στον Τύπο για την διαμάχη υπάρχει εδώ
———————
_______________________________________________
Πώς γράφεται η Ιστορία; Ησυχία! Κοιμάται…
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ
«Η Ιστορία είναι καθρέφτης» δήλωσε πριν από μερικές εβδομάδες ο βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ. Φαίνεται όμως πως δεν βλέπουν όλοι το είδωλό τους στον καθρέφτη με τον ίδιο τρόπο. Γεγονός φυσικό, όταν μάλιστα γίνεται λόγος για την Ιστορία και τον τρόπο που διδάσκεται στα σχολεία. Στην Ελλάδα, από καταβολής του σύγχρονου κράτους, η ιστορική αντίληψη για γεγονότα όπως η Επανάσταση του 1821 και οι εθνικές καταστροφές του 20ού αιώνα παρουσιάζονταν πάντα με συναισθηματικά φορτισμένο τρόπο και με την πρόθεση διαφύλαξης των επονομαζόμενων οσίων της φυλής. Οι ιστορικές απόψεις που αμφισβήτησαν αυτή τη θέαση συναντούν μόνιμες και εκτεταμένες αντιδράσεις. Είναι όμως η Ιστορία θέμα κυβερνητικής πολιτικής; Τι δεν μας δίδαξαν τα ιστορικά βιβλία; Υπάρχει αντικειμενική Ιστορία; Ενα ιδιότυπος διάλογος, που αρχίζει από την απλή αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και φτάνει ως τη διατύπωση υπαρξιακών προβληματισμών, εξελίσσεται τις τελευταίες εβδομάδες μέσω των προσωπικών ιστοσελίδων (blogs) που σχολιάζουν τη διαμάχη για τα νέα σχολικά βιβλία της Ιστορίας. Χιλιάδες μηνύματα ανταλλάσσονται καθημερινά μέσω του Internet από ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και μορφωτικού επιπέδου που αναρωτιούνται ανοικτά πώς γράφεται σήμερα η Ιστορία. Αφορμή, οι αντιδράσεις που προκάλεσε στην Εκκλησία αλλά και σε κύκλους πολιτών που υπερασπίζονται την ανάγκη ενίσχυσης των πατριωτικών αντανακλαστικών μας, απέναντι στην προσπάθεια των επιστημόνων-ιστορικών να την παρουσιάσουν με διεπιστημονικό τρόπο, αποστασιοποιημένο από «εθνικούς συναισθηματισμούς». Οι αντιδράσεις που έχουν σημειωθεί αφορούν κυρίως το νέο βιβλίο Ιστορίας της Στ´ Δημοτικού, ενώ σχετικά με το θέμα έχουν παρέμβει πανεπιστημιακοί και πολιτικοί. Αντιδράσεις που στην πλειονότητά τους, όσον αφορά τον τρόπο εκφοράς τους, φαίνεται να μη λαμβάνουν υπόψη ότι η συγγραφή των σχολικών βιβλίων υπακούει σε μεθοδολογικούς κανόνες που ανανεώνονται με βάση ερευνητικά δεδομένα, ενώ δεν παραδέχονται την Ιστορία των ιστορικών και δεν θέλουν να στηρίζεται σ’ αυτήν η σχολική Ιστορία. Στο σημερινό αφιέρωμα οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, οι ιστορικοί, δίνουν την απάντησή τους στο ερώτημα «πώς γράφεται η Ιστορία;».
————————————————
Στη συμβολική μάχη που έχει ξεσπάσει γύρω από το βιβλίο ιστορίας της Στ´ Δημοτικού φαίνεται πως αναμετριούνται περισσότερο πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις παρά επιχειρήματα σχετικά με την ίδια την Ιστορία (όπως ορθά παρατήρησε ο Β. Παναγιωτόπουλος). Γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχουν σκόπιμες και μη παρανοήσεις σχετικά με το επιστημονικό και αξιακό περιεχόμενο των «αντίπαλων» θέσεων, παρανοήσεις που στερεοτυπικά αναπαράγονται μέσα από ένα ευρύ, όπως φαίνεται, δίκτυο ανθρώπων. Η σύγχυση αυτή επιβάλλει να ξεκαθαρίσουμε ποια Ιστορία υπερασπιζόμαστε και ποιες αξίες θέλουμε να καλλιεργήσουμε μέσα από τη γνώση του παρελθόντος. Η Ιστορία αυτή, όπως πρέπει να διδάσκεται σε μικρά παιδιά, δεν περιέχει ωμή βία αλλά δεν είναι ουδέτερη· αρνείται τη μανιχαϊστική ερμηνεία των γεγονότων αλλά δεν κρύβεται πίσω από πέπλα εξωραϊσμού· δεν καταγράφει μόνο τους πολέμους αλλά και δεν αποσιωπά τις συγκρούσεις. Η Ιστορία αυτή αποστρέφεται τις σιωπές. Και αυτό έρχεται σε αντίθεση τόσο με την «παραδοσιακή» όσο και με την «πολιτικώς ορθή» ιστορία.
Πράγματι, η Ιστορία γράφεται με τη σιωπή. Οσο παράδοξη και αν μοιάζει αυτή η θέση, αποτελεί κοινό τόπο του τρόπου με τον οποίο διδάχτηκε και εξακολουθεί να διδάσκεται η Ιστορία σε πολλά – ίσως στα περισσότερα – μέρη του πλανήτη. Μάλιστα, παρατηρείται ένα επιπλέον παράδοξο: η αναθεώρηση της «παραδοσιακής» ιστορίας προτείνει επίσης τη σιωπή. Στις σιωπές λοιπόν της εθνικής ρομαντικής ιστοριογραφίας, που διαμόρφωσε τον κανόνα της τον 19ο αιώνα, αντιπαρατίθενται σήμερα οι σιωπές μιας «πολιτικώς ορθής», ουδέτερης και «εναρμονίζουσας» τις εθνικές αντιθέσεις ιστορίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η διδασκαλία της Ιστορίας αποτελεί μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων, ρητών ή υπορρήτων.
Στην πρώτη περίπτωση, η σιωπή της παραδοσιακής εθνικής ιστορίας αφορούσε την απόκρυψη των αρνητικών όψεων του εθνικού παρελθόντος ώστε να μην επισκιάζεται η συλλογική αυτο-εικόνα. Η προσέγγιση αυτή εξαρτάται από την πεποίθηση ότι η αγάπη για την πατρίδα μπορεί – και οφείλει – να στηριχθεί μόνο σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του έθνους. Μελανές και τραυματικές στιγμές της εθνικής Ιστορίας εξωραΐζονται για απολογητικούς λόγους, γεμίζοντας την Ιστορία με «λευκές σελίδες». Οι ήρωες αυτής της Ιστορίας είναι επίσης αψεγάδιαστοι: γενναίοι, ενάρετοι, χωρίς ανθρώπινες αδυναμίες, αιώνια πρότυπα των επόμενων γενεών. Περιστατικά του βίου τους που μπορεί να αμαυρώνουν αυτή την αστραφτερή εικόνα παραλείπονται και αφήνονται στην περιέργεια των επίμονων ερευνητών. «Της Ιστορίας τα συναξάρια», για να θυμηθούμε τον ποιητή Κ. Παλαμά, έχουν και αυτά τις «λευκές σελίδες» τους.
Στη δεύτερη περίπτωση, της «ουδέτερης» ιστορίας, ο στόχος της σιωπής είναι διαφορετικός: στην προοπτική μιας φιλειρηνικής εκπαίδευσης, κρίθηκε ότι είναι σκόπιμο να αποσιωπηθούν οι συγκρούσεις και τα αισθήματα εχθρότητας που ανέπτυξαν δύο έθνη στο παρελθόν. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο βάρους από την πολιτική και διπλωματική ιστορία στην κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ιστορία, η οποία δεν περιέχει αιματηρές συγκρούσεις και εντοπίζει το ενδιαφέρον σε άλλες πτυχές του παρελθόντος. Ιδιαίτερα στο σχολείο κρίθηκε ότι ήταν απαραίτητο να «αφοπλιστεί η ιστορία» (σύμφωνα με τον τίτλο ενός συνεδρίου που διοργάνωσε η UNESCO), της οποίας η εθνικιστική διδασκαλία είχε γεννήσει εθνικά μίση και πολέμους. Σε πολλές περιπτώσεις η διδασκαλία περιορίστηκε συνεπώς στην καθημερινή ζωή, όπου τα παιδιά μάθαιναν για ένα παρελθόν χωρίς μάχες και ήρωες. Ταυτόχρονα, έγινε προσπάθεια να εξοβελιστούν επίθετα ή χαρακτηρισμοί αρνητικοί για γειτονικούς λαούς, συνήθως για εκείνους με τους οποίους υπήρχε ιστορικά εχθρική σχέση.
Στην προσέγγιση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος να κατασκευαστεί μια ψευδής εικόνα ενός αρμονικού παρελθόντος και να υποτιμηθούν οι συγκρούσεις που αποτέλεσαν ουσιαστικό στοιχείο του κοινού για γειτονικούς λαούς παρελθόντος. Είναι προφανές ότι, τουλάχιστον για την περιοχή των Βαλκανίων, η σύγκρουση αποτέλεσε στοιχείο της συνύπαρξης. Η Ιστορία θα πρέπει λοιπόν να κοιτάξει με ειλικρίνεια και γενναιότητα στον καθρέφτη της, χωρίς εξιδανικεύσεις και αποσιωπήσεις. Η πρόκληση της διδασκαλίας της εθνικής ιστορίας έγκειται στον τρόπο διαχείρισης των συγκρούσεων και μάλιστα όταν οι συγκρούσεις αυτές έχουν νωπά αποτυπώματα στη συλλογική μνήμη. Στην περίπτωση της ελληνικής εθνικής ιστορίας, κεντρικό ρόλο κατέχει η ελληνοτουρκική σύγκρουση, με τρία τουλάχιστον σημεία καμπής: την Ελληνική Επανάσταση, τη Μικρασιατική Καταστροφή και το Κυπριακό. Τα δύο τελευταία διατηρούν ζωντανή τη μνήμη του πόνου και της σύγκρουσης και συμβάλλουν στη διαμόρφωση πολιτικών θέσεων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η συζήτηση περί Ιστορίας εντοπίζεται κυρίως στα σημεία εκείνα που δίνουν πολιτικό περιεχόμενο στην ιστορική αφήγηση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.
Οσοι ζητούν τη λεπτομερή αφήγηση των δεινών που υπέφεραν οι Ελληνες από τους Τούρκους θυματοποιούν το έθνος και επιδιώκουν την ιστορική νομιμοποίηση της σύγκρουσης ώστε να είναι πάντα παρούσα. Είναι ωστόσο λάθος η άποψη ότι μόνο η αφήγηση των δεινών του έθνους καλλιεργεί την εθνική συνείδηση. Ούτε όμως η ουδέτερη αφήγηση συνεισφέρει στη συμφιλίωση με το παρελθόν ούτε άλλωστε συμβάλλει με βεβαιότητα στην ανάπτυξη της ανοχής προς τους ιστορικούς εχθρούς. Η σύγκριση με τον τρόπο που διδάσκεται η ιστορία σε όλες τις δυτικές χώρες δείχνει ότι έχει πάψει πριν από πολλές δεκαετίες να «ρέει αίμα» στις σελίδες των σχολικών βιβλίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για αυτόν τον λόγο έχουν πάψει να αγαπούν την πατρίδα τους οι Γάλλοι, οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί. Συνεπώς, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στη δραματοποιημένη απεικόνιση ενός ζοφερού παρελθόντος ούτε σε μια ψευδή, εξιδανικευμένη εικόνα για το παρελθόν, αλλά στην ικανότητα να συμφιλιωθούμε με το οδυνηρό παρελθόν μέσα από μια προσέγγιση χωρίς στερεότυπα, προκαταλήψεις και αποσιωπήσεις. Η Ιστορία αυτή μόνο μπορεί εξάλλου να συμβάλει στη διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών με κριτική σκέψη, ικανών να αντισταθούν σε απόπειρες χειραγώγησής τους, από όπου και αν προέρχονται.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Το ΒΗΜΑ, 28/01/2007 , Σελ.: B57
[Βλάσης Αγτζίδης, Κάτοπτρο, (μπατίκ), εμπνευσμένο απο τον Πικάσο]
…………………………………………………………………………
…………………………………………………………………………
Δεν χρειάζεται και πολύ εξασκημένο μάτι για να διακρίνει κανείς ότι πάνω στον θεμελιώδη ιστοριογραφικό ιστό του βιβλίου διασταυρώνονται οι πιο αντιφατικές κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές διαδρομές: Η ταξική πάλη μεταλλαγμένη σε αντιιμπεριαλιστικό εθνικισμό, ο χριστιανο-ορθόδοξος λαϊκός πατριωτισμός, η συντεταγμένη Εκκλησία, ο θρήνος των εστέτ για τη χαμένη δραματικότητα, και ανάμεσα σε πολλές άλλες συνιστώσες, ο λόγος του προσφυγικού πένθους.
Δίπλα στον παλαιο-ελλαδίτικο τοπικισμό, αυτός ο αναβιωμένος προσφυγικός λόγος του πένθους και της διεκδίκησης, έρχεται να διεμβολίσει από μια απροσδόκητη πλευρά το νηφάλιο εθνικό σχήμα της κοινωνικής συνοχής και της πολιτιστικής μας ταυτότητας που με τόσες προσπάθειες πάει να συγκροτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη μεταπολίτευση, στη χώρα μας.
Ποντιακός ελληνισμός, μικρασιατική προσφυγιά, κυπριακός ξεριζωμός κ.ά. τραγικές στιγμές του Νέου Ελληνισμού, δεν διεκδικούν απλά μια θέση στο βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού, αλλά ζητούν ένα εφαλτήριο για ένα διορθωτικό εγχείρημα μέσα στο πεδίο της ιστορίας, προσβλέποντας σε μια αναδρομική διόρθωσή της. Ζητούν να κερδίσουν τη μάχη της μνήμης (που φυσικά δεν έχει χαθεί) ταυτίζοντάς την με τη μάχη των εδαφών και των χαμένων πατρίδων, μια μάχη που κανείς δεν τολμά ωστόσο ούτε να ομολογήσει και ούτε να προτείνει τον τρόπο της διεξαγωγής της.
Αλήθεια, ποιος θα διορθώσει ποιον;
Ο κ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ιστορικός, ομότιμος διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.
Το ΒΗΜΑ, 17/06/2007
Για το θέμα αυτό, διάβασα ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο στο ίντι:
Αυτό που μας ενώνει
κανείς δεν το σκοτώνει…
—–
Από τον Πόντο στο Μωριά
μια είναι η Αριστερά!
Biscuit
Η Χριστίνα Κουλούρη δεν είναι απλώς καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Πελοποννήσου. Είναι και διευθύντρια της σειράς «Εναλλακτικό Εκπαιδευτικό Υλικό για τη Διδασκαλία της Νεότερης Ιστορίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης» [τέσσερα συνολικά εγχειρίδια ιστορίας, τα οποία έχουν εκδοθεί από το «Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη» – CDRSEE -Θεσσαλονίκη].
Τελείως «συμπτωματικά» και τα εγχειρίδια αυτά προωθούν μια αποεθνικοποιημένη θεώρηση της ιστορίας. Το ότι πρόεδρος αυτού του Κέντρου είναι ένας τέως Αμερικανός διπλωμάτης, τον οποίο άλλοι συνάδελφοί του κατηγορούν ως θερμό υποστηρικτή των συμφερόντων του Ισραήλ σε βάρος εκείνων των ΗΠΑ και ως σιωνιστή, μάλλον δευτερεύουσα σημασία έχει.
Προφανώς όμως δεν μας πέφτει λόγος αφού όπως αναφέρει η κυρία καθηγήτρια,
«για το διδακτικό και επιστημονικό περιεχόμενο του εγχειριδίου έχουν γνώμη οι πάντες ανεξαρτήτως ιδιότητας, θεωρώντας προφανώς – στη χώρα όπου όλοι έχουν γνώμη για όλα – ότι ένα σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας μπορεί να υποστεί κριτικό έλεγχο και από μη ειδικούς«…
Για το θέμα αυτό έγινε μια κάποια συζήτηση στο ιντιμίντια-άθενς.
Αναδημοσιεύτηκε το ίδιο κείμενο με τίτλο:
«Ιδεολογικές (και όχι μόνο) συγκρούσεις για την Ιστορία…»
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=631950
Διαβάζοντας προσεκτικά όλα τα κείμενα για το βιβλίο, και ειδικά το κείμενο της Κουλούρη διαπίστωσα με έκπληξη ότι οι ενστάσεις της και η κριτική της για τη διαμαρτυρία του Αντίβαρου δεν θίγουν καθόλου τα μικρασιατικά. Εκτιμώ ότι αυτό δεν είναι τυχαίο. Η Κουλούρη δεν είναι άσχετη. Μπορεί να καταλάβει ότι στο συγκεκριμένο θέμα, το βιβλίο ιστορίας της 6ης δημοτικού υστερεί. Γι αυτό αφήνει τα της Ανατολής στο απυρόβλητο.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΚΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ: ΑΠΟ ΤΗ ΡΕΠΟΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΥΛΟΥΡΗ
Η ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ
Του Μανώλη Εγγλέζου Δεληγιαννάκη
Δεν ανήκω στην κατηγορία που κατά την κυρία Κουλούρη έχει δικαίωμα λόγου και κρίσης για το βιβλίο της έκτης δημοτικού. Δεν είμαι άξιος, κατ’ αυτήν, να την κοιτάξω στα μάτια και να της απαντήσω. Επομένως το κείμενο μου δε μπορεί να απευθυνθεί σ’ αυτήν και στους ομοίους της. Το κείμενό της στο Βήμα όμως, είναι πολύτιμο για την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων για τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας της ομάδας των διανοούμενων αυτών που περνούν με προοδευτικό πρόσωπο τη γραμμή της Νέας Τάξης στην κοινωνία μας.
Στο άρθρο της δεν κρίνονται οι απόψεις των αντιτιθεμένων στο βιβλίο, αλλά επιτιμώνται κάποιοι από αυτούς με βάση την ιδιότητά τους. Η ιδιότητα της νοικοκυράς, του κτηνοτρόφου, του εργάτη της Γερμανίας, του μέλους της ΚΕ του ΛΑΟΣ και ο συνυπογράφων Χ. Σαρτζετάκης είναι το προς περιφρόνηση δείγμα, το οποίο προφανώς θεωρεί πολύ μπανάλ η συγγραφέας ώστε να μπορεί να έχει άποψη περί του βιβλίου. Κι εφόσον το δείγμα είναι ανάξιο να μιλάει, οι απόψεις του είναι λάθος. Δεν απαντάει στις απόψεις λοιπόν. Απαντάει απαξιώνοντας επιλεκτικά συγκεκριμένους έχοντες την άποψη, τις –περιφρονητέες για την ίδια- ιδιότητες των οποίων προσάπτει σε όλους συλλήβδην τους υπόλοιπους.
Δε θα μπούμε στη λογική αυτή. Δε θα επικαλεστούμε τις απόψεις «ειδικών» κατά την κα Κουλούρη που έχουν άποψη κατά του βιβλίου και που θα εμπίπτουν στην κατηγορία που έχει δικαίωμα να μιλάει. Δεν θα εντοπίσομε καθηγητές ανάμεσά τους για να νομιμοποιήσομε το δικαίωμά μας να μιλούμε. Ούτε θα αντιδράσουμε στην προσπάθειά της να χρωματίσει ιδεολογικά τους αντιδρούντες χρεώνοντάς τους στο ΛΑΟΣ. Θα υπερασπιστούμε όμως το δικαίωμα των πληβείων να έχουν άποψη για την ιστορία τους.
Δεν έχομε τις υπερφυσικές ικανότητες της κας Κουλούρη και όντως δεν ξέρουμε αν ο εργάτης της Γερμανίας διάβασε το βιβλίο. Δεν ξέρουμε αν το έχουν διαβάσει όλοι όσοι το υπερασπίζονται ή το πολεμούν. Ούτε καν για την κα Κουλούρη (θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου!) το ξέρουμε. Όμως η ιστοσελίδα του Αντίβαρου, που είχε την πρωτοβουλία να συλλέξει τις υπογραφές, έχει αναρτημένο το βιβλίο και μπορεί όποιος θέλει να το διαβάσει. Δε ζητάει υπογραφές εν λευκώ. Κι ούτε το θέλομε. Μας ενδιαφέρει, εμάς τους ανάξιους να έχομε άποψη, να υπογράφομε έχοντας υπόψη μας ποιον κρίνομε και γιατί. Είχε λοιπόν ο εργάτης της Γερμανίας τη δυνατότητα να το διαβάσει. Κι ο κτηνοτρόφος; Είναι δυνατό να έχει υπολογιστή στη στάνη; Η νοικοκυρά; Και πώς υπέγραψαν τότε;
Ο ελιτισμός χαρακτηρίζει τα ιερατεία. Πάντα αυτοί που ήθελαν να ασκήσουν εξουσία προσπαθούσαν να κρατήσουν τη γνώση περιορισμένη στην κάστα τους. Βέβαια, το σημερινό μπλοκ των νεοταξικών ιστορικών δεν έχει αποκλειστικότητα στη γνώση, γιατί κι άλλοι με ανάλογα προσόντα διατηρούν αντίθετη άποψη από τους εκλεκτούς του Σημίτη και της Γιαννάκου. Συμπεριφέρεται όμως σαν ιερατείο, έχοντας την κάλυψη της εξουσίας και την ασυλία των πανεπιστημιακών του θώκων. Και επειδή δε μπορεί να αντιμετωπίσει την άλλη άποψη, τη φιμώνει. Αυτός είναι ο φανατισμός, στην πυρά του οποίου ρίχνεται η ιστορία, όπως τιτλοφορεί το άρθρο της η κα Κουλούρη κι όχι η αντίδρασή μας.
Όμως, όρια φαίνεται να υπάρχουν και εδώ, παρά την κρίση αξιών της κοινωνίας μας. Όπου νοιώθομε ότι είμαστε με την πλάτη στον τοίχο, ότι δεν πάει παραπέρα, μπορούμε ακόμα κι αντιστεκόμαστε. Πρέπει να ένιωσαν πολύ δυνατοί για να προκαλέσουν τόσο ανοιχτά τόσο πολλούς με το βιβλίο της κας Ρεπούση. Και πρέπει να ένιωσαν μετά πανικό για να αναγκαστούν να απαντήσουν στις αντιδράσεις μας, με συκοφαντίες και στρεβλώσεις, αλλά όχι στην ουσία. Ήταν πολύ διασκεδαστική η προσπάθεια της κας Κουλούρη να χρησιμοποιήσει απομονωμένα στοιχεία για να τα αναδείξει σαν πτυχές που δήθεν προβάλλουν αυτά που τελικά η συγγραφέας ήθελε να θάψει. Μας κατηγορεί λοιπόν και για παλαιοελλαδισμό η κα Κουλούρη για τη Δόμνα Βισβίζη! Μαζί δηλαδή θα προχωρήσομε να διεκδικήσομε τη μνήμη του ελληνισμού της Ανατολής! Μαζί θα κάνουμε κριτική στην παρουσίαση της καταστροφής της Σμύρνης ως συνωστισμού! Μας εγκαλεί ότι αντιδρούμε στην παράθεση στοιχείων η κα Κουλούρη! Μα δεν τα αμφισβητήσαμε! Τις προβοκατόρικες ερωτήσεις που τα ακολουθούν δεν ανεχόμαστε, ερωτήσεις που χειραγωγούν το παιδί και το κατευθύνουν στα συμπεράσματα που θέλει η συγγραφέας.
Και μια και γίνεται τόση κουβέντα για το συγκεκριμένο βιβλίο, σπεύδει να υποβαθμίσει και τη θύελλα των αντιδράσεων, εντάσσοντάς την σε ένα δήθεν πάγιο φαινόμενο έντονης κριτικής όποτε εκδίδονται βιβλία, που σαφώς δεν ισχύει. Ξύπνησαν και οι ευαισθησίες για πολλαπλά συγγράματα στην εκπαίδευση! Να κι η αντίσταση κατά του μεταξικού μονοπωλίου των κρατικών βιβλίων! Μα πού ήταν η κα Κουλούρη όταν έβγαινε το βιβλίο, τότε γιατί δεν αγωνιζόταν για τον πλουραλισμό, ειδικά σ’ ένα βιβλίο που ήξεραν ότι εκπροσωπεί απόψεις που έχουν τεκμηριωμένο αντίλογο; Και η συγγραφέας; Ούτε αυτή θυμάται τους αγώνες του παλιού της κόμματος κατά της μιας άποψης; Τώρα όμως γίνανε εξουσία! Τώρα η Άποψη είναι αυτοί! Κι οι διάφορες νοικοκυρές ας επιστρέψουν στην κουζίνα τους, δε μπορούν πια να κρίνουν.
Η κινητοποίηση για την απόσυρση του βιβλίου, αν και αποσπασματική, παρόλο που είναι ελάχιστα γνωστή, παρόλο που πρακτικά γίνεται μόνο στο διαδίκτυο, έχει φέρει ήδη τα πρώτα αποτελέσματα. Οι νεοταξικοί διανοούμενοι υποχρεούνται στην πρώτη τους αναδίπλωση. Αυτό όμως δεν αρκεί. Ότι το βιβλίο πρέπει να αποσυρθεί είναι δεδομένο και δε μπορούμε να σταματήσουμε μέχρι τότε. Όταν και αν όμως το καταφέρουμε θα έχουν μείνει ακόμα πολλοί αγώνες να δώσουμε.
—————————–
Ένας φίλος έστειλε -μεταξύ άλλων και σε μένα- τις απόψεις του για το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ. Για αυτό και ‘γω το έστειλα στο φιλόξενο μπλογκ σας:
Προσυπογράφω μέχρι κεραίας το παραπάνω κείμενο της Χρ. Κουλούρη.
Δεν χρηζει ανάγκης κανενός περαιτέρω επιχειρήματος από την πλευρά μου. Ενισχύει, σε κάθε περιπτωση, την αυξανόμενη πεποίθηση μου πως οι ρίζες της ευρείας και -φαινομενικά- ετερογενούς ανορθολογικής αρνησης δεν δύνανται να αντικρουστούν με κανενός τύπου ιστοριογραφικές θέσεις.
Και ασφαλώς (επι)μορφώνομαι καταλλήλως από τα σχόλια που πλαισιώνουν απο κάτω το άρθρο της Κουλούρη.
Συμβάλλουν στην κατανόηση των εσωτερικών όρων/όψεων της λυσσαλέας αντίδρασης απέναντι στους ‘νεοταξ’ καθηγητές, στα ‘ιερατεία της γνώσης’, στον ‘ελιτισμό’ και στις συνδεσεις με τα ξενοκίνητα λόμπυ…
(-:
Χαμένος κόπος-με εργαλεία πολιτικής ανάλυσης σε σχέση με την διακινούμενη εντός της χώρας underdog culture και με προσεγγίσεις ψυχανάλυσης Λακανικού τύπου για τους φορείς αυτών των αντιλήψεων, ίσως κάτι να γίνεται ..
[που και πάλι δλδ, αμφιβάλλω…]
Καλώς ήρθες και σε τούτη τη γωνιά…
Μήπως είσαι λίγο απόλυτος! Νομίζω ότι σε λίγο ο πολιτικός φανατισμός (που υπάρχει ένθεν κακείθεν)θα σκιάσει κάθε ψύχραιμη αποτίμηση.
Β.
Αγαπητέ Βλ.,
Ουδεμία απολυτότητα δε νιώθω να με διακατέχει..
Και αν θέλεις να γίνω πιο ξεκάθαρος, με χαρά:
Δεν αισθάνομαι πως ανήκω σε μια ‘φράξια’ που αντιτίθεται σε μια άλλη ‘παράταξη’.
Δεν αισθάνομαι δλδ πως συνομιλώ και ασφαλώς δεν (δια)πραγματεύομαι-γιατί δεν έχω να χωρίσω κάτι με κανένα.
Επίπρόσθετα, δεν αντιλαμβάνομαι τη διάσταση απόψεων ανάμεσα σε όσους υποστηρίζουν π.χ. τις επισημάνσεις που διαπιστώνει η Χ. Κουλούρη [και ασφαλώς όχι μόνο] και σε όσους τη λοιδωρούν ανενδοιάστως, ως εκδήλωση ‘πολιτικού φανατισμού.
Αντιθέτως, θεωρώ πως τα πράγματα είναι σαφή σε όσους έχουν οφθαλμούς, ώτα και στοιχειώδη νόηση: οι μομφές [είμαι επιεικής 😉 ] στις οποίες υποβάλλονται οι κοινωνικοί επιστήμονες που επιλέγουν να έχουν δημόσιο στίγμα σ’ αυτή τη χώρα [στις αρχές πλέον του 21ου αι.] ξεπερνούν κάθε λογική.
Το βλέπεις-και-το βλέπω.
Το ξέρεις (πιστεύω)-και το ξέρω..
Συμπερασματικά, η μόνη ‘ψύχραιμη αποτίμηση’ που δύναμαι να διακρίνω συμπίπτει με την υπεράσπιση του ορθολογισμού, της καταγγελίας της συνάρθρωσης των ‘ελληναράδων’ με τον αγοραίο λαϊκισμό και της δέσμευσης απάντων στις αρχές, τις λειτουργίες και τις διαδικασίες μιας ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας-όπως (θα ήθελα να) είναι η Ελλάδα σήμερα._
Σε κάθε περίπτωση, όπως έχω ξαναγράψει και στην Καλύβα, αν κάνεις κέφι να τα πούμε, στείλε μου προσωπικό μαίηλ.
1) «Δεν αισθάνομαι πως ανήκω σε μια ‘φράξια’ που αντιτίθεται σε μια άλλη ‘παράταξη’.
Δεν αισθάνομαι δλδ πως συνομιλώ και ασφαλώς δεν (δια)πραγματεύομαι-γιατί δεν έχω να χωρίσω κάτι με κανένα.»
-Χαίρομαι πραγματικά και ειλικρινά για αυτό που γράφεις. Οχι μόνο γιατί μπορεί και να υιοθετώ ένα μέρος της θεωρητικής σου ανάλυσής σου (αυτά σου τάχα γράψει κάποια στιγμή στην Καλύβα), αλλά γιατί η υπαρκτότατη πόλωση με βλίβει βαθύτατα και μεταφέρει αλλού το πεδίο αντιπαράθεσης. Και γι αυτό υπάρχουν εξηγήσεις…
2) Δεν πρόλαβε όμως να στεγνώσει το μελάνι και διαβάζω παρακάτω: «…η μόνη ‘ψύχραιμη αποτίμηση’ που δύναμαι να διακρίνω συμπίπτει με την υπεράσπιση του ορθολογισμού, της καταγγελίας της συνάρθρωσης των ‘ελληναράδων’ με τον αγοραίο λαϊκισμό και της δέσμευσης απάντων στις αρχές, τις λειτουργίες και τις διαδικασίες μιας ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας-όπως (θα ήθελα να) είναι η Ελλάδα σήμερα.»
-Το οποίο σημαίνει ότι η ρήξη (που δεν αποδέχεσαι), σφραγίζει και σένα. Έτσι λοιπόν, στο σχήμα πλέον υπάρχουν οι «καλοί» και οι «κακοί», οι «ελληναράδες» και οι «νορμάλ», τα «εθνίκια» και οι «κοσμοπολίτες»… το άσπρο και το μαύρο.
3) Είχες γράψει λίγο παραπάνω: «Ενισχύει, σε κάθε περιπτωση, την αυξανόμενη πεποίθηση μου πως οι ρίζες της ευρείας και -φαινομενικά- ετερογενούς ανορθολογικής αρνησης δεν δύνανται να αντικρουστούν με κανενός τύπου ιστοριογραφικές θέσεις.»
Πρόσεξε, ψύχραιμα τώρα, το σχήμα που διατυπώνεται εδώ: Η άρνηση, καλύτερα η κριτική προς το βιβλίο συνιστά ενοχή, εφόσον αποτελεί έκφανση του ομοιογενους ανορθολογικού, ανιστόρητου, χώρου.
Εδώ παρασύρεσαι και δεν βλέπεις κάτι που είδε ένας σχολιογράφος παραπάνω. Ότι μερικά ζητήματα κριτικής προς το βιβλίο η Κουλούρη -ευφυέστατα- δεν τα θίγει. Και, καλώς ή κακώς, αυτά τα ζητήματα είναι που προκαλούν τη δική μου κριτική.
Η διάκριση του κόσμου σε άσπρο και μαύρο είναι μια βολική θέαση (προς θεού δεν είναι κριτική για σένα). Και η σύγκρουση στον (πολύμορφο) χώρο των ιστορικών (έστω, η όποια σύγκρουση) δεν έχει ως αφετηρία μόνο τη διαφορετική αντίληψη της ιστορίας, αλλά και των πολιτικών προκαταλήψεων που χαρακτηρίζουν την κάθε (ας πούμε) ομάδα, ή τάση καλύτερα..
Δηλαδή, στη δική μου αντίληψη του κόσμου, η παρούσα διαφωνία -έως και σύγκρουση- οφείλεται στο ότι τα ιδεολογήματα (δεν μιλώ εδώ για το επίπεδο γνώσεων) που χαρακτηρίζουν τον ευρύτερο χώρο της συγγραφέως, έχουν οδηγήσει στις σιωπές, που εντοπίζω εγώ στη δική μου κριτική. Εξάλλου, μόνον αυτή υποστηρίζω στη δημόσια αντιπαράθεση, ανεξαρτήτως του ότι θεωρώ ότι οι σιωπές αυτές δεν πρέπει να περάσουν…. ειδικά στις μέρες μας που το ζήτημα της Μνήμης αναδεικνύεται ώς λαμπρό επιστημονικό πεδίο (όχι όμως στην «μικράν πλην έντιμον»!)
Εν κατακλείδι: ζώντας σ’ ένα σύνθετο κόσμο που αλλάζει, είναι λάθος να μην κυριαρχεί η ανοχή και ο σεβασμός προς τον διαφορετικό και η προσπάθεια να βρεθεί η ελάχιστη κοινή βάση. Όπως επίσης και να μην υπάρχει κατανόηση και προσοχή για την προτέραν κατάσταση θεμάτων και πραγμάτων, (τόγραψε με τον τρόπο του ο J95 στο σχόλιό του στο ποστ «Έλληνας ή Ελλαδίτης»)...
Βλάσης
Sent: Sunday, January 14, 2007 8:54 AM
Η καθηγήτρια κυρία Χ. Κουλούρη στην επιστολή της στο ΒΗΜΑ, 07/01/2007 , Σελ.: B47 αναφέρεται στο «….κείμενο που ζητά την απόσυρση του εν λόγω εγχειριδίου», το οποίο όπως γράφει η ίδια «υπογράφεται από πλοιάρχους και κτηνοτρόφους, νοικοκυρές και στρατιωτικούς, από μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΛΑΟΣ και τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκη….».
Επειδή μεταξύ των υπογραφών των πλοιάρχων, των κτηνοτρόφων και των νοικοκυρών υπάρχει και η δική μου υπογραφή θα ήθελα να αναφέρω τα ακόλουθα.
Μία σύντομη έρευνα με το Google Scholar http://scholar.google.com/ δείχνει ότι το(α) εγχειριδίο(α) – βιβλίο(α) της κυρίας Χ. Κουλούρη χρηματοδοτεί η εδρεύουσα στην Θεσσαλονίκη μη κυβερνητική οργάνωση με την ονομασία: Center for Democracy and Reconciliation in Southeast Europe (CDRSEE) (!)
http://www.cdsee.org/teaching_modern_sehistory.html
http://www.see-jhp.org/publications_teaching.html
Οι σκοποί, οι χρηματοδότες και τo διοικητικό συμβουλίου του Center for Democracy and Reconciliation in Southeast Europe (CDRSEE) αναφέρονται στην παραπάνω ιστοσελίδα. Μεταξύ αυτών που διατέλεσαν μέλη του διοικητικού συμβουλίου της CDRSEE αναφέρεται και το όνομα του εθνικού μας «διαμεσολοαβιτού» κυρίου Matthew Nimetz δικηγόρου Νέας Υόρκης.
Η παραπάνω ιστοσελίδα αναφέρει:
-(Matthew Nimetz), (is) a New York lawyer and partner of an investment firm who is also Special Representative of the UN Secretary General Kofi Annan, chaired the Center’s Board from the founding of the organization until 31 December 2001)
-Πληροφορίες σχετικές με το Center for Democracy and Reconciliation in Southeast Europe έχουν αναφερθεί στο τεύχος 58, Μάρτιος – Απρίλιος 2006 του περιοδικού ΑΡΔΗΝ. http://www.ardin.gr/
Νομίζω ότι πιο κατάλληλοι να μας κατατοπίσουν για το CDRSEE είναι ο εκδότης και αρχισυντάκτης του ΑΡΔΗΝ κ. Γ. Καραμπελιάς και οι συνεργάτες του.
Δυστυχώς, και όπως αναφέρεται στη επιστολή της η κυρίας Χ. Κουλούρη, «….στη χώρα όπου όλοι έχουν γνώμη για όλα…» η γνώμη της ιδίας περί «Τυραννία της Ιστορίας» είναι η επιβαλλομένη από τους διαφόρους κυρίους Nimetz επίσημη θέση της κυβέρνηση και της αντιπολίτευσης και ο πραγματικός λόγος της κατάργησης του άρθρου 16 του συντάγματος.
Σύμφωνα με το Google Scholar http://scholar.google.com/ το δημοσιευμένο έργο της κυρίας Κουλούρη είναι τα εξής 4 βιβλία:
[BOOK] Teaching the history of Southeastern Europe
C Koulouri – 2001 – Southeast European Joint History Project, History Education …
Cited by 4 – Related Articles – Web Search – Library Search
[CITATION] Clio in the Balkans
C Koulouri – The Politics of History Education. Thessaloniki: Center for …, 2002
Cited by 2 – Related Articles – Web Search
[BOOK] Clio in the Balkans: the politics of history education
C Koulouri – 2002 – Center for Democracy and Reconciliation in Southeast Europe
Cited by 2 – Related Articles – Web Search – Library Search
[BOOK] Dimensions idéologiques de l’historicité en Grèce (1834-1914): les manuels scolaires d’histoire et …
C Koulouri – 1991 – P. Lang
Cited by 1 – Related Articles – Web Search – Library Search
Δημοσιεύσεις της κυρίας Κουλούρη σε έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά (οι δημοσιεύσεις στα οποία να κρίνονται μέσω συστήματος κριτών) (refereed Journals) στο Google Scholar http://scholar.google.com/ δεν αναφέρονται.
Αν το δημοσιευμένο έργο της κυρίας Κουλούρη περιορίζεται μόνο στα 4 παραπάνω εγχειρίδια, γεννούνται ερωτήματα για την αυθεντία και το κύρος της γνώμης και των θέσεων της κυρίας Κουλούρη επί των οποίων στηρίχτηκε η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να της αναθέσει την συγγραφή του βιβλίου Ιστορίας της έκτης Δημοτικού.
A. Βαρδουλάκης
Prof. Antonis .I.G. Vardulakis
Department of Mathematics
Aristotle University of Thessaloniki
Thessaloniki 54 006
Greece
tel +302310 99 79 51
fax +302310 99 79 51
E-mail avardula@math.auth.gr
http://anadrasis.math.auth.gr
http://control.math.auth.gr
http://anemos.math.auth.gr
WITH RESPECT TO THE 6TH GRADE HISTORY BOOK OF GREEK DEMOTIC SCHOOLS
http://ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=18743&m=P24&aa=1
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ «ΜΥΘΟΙ»
Σχολικά εγχειρίδια στην πυρά!
Η σχολική Ιστορία έχει μια πικρή ιστορία παρεμβάσεων και διαμάχης που
μετρά «καταραμένα» βιβλία. Η πολεμική εναντίον της υπονομεύει τον
ουσιαστικό διάλογο, λένε οι ειδικοί, με αφορμή τις ενστάσεις της Εκκλησίας –
και όχι μόνο – για τα νέα εγχειρίδια
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΑ ΠΕΛΩΝΗ
Μετά την παγκοσμιοποίηση, ο νέος κίνδυνος που βλέπει ο κ. Χριστόδουλος
για την Ορθοδοξία είναι τα νέα σχολικά εγχειρίδια Θρησκευτικών και Ιστορίας.
Για τα πρώτα μάλιστα, σε επιστολή της Ιεράς Συνόδου προς την υπουργό
Παιδείας γίνεται λόγος για «αποδόμηση της Ορθόδοξης χριστιανικής
διδασκαλίας» και για προσπάθεια «απο-ορθοδοξοποίησης».
Η Εκκλησία έχει ήδη διαμαρτυρηθεί από τον Σεπτέμβριο για τα νέα σχολικά
εγχειρίδια. Αλλά δεν είναι η μόνη. Για το νέο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’
Δημοτικού (επιστημονική υπεύθυνη της συγγραφής είναι η Μαρία Ρεπούση), για
παράδειγμα, έχουν διαμαρτυρηθεί από τον Δήμο Γραβιάς – επειδή υποστηρίζει
ότι δεν αναφέρεται η μάχη της Γραβιάς – μέχρι τους κ.κ. Στέλιο Παπαθεμελή και
Γιώργο Καρατζαφέρη. Πριν από λίγες ημέρες μάλιστα προσωπικότητες –
ανάμεσά τους και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Χρήστος Σαρτζετάκης –
ζητούν την απόσυρση του βιβλίου. Ενώ δέκα βουλευτές της Ν.Δ. κατέθεσαν
επερώτηση στη Βουλή.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά. Το 2002, με αφορμή το βιβλίο Ιστορίας της Γ’
Λυκείου του Γιώργου Κόκκινου, διαμαρτυρίες έφθαναν στο υπουργείο
ακόμη και για ζητήματα του τύπου «για τη σφαγή στο τάδε χωριό αφιερώνει
τρεις αράδες, ενώ για τη σφαγή στο δείνα χωριό αφιερώνει εννέα».
Ανεξάρτητα από την ποιότητα του κάθε βιβλίου, είναι φανερό ότι το μάθημα της
Ιστορίας αποτελεί πεδίο πολιτικής διαμάχης. Παλιό αλλά χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι το βιβλίο των Θεοδωρίδη – Λαζάρου. Από τις συνεχείς
παρεμβάσεις, στο αρχικό βιβλίο του κ. Θεοδωρίδη, δεν είχε μείνει τίποτε άλλο
παρά η… υπογραφή του.
«Τα σχολικά βιβλία Ιστορίας αποτελούσαν πάντοτε πεδίο άσκησης του
κρατικού ιδεολογικού φρονηματισμού. Τα τελευταία χρόνια άρχισε κάπως να
ραγίζει η πρακτική αυτή επειδή η Ε.Ε., χρηματοδοτώντας την επιχείρηση
σχολικά βιβλία, απαιτούσε μεγαλύτερη διαφάνεια στην ανάθεσή τους. Το
πλαίσιο όμως παραμένει ασφυκτικό: κρατικό μονοπώλιο των βιβλίων και
προσδιορισμός τού τι θα διδαχθεί από το αναλυτικό πρόγραμμα», λέει στα
«ΝΕΑ» ο Αντώνης Λιάκος, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Τον τελευταίο καιρό τα νέα σχολικά βιβλία βρίσκονται στο πολιτικό
προσκήνιο και στη δίνη της αντιπαράθεσης. Ιδιαίτερα αυτά που
έχουν κάτι καινούριο να πουν σε σχέση με τα προηγούμενα, πριν δοκιμασθούν
στα σχολεία, γίνονται αντικείμενο μιας πολεμικής που επιχειρεί να
προδιαγράψει τη διαδρομή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, στερώντας τα
έτσι από ουσιαστικές και γόνιμες κριτικές παρεμβάσεις», επισημαίνει η
επίκουρη καθηγήτρια Διδακτικής της Ιστορίας στο ΑΠΘ Μαρία Ρεπούση.
«Η ίδια χορωδία που έψαλλε στις λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες»
Για τις επανειλημμένες αντιδράσεις της Εκκλησίας, ο Μάριος Μπέγζος,
καθηγητής Φιλοσοφίας των Θρησκειών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υποστηρίζει
ότι «η Εκκλησία νομιμοποιείται να έχει άποψη μόνο ως προς το δογματικό
περιεχόμενο ενός βιβλίου». Από ‘κει κι έπειτα, «είναι σαν οποιοσδήποτε άλλος
δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας να διαμαρτύρεται. Δεν παρέχεται κάτι
προνομιακό ως προς τα Θρησκευτικά, πολύ περισσότερο για τα υπόλοιπα. Τα
βιβλία αυτά δεν ανήκουν σε κανέναν φορέα».
«Η πολεμική αυτή, υπονομεύει τον ουσιαστικό παιδαγωγικό διάλογο, αφού
δεν αφορά τα ίδια τα βιβλία, αλλά πολιτικές σχέσεις», σχολιάζει η Μαρία
Ρεπούση, επιστημονική υπεύθυνη για τη συγγραφή του βιβλίου Ιστορίας της Στ’
Δημοτικού που έχει δεχθεί σφοδρές επιθέσεις: «Η ποιότητα της Εκπαίδευσης
δεν τους αφορά. Δεν τους ενδιαφέρει αν τα παιδιά που φοιτούν στα ελληνικά
σχολεία έχουν σε μερικές περιπτώσεις για 20 και 25 χρόνια τα ίδια βιβλία. Δεν
ενδιαφέρονται να δουν τι γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν τους αφορά
αν η συγγραφή των σχολικών βιβλίων έχει κι αυτή την επιστημοσύνη της,
υπακούει σε μεθοδολογικούς κανόνες που ανανεώνονται με βάση ερευνητικά
δεδομένα. Όχι, αυτό που κυρίως κοιτάζουν, στην Ιστορία για
παράδειγμα, είναι τι ιστορείται για τους ίδιους ή για τα «θέματά» τους, αν
δικαιώνεται η δική τους ύπαρξη και σε πόσες σελίδες. Αναρωτιέμαι αν
επιθυμούν καν να μάθουν Ιστορία τα παιδιά. Κάποιοι δεν παραδέχονται καν
την Ιστορία των ιστορικών, δεν θέλουν να στηρίζεται σ’ αυτήν η σχολική
Ιστορία. Δεν θέλουν ίσως να έχουν σκέψη και κρίση οι αυριανοί πολίτες· μόνον
πίστη εθνική και θρησκευτική».
Ο Αντώνης Λιάκος γίνεται ακόμη πιο σαφής, επισημαίνοντας ότι «οι
διαμαρτυρίες του εσμού των αλευρομαγείρων και λοιπών άσχετων,
περιλαμβανομένου ενός γραφικού πλέον πρώην προέδρου και της γνωστής
«μάστιγας του Θεού», δεν θα πρέπει να μας παραξενεύουν. Είναι η ίδια χορωδία
που έψαλλε στα Ίμια, στις λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες, εναντίον των
μεταναστών και σε κάθε άλλη ευκαιρία όπου κινδυνεύει η φυλή. Ελπίζω ότι η κ.
υπουργός δεν θα επαναλάβει το λάθος τού προκατόχου της, που κατήργησε το
σχολικό εγχειρίδιο της Γ’ Λυκείου από την Κίνα, ώστε να ανατεθεί τώρα, χωρίς
διαγωνισμό, σε δύο επιφανείς ιστορικούς της νεοδημοκρατικής εμπιστοσύνης».
«Αποδραματοποίηση τώρα»
«Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να δεχτούμε να μετατραπεί η σχολική
ιστοριογραφία σε εθνική μυθολογία», λέει ο ιστορικός Βασίλης
Παναγιωτόπουλος
«Το ζήτημα δεν είναι ιστορικό», λέει ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος,
ομότιμος διευθυντής ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Άλλωστε
«δεν μπορούν να περάσουν όλες οι κατακτήσεις της ιστορικής επιστήμης
σε ένα βιβλίο». «Δεχόμαστε να μην είναι πλήρης η εικόνα της παιδικής
ιστοριογραφίας – γιατί περί αυτού πρόκειται – αλλά με κανένα τρόπο δεν
μπορούμε να δεχτούμε να μετατραπεί η σχολική ιστοριογραφία σε εθνική
μυθολογία», συνεχίζει. «Η συζήτηση για το βιβλίο της ιστορίας της
Στ΄Δημοτικού δεν είναι συζήτηση για την Ιστορία, είναι συζήτηση για την
ιδεολογία του σχολείου. Και ίσως αυτός είναι ο μόνος λόγος που δικαιολογεί
την ανάμιξη στη συζήτηση αυτή των όποιων πολιτών νομίζουν ότι τους
αφορά. Μπορούμε, όμως, να δεχτούμε σήμερα μια συζήτηση αντιπαράθεσης
μεταξύ μαθητών-πολιτών που προτείνει το σχολικό πρόγραμμα στο σύνολό του
και μαθητών-στρατιωτών που προτείνουν οι επικριτές του συγκεκριμένου
βιβλίου;», αναρωτιέται. Και καταλήγει: «Το παιδαγωγικό έργο έχει την
αυτονομία του και το σχολικό βιβλίο έχει τη δική του λογική. Ιστορία,
ιδεώδη της εκπαίδευσης και παιδαγωγική μέθοδος δεν πρέπει να
αναμειχθούν σε μια άγονη συζήτηση. Χρειάζεται αποδραματοποίηση».
From: Phidias Bourlas
Date: Jan 20, 2007 7:24 PM
Subject: Για τα νέα σχολικά βιβλία Ιστορίας
To: epistoles@tanea.gr
Κύριοι,
Επιτρέψτε μου να διαμαρτυρηθώ εντόνως για το άρθρο της κ. Πελώνη,
με τίτλο «Σχολικά εγχειρίδια στην πυρά!» (φύλλο 19ης τρέχοντος),
σχετικώς με την πρωτοβουλία διαμαρτυρίας του ηλεκτρονικού περιοδικού
«Αντίβαρο» για τα νέα, εθνικώς αποχρωματισμένα, σχολικά βιβλία
Ιστορίας. Αντιδεοντολογικώς, όχι μόνον απεκρύβησαν στο άρθρο τα
επιχειρήματα των αντιδρώντων στο εν εξελίξει εθνικό έγκλημα, αλλά
απεκρύβη και αυτή ακόμη η πηγή, όπου μπορεί ο κάθε πολίτης να
πληροφορηθή τις ενστάσεις μας, να μελετήση τα επιχειρήματα των ειδικών
επιστημόνων, ανασκευάζοντα πλήρως τα φληναφήματα της επιχορηγουμένης
από τα διάφορα CDRSEE και λοιπούς εξωελληνικούς φορείς νεοταξικής
ψευδοϊστορίας, και να διαμορφώση ιδίαν γνώμην.
Επιτρέψτε μου, έτι περαιτέρω, να διαμαρτυρηθώ εντόνως για την
φιλοξενία από τις σελίδες της εγκρίτου εφημερίδος σας των σκαιών
ύβρεων του καθηγητού κ. Λιάκου κατά όχι μόνον του οικογενειακού
επωνύμου και του προσώπου του στρατηγού Δ. Αλευρομάγειρου (το ήθος του
οποίου επεδείχθη εις το πεδίον της μάχης στην σκλαβωμένη Κύπρο και
στους αγώνες υπέρ της Δημοκρατίας) και του πρώην Προέδρου της
Δημοκρατίας κ. Σαρτζετάκη, αλλά και όλων ημών (συμπεριλαμβανομένων
δεκάδων καθηγητών πανεπιστημίων, ιστορικών, εκπαιδευτικών) που
συνυπογράψαμε την έκκληση-διαμαρτυρία του «Αντίβαρου», με ευθύνη για
την Πατρίδα και αγωνία για τα απειλούμενα από τον νεοταξικό
γενιτσαρισμό παιδιά μας. Οι γηπεδικού τύπου ύβρεις, του στυλ «εσμός
αλευρομαγείρων και λοιπών ασχέτων», «γραφικός», «χορωδία», ενδεικτικές
απωλείας ψυχραιμίας, πανικού και ελλείψεως επιστημονικών
επιχειρημάτων, από το στόμα μάλιστα ενός πανεπιστημιακού, προκαλούν
τουλάχιστον θλίψι…
Για μεν λοιπόν τις ύβρεις του κ. Λιάκου, επιφυλλασσόμεθα παντός
νομίμου δικαιώματός μας.
Για δε την παγκόσμια επιχείρησι εθνομηδενισμού, πολτοποιήσεως και
υποδουλώσεως των λαών της ανθρωπότητος, αυτή βρίσκει γενναία
αντίστασι από την πολυαίωνη και βαθύρριζη Ελληνική Ιστορία και
παράδοσι, από τους άξιους Έλληνες καθηγητές και δασκάλους και την
γενναία καρδιά των απλών Ελληνίδων «νοικοκυρών» (όπως περιφρονητικά
τίς απεκάλεσε η υπεύθυνη της παραϊστορίας του CDRSEE κ. Κουλούρη), τις
μανάδες που δεν είναι διατεθειμένες να παραδώσουν τα παιδιά τους σε
ένα νέο παιδομάζωμα για να γίνουν γενίτσαροι. Την ίδια αντίστασι που
συναντά η παγκόσμια εξουσία και στο Σηάτλ και στην Γένοβα, στην Γαλλία
με την απόρριψι του ευρωσυντάγματος των πολυεθνικών εταιριών, στην
μαρτυρική Κύπρο με την απόρριψι του μειοδοτικού σχεδίου Αννάν, στον
Νότιο Λίβανο και στην Βαγδάτη με την αντίστασι ενάντια στον πάνοπλο
ιμπεριαλισμό. Ας είναι λοιπόν γελασμένη η παγκόσμια εξουσία ότι αυτό
που δεν μπορεί να επιτύχει με τα βομβαρδιστικά της, θα τό καταφέρει με
την πλύση εγκεφάλου στα παιδιά μας. Στα σχέδιά τους απαντούμε: Κάτω τα
χέρια σας από τα παιδιά μας!
Μετά τιμής,
Φειδίας Ν. Μπουρλάς
Ηλ. Μηχανικός Ε.Μ.Π.
[διεύθυνσις, τηλέφωνο]
Το έθνος το «στοχαστήκαμε» λέει ο
«θατσερικός μαρξιστής», Αντώνης Λιάκος.
Δηλαδή οι εθνικές κοινωνίες δεν είναι δημιουργήματα
της ΙΣΤΟΡΙΑΣ, της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά «νοητικές κατηγορίες»!!!
Μάλλον και η ταξική πάλη είναι «νοητική κατηγορία»!
Και ο Καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός και τα υπερεθνικά μονοπώλια, η Νέα Τάξη κλπ: Όλα «νοητικές κατηγορίες»!
Αυτός ο ιδιότυπος «μαρξισμός», που ασπάζονται όλοι της νεοταξικής «αριστεράς» «ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΕΙ» το ίδιο ιδεολογικό υπόβαθρο του ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ: Ότι δηλαδή οι ΙΔΕΕΣ, οι «νοητικές κατηγορίες» είναι παράγωγα και αντανάκλαση της ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ!
Ο Λιάκος λέει το εντελώς αντίθετο: Τα πράγματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες τα δημιουργούν!!!
ΤΟΜΟΥΣ έγραψε ο ΜΑΡΞ και όλοι οι θεωρητικοί του μαρξισμού κατά των ακραίων αυτών ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΩΝ φιλοσοφιών.
Αυτοί οι παλιοί ιδεολογικοί μύθοι του κατεστημένου, αναπαράγονται σήμερα με τους Λιάκους και τους λοιπούς #?%$#@*%# ιδεολογικούς «μπάτσους» σε νέες συσκευασίες…
Και όλα αυτά τα «επιστημονικά» σκύβαλα θα ήταν της καρπαζιάς χωρίς τη στήριξη των ιδεολογικών μηχανισμών του συστήματος.
Γι αυτό σαν ύαινες επιτίθενται από τα εξουσιαστικά μετερίζια του Λαμπρακιστάν, χωρίς να τολμούν να αναφέρουν τις «εστίες» της αντίδρασης και των υπογραφών. Είναι οι ιδεολογικοί κ#@%@*άνθρωποι της εξουσίας που διατρανώνουν την ανάπηρη υπεροχή τους με το να βρίζουν και να στιγματίζουν αυτούς που αγωνίζονται και σκέφτονται.»
ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΝΑΙ, ΑΜΝΗΣΙΑ ΟΧΙ!
Κωνσταντίνος Χολέβας
Πολιτικός Επιστήμων
Από όλα τα μήκη και πλάτη της ελληνικής γης, αλλά και από τον Απόδημο Ελληνισμό, αποστέλλονται μηνύματα διαμαρτυρίας προς το Υπουργείο Παιδείας και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο κατά του νέου σχολικού βιβλίου Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού. Στους αντιδρώντες περιλαμβάνονται Σωματεία Ποντίων και Σμυρναίων, εκπαιδευτικοί κάθε ειδικότητος, κορυφαίοι Έλληνες ιστορικοί και μελετητές της Τουρκοκρατίας, διακεκριμένοι ομογενείς επιστήμονες των ΗΠΑ, και απλοί πολίτες που ζητούν να γίνει σεβαστή η διάταξη του Συντάγματος ( άρθρο 16, παρ. 2) ότι σκοπός της Παιδείας είναι η ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως. Χαρακτηριστικό δείγμα της ηλεκτρονικής εποχής μας είναι η πρωτοβουλία του διαδικτυακού περιοδικού http://www.antibaro.gr που παραθέτει ένα τεκμηριωμένο κείμενο με τα ολισθήματα του βιβλίου και δίνει το δικαίωμα σε όποιον θέλει να υπογράψει ηλεκτρονικά υπέρ της απόσυρσης του βιβλίου. Μέσα 40 ημέρες έχουν συγκεντρωθεί 2300 υπογραφές! Για το ίδιο ζήτημα έχουν καταθέσει μέχρι σήμερα επερωτήσεις στην κ. Γιαννάκου οι βουλευτές της Ν.Δ. Κ. Γκιουλέκας και Δ. Κωνσταντάρας και ο ανεξάρτητος Στ. Παπαθεμελής.
Οι συγγραφείς του βιβλίου ανήκουν σε μία σχολή σκέψης που πιστεύει ότι αν σβήσουμε τους ήρωες και τους μάρτυρες από την Ιστορία μας και αν εξωραϊσουμε τους Οθωμανούς και άλλους κατακτητές θα εδραιώσουμε αρμονικές σχέσεις με τους γείτονες. Αφελής άποψη, διότι η Τουρκία ούτε τα σχολικά βιβλία αλλάζει ούτε την επιθετικότητά της μειώνει. Εδώ και δέκα χρόνια ακούω αυτή την συζήτηση για βελτίωση των σχέσεων μέσω των σχολικών βιβλίων, αλλά από την άλλη πλευρά είδαμε και Ίμια και διεκδικήσεις και εθνικιστικές τελετές για την Άλωση της Πόλης και για την Μικρασιατική καταστροφή. Κι όταν ακόμη οι γείτονες συζητούν περί σχολικών βιβλίων μιλούν μόνο για την Ιστορία τους, όπου η Ελλάς κατέχει περιθωριακή θέση. Δεν θέτουν στο τραπέζι το Μάθημα Εθνικής Ασφαλείας, το οποίο διδάσκεται στα Λύκεια από αξιωματικό ένστολο και δια του οποίου οι νεαροί τουρκόπαιδες διδάσκονται ότι τα μισά ελληνικά εδάφη είναι αμφισβητούμενα.
Κάθε λογικός Έλληνας θέλει την ειρηνική συνύπαρξη, αλλά με γνώση της Ιστορίας και όχι με επιβολή εθνικής αμνησίας. Και οι Γάλλοι συνεργάζονται αρμονικά με τους Γερμανούς, αλλά το 1994 εόρτασαν πανηγυρικά τα 50 χρόνια από την απελευθέρωση του Παρισιού. Αυτά θα διακηρύξουμε όσοι θα μιλήσουμε σε εκδήλωση για τα βιβλία Ιστορίας την Τρίτη 23 Ιανουαρίου και ώρα 19.00 στο Πολεμικό Μουσείο .
Δημοσιεύτηκε στον Ελεύθερο Τύπο, Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2007
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΟΥ ΣΤΑΛΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Κύριε Διευθυντά,
Γράφει η κ. Ολυμπία Λιάτσου (Ε, 23/1/2007) αναφερόμενη στην πρωτοβουλία του
ηλεκτρονικού περιοδικού «Αντίβαρο» να συλλέξει υπογραφές για την απόσυρση
του νέου βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού τα εξής
«Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τοποθετηθεί κατά του
βιβλίου της Ιστορίας δεν συγκαταλέγονται ούτε καθηγητές
Ιστορίας ούτε άλλου γνωστικού αντικειμένου πανεπιστημιακοί. Το
ακριβώς αντίθετο εμφανίζεται με τους υπερασπιστές του βιβλίου, οι οποίοι
είναι όλοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί».
Το πρώτο μέρος της φράσης είναι ωμό ψεύδος. Στον κατάλογο των 2600
υπογραφόντων μέχρι σήμερα, πολύ εύκολα θα ανακάλυπτε η συντάκτης σας όχι ένα ή
δύο, αλλά 71 ονόματα καθηγητών Πανεπιστημίου διαφόρων αντικειμένων.
Σας παραθέτω ενδεικτικά τη σχετική λίστα στο τέλος της επιστολής. Εκτός αυτών, έχουν υπογράψει άλλοι περίπου 50 ερευνητές (δηλ. κάτοχοι διδακτορικών διπλωμάτων), περίπου 200 εκπαιδευτικοίκλπ. Τα στοιχεία αυτά σας τα παραθέτω αποκλειστικά για να αφαιρεθεί κάθε ίχνος επιχειρήματος από την κ. Λιάτσου, μια που είμαι της γνώμης πως όλοι οι Έλληνες δικαιούνται να ασκούν κριτική και όχι μόνο οι καθηγητές.
Το δεύτερο μέρος της φράσης της επιχειρεί άκομψα να προσδώσει κύρος
μόνο στους υπερασπιστές του βιβλίου, καθηγητές Ιστορίας, όπως η κ. Κουλούρη
που γράφει «Η σύγχρονη ιστορική εκπαίδευση οφείλει να μεταδίδει
δημοκρατικές αξίες και όχι να εκτρέφεται από κάθε μορφής φανατισμούς».
Δεν γνωρίζω ποια είναι η γνώμη της κ. Κουλούρη για τον φανατισμό, αλλά για
μένα βασικά στοιχεία του φανατισμού είναι η αντίληψη μόνο δύο χρωμάτων
(άσπρο-μαύρο, θετικό-αρνητικό) στην ανάγνωση της Ιστορίας, και το χαμηλό
επίπεδο ανταλλαγής επιχειρημάτων. Έτσι, ενώ ειλικρινά δε βρίσκω δράμι
φανατισμού στην επιστολή μας (που συνέταξαν και ιστορικοί, μεταξύ άλλων),
αντίθετα διακρίνω τα ανωτέρω στοιχεία:
α. στην άποψη του ομότιμου καθηγητή Ιστορίας κ. Κρεμμυδά ότι «αν
αναφερόταν το βιβλίο στο ρόλο της Εκκλησίας το 1821, θα έπρεπε να γράφει
ότι ήταν αρνητικός», δήλωση που πρωτοέκανε η ίδια η συγγραφέας του
βιβλίου κ. Ρεπούση προ μηνών
β. στη δήλωση του καθηγητή Ιστορίας κ. Λιάκου ότι οι αντιδρώντες είναι «εσμός
αλευρομαγείρων και λοιπών άσχετων»(!) γ. στη δήλωση της καθηγήτριας Ιστορίας
κ. Κουλούρη ότι οι «νoικοκυρές, κτηνοτρόφοι, πλοίαρχοι και εργάτες»
δεν δικαιούνται γνώμης και ότι «δεν είναι δυνατόν να έχουν διαβάσει το
βιβλίο»(!!)
Αντίθετα, εμείς με την επιστολή μας σταχυολογούμε σε πολύ ψύχραιμο τόνο
ορισμένα από τα αρνητικά σημεία του βιβλίου όπως η περιγραφή της
Μικρασιατικής Καταστροφής απλώς ως «συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης»,
η αναγωγή του Μουσταφά Κεμάλ ως «απελευθερωτή των Τούρκων» (από
ποιους;), ο εξωραισμός της Τουρκοκρατίας (όπου κατά το βιβλίο
μόνο ιδιώτες εισπράκτορες φόρων εκμεταλλεύονταν τους πληθυσμούς και
ότι οι «κλέφτες» (με μικρό) απλώς έκαναν «επιθέσεις σε κρατικούς
αξιωματούχους»(!!) και ένα σωρό άλλα ακόμα παραδείγματα. Από όσα διάβασα
στον τύπο τον τελευταίο μήνα, ουδείς υπερασπιστής του βιβλίου ασχολήθηκε
ουδόλως με τις επισημάνσεις και τα επιχειρήματά μας [τα οποία δεν
εξαντλούνται στην επιστολή μας, αλλά περιγράφονται εξίσου και στα δεκάδες
άρθρα και αναλύσεις για το βιβλίο που παραθέτουμε στο Αντίβαρο]. Ούτε
βεβαίως και η συγγραφέας ή η ομάδα της απαντά ποτέ σ’ αυτά. Αντίθετα, η
φαρέτρα όλων των υπερασπιστών του βιβλίου εξαντλείται – προς
απογοήτευσή μας- στην ελιτίστικη απαξίωση των υπογραφόντων. Τίποτα
άλλο.
(http://www.antibaro.gr/istoria.php )
Η λίστα καθηγητών που έχουν υπογράψει
ως τώρα
1 Χρίστος Δ. Κατσέτος Ιατρός/Ερευνητής Καθηγητής Παιδιατρικής κ’
Παθολογοανατομίας
2 Νεοκλής Σαρρής Καθηγητής Κοινωνιολογίας της Ιστορίας- Πάντειο
Πανεπιστήμιο (καθ’ ύλην αρμόδιος για το βιβλίο)
3 Theodoros Horikis Lecturer and Research Associate
4 Sotirios Tsaftaris Professor
5 Κωνσταντίνος Τσακιρίδης Λέκτορας πανεπιστημίου
6 Νικόλαος Ουζούνογλου Καθηγητής ΕΜΠ
7 ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠiΣΤΗΜΙΟΥ SOUTHERN CALIFORNIA
8 Σταύρος Π. Παπαμαρινόπουλος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών
9 George Baloglou Mathematics Professor
10 Κωνσταντίνος Π. Ρωμανός Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αιγαίου
11 Μάριος Δ. Δικαιάκος Καθηγητής Πανεπιστημίου
12 Stathis Avramidis part time Lecturer Leeds Metropolitan University
13 Γιάννης Παπαμιχαήλ Καθηγητής Παντείου
14 Γεώργιος Χρ. Κώττης Ομ.Καθηγητής Οικον. Πανεπιστημίου Αθηνών
15 Αντωνακόπουλος Θεόδωρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών Δντης ΕΘΗΠ Τμήμα
Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών
16 E. S. Mashalidis Professor Humanities & Socials Sciences
Embry-Riddle Aeronautical University
17 Μιχάλης Κ. Γκιόκας M.D.,M.Sc.,Ph.D.
Καθηγητής Πανεπιστημίου τής Καλιφόρνιας, President, Demokritos Society of America
18 Ευάγγελος Γιαμαρέλλος-Μπουρμπούλης Επίκουρος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής
Αθηνών
19 Ιωάννης Αλκιβ. Κασκαρέλης Αναπλ.Καθηγητής Τμ.Οικον.Επ.Παν/μίου
Θεσσαλίας
20 Κλεανθης Α. Νικολαϊδης Καθηγητης του Ε.Μ.Πολυτεχνειου
21 Πέτρος Κρικέλης Λέκτωρ – Μαθηματικών Τμήμα Παν/μίου Αθηνών
22 Ευδοξία Καραμπαρδάκη-Λάβδα Καθηγήτρια Βυζαντινών Σπουδών
Παν/μίου Wiesbaden
23 Δέσποινα Καραγιάννη Επίκουρος Καθηγήτρια Μάρκετινγκ Πανεπιστημίου
Πατρών
24 Πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Κοσμήτωρ Θεολογικής Σχολής Αθηνών
25 Ευάγγελος Θεοδωράτος Καθηγητής ΑΤΕΙ Πατρών
26 Ηλίας Κατσούφης Αναπλ. καθηγητής Τομέα Φυσικής Ε.Μ.Π.
27 Δρίτσος Στέφανος Αν. Καθηγητής Παν. Πατρών
28 Κωνσταντίνος Γ. Καρακατσάνης Ιατρός Αναπλ. Καθηγητής Α.Π.Θ
29 ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΠΕΚΑΚΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΛΕΤΣΕ ΙΤΑΛΙΑΣ
30 Ηλίας Δημήτριος του Ιωάννου Ομότιμος καθηγητής Παν/μίου Πατρών
31 Ε.Κ.Πολυχρονιάδης Καθηγητής ΑΠΘ
32 Spiridon Spiropoulos University Professor Major: Political Science
33 Γεράσιμος Α. Αθανασούλης Καθηγητής Ε.Μ.Π.
34 Γεώργιος Ι. Γούναρης Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
35 Εμμανουήλ Ροηλίδης Αναπληρωτής Καθηγητής Ιατρικής ΑΠΘ
36 Νίνα Γκατζούλη Αντιπρόεδρος Παμμακεδονικής ΗΠΑ-Καθηγήτρια
Πανεπιστημίου
37 Κώστας Κασσιός Καθηγητής ΕΜΠ
38 ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΣ Καθηγητής Πανεπιστημίου Τμήμα
Μαθηματικών ΑΠΘ
39 Νικόλαος Β. Ντόμπρος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ
40 ΣΤΑΥΡΟΣ Α. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Καθηγητής Παν/μίου Πατρών Τμήμα
Πολιτικών Μηχανικών
41 Ροδανθη Κ. Κιτριδου Professor Emerita of Medicine U. of S. California Keck School of Medicine
42 Πετρος Λαλάγκας Συνταξ. Ναυπηγός Μηχανικός / Πρώην Καθηγητής Webb Institute USA
43 Vassiliki Aroniadou-Anderjaska Professor of Neuroscience
44 Συμεών Μποζαπαλίδης Καθηγητής Α.Π.Θ.
45 Νικόλας Ζάγκρης Καθηγητής Πανεπιστημίου Πανεπιστήμιο Πατρών
46 Κώστας Γ. Φούντζουλας Καθηγητής Πανεπιστημίου Η.Π.Α
47 Spourgitis Panteleimon Prof. Engineer
48 Prof Dimitrios Oreopoulos Professor of Medicine Toronto
49 George Van Heerle Πανεπιστημιακός
50 Andreas Mandelis Professor – Research Center Director
51 Chris Gianakis Regius Professor
52 Θωίδης Ιωάννης Λέκτορας ΠΤΔΕ Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
53 Μανώλης Χριστοδούλου Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης
54 Nikolaos K. Gonatas M.D. Kathigitis Panepistimiou Pensylvanias
University of Pennsylvania Medical Center
55 Γεωργάκης Σπύρος Ομότιμος Καθηγητής Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης
56 George N. Marinides (Γεωργιος Ν. Μαρινιδης) Ιατρος-νεφρολογος. Assistant Professor Medical School
State University of New York at Buffalo
57 Ιωάννης Αθ. Καφρίτσας Χημικός M.Sc. -Πανεπιστημιακός Α.Π.Θ.
58 George Stamatoyannopoulos Professor of Medicine, University of
Washington, Division of Medical Genetics
59 Θεόδωρος Β. Σταματόπουλος Επ.Καθηγητής Οικονομικών Τ.Ε.Ι. ΚΡΗΤΗΣ
60 AΡΩΝΗ-ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ ΦΡΥΝΗ ΕΠΙΚΟΥΡΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
61 Ioannis Tsamardinos Assistant Professor University of Crete
62 Apostolos Bantekas PhD Associate Professor Economics
63 Μιχαήλ Γ. Λαγουδάκης Επίκουρος Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης
64 ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΣ Καθηγητής Πανεπιστημίου Τμήμα
Μαθηματικών Α.Π.Θ.
65 Dr. Vassiliki Zotou Glossologos-eidiko epistimoniko prosopiko
Panepistimio Thessalias
66 Nikolaos Kaloyeropoulos-Kaloy Didaktor Philosophias Panep. Genevis
67 ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ-ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝΕΠ/ΜΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
68 Αθηνά Στασοπούλου Καθηγήτρια Πανεπιστημίου
69 Λεωνίδας Τζώνης Οικονομολόγος – τ. Μέλος Δ.Ε.Π. Πανεπηστημίου Durham
70 Μιχαήλ Γ. Δανίκας Αναπλ. Καθηγητής Δ.Π.Θ. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Τμήμα Ηλεκτρ. Μηχ. & Μηχ. Υπολογ.
71 Αθανασιος Παπαρνακης Επικουρος καθηγητης ΑΠΘ
Με τιμή,
Ανδρέας Σταλίδης
Ο κ. Αντ. Λιάκος που αναφέρθηκε υπήρξε τροτσκιστής. Σήμερα όμως είναι πρόεδρος στον ΟΠΕΚ που ίδρυσε ο κ. Κώστας Σημίτης:
http://www.opek.gr/opek/index.php?option=com_content&task=view&id=24&Itemid=
Περιοδικό Ρεσάλτο: ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Ο θατσερικός μεταμοντερισμός του Λιάκου ή Ο επιδοτούμενος λακές που αυθαδιάζει;
Με τις αντιδράσεις ενάντια στα σχολικά βιβλία Ιστορίας ασχολήθηκε η Λαμπράκεια φυλλάδα «Τα Νέα»(19/1/ 2007). Η «προοδευτική» εφημερίδα, σε ολοσέλιδη καταχώρησή της, υπεραμύνεται του νεοταξίτικου εξαμβλώματος και με τρόπο ειρωνικό έως προκλητικό στηλιτεύει τους χιλιάδες Έλληνες πολίτες που υπέγραψαν για την απόσυρσή του.
Και αυτές οι κοσμοπολίτικες ύαινες της «προοδευτικότητας», του «δημοκρατισμού» και του «επιστημονικού στοχασμού» ενώ προπηλακίζουν τις «αντιδράσεις» και αφορίζουν τη δημοκρατική διαδικασία συλλογής υπογραφών, αποκρύπτουν επιμελώς την πηγή και τις εστίες των αντιδράσεων και των υπογραφών. Ενεργούν όχι μόνο σαν κοινοί απατεώνες, αλλά σαν εκείνους τους σατράπηδες με τη στραταρχική αυθάδη στολή που για να διατρανώσουν την ανάπηρη υπεροχή τους εξευτελίζουν τον άνθρωπο και φιμώνουν τους πάντες
Ο Αντώνης Λιάκος, πλειοδοτεί σε προκλητικότητα. Διαβάστε με πόσο φασιστικό και αντιδημοκρατικό τρόπο υβρίζει όσους υπέγραψαν για την απόσυρση του ελεεινού ανιστορικού βιβλίου:
«Οι διαμαρτυρίες του εσμού των αλευρομαγείρων και λοιπών άσχετων, περιλαμβανομένου ενός γραφικού πλέον πρώην προέδρου και της γνωστής «μάστιγας του Θεού», δεν θα πρέπει να μας παραξενεύουν. Είναι η ίδια χορωδία που έψαλλε στα Ίμια, στις λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες, εναντίον των μεταναστών και σε κάθε άλλη ευκαιρία όπου κινδυνεύει η φυλή. Ελπίζω ότι η κ. υπουργός δεν θα επαναλάβει το λάθος του προκατόχου της, που κατήργησε το σχολικό εγχειρίδιο της Γ΄ Λυκείου από την Κίνα, ώστε να ανατεθεί τώρα, χωρίς διαγωνισμό, σε δύο επιφανείς ιστορικούς της νεοδημοκρατικής εμπιστοσύνης».
Η επιδοτούμενη μήτρα του θατσερικού μεταμοντερνισμού είναι η «ομάδα Λιάκου». Με πιο ακριβείς πολιτικούς όρους θα λέγαμε ότι η επιδοτούμενη αυτή ομάδα με επικεφαλής τον Αντώνη Λιάκο, είναι ο «πυρήνας» προώθησης στην Ελλάδα των αυτοκρατορικών ιδεολογημάτων και «επινοήσεων». Δηλαδή είναι οι ιδεολογικοί δοσίλογοι της Νέας Τάξης που προσαρμόζουν τις «Νέες Θεωρίες» στην ελληνική πραγματικότητα ή επινοούν άλλες.
Τον όρο «θατσερικό μεταμοντερνισμό» τον «βγάλαμε» από μια πολεμική του μαρξιστή ιστορικού Βασίλη Κρεμμυδά κατά του Λιάκου (Νέα, 24-25 Σεπτεμβρίου 2005). Αποκαλύπτει εκεί ο Κρεμμυδάς την υιοθέτηση από το μεταμοντέρνο Λιάκο της «συντηρητικής επανάστασης» της Θάτσερ. Είναι ο Θατσερισμός που στο επίπεδο των ιδεών αποτελεί τον τροφοδότη και τον ανασηματοδότη των θλιβερών οργανικών διανοούμενων της παγκοσμιοποίησης, σαν τον Λιάκο. Και όσοι ασπάστηκαν αυτά τα «νέα δόγματα» επιδοτήθηκαν αγρίως από τους διάφορους Σόρους για να επαναδιατυπώσουν και ανασηματοδοτήσουν, δηλαδή να «εξατμίσουν την Ιστορία…
Ποιος είναι ο βασικός στόχος αυτών των «επιστημονικών» υπαλλήλων; Ο Βασίλης Κρεμμυδάς το διατυπώνει με σαφήνεια: Να μείνουν τα έθνη ορφανά από ιστορία. «Στο δοκίμιο του Α.Λιάκου όλα κινούνται στη σφαίρα της θεωρίας και ιδεών (επινοήσεων θα πρόσθετα). Δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με την ιστορία, ούτε με την ιστοριογραφία και η κοινωνία απουσιάζει εντελώς».
Για το Κρεμμυδά, όπως και όλους τους ιστορικούς και μαρξιστές το έθνος δεν είναι μια «νοητική κατηγορία», αλλά μια διαδικασία ιστορικής και κοινωνικής συγκρότησης. Και η ανακάλυψη αυτής της διαδικασίας εμπίπτει στην επιστημονική έρευνα. Δηλαδή στην ανακάλυψη των όρων και προϋποθέσεων εμφάνισης (κοινωνικών σχέσεων), ωρίμασης και εξέλιξης του έθνους στο ΧΩΡΟ και στο ΧΡΟΝΟ.
Ο μεταμοντέρνος, όμως, αυτός λακές εξαφανίζει την κοινωνία, τις εκάστοτε κοινωνικές σχέσεις, Εξαφανίζει την ιστορία, δηλαδή το χρόνο, η επιστημονική έρευνα αχρηστεύεται. Αυτό που προτείνει είναι: ΟΧΙ έρευνα, αλλά στοχασμός έξω από τον τόπο και το χρόνο, πνευματικός δηλαδή αυνανισμός, επινοήσεις και ιδεολογικές κατασκευές.
Το τραγικό με αυτούς τους επιδοτούμενους διανοητές- λακέδες είναι τούτο: Ενώ βρίσκονται οι ίδιοι έξω από την κοινωνία, έξω από την ιστορία, έξω από την επιστήμη ποζάρουν ως «ειδικοί» και χαρακτηρίζουν τους άλλους μη «ειδικούς». Και ακόμα με το θράσος του γενίτσαρου και ιδεολογικού δήμιου της αυτοκρατορικής ειδωλολατρίας χαρακτηρίζουν τους άλλους σαν γραφικούς, «χλέπα» ή «εθνικιστές»!!!
Οι λακέδες και οι επιδοτούμενοι «στοχαστές» βρίζουν το λαό! Αυτή είναι η φιλοσοφία και η πολιτική αντίληψη του ολοκληρωτισμού.
Δεν μας είπαν μόνο αυτοί οι «νεομαρξιστές» της Θάτσερ αν ο Κορδάτος, ο Σβορώνος, ο Κρεμμυδάς, ο Ασδραχάς, ο Ψυρούκης και όλοι εν γένει οι ιστορικοί τι ήταν: Μη «ειδικοί», «γραφικοί», «λαϊκή χλέπα» ή εθνικισταράδες…
Λίγη σοβαρότητα δεν θα έβλαπτε.
Μετά τις εξαιρετικές απαντήσεις που παρατέθηκαν στην Λιακοκουλούρεια (καθαρά πολιτική) άπόψη περί των κριτικών δυνατοτήτων της ιστορίας που διαθέτουν γεωργοί κσι νοικοκυρές…, ας ρωτήσω κι’ εγώ. Μπορούμε να μιλήσουμε ίσως για το πολιτικό υπόβαθρο της σύγχρονης προσέγγισης της σχολικής ιστοριογραφίας; Δικαιούμεθα άραγε να μιλήσουμε για πολιτική;
«Μπορούμε να μιλήσουμε ίσως για το πολιτικό υπόβαθρο της σύγχρονης προσέγγισης της σχολικής ιστοριογραφίας; Δικαιούμεθα άραγε να μιλήσουμε για πολιτική;»
Δικαιούμεθα! Ξεκίνα…
H ΘΕΣΗ TOY KKE ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΘΟΔΕΥΣΕΙΣ
«Θέλουν να ελέγξουν, από την προσχολική ακόμα ηλικία, πολύ καλύτερα το περιεχόμενο της μόρφωσης. Και τα μέτρα τα οποία παίρνονται αφορούν, θα έλεγα με αριστοτεχνικό τρόπο, αντιδραστικά όμως, και το ίδιο το περιεχόμενο της μόρφωσης. Αλλάζουν ακόμα και οι μέθοδοι διδασκαλίας, ο τρόπος της διδασκαλίας. Εμφανίζονται «νέες» παιδαγωγικές αντιλήψεις, ακριβώς για να υπηρετηθεί αυτός ο στόχος, δηλαδή οι μελλοντικοί εργαζόμενοι, να μην είναι θεατές μιας πολιτικής ή έστω παθητικά υποταγμένοι, αλλά ενεργητικά. Βεβαίως και δε θα το πετύχουν.»
«Ψυχωτικές αντιδράσεις»
ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ
————————
Foto:
Kaλόγριες έξω από την Βουλή κατά τη διάρκεια συλλαλητήριου για τις ταυτότητες
——————————————————-
Για να καταλάβουμε πώς η συζήτηση για την Ιστορία στο σχολείο, παρά το πλέγμα υπαρκτών προβλημάτων, συγκεντρώνεται στο εγχειρίδιο της Στ´ Δημοτικού, χρειάζεται να θυμηθούμε τον μηχανισμό της ψυχωτικής λειτουργίας. Ο ψυχωτικός αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του βρίσκει ένα υποκατάστατο και εκεί συγκεντρώνει όλη την προσοχή και τη μανία του. Οσο το σκέφτεται τόσο θυμώνει, και όσο θυμώνει τόσο το σκέφτεται. Αν δει κανείς το πλέγμα των διαμαρτυρομένων το καταλαβαίνει αυτό. Αντιδρούν στο σχολικό εγχειρίδιο με κάτι που άκουσαν ή διάβασαν αορίστως. Δεν τους καίγεται όμως καρφάκι αν στο σχολείο μειώθηκαν οι ώρες διδασκαλίας της Ιστορίας· αν τα περισσότερα βιβλία είναι αδιάφορα και βαρετά· αν οι περισσότεροι από όσους διδάσκουν, τουλάχιστον στη μέση εκπαίδευση, δεν έχουν διδαχτεί ούτε μία ώρα Ιστορία στο πανεπιστήμιο· αν οι εξετάσεις ΑΣΕΠ που υποβάλλονται είναι αντικειμενικές μεν, ηλίθιες δε.
Πού να νοιαστούν γιατί δεν υπάρχει ειδικότητα ιστορικού στο σχολείο (ελληνική πρωτοτυπία αυτό!), όπως υπάρχει ειδικότητα μαθηματικού, φυσικού ή θεολόγου. Δεν τους ενδιαφέρει αν λείπουν οι ιστορικοί από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, αν παρά το γεγονός ότι υπάρχει πληθώρα καλών διδακτόρων και διδακτορισσών Ιστορίας, η επιμόρφωση των καθηγητών στην Ιστορία έχει αφεθεί στη γραφειοκρατία. Δεν τους ενδιαφέρει αν τα παιδιά μισούν, κυριολεκτικά μισούν και καλά κάνουν, το μάθημα της Ιστορίας με τις άπειρες ημερομηνίες, ονόματα και λεπτομέρειες. Ούτε προβληματίζονται όλοι αυτοί γιατί ο κόσμος ενδιαφέρεται για την Ιστορία έξω από το σχολείο (η επιτυχία της Θεσσαλονίκης του Μαζάουερ είναι ενδεικτική) και αδιαφορεί για την Ιστορία εντός του σχολείου. Φυσικά και δεν ενοχλούνται από το κρατικό μονοπώλιο στα σχολικά εγχειρίδια και από την έλλειψη δυνατότητας επιλογής από περισσότερα του ενός εγχειρίδια. Γιατί να σκεφτούν ότι η Ιστορία δεν γίνεται με ένα και μοναδικό βιβλίο, αλλά με πλέγμα δραστηριοτήτων που σημαίνει εκπαιδευτικές εκδρομές, χρήση της βιβλιοθήκης και εθισμός στην έρευνα, χρήση των οπτικοακουστικών μέσων;
Δεν τους ενδιαφέρει η Ιστορία ως διερεύνηση αλληλοσυγκρουόμενων εκδοχών, διαφορετικών ερμηνειών, ως ανταλλαγή επιχειρημάτων, ως αναζήτηση νοήματος, ως εκπαίδευση στην κριτική των βεβαιοτήτων και των απλουστεύσεων. Δεν έχει περάσει από τον νου τους ότι η Ιστορία είναι μια εκπαίδευση στο μη οικείο, γιατί εκείνο που μας είναι μακρινό και διαφορετικό στον χρόνο μάς βοηθάει ώστε να εξοικειωνόμαστε με τις διαφορετικές κουλτούρες που θα συναντήσουμε αλλά και με τους ξένους, δηλαδή τους αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους που κάθονται στο διπλανό θρανίο. Ούτε βέβαια τους έχει περάσει από το μυαλό ότι το σχολείο δεν πρέπει να δίνει γνώσεις αλλά να μαθαίνει πώς αποκτούμε γνώσεις, πού τις βρίσκουμε, πώς τις αξιολογούμε, πώς μπορούμε να διακρίνουμε το έγκυρο από το κάλπικο, πώς μπορούμε να ιστορικοποιούμε τις αναμνήσεις και την εμπειρία της οικογένειάς μας, της κοινότητάς μας, της πόλης μας, της χώρας και του κόσμου όπου ζούμε και που αλλάζει κάθε μέρα. Δεν τους απασχολεί το πρωταρχικό και δυσκολότερο: Πώς πείθεις τα παιδιά ότι η Ιστορία τα ενδιαφέρει, ότι σχετίζεται με τη ζωή τους και το μέλλον τους. Πώς να τα κάνεις να μη χασμουριούνται στο μάθημα της Ιστορίας.
Οσοι είναι δάσκαλοι Ιστορίας ξέρουν πως αυτό είναι το δυσκολότερο πρόβλημα στην τάξη, από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο. Και γιατί να τους περάσουν όλα αυτά από το μυαλό; Φτάνει να επαναλαμβάνουν ότι η Αμερική μάς επιβάλλει να αλλάξουμε την ιστορία μας για να χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα και να μην αντιστεκόμαστε στους Τούρκους και στη νέα τάξη πραγμάτων και ότι ο εκσυγχρονισμός ακυρώνει την Ιστορία. Τόσο απλοϊκά.
Τι είναι εκείνο όμως που δημιουργεί αυτές τις ψυχώσεις γύρω από ελάσσονα ζητήματα Ιστορίας, όπως είναι το σχολικό βιβλίο τώρα, οι αστυνομικές ταυτότητες χθες, το όνομα της Μακεδονίας προχθές, το βιβλίο του Ντυροζέλ για την Ιστορία της Ευρώπης παλαιότερα, όταν το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να σκεφτεί κάποιος που νοιάζεται για τη χώρα του και για την εθνική της ιστορία είναι ότι δεν έχουμε ύστερα από δύο αιώνες ανεξαρτησίας μια εθνική Βιβλιοθήκη; Αλλά έτσι είναι οι ψυχώσεις. Μανία στα ελάσσονα, υποκρισία στα μείζονα. Δυστυχώς την ίδια ψυχωτική λειτουργία τη βλέπουμε και σε άλλα ζητήματα της πολιτικής. Το μέγα ζήτημα της αναβάθμισης της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, από την οποία εξαρτάται το μέλλον αυτής της χώρας μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας της γνώσης, συρρικνώθηκε στο άσυλο και στους κουκουλοφόρους. Τόσο απλοϊκά αλλά και τόσο παράλογα;
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το ΒΗΜΑ, 28/01/2007 , Σελ.: B58
Κωδικός άρθρου: B14976B581
ID: 283284
Οι πόλεμοι των εγχειριδίων
(Από το τέλος του 18ου αιώνα που το ιστορικό μάθημα εγκαθίσταται στο δυτικό σχολικό περιβάλλον μέχρι τις μέρες μας η σχολική Ιστορία ανανεώνεται μέσα από συγκρούσεις)
ΜΑΡΙΑ ΡΕΠΟΥΣΗ
Από το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού
Οι πόλεμοι των εγχειριδίων Ιστορίας είναι συχνό φαινόμενο στον σύγχρονο κόσμο, γεγονός που επιβεβαιώνει αφενός τον επίδικο χαρακτήρα του ιστορικού παρελθόντος και αφετέρου την προνομιακή θέση της εκπαίδευσης για την άσκηση πολιτικής. Οι πιο σκληροί από αυτούς διεξάγονται στο πρόσφορο αμερικανικό έδαφος των πολιτισμικών αντιφάσεων και του χριστιανικού φονταμενταλισμού, ενώ ο πιο συναρπαστικός βρίσκεται σε φάση ανακωχής στην Ιαπωνία η οποία διχάζεται για το πρόσφατο πολεμικό παρελθόν της και αναμοχλεύει τα μη δυτικότροπα πάθη της.
Παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στην προβληματική και εν τέλει στη φυσιογνωμία όλων αυτών των συγκρούσεων, είναι διακριτή η κοινή συνισταμένη τους. Πρόκειται στη μεγάλη πλειοψηφία τους για συγκρούσεις που αφορούν πρωτίστως τη διεκδίκηση της ιστορικής συλλογικής μνήμης ως καθοριστικής για τη διαμόρφωση της εθνικής αλλά και ως προς τα φύλα ταυτότητας. Είναι αντιπαραθέσεις στις οποίες μπορεί κανείς να διαβάσει κυρίαρχες αλλά και εναλλακτικές εκδοχές της πολιτειότητας καθώς και σύγχρονα ζητήματα κουλτούρας που διαπερνούν οριζόντια το πολιτικό σώμα και υπερβαίνουν τα κομματικά του σύνορα. Δεν είναι καθόλου σπάνιες, σε αυτές τις διαμάχες, οι ανομοιογενείς εκ πρώτης όψεως συμπαρατάξεις οι οποίες ωστόσο αποκτούν μια νέου τύπου πολιτική ομοιογένεια, υπερασπιζόμενες τα ίδια ιδεώδη. Συγκροτούνται σε μέτωπα διεκδικώντας, για διαφορετικούς λόγους, άλλοτε τον κόσμο που χάνεται ή έχει χαθεί, άλλοτε τον κόσμο που έρχεται για να τον αντικαταστήσει και άλλοτε έναν καλύτερο κόσμο.
Η σχολική ιστορία, χρεωμένη στην εθνική ταυτότητα χάρη στην οποία απέκτησε θέση στα αναλυτικά προγράμματα και αγωνιζόμενη έκτοτε να διαφύγει τον ασφυκτικό κλοιό της, γίνεται πολύ συχνά το θέρετρο αυτών των αντιπαραθέσεων που στην ουσία τους, όπως προείπαμε, αφορούν το παρόν και το μέλλον και όχι το παρελθόν ή τη γνώση για αυτό. Από τις διαμάχες αυτές, αν και, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει ηττημένη η ιστορική εκπαίδευση ως προς το θετικά προσημειωμένο ζητούμενο της ανανέωσής της, έχουν προκύψει πολύ σημαντικές αλλαγές για τη φυσιογνωμία της σχολικής ιστορίας και την περί αυτήν συλλογική νοοτροπία. Αυτό μας δείχνει η ιστορία της ιστορικής εκπαίδευσης. Από το τέλος του 18ου αιώνα που το ιστορικό μάθημα εγκαθίσταται στο δυτικό σχολικό περιβάλλον μέχρι τις μέρες μας, η σχολική ιστορία ανανεώνεται μέσα από συγκρούσεις.
Αντίθετα παραμένει στάσιμη, να περιποιείται τις δόξες του παρελθόντος της, όταν την περιβάλλει αποδοχή, συναίνεση και σιωπή. Ισως διότι το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι ανάλογες αντιπαραθέσεις επιτρέπουν στους ανθρώπους να στοχαστούν για τα αυτονόητα, να αναμετρηθούν με τα καινούργια και να τοποθετηθούν, να πάρουν θέση στα πράγματα, να επιλέξουν συμμάχους. Αυτός είναι ο ζωτικός χώρος της ιστορικής εκπαίδευσης, η ανάσα της. Οι εκπαιδευτικοί που αναμετριούνται με τα καινούργια. Τα παιδιά που παιδεύονται. Οι γονείς που ανησυχούν. Οι δημοσιογράφοι που θυμούνται την Ιστορία που κάνουμε στο σχολείο ή αυτοί που έκαναν όταν ήταν παιδιά. Οι βουλευτές που καταθέτουν επερωτήσεις, οι πολιτικοί που αναμετριούνται με την εκλογική πελατεία τους. Οι νέοι που συζητούν στο Διαδίκτυο. Αυτός ο δημόσιος χώρος επιτρέπει στη σχολική Ιστορία να ανανεώνεται, να μη μουχλιάζει στις σχολικές αίθουσες, να αναζητεί τρόπους για να συναντηθεί με τα παιδιά, να παραμένει ή να γίνεται ένα ζωντανό μάθημα.
Μόνο ως ζωντανό μάθημα μπορεί η σχολική Ιστορία να διασωθεί, να διατηρήσει τη θέση της στο σχολικό πρόγραμμα. Τώρα που τελειώνουν και για το σχολείο οι μεγάλες εθνικές αφηγήσεις με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το περιεχόμενο και τις μεθόδους διδασκαλίας, που συναρτάται το «τι» μαθαίνω με το «πώς» το μαθαίνω, που αναζητούνται τρόποι για να συνεργαστούν τα διδακτικά αντικείμενα, που το σχολείο καλείται να ανοίξει στην κοινωνία και να δικτυωθεί με τους χώρους της, να εξοικειωθεί με τους πολλαπλούς τρόπους σύλληψης και αναπαράστασης του κόσμου και να προετοιμάσει τους μαθητές του και τις μαθήτριές του στις γλώσσες αυτού του κόσμου, η ιστορική εκπαίδευση δεν έχει άλλο δρόμο. Να επανασυνδεθεί, οφείλει, με τη γενέτειρά της, την ιστοριογραφία, να σεβαστεί τη γλώσσα της και να παρακολουθήσει για λογαριασμό του σχολείου τις αλλαγές της. Αυτό σημαίνει να αλλάξει περιεχόμενο, να συμπεριλάβει άλλες ιστορίες, άγνωστες μέχρι τώρα στην εκπαίδευση, να γίνει ιστορία. Να λάβει υπόψη τις εμπειρίες, τις μνήμες, τις αλήθειες και τα ενδιαφέροντα των παιδιών. Να εγγραφεί στις συνολικές διαδικασίες ενός σχολείου που αλλάζει για να περιφρουρήσει, να διευρύνει και να εξελίξει το δικαίωμα στη γνώση.
Η πορεία αυτή δεν είναι μοναχική. Δεν περιχαρακώνεται σε εθνικά σύνορα και τελευταία δεν αφορά μόνο τον δυτικό κόσμο. Φιλοδοξεί να διατρέξει όχι μόνο τα σχολεία αλλά και τα μουσεία και τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα, την παιδική ιστορική λογοτεχνία, τις δικτυακές εφαρμογές και γενικά τους χώρους που φιλοξενούν όχι μόνο τυπικές αλλά και άτυπες μορφές εκπαίδευσης. Οι αφετηρίες της είναι πολλές, ανησυχίες κοινωνικού αλλά και παιδαγωγικού χαρακτήρα. Προορισμός της, ο κοινωνικός άνθρωπος, ο κοινωνικά εγγράμματος πολίτης που μπορεί να διαβάζει τον κόσμο γύρω του, να σκέπτεται, να κρίνει και να επικοινωνεί. Για αυτούς τους λόγους η ιστορική εκπαίδευση είναι αναντικατάστατη.
Η κυρία Μαρία Ρεπούση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, επιστημονική υπεύθυνη για τη συγγραφή του βιβλίου Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού.
Το ΒΗΜΑ, 28/01/2007 , Σελ.: B59
Κωδικός άρθρου: B14976B591
ID: 283285
Πώς γράφεται η Ιστορία;
Ησυχία! Κοιμάται…
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ
«Η Ιστορία είναι καθρέφτης» δήλωσε πριν από μερικές εβδομάδες ο βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ. Φαίνεται όμως πως δεν βλέπουν όλοι το είδωλό τους στον καθρέφτη με τον ίδιο τρόπο. Γεγονός φυσικό, όταν μάλιστα γίνεται λόγος για την Ιστορία και τον τρόπο που διδάσκεται στα σχολεία. Στην Ελλάδα, από καταβολής του σύγχρονου κράτους, η ιστορική αντίληψη για γεγονότα όπως η Επανάσταση του 1821 και οι εθνικές καταστροφές του 20ού αιώνα παρουσιάζονταν πάντα με συναισθηματικά φορτισμένο τρόπο και με την πρόθεση διαφύλαξης των επονομαζόμενων οσίων της φυλής. Οι ιστορικές απόψεις που αμφισβήτησαν αυτή τη θέαση συναντούν μόνιμες και εκτεταμένες αντιδράσεις. Είναι όμως η Ιστορία θέμα κυβερνητικής πολιτικής; Τι δεν μας δίδαξαν τα ιστορικά βιβλία; Υπάρχει αντικειμενική Ιστορία; Ενα ιδιότυπος διάλογος, που αρχίζει από την απλή αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και φτάνει ως τη διατύπωση υπαρξιακών προβληματισμών, εξελίσσεται τις τελευταίες εβδομάδες μέσω των προσωπικών ιστοσελίδων (blogs) που σχολιάζουν τη διαμάχη για τα νέα σχολικά βιβλία της Ιστορίας. Χιλιάδες μηνύματα ανταλλάσσονται καθημερινά μέσω του Internet από ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και μορφωτικού επιπέδου που αναρωτιούνται ανοικτά πώς γράφεται σήμερα η Ιστορία. Αφορμή, οι αντιδράσεις που προκάλεσε στην Εκκλησία αλλά και σε κύκλους πολιτών που υπερασπίζονται την ανάγκη ενίσχυσης των πατριωτικών αντανακλαστικών μας, απέναντι στην προσπάθεια των επιστημόνων-ιστορικών να την παρουσιάσουν με διεπιστημονικό τρόπο, αποστασιοποιημένο από «εθνικούς συναισθηματισμούς». Οι αντιδράσεις που έχουν σημειωθεί αφορούν κυρίως το νέο βιβλίο Ιστορίας της Στ´ Δημοτικού, ενώ σχετικά με το θέμα έχουν παρέμβει πανεπιστημιακοί και πολιτικοί. Αντιδράσεις που στην πλειονότητά τους, όσον αφορά τον τρόπο εκφοράς τους, φαίνεται να μη λαμβάνουν υπόψη ότι η συγγραφή των σχολικών βιβλίων υπακούει σε μεθοδολογικούς κανόνες που ανανεώνονται με βάση ερευνητικά δεδομένα, ενώ δεν παραδέχονται την Ιστορία των ιστορικών και δεν θέλουν να στηρίζεται σ’ αυτήν η σχολική Ιστορία. Στο σημερινό αφιέρωμα οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, οι ιστορικοί, δίνουν την απάντησή τους στο ερώτημα «πώς γράφεται η Ιστορία;».
————————————————
Στη συμβολική μάχη που έχει ξεσπάσει γύρω από το βιβλίο ιστορίας της Στ´ Δημοτικού φαίνεται πως αναμετριούνται περισσότερο πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις παρά επιχειρήματα σχετικά με την ίδια την Ιστορία (όπως ορθά παρατήρησε ο Β. Παναγιωτόπουλος). Γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχουν σκόπιμες και μη παρανοήσεις σχετικά με το επιστημονικό και αξιακό περιεχόμενο των «αντίπαλων» θέσεων, παρανοήσεις που στερεοτυπικά αναπαράγονται μέσα από ένα ευρύ, όπως φαίνεται, δίκτυο ανθρώπων. Η σύγχυση αυτή επιβάλλει να ξεκαθαρίσουμε ποια Ιστορία υπερασπιζόμαστε και ποιες αξίες θέλουμε να καλλιεργήσουμε μέσα από τη γνώση του παρελθόντος. Η Ιστορία αυτή, όπως πρέπει να διδάσκεται σε μικρά παιδιά, δεν περιέχει ωμή βία αλλά δεν είναι ουδέτερη· αρνείται τη μανιχαϊστική ερμηνεία των γεγονότων αλλά δεν κρύβεται πίσω από πέπλα εξωραϊσμού· δεν καταγράφει μόνο τους πολέμους αλλά και δεν αποσιωπά τις συγκρούσεις. Η Ιστορία αυτή αποστρέφεται τις σιωπές. Και αυτό έρχεται σε αντίθεση τόσο με την «παραδοσιακή» όσο και με την «πολιτικώς ορθή» ιστορία.
Πράγματι, η Ιστορία γράφεται με τη σιωπή. Οσο παράδοξη και αν μοιάζει αυτή η θέση, αποτελεί κοινό τόπο του τρόπου με τον οποίο διδάχτηκε και εξακολουθεί να διδάσκεται η Ιστορία σε πολλά – ίσως στα περισσότερα – μέρη του πλανήτη. Μάλιστα, παρατηρείται ένα επιπλέον παράδοξο: η αναθεώρηση της «παραδοσιακής» ιστορίας προτείνει επίσης τη σιωπή. Στις σιωπές λοιπόν της εθνικής ρομαντικής ιστοριογραφίας, που διαμόρφωσε τον κανόνα της τον 19ο αιώνα, αντιπαρατίθενται σήμερα οι σιωπές μιας «πολιτικώς ορθής», ουδέτερης και «εναρμονίζουσας» τις εθνικές αντιθέσεις ιστορίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η διδασκαλία της Ιστορίας αποτελεί μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων, ρητών ή υπορρήτων.
Στην πρώτη περίπτωση, η σιωπή της παραδοσιακής εθνικής ιστορίας αφορούσε την απόκρυψη των αρνητικών όψεων του εθνικού παρελθόντος ώστε να μην επισκιάζεται η συλλογική αυτο-εικόνα. Η προσέγγιση αυτή εξαρτάται από την πεποίθηση ότι η αγάπη για την πατρίδα μπορεί – και οφείλει – να στηριχθεί μόνο σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του έθνους. Μελανές και τραυματικές στιγμές της εθνικής Ιστορίας εξωραΐζονται για απολογητικούς λόγους, γεμίζοντας την Ιστορία με «λευκές σελίδες». Οι ήρωες αυτής της Ιστορίας είναι επίσης αψεγάδιαστοι: γενναίοι, ενάρετοι, χωρίς ανθρώπινες αδυναμίες, αιώνια πρότυπα των επόμενων γενεών. Περιστατικά του βίου τους που μπορεί να αμαυρώνουν αυτή την αστραφτερή εικόνα παραλείπονται και αφήνονται στην περιέργεια των επίμονων ερευνητών. «Της Ιστορίας τα συναξάρια», για να θυμηθούμε τον ποιητή Κ. Παλαμά, έχουν και αυτά τις «λευκές σελίδες» τους.
Στη δεύτερη περίπτωση, της «ουδέτερης» ιστορίας, ο στόχος της σιωπής είναι διαφορετικός: στην προοπτική μιας φιλειρηνικής εκπαίδευσης, κρίθηκε ότι είναι σκόπιμο να αποσιωπηθούν οι συγκρούσεις και τα αισθήματα εχθρότητας που ανέπτυξαν δύο έθνη στο παρελθόν. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο βάρους από την πολιτική και διπλωματική ιστορία στην κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ιστορία, η οποία δεν περιέχει αιματηρές συγκρούσεις και εντοπίζει το ενδιαφέρον σε άλλες πτυχές του παρελθόντος. Ιδιαίτερα στο σχολείο κρίθηκε ότι ήταν απαραίτητο να «αφοπλιστεί η ιστορία» (σύμφωνα με τον τίτλο ενός συνεδρίου που διοργάνωσε η UNESCO), της οποίας η εθνικιστική διδασκαλία είχε γεννήσει εθνικά μίση και πολέμους. Σε πολλές περιπτώσεις η διδασκαλία περιορίστηκε συνεπώς στην καθημερινή ζωή, όπου τα παιδιά μάθαιναν για ένα παρελθόν χωρίς μάχες και ήρωες. Ταυτόχρονα, έγινε προσπάθεια να εξοβελιστούν επίθετα ή χαρακτηρισμοί αρνητικοί για γειτονικούς λαούς, συνήθως για εκείνους με τους οποίους υπήρχε ιστορικά εχθρική σχέση.
Στην προσέγγιση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος να κατασκευαστεί μια ψευδής εικόνα ενός αρμονικού παρελθόντος και να υποτιμηθούν οι συγκρούσεις που αποτέλεσαν ουσιαστικό στοιχείο του κοινού για γειτονικούς λαούς παρελθόντος. Είναι προφανές ότι, τουλάχιστον για την περιοχή των Βαλκανίων, η σύγκρουση αποτέλεσε στοιχείο της συνύπαρξης. Η Ιστορία θα πρέπει λοιπόν να κοιτάξει με ειλικρίνεια και γενναιότητα στον καθρέφτη της, χωρίς εξιδανικεύσεις και αποσιωπήσεις. Η πρόκληση της διδασκαλίας της εθνικής ιστορίας έγκειται στον τρόπο διαχείρισης των συγκρούσεων και μάλιστα όταν οι συγκρούσεις αυτές έχουν νωπά αποτυπώματα στη συλλογική μνήμη. Στην περίπτωση της ελληνικής εθνικής ιστορίας, κεντρικό ρόλο κατέχει η ελληνοτουρκική σύγκρουση, με τρία τουλάχιστον σημεία καμπής: την Ελληνική Επανάσταση, τη Μικρασιατική Καταστροφή και το Κυπριακό. Τα δύο τελευταία διατηρούν ζωντανή τη μνήμη του πόνου και της σύγκρουσης και συμβάλλουν στη διαμόρφωση πολιτικών θέσεων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η συζήτηση περί Ιστορίας εντοπίζεται κυρίως στα σημεία εκείνα που δίνουν πολιτικό περιεχόμενο στην ιστορική αφήγηση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.
Οσοι ζητούν τη λεπτομερή αφήγηση των δεινών που υπέφεραν οι Ελληνες από τους Τούρκους θυματοποιούν το έθνος και επιδιώκουν την ιστορική νομιμοποίηση της σύγκρουσης ώστε να είναι πάντα παρούσα. Είναι ωστόσο λάθος η άποψη ότι μόνο η αφήγηση των δεινών του έθνους καλλιεργεί την εθνική συνείδηση. Ούτε όμως η ουδέτερη αφήγηση συνεισφέρει στη συμφιλίωση με το παρελθόν ούτε άλλωστε συμβάλλει με βεβαιότητα στην ανάπτυξη της ανοχής προς τους ιστορικούς εχθρούς. Η σύγκριση με τον τρόπο που διδάσκεται η ιστορία σε όλες τις δυτικές χώρες δείχνει ότι έχει πάψει πριν από πολλές δεκαετίες να «ρέει αίμα» στις σελίδες των σχολικών βιβλίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για αυτόν τον λόγο έχουν πάψει να αγαπούν την πατρίδα τους οι Γάλλοι, οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί. Συνεπώς, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στη δραματοποιημένη απεικόνιση ενός ζοφερού παρελθόντος ούτε σε μια ψευδή, εξιδανικευμένη εικόνα για το παρελθόν, αλλά στην ικανότητα να συμφιλιωθούμε με το οδυνηρό παρελθόν μέσα από μια προσέγγιση χωρίς στερεότυπα, προκαταλήψεις και αποσιωπήσεις. Η Ιστορία αυτή μόνο μπορεί εξάλλου να συμβάλει στη διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών με κριτική σκέψη, ικανών να αντισταθούν σε απόπειρες χειραγώγησής τους, από όπου και αν προέρχονται.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Το ΒΗΜΑ, 28/01/2007 , Σελ.: B57
Κωδικός άρθρου: B14976B571
ID: 283283
Χαμογελαστά, ύπουλα, μουλωχτά φασιστάκια. (me aformi ena sxolio stin «Kathimerini»)
————————————————
Αμάντα έφα:
Το ερώτημα θα έπρεπε να είναι ευνόητο: πώς και γιατί νομιμοποιούνται φορείς πέραν της επιστημονικής ιστοριογραφικής κοινότητας να εκφράζουν απόψεις για τα σχολικά βιβλία;
Κι εσείς λοιπόν, ω Αμάντα, υπό ποία ιδιότητα εκφράζετε αποδοκιμασία γιά τούς αποδοκιμάσαντες (μή ανήκοντες στήν επιστημονική ιστοριογραφική κοινότητα). Πώς καί γιατί νομιμοποιείστε νά εκφράζετε άποψη γιά εκφράσαντες άποψη;
Μήπως βάσει αυτής τού τιμητή τού πάντων; Τής μεγαλοπρεπούς, τής παμμεγίστου, ανυπερβλήτου, υψιπετούς, υπερτάτου πανεπιστήμονος;
Τί σού κάνουν τελικά κάποιες (ταπεινές φαινομενικώς) σπουδές γαλλικής φιλολογίας στό Καποδιστριακό καί δημοσιογραφίας στό C.F.P.J. τής Λουτετίας…
Επί τής ουσίας βεβαίως, αρχιδιές… Φωναχτερό κοκοκό η κα Αμάντα. Καί μιά ολοκάθαρη έν κρανίω τρικυμία πού ασφαλώς από παλιόκαιρο προκαλείται, κι από αυνανισμό όσες φορές αντέξεις. Γιάντες!
Vangelakas
Η Ιστορία και το εγχειρίδιον
Του Mιχαλη N. Kατσιγερα
Εχει λεχθεί ότι αν ο όρος «ιστορία» –αναφερόμενος στην επιστήμη της ιστορίας και όχι σε μιαν αφήγηση ή ένα μύθο– γραφεί με το γιώτα κεφαλαίο έχει, ως σημαίνον, άλλο βαρύτερο ή και διάφορο ιδεολογικά νοηματικό φορτίο από την ιστορία με το γιώτα μικρό. Kατά μία μάλιστα κρατούσα εκδοχή, με κεφαλαίο γιώτα σημαίνει την ιστορική διαδικασία, ενώ κατά παλαιότερη ρομαντική αντίληψη ονοματοδοτούσε μια φανταστική θεά η οποία, περίπου όπως η Δόξα, αναγνωρίζει και επιβραβεύει ήρωες, ατομικούς ή συλλογικούς. Αυτός είναι ο πυρήνας της ιδεολογικής χρήσης της Ιστορίας, που ανιχνεύεται δηλαδή ήδη από τη γραφή του όρου για να επεκταθεί κατόπιν σε όλο το θεματικό ιστορικό φάσμα διά της επιλογής, της αποσιώπησης, της προβολής, της προσαρμογής και της ερμηνείας των γεγονότων κατά το εκάστοτε πολιτικώς ή ιδεολογικώς δοκούν. Αυτά τα στοιχειώδη και απλά τα γνωρίζουν οι ειδήμονες, αλλά κι εμείς οι ανειδήμονες που, μήνες τώρα, συζητάμε, διαφωνούμε και ξιφουλκούμε για το βιβλίο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου «Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού – Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια», το οποίο το υπογράφουν οι Μαρία Ρεπούση, Χαρά Ανδρεάδου, Αριστείδης Πουταχίδης και Αρμόδιος Τσίβας.
Η διαμάχη για ένα σχολικό βιβλίο Ιστορίας δεν είναι πρωτοφανής για τα νεοελληνικά χρονικά. Πολλοί από τους σημερινούς άνω των εξήντα ετών πολίτες ασφαλώς θα θυμούνται τη λυσσώδη αντιπαράθεση, το 1964-65, για το βιβλίο της Β΄ τάξης του Γυμνασίου «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική 146 π.Χ. – 1453 μ.Χ.» του Κ. Καλοκαιρινού. Τότε όμως υπήρχε ή φάνταζε πως υπήρχε ιδεολογική περιχαράκωση και είχαν σχηματοποιηθεί δύο αντίπαλα στρατόπεδα, ενταγμένα στο όλο τότε κλίμα πολιτικής κρίσεως, με τη διαχωριστική γραμμή τους να ορίζεται στον μεταξύ Δεξιάς και Κεντροαριστεράς χώρο.
Σήμερα, το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού έχει δυσαρεστήσει σχεδόν όλα τα τμήματα του κατακερματισμένου «ιδεολογικού» και πολιτικού πεδίου. Ολοι έχουμε κάτι ουσιώδες ή επουσιώδες να του προσάψουμε. Μία περιήγηση στα μπλογκς αρκεί για του λόγου το αληθές.
Εκείνο που δείχνουμε να μας διαφεύγει ή που δεν τολμούμε να ομολογήσουμε είναι το ότι η Ιστορία αποτελούσε και αποτελεί πάντα ένα πολιτικό εργαλείο –εν προκειμένω υπό μορφήν σχολικού εγχειριδίου– το οποίο, όπως το κοφτερό και μυτερό εγχειρίδιο των Σταυροφόρων κόβει κεφάλια κατά το δοκούν και με την εν είδει σταυρού λαβή πασχίζουσα να προσδώσει ιδεολογικό βάρος στους αποκεφαλισμούς. Παρομοίως, το εγχειρίδιο της ΣT΄ Δημοτικού κόβει κεφάλαια Ιστορίας «κατά τες συνταγές» των Μάγων του νέου καιρού. Σημασία λοιπόν έχει η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για το συγκεκριμένο βιβλίο. Αρκεί όμως;
«Kαθημερινή»
Πέμπτη, 1 Φεβρουαρίου 2007
Σχόλιο Ριζοσπάστη
Όσοι αναρωτιόντουσαν τι μύγα τσίμπησε τον Συνασπισμό και την «Αυγή» και υπερασπίζουν με νύχια και με δόντια το βιβλίο της ΣΤ Δημοτικού, γιατί καταγγέλλουν ως εθνικιστή όποιον αντιδρά, από χτες έχουν άλλη μια καθαρή απάντηση: Ρεπούση! Η κυρία που υπογράφει το βιβλίο δεν είναι απλά ένα στέλεχος του ΣΥΝ, είναι και η μία από τους 8 πανεπιστημιακούς που πήγαν χτες στη Γιαννάκου για να καταθέσουν τη στήριξή τους στις προωθούμενες ανατροπές. Εύγε! Να είστε σίγουροι πως δεν ξεχνάμε: «Οταν δεν το καταστρέφουν οι γονείς στο σπίτι που προσπαθούν να κάνουν τους δασκάλους (…) το βιβλίο δουλεύει (…) μερικοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να αξιολογήσουν και οι γονείς. Τι δουλειά έχουν οι γονείς να αξιολογούν σχολικά βιβλία;» (η Μ. Ρεπούση, στην «Εποχή», για το βιβλίο που παινεύει ο Ηρακλείδης στα «ΝΕΑ»). (2-2-2007)
http://e-rooster.gr/02/2007/418
Οι Τρεις Ιεράρχες, οι εθνικοί μύθοι και ένα βιβλίο ιστορίας
του Δημήτρη Σκάλκου
Ο Μίλαν Κούντερα (Milan Kundera), στο βιβλίο του «το βιβλίο του γέλιου και της λήθης», διηγείται με μοναδικό τρόπο την ιστορία του Τσεχοσλοβάκου αξιωματούχου του καθεστώτος Βλαντιμίρ Κλεμέντις (Vladimír Clementis), ο οποίος «διαγράφηκε» από την ιστορία με συνοπτικές διαδικασίες από τους μηχανισμούς προπαγάνδας του καθεστώτος.
Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 1948, ο κομμουνιστής ηγέτης Κλέμεντ Γκότβαλντ (Klement Gottwald), από ένα μπαλκόνι στη Πράγα, απευθύνεται σε εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου που τον επευφημούν.
Το κρύο ήταν τσουχτερό και ο Κλεμέντις, που στεκόταν στο πλευρό του, ευγενικά τού πρόσφερε το γούνινο καπέλο του.
Πρόκειται για μία σημαντική ιστορική στιγμή που σηματοδοτεί τη γέννηση της ενιαίας Τσεχοσλοβακίας, και που τα μετέπειτα χρόνια θα αποτυπωθεί, μεταξύ άλλων σε αφίσες και σχολικά βιβλία.
Το 1952, ο Κλεμέντις θα κατηγορηθεί ως προδότης του καθεστώτος και θα απαγχονιστεί.
Οι κρατικές υπηρεσίες θα αναλάβουν να τον εξαφανίσουν από όλα τα ιστορικά ντοκουμέντα και σύντομα τη θέση του πλάι στον Γκότβαλντ καταλαμβάνει ένας άδειος τοίχος.
Ωστόσο, η παρουσία του Κλεμέντις, σε ένα από τα γνωστά καπρίτσια της ιστορίας, θα αφήσει το ίχνος της. Συγκεκριμένα, το γούνινο καπέλο που φορούσε εκείνη την ημέρα, το οποίο, σε πείσμα της παρέμβασης του καθεστώτος, παρέμεινε στο κεφάλι του Γκότβαλντ!
Το παραπάνω περιστατικό δείχνει, με τον πλέον παραστατικό τρόπο, κάποιες από τις μορφές που μπορεί να προσλάβει η ιδεολογική χρήση της ιστορίας από τα διάφορα κέντρα εξουσίας.
Και φυσικά, στα κλειστά πολιτικά, ιδεολογικά και θρησκευτικά δόγματα, η λογοκρισία και ο έλεγχος της σκέψης δεν είναι απλά ένας πειρασμός της εξουσίας, αλλά αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη των σχεδίων της κοινωνικής μηχανικής τους (ή της «αρχιτεκτονικής των ψυχών», κατά την ανατριχιαστική πλην όμως εύστοχη φράση του Στάλιν).
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ειδωθεί και το περίφημο ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, μία επίμονη (και σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένη, οφείλουμε να επισημάνουμε) προσπάθεια συνάρθρωσης- συνταύτισης της αρχαιοελληνικής παράδοσης με την ελλαδική ορθοδοξία.
Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις κατασκευής «εθνικών» (αλλά και «θρησκευτικών») μύθων και της εργαλειακής χρήσης τους, αποτελεί η καθιέρωση της εορτής των τριών ιεραρχών, των οποίων τη μνήμη εόρτασε η ελλαδική Εκκλησία και η εκπαίδευση στις 30 Ιανουαρίου.
Μακριά από τους πανηγυρικούς που εκφωνούνταν στα σχολεία όταν ήμουν μαθητής (και πιθανολογώ ότι συνεχίζουν να εκφωνούνται καθώς ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) είναι το βιβλίο της Έφης Γαζή, «ο δεύτερος βίος των τριών ιεραρχών- μία γενεαλογία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού».
Πρόκειται για μία καλογραμμένη και εμπεριστατωμένη μελέτη, στην οποία η καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ακολουθεί τη διαδρομή της κατασκευής της σημερινής εικόνας («του δεύτερου βίου») των τριών ιεραρχών, από τον 11ο στον 19ο αιώνα -εποχή συγκρότησης της εθνικής συνείδησης- και ως τις μέρες μας.
Και είναι πραγματικά εντυπωσιακή η περιγραφή της διαμόρφωσης της «επίσημης» ιστορίας των τριών ιεραρχών, οι οποίοι δεν ήταν πάντοτε τρεις και δεν ήταν πάντα οι ίδιοι.
Ανάμεσά τους βρέθηκαν, ο Γρηγόριος Νύσσης και μία γυναίκα -η Μακρίνα η Νεότερη.
Διόλου τυχαία οι τρεις ιεράρχες, και ειδικότερα ο Μέγας Βασίλειος, κατέχουν κεντρική θέση στην εκπαίδευση των νέων.
‘Άλλωστε όπως μας υπενθυμίζει ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης σε παλαιότερο άρθρο του («οι τρεις ιεράρχες και ο ελληνισμός»), o σπουδαίος γνώστης της αρχαιοελληνικής γραμματείας και συγγραφέας του «όπως αν εκ των ελληνικών ωφελοίντο λόγων», υποστήριζε ότι «τα εθνικά γράμματα δεν έχουσι καθ’ εαυτά αξίαν, αλλά μόνον σχετικήν και προπαιδευτικήν, εφόσον συντελούσιν εις πληρεστέραν κατανόησιν της Γραφής…».
Δεν πρέπει, λοιπόν, να αναρωτιόμαστε για τη σκοπιμότητα της ίδρυσης εκκλησιαστικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από την ελλαδική Εκκλησία.
προτεραιότητα μας πρέπει να είναι η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, χωρίς τις επικολυρικές υπερβολές του παρελθόντος, στις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης
Καθώς μάλιστα πλησιάζει η 25η Μαρτίου, θα βρεθούμε μπροστά σε πλήθος αντίστοιχων παραδειγμάτων που αφορούν το «κρυφό σχολειό», τον Γρηγόριο Ε’, και τη συμβολή του οικουμενικού πατριαρχείου στην επανάσταση του 1821.
Στη φορτισμένη συζήτηση που διεξάγεται αυτές τις μέρες αναφορικά με το νέο βιβλίο διδασκαλίας του μαθήματος της ιστορίας στους μαθητές της ΣΤ’ δημοτικού και στη διλληματική επιλογή ανάμεσα στη κατηχητική-φρονηματική και τη «πολιτικά ορθή» προσέγγιση του μαθήματος, το ζητούμενο δεν (πρέπει να) είναι τόσο η ερμηνεία αλλά η παράθεση των πραγματικών γεγονότων.
Τούτο διότι, για δεκαετίες η εκπαιδευτική διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας στη χώρα μας χαρακτηρίστηκε από ένα έλλειμμα ιστορικής αλήθειας, με δεκάδες σελίδες της διδασκόμενης ύλης να κινούνται στα όρια της παιδικής αφέλειας και της φανερής προπαγάνδας, κατά τρόπο συχνά προσβλητικό για τη νοημοσύνη μαθητών και δασκάλων.
Εξίσου όμως λανθασμένη είναι και η ιδεολογική επιλογή της περιθωριοποίησης-αποσιώπησης- εξωραϊσμού ιστορικών περιόδων προκειμένου να αντικαταστήσουν τα (επιβλαβή) εθνικά στερεότυπα με την (αναπόφευκτη) σύγχυση και άγνοια των μαθητών.
Τούτο διότι, η κοινωνία πολιτών, βάση κάθε ανοικτής και δημοκρατικής κοινωνίας, προϋποθέτει την ανάπτυξη κοινωνικής συνείδησης, η οποία καλλιεργείται με τη σφυρηλάτηση κοινωνικών δεσμών και την αίσθηση μιας κοινής ιστορικής πορείας μεταξύ των μελών της.
Με άλλα λόγια, η αφήγηση οφείλει να προηγείται της αμφισβήτησής της.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, προτεραιότητα μας πρέπει να είναι η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, χωρίς τις επικολυρικές υπερβολές του παρελθόντος, στις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Ας αφήσουμε την -ούτως ή άλλως πολυσήμαντη- ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων για αργότερα.
Και ας ξεκινήσουμε από τα προφανή: όπως ότι, στη προκειμένη περίπτωση, οι τρεις ιεράρχες ήταν… πέντε!
———————————————————————————
Δημοσιεύτηκε στη Προοδευτική Πολιτική (31.1.2007)
Άρθρο για τα νέα σχολικά βιβλία «Ιστορίας» από τον Απόστολο Διαμαντή
στο σημερινό (8 Φεβ. 2007) «Lifo» . Στην έντυπη
έκδοση δημοσιεύεται συντομευμένο, χωρίς τις τρεισήμισυ τελευταίες
παραγράφους.
(Δεν υπάρχει ακριβής ηλεκτρονική διεύθυνσις του άρθρου· βγαίνει σε
popup με java.)
—
Η μυστική ιστορία
Ορθώς αποφάσισε [η υπουργός Παιδείας] να στείλει πίσω το βιβλίο
Ιστορίας στους συγγραφείς του νατο διορθώσουν. Δεν είναι δυνατόν τα
παιδάκια του Δημοτικού να διδάσκονται μια αφυδατωμένη εθνική-βαλκανική
ιστορία.
Από τον Απόστολο Διαμαντή
Το θέμα που προέκυψε με τα σχολικά βιβλία Iστορίας είναι ιδιαίτερα
σοβαρό. Η υπουργός Παιδείας πολύ ορθώς αποφάσισε να στείλει πίσω το
βιβλίο στους συγγραφείς του, να το διορθώσουν. Και πολύ κακώς, κατά τη
γνώμη μου, αντιδρά κάποια μερίδα ιστορικών, μαζί με γνωστούς
υστερικούς αντι-εθνικιστές. Διότι δεν είναι δυνατόν τα παιδάκια του
Δημοτικού να διδάσκονται τις όποιες γνώμες του όποιου ιστορικού
ανέλαβε να γράψει το βιβλίο, και να υφίστανται τις όποιες πολιτικές
στοχεύσεις των χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων για μια
αφυδατωμένη εθνική-βαλκανική ιστορία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ελληνοαλβανικός πόλεμος του 1940 περνάει σε
ένα βιβλίο 150 σελίδων με μία μόνο σελίδα, χωρίς καθόλου κείμενο, με
ένα απόσπασμα μικρό του Άξιον Εστί! Η σφαγή του ελληνικού πληθυσμού
της Σμύρνης το 1922 παρουσιάζεται απλώς ως ένα ζήτημα συνωστισμού στην
παραλία, και το οθωμανικό παιδομάζωμα ως μια αποτελεσματική οθωμανική
πρακτική. Ο αποφασιστικός ρόλος του κλήρου στην Επανάσταση του 1821
απουσιάζει εντελώς, ενώ τα κοινοτικά και εκκλησιαστικά προνόμια που
έδωσαν οι Οθωμανοί στους υπόδουλους εμφανίζονται ως μια πολιτική που
οδήγησε στην αρμονική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων, έτσι ώστε το ’21
να μοιάζει περίπου ως σκέτος παραλογισμός, για να μην πούμε και ως
εκδήλωση ενός πρώιμου εθνικισμού.
Θα μου πείτε, γιατί τα γράφουν αυτά τα πράγματα; Διότι αυτό επιτάσσει
η παγκοσμιοποίηση. Η πολιτική νέα διεθνής τάξη, που επιβάλλει πρώτα
απ’ όλα την ελληνοτουρκική προσέγγιση, την αποδυνάμωση των βαλκανικών
εθνών και, εν τέλει, την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρώπη. Επομένως όλα
αυτά πρέπει να γίνουν χωρίς να προβάλλονται εθνικές αντιρρήσεις, χωρίς
ο λαός να διαμαρτύρεται. Η εθνική ιστορία, η παράδοσή μας δηλαδή,
πρέπει να ξαναγραφτεί αποστειρωμένη, χωρίς αντιοθωμανικές αιχμές, ώστε
να δεχθούν οι βαλκανικοί λαοί αδιαμαρτύρητα τη νέα πραγματικότητα.
Ένας από τους πλέον επιθετικούς αστέρες αυτής της νέας, λάιτ
ιστοριογραφίας, που θέλει να παρουσιάσει το οθωμανικό παρελθόν ως
παράδεισο, ο Βρετανός Μαρκ Μαζάουερ, δεν διστάζει να δηλώσει στην
Κατερίνα Σχινά της «Ελευθεροτυπίας» πως κάνει ιστορία «…επειδή
πιστεύει ότι μπορεί να συμβάλει στους πολιτικούς προβληματισμούς του
παρόντος». Ποιοι είναι αυτοί οι προβληματισμοί; Ο ίδιος το ξεκαθαρίζει
μια χαρά: «Η ενασχόληση, σήμερα, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις
σχέσεις ανάμεσα στα έθνη που συμπεριλάμβανε, είναι μια συμβολή στον
προβληματισμό που συνεχίζεται στην Ευρώπη από τον πόλεμο της Βοσνίας
και εντεύθεν – σχετικά με την εθνοκάθαρση, τον εθνικισμό, τις
πολυπολιτισμικές κοινότητες κ.λπ. Η οθωμανική περίοδος υπήρξε μια
εποχή ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και εύγλωττη» (!)
Αλίμονο. Πολύ ενδιαφέρουσα. Τόσο, που από το πολύ ενδιαφέρον –κατά τη
διάρκειά της δηλαδή– είχαμε περίπου 100 επαναστατικά κινήματα των
υποδούλων Ελλήνων και άλλων Βαλκανίων. Και πολύ εύγλωττη, κατά τον κ.
Μαζάουερ, διότι αποτελεί παράδειγμα πολυπολιτισμικότητας για τη
σημερινή Ευρώπη! Ο προφανής και ιδιαίτερα αφελής πολιτικός στόχος, το
να ξαναμπούμε δηλαδή ως Ελλάδα σε ένα νεο- οθωμανικό πλαίσιο, δεν
κρύβεται. Αλλά δεν μας λέει ο κ. Μαζάουερ, γιατί να πάρουμε ως
παράδειγμα πολυεθνικής συμβίωσης το οθωμανικό και όχι το ρωμαϊκό ή και
το βυζαντινό, που είναι δικό μας –ελληνικό– και ασφαλώς έχει
μεγαλύτερη ιστορική συνάφεια με τον δυτικό πολιτισμό; Ο ίδιος
συγγραφέας μάλιστα κυκλοφόρησε πρόσφατα το έργο του για τη
Θεσσαλονίκη, την οποία εμφανίζει ως πολυεθνική και καθόλου ελληνική
πόλη, με το μη σοβαρό επιχείρημα ότι ο ελληνισμός της Θεσσαλονίκης
ήταν ανάμεσα στον 16ο και 18ο αιώνα το 1/3 του συνολικού πληθυσμού.
Ήταν. Μόνον που στους υπόλοιπους 18 αιώνες ήταν ανέκαθεν –και είναι
και σήμερα, δυστυχώς– μια πόλη με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό. Αλλά
ακόμη και στον 17ο και 18ο αιώνα, ακόμη και τότε, στην οθωμανική και
μόνον περίοδο, από πνευματική και οικονομική άποψη ο ελληνισμός ήταν
κυρίαρχος, παρά τα αριθμητικά πληθυσμιακά δεδομένα.
Αυτά μπορεί βεβαίως να φαίνονται κάπως φαιδρά, πιο σοβαρό όμως είναι
το ερευνητικό βοήθημα που δίνεται στους δασκάλους μας, το οποίο
γράφεται από βούλγαρους, τούρκους, ρουμάνους και έλληνες ιστορικούς,
και το οποίο χρηματοδοτεί η Κοντολίζα Ράις, καθώς και οι Γερμανός και
Άγγλος υπουργοί Εξωτερικών. Με χρήματα των υπουργείων αυτών, βρέθηκαν
φυσικά πρόθυμοι ιστορικοί να παραχαράξουν τη βαλκανική εθνική ιστορία
και να ετοιμάσουν νέες Γιουγκοσλαβίες, αυτή τη φορά όμως χωρίς βόμβες.
Με τον ευνουχισμό της ιστορικής μνήμης.
Φυσικά οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν είναι δικαιολογημένες, και η
διόρθωση του βιβλίου –καθώς και η απόσυρση του αμερικανικού
εκπαιδευτικού βοηθήματος– δεν έχει καθόλου να κάνει με λογοκρισία.
Διότι εδώ δεν μιλάμε για ένα βιβλίο που γράφει κάποιος και το βγάζει
στην αγορά. Μιλάμε για σχολικό βιβλίο, το οποίο εγκρίνει ή δεν
εγκρίνει το υπουργείο. Το οποίο εκφράζει την κοινωνία των πολιτών, το
λαό δηλαδή. Επομένως το υπουργείο δεν είναι καθόλου υποχρεωμένο να
υποκύπτει στη γνώμη ενός ή δέκα ή εκατό ιστορικών. Κι εγώ
πανεπιστημιακός ιστορικός είμαι, και, αν μου έδιναν την εντολή να
γράψω, άλλα θα έγραφα. Και όχι μόνον εγώ. Πολλοί έλληνες ιστορικοί θα
έγραφαν εντελώς άλλο βιβλίο. Επομένως λογοκρισία καμία δεν υφίσταται.
Εκείνο που υφίσταται είναι η αντίσταση του λαού να δεχθεί
αδιαμαρτύρητα το βιασμό της ιστορίας του, επειδή αυτό επιτάσσει η Νέα
Τάξη Πραγμάτων.
Λογοκρισία υπάρχει όταν βγάλεις ένα βιβλίο και στο απαγορεύσουν. Η
διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία όμως είναι υπόθεση της κοινωνίας,
όχι των επιστημόνων. Όχι των αυθεντιών. Εξάλλου η Ιστορία δεν είναι
ποτέ μία. Άλλη Ιστορία γράφω εγώ, άλλη γράφει ο Αμερικανός ή ο
Τούρκος. Το να θέλεις να γράψεις μία Ιστορία για όλους, αυτό είναι ο
ορισμός του φασισμού. Της πολιτισμικής ισοπέδωσης. Η Ιστορία όμως δεν
είναι Χημεία, να βάλεις δύο μέρη υδρογόνου και ένα οξυγόνου και να
βγάλεις νερό. Η ιστορία είναι πρώτα απ’ όλα η συλλογική συνείδηση, η
βιωμένη μνήμη του λαού. Αυτή δεν μπορείς να τή βιάζεις επειδή έτσι σου
είπανε στην Οξφόρδη. Επειδή έτσι θέλει ο Μπλερ και ο Ερντογάν. Οι
αντιδράσεις όμως είναι ήδη πάρα πολλές για να αγνοηθούν, και μπράβο σ’
αυτούς που έθεσαν ευθαρσώς το ζήτημα στη Βουλή.
Εξάλλου αυθεντίες δεν υπάρχουν σήμερα, στον 21ο αιώνα. Οι ιστορικοί
δεν είναι αυθεντίες στις οποίες πρέπει ο κόσμος να υποκλίνεται άνευ
όρων. Αυθεντίες υπήρχαν μόνον στο μεσαίωνα. Εδώ δόθηκαν μάχες και
μάχες να ξεφύγουμε από την τυραννία των αυθεντιών και να περάσουμε
στην κριτική σκέψη – θα υποκύψουμε σήμερα σε μια δράκα ιστορικών που
παίζουν το παιχνίδι των Αμερικανών και θέλουν να μας κάνουν να
ξεχάσουμε την ελληνική ιστορία και να μας παρουσιάσουν το ’21 ως
ιστορικό λάθος και το ελληνικό έθνος ως δημιούργημα των τελευταίων
ετών; Αυτά να πάνε να τα πουν σε τίποτα κορόιδα. Διότι εδώ είναι
Ελλάδα, και έχουσιν γνώσιν οι φύλακες. Η κοινωνία με τα όργανά της θα
αποφασίσει ποια ιστορία θα διδάσκονται τα παιδιά της. Δεν θα το
αποφασίσει αυτό ο κάθε ιστορικός στο σπίτι του.
Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελέγγιος είπε κάποτε πως
«Ιστορία γράφεις όταν έχεις συνείδηση». Φαίνεται ότι, μαζί με το
φιλότιμο, χάθηκε και η συνείδηση για κάποιους νεοέλληνες ιστορικούς.
—
Μολις ακουσα επαναληψη του κεντρικου δελτιου ειδησεων του Ραδιοφωνικου Ιδρυματος Κυπρου οπου αναφερθηκε επι 5λεπτον στις παραληψεις του βιβλιου ιστοριας της ΣΤ’δημοτικου, το οποιο ως γνωστον διδασκεται και στην Κυπριακη Δημοκρατια.
Μιλησαν αξιωματουχοι της Κυπριακης Παιδειας και του εκει Παιδαγωγικου ινστιτουτου καθως και εκπροσωπος του Υπουργειου και του ΑΚΕΛ.
Ολοι τους , με πολυ σεβασμον προς την μητερα Πατριδα[τρομαρα μας!] μιλησαν για τα λαθη του βιβλιου ως προς την Κυπριακην Ιστορια και επεσημαναν οτι ο χαρτης της Κυπριακης Δημοκρατιας δεν επρεπε να εχει δυο χρωματα και να μην αναφερεται η λεξη διχοτομιση, ενω για τους προσφυγες επεσημαναν οτι η μονη αναφορα ειναι μια εικονα με ενα κεντημα που γραφει επανω ‘ΕΙΜΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ»..
Αναφερθηκε οτι υστερα απο συνεννοηση με το Υπουργειο Παιδειας της Ελλαδας, εντος 20 ημερων υπεσχεθη το Υπουργειο Παιδειας της Ελλαδας οτι θα στειλει διορθωσεις..
Πολλοι απο τους ερωτηθεντες αξιωματουχους ζητησαν την καταργηση του βιβιου το οποιον χαρακτηρισε ως ατελες και ο Αρχιεπισκοπος Κυπρου κ.Χρyσοστομος.
Σε σχολιο αξιωματουχου επισημανθηκε οτι το βιβλιο ειναι ενα απο τα βοηθηματα που μπορουν να χρησιμοποιησουν οι διδασκοντες αφηνοντας -προφανως να εννοηθει οτι εχουν και αλλες πηγες- ενω σχολιασε οτι επρεπε να ειχε ζητηθει η γνωμη του Παιδαγωγικου ιδρυματος Κυπρου σε οτι αφορα στην ιστορια της Κυπριακης Δημοκρατιας.
Ολα αυτα βεβαια μονον εις οτι αφορα στην ιστορια της Κυπριακης Δημοκρατιας οπως αυτη παρουσιαζεται απο τις σελιδες του βιβλιου.
Κατά βιβλίου Ιστορίας οι μεν, υπέρ τιμής στον Ατατούρκ ο δε
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Φωτιές άναψε χθες η πρόταση του επικεφαλής των οικολόγων Μιχάλη
Τρεμόπουλου στο Νομαρχιακό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης «να τιμηθεί ο Κεμάλ
Ατατούρκ γιατί είναι παιδί της πόλης». Η παρέμβαση έγινε μετά την
πρόταση του νομάρχη Παναγιώτη Ψωμιάδη να σταλεί ψήφισμα στην υπουργό
Παιδείας για το «επικίνδυνο» βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού.
«Η Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να έχει τιμήσει τον Κεμάλ γιατί είναι παιδί
της πόλης», είπε ο νομαρχιακός σύμβουλος Μιχάλης Τρεμόπουλος και
προκάλεσε έκρηξη. Η νομαρχιακή σύμβουλος του συνδυασμού Ψωμιάδη, Ανθή
Πορφυριάδου, εξανέστη και κατήγγειλε τον κ. Τρεμόπουλο για την
«αντεθνική του στάση», ενώ αρκετοί ακόμη αντέδρασαν σε ηπιότερους
τόνους.
Η επικεφαλής της αντιπολίτευσης Βούλα Πατουλίδου σημείωσε: «Τόσο απλά
δοσμένα μεγάλες αλήθειες για τη γενοκτονία των Ποντίων, την
τεκμηριωμένη με επίσημα έγγραφα και ντοκουμέντα, που ο καθένας μας
μπορεί να αναγνώσει στους 15 τόμους καταγεγραμμένης ιστορίας των
Ποντίων από τον καθηγητή Κώστα Φωτιάδη. Κι όμως αυτή τη σπαρακτική
αλήθεια πολλοί τολμούν να την αγνοούν. Και χειρότερα: Τολμούν και
προτείνουν να τιμηθεί ο γενοκτόνος Κεμάλ Ατατούρκ επειδή γεννήθηκε στη
Θεσσαλονίκη. Δηλαδή και το Μπράουνάου της Αυστρίας, γενέτειρα του
Χίτλερ, θα έπρεπε με την ίδια λογική να τον τιμά; Οι οπαδοί αυτής της
λύσης της ανιστορισίας, ποιους σκοπούς εξυπηρετούν τελικά;».
Τη σκυτάλη πήρε η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος: «Εάν οι ανιστόρητες
αυτές απόψεις δεν είναι προϊόν ασύγγνωστης άγνοιας και επιπόλαιης
επίδειξης δήθεν προοδευτικού πνεύματος, τότε αποτελούν ενσυνείδητη
εκδήλωση ασέβειας στη μνήμη των 353 χιλιάδων θυμάτων των Ελλήνων του
Πόντου».
Πάντως, ούτε η πρόταση του νομάρχη Θεσσαλονίκης να εγκριθεί
συγκεκριμένο ψήφισμα για το επίμαχο βιβλίο της Στ’ Δημοτικού έτυχε
αποδοχής από τις άλλες παράταξεις.
Ν.ΦΩΤ.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 09/02/2007
» Izmir’i nicin yakiyorduk?»
Γιατί κάψαμε την Σμύρνη;
Ορισμένoi… δέχθηκαν να εκτελέσουν τις τουρκικές και συμμαχικές επιδιώξεις αφελληνισμού μας. Διαστρεβλώνοντας τα ιστορικά μας βιβλία, αλλοιώνοντας τα κείμενα τους και αφαιρώντας από αυτά ό,τι έχει σχέση με τις βαρβαρότητες των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων. Και βάφτισαν την προστυχιάν τους αυτήν ως…επαναπροσέγγιση! ΄Οταν οι ίδιοι οι Τούρκοι παραδέχονται τα εγκλήματά τους…
Στην Ελλάδα ήδη ξεκίνησε μεγάλη πρωτοβουλία μαζεύοντας υπογραφές για άμεση απόσυρση της άτιμης αυτής πράξης εις βάρος του Ελληνισμού και της Ιστορίας και που θα σταλεί στην ελληνική κυβέρνηση, τα κόμματα και σε όους τους βουλευτές και ευρωβουλευτές και στα μέλη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. ( http://www.antibaro.gr/upografes.php ).
Οι Βρετανοί οι ηθικοί αυτουργοί
Θα πρέπει, όμως, εδώ να υπενθυμίσουμε για πολλαστή φορά, ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΟΥΜΕ, ότι η προσπάθεια αυτή για αλλοίωση των ιστορικών μας βιβλίων ξεκίνησε από το ΛΟΝΔΙΝΟ τα χρόνια της αποικιοκρατίας και ενδεικτικά κορυφώθηκε τα χρόνια του Απελευθερωτικού Αγώνος της ΕΟΚΑ 1955-59 όταν:
Α) Την 1η Σεπτεμβερίου 1954 επικεφαλής των Υπηρεσιών Πληροφόρησης της αποικιακής κυβέρνησης στο νησί διορίστηκε από το Υπ. Εξωτερικών της Βρετανίας ο Βρετανός κατάσκοπος των μυστικών υπηρεσιών Λόρενς Ντάρελ (ο κατά τα άλλα συγγραφέας του βιβλίου ‘Τα πικρολέμονα της Λαπήθου’) ο οποίος γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα (απαραίτητο προσόν των κατασκόπων να γνωρίζουν την γλώσσα των ιθαγενών – κάτι που δυστυχώς εκλαμβάνεται από τους αφελείς δικούς μας ως…φιλελληνισμός!!). ΄Αμεσος στόχος για την αντιμετώπιση της ενωτικής προπαγάνδας ήταν το τρίπτυχο, α) Εκκλησία/Ιερείς, β) Ο ελληνικός τοπικός Τύπος και γ) ο Ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών. Τότε ήταν που ο πράκτορας της Ιντέλλιτζένς Λόρενς Ντάρελ εφεύρε την πλασματική ταυτότητα για μάς, την λεγόμενη ‘Κυπριοσύνη’ που στόχο όμως είχε ΜΟΝΟ τους ΄Ελληνες της Κύπρου και όχι τους Τούρκους.(Εξάλλου και σήμερα που ‘μόνοι’ μας απαρνούμαστε την Ιστορία μας, τον κατεχόμενο Πενταδάκτυλο αμαυρίζει το τουρκικό σύνθημα ‘Τι ευτυχία να είσαι Τούρκος’).
Oλόκληρος ο μηχανισμός της αποικιοκρατίας κινητοποιήθηκε εξαποστέλλοντας στην Κύπρο άτομα που ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΑ… (Βλέπε περισσότερα στο βιβλίο της γράφουσας ‘Από την ΄Ενωση στην Κατοχή’).
Β) Στις 3.11.1956 ο τότε κυβερνήτης Στρατάρχης Χάρτινγκ διαμαρτυρόμενος για το περιεχόμενο των ελληνικών βιβλίων στα σχολεία μας, ζητούσε απόσυρσή τους! Έγραφε προς στον Υπουργό Αποικιών (Να σημειωθούν παρακαλώ οι ομοιότητες) : «…Το γεγονός ότι αυτά τα βιβλία (δημοτικού που αποστέλλονταν από την Ελλάδα) προβάλλουν κατά τρόπο έντονο την ελληνική σημαία σε εικόνες και διακοσμήσεις, περιέχουν ιστορίες του ελληνικού αγώνα για ανεξαρτησία (συχνά συνταγμένες σε μια πομπώδη γλώσσα και συνοδευόμενες με συναισθηματικό θρησκευτικό εθνικισμό), και ότι περιλαμβάνουν κομμάτια που αναφέρονται στην Κύπρο κατά τρόπο με τον οποίο υποδηλώνεται ότι τώρα είναι υπόδουλη, αλλά θα είναι μέρος της ελεύθερης Ελλάδας, ανασκευάζουν το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση αυτή ακολουθεί πολιτική αφελλνισμού στα ελληνικά κυπριακά σχολεία. Γίνονται μεταφράσεις των πλέον απαράδεκτων ‘πατριωτιών’ κειμένων, και αυτά θα σας σταλούν το συντομότερον δυνατόν. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι υπήρξε πρόσφατα επίκριση στον τουρκικό Τύπο αναφορικά με τον τόνο και το περιεχόμενο αυτών των αναγνωστικών και τώρα μελετούμε την πιθανότητα να αφαιρέσουμε τα απαράδεκτα αποσπάσματα από τις εκδόσεις που θ΄ακολουθήσουν ή ως εναλλακτική λύση, να τυπώσουμε νέα αναγνωστικά…» Ο τότε αποκιακός Γραμματές και μέλος της Ιντέλλιντζενς στην Κϋπρο Τζ. Ρένταγουέι έγραφε ότι ‘ως μακροπρόθεσμη λύση, σκεφτόταν τη χρησιμοποίηση βιβλίων, τα οποία θα τυπώνονταν στην Κωνσταντινούπολη’ (αφού πρώτα θα είχαν αφαιρέσει τα αποσπάσματα που δεν τους άρεσαν)!
Και βέβαια, η πλαστογράφηση της Ιστορίας μας, μάς ήλθε επίσημα από το Λονδίνο μέσω των βρετανικών Ιδεών Γκάλι και που στην συνέχεια την βρκαμε και στο έκτρωμα του Χάνει/Ανάν (που δυστυχώς ετοιμάστηκε με την βοήθεια δικών μας βοηθών τους – τα ονόματα γνωστά). Και ανκαι το ‘Σχέδιο Ανάν’ απορρίφθηκε με το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004 από το 76% του Ελληνισμού κατ΄απαίτηση και του κλαίοντος προέδρου Τ. Παπαδόπουλου, εντούτις με την μέθοδο του σαλαμιού κάποιοι προχωρούν και επιμένουν ξεδιάντροπα να το επιβάλουν για να ικανοποιηθούν Λονδίνο, ΄Αγκυρα και Ουάσιγκτον. Μια τέτοια προσπάθεια είναι και η πλαστογράφηση της Ιστορίας μας
Γιατί κάψαμε την Σμύρνη;
Το πιο κάτω αποκαλυπτικό απόσπασμα των τουρκικών σοβινιστικών προθέσεων είναι από το βιβλίο του Τούρκου συγγραφέα Φαλίχ Ριφκι Ατάι και το βιβλίο του ‘Τσάνκαγια΄ το οποίο αναφέρεται στην ζωή και τα έργα του Κεμάλ Ατατούρκ.
«… Ήταν η μέρα της Μεγάλης Φωτιάς. Καθώς οι φλόγες έσωζαν τις γειτωνιές ο κόσμος έτρεχε προς την παραλία…Κάποιοι έπεφταν στην θάλασσα για να κρατηθούν από τις βάρκες… Παρακολουθούσα αυτή την μοναδική τραγωδία με την καρδιά μου να πονά…Η Σμύρνη καιγόνταν και μαζί της η Ελληνικότητά της (Ρουμλούκ), οι άνθρωποι των πρώτων πολιτισμών, εκείνοι που πέρασαν τον μεσσαίωνα με τους Μουσουλμάνους, εκείνοι που ζούσαν στις πατρίδες τους και στα σπίτια τους σε άνεση, εκείνοι που κρατούσαν το εμπόριο και γεωργία της Σμύρνης και όλης της Δυτικής Ανατολίας, και ολόκληρη την οικονομία της, εκείνοι που ζούσαν σε παλάτια, κονάκια, και τσιφλίκια, τώρα, τον εικοστό δεύτερο χρόνο του εικοστού αιώνα πεθαίνουν για ένα κομμάτι βάρκας να τους μεταφέρει μακριά για πάντα…
Η Γκιαβούρ (άπιστη) Σμύρνη κάηκε και τελείωσε με τις φλόγες στο σκοτάδι και το καπνό το ξημέρωμα. ΄Ησαν πράγματι υπεύθυνοι για τη φωτιά οι Αρμένιοι εμπρηστές όπως μας λέχθηκε τις μέρες εκείνες;… Καθώς αποφάσισα να γράψω την αλήθεια όπως την γνωρίζω θέλω να αντιγράψω μια σελίδα από τις σημειώσεις που έπερνα τις μέρες εκείνες. ‘ Οι λαφυραγωγοί βοήθησαν στην εξάπλωση της φωτιάς… Γιατί καίγαμε την Σμύρνη; Φοβόμασταν αν τα κονάκια στην προκυμαία, τα ξενοδοχεία και οι ταβέρνες έμεναν στο τόπο τους, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ξεφορτωθούμε τις μειονότητες; ΄Οταν απελαύνονταν οι Αρμένιοι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είχαμε κάψει όλες τις κατοικημένες περιοχές και γειτωνιές στις πόλεις της Ανατολίας με αυτόν ακριβώς τον φόβο. Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με την διάθεση για καταστροφή. Υπάρχει και κάποιο αίσθημα κατωτερότητας μέσα του. Σαν το κάθε τι που έμοιαζε με Ευρώπη ήταν πεπρωμένο να παραμείνει Χριστιανικό και ξένο γι΄αυτό και εμείς έπρεπε εμείς να το στερηθούμε. »
Ο Τούρκος συγγραφέας Αtay Falih Rifki Atay, ένας διακεκριμένος δημοσιογράφος και συγγραφέας έζησε το κάψιμο της ελληνικής Σμύρνης, ένας Τούρκος αυτόπτης μάρτυρας της κεμαλικής κτηνωδίας επιβεβαίωσε πριν πεθάνει τις τουρκικές ευθύνες για την πρωτοφανή εκείνη βαρβαρότητα. Στο προαναφερθέν βιβλίο του ο συγγραφέας αναφέρεται σε λεπτομέρεια και στις κτηνωδίες του Νουρεττίν Πασιά. Βλέπε εξώφυλλο του σχετικού βιβλίου – πρώτης έκδοσης. Ο εν λόγω δημοσιογράφος γεννήθηκε το 1894 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στις 20 Μαρτίου 1971.
Δια στόματος Κεμάλ Ατατούρκ
Τον Ιούλιο του 1926 ο σφαγέας Ατατούρκ έδωσε συνέντευξη στην Ελβετίδα ανταποκρίτρια κα Emile Hilderbrand και η οποία (συνέντευξη) δημοσιεύθηκε την 1η Αυγούστου 1926 στην αμερικανική εφημερίδα ‘ The Los Angeles Examiner’. Στο πρωτοσέλιδο δημοσίευμα (πρώτο μέρος) της αμερικανικής εφημερίδας του Λος Άντζελες που πλαισιωνόταν με φωτογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ, ο Ατατούρκ παραδέχεται την καταστροφή και γενοκτονία των εκατομμυρίων Χριστιανών στην σημερινή Τουρκία (Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων) και δήλωνε:
«Δεν θα σταματήσω μέχρι που κάθε ένοχο άτομο ανεξαρτήτως θέσεως ή βαθμού έχει κρεμμασθεί ως μια φρικαλέα προειδοποίηση προς όλους τους υποκινητές συνωμότες εναντίον της ασφάλειας της Τουρκικής Δημοκρατίας…».
Και βέβαια, η ίδια βάναυση και αμετανόητη τουρκική εξοντωτική πολιτική εναντίον των Ελλήνων συνεχίζεται. Παραδείγματα, η εξόντωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της ΄Ιμβρου και Τενέδου, της ημικατεχόμενης Κύπρου…
Τι κάνει το Υπουργείο Παδείας της Κύπρου;
Για την εγκληματική αυτή πράξη κάποιων στην Ελλάδα γράφονται συνεχώς άρθρα τόσο στον ελλαδικό και κυπριακό Τύπο όσο και στον ομογενειακό στο Λονδίνο. Εκείνο που προκαλεί αλγεινή εντύπωση είναι η ακατανόμαστη απάθεια με την οποία το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιμετωπίζει το θέμα αυτό. Αντί δηλαδή, να είχε αναλάβει να εξαποστείλει πίσω στην κα Γιαννάκου την φορτωτική των εν λόγω βιβλίων της έκτης δημοτικού όχι μόνον σιώπησε παθητικά αλλά τα έχει ήδη διανέμει, εξ΄όσων αντιλαμβανόμαστε!
Τι κάνει η Επιτροπή Παιδείας της Βουλής, το Γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας Τ. Παπαδόπουλου που κάλεσε τον λαό με δάκρυα στα μάτια να απορρίψει το ‘Σχέδιο Ανάν’; Τι κάνουν οι Σύνδεσμοι Γονέων, γιατί δεν μαζεύουν τα εν λόγω βιβλία και να τα πετάξουν έξω από το Υπουργείο Παιδείας για λαμπρατζιάν το Πάσχα; Τι κάνουν οι σύνδεσμοι δασκάλων γιατί δεν αρνούνται να διδάξουν τις διαστρευλώσεις και ψευτιές που μόνο τους Τούρκους κατακτητές και τους συμμάχους των εξυπηρετούν;
Τι περιμένουν άραγε στην Κύπρο για να αντιδράσουν, μήπως, κανένα άλλο εύτολμο Τούρκο συγγραφέα που να μας φτύνει , όμως, αυτή τη φορά, στα μούτρα για την ταπεινωτική κατάντια μας;
Φανούλα Αργυρού
Ερευνήτρια/συγγραφέας
Λονδίνο.
8.2.2007
Σας καταθέτω και τα λινκς για τις αντιδράσεις στην Κύπρο…
Από ΣΗΜΕΡΙΝΗ
http://www.simerini.com/nqcontent.cfm?a_id=288055
http://www.simerini.com/nqcontent.cfm?a_id=288025
http://www.simerini.com/nqcontent.cfm?a_id=288035 (Ο Σάββας Ιακωβίδης
έχει πολύ καλές τοποθετήσεις και θα μπορούσατε αν επιθυμείτε να έρθετε
σε επαφή μαζί του για κάποια άρθρα)
Απο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ
http://www.phileleftheros.com/main/main.asp?gid=137&id=465783
http://www.phileleftheros.com/main/main.asp?gid=395&id=465679
http://www.phileleftheros.com/main/main.asp?gid=391&id=465784
http://www.phileleftheros.com/main/main.asp?gid=391&id=465698
http://www.phileleftheros.com/main/main.asp?gid=391&id=465715
http://www.phileleftheros.com/main/main.asp?gid=391&id=465772 (Ο
Κώστας Βενιζέλος είναι επίσης πολύ σωστός στις τοποθετήσεις του)
http://www.phileleftheros.com/main/main.asp?gid=391&id=465785
(Ο Xριστος Μιχαηλίδης είναι από τους κορυφαίους Κύπριους δημοσιογράφους
μαζί με τον Βενιζέλο, Ιακωβίδη και Λάζαρο Μαύρο)
Το «ευρωπαϊκόν» και το «αμερικανικόν»
Tου Xρηστου Γιανναρα
Παρακαλώ τον αναγνώστη να θυμηθεί –ή να ερευνήσει και πιστοποιήσει:
Από το 1974 ώς σήμερα, υπήρξε ποτέ κριτική αντίρρηση, επιφύλαξη ή
ενδοιασμός του κόμματος της «Νέας Δημοκρατίας», για την πολιτική που
επαγγελλόταν ή ασκούσε το «ΠΑΣΟΚ» στην παιδεία; Από το 1981 και μετά,
όταν το «ΠΑΣΟΚ» ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, οι αλλαγές που
επέφερε στο σύστημα της Εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες της, ήταν
κυριολεκτικά σαρωτικές, ανατρεπτικές κάθε προηγούμενης πρακτικής και
θεωρίας. Ακούστηκε ποτέ, έστω για κάποια ή κάποιες από αυτές τις
αλλαγές, κριτική αντίρρηση, επιφύλαξη και ενδοιασμός του κόμματος της
«Νέας Δημοκρατίας»;
Ελάχιστοι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων της Εκπαίδευσης και μετρημένοι
στα δάχτυλα δημοσιογράφοι (όπως ο αλησμόνητος Κωνσταντίνος Καλλιγάς)
στάθηκαν, στα χρόνια εκείνης της αδίστακτης μονοτροπίας, με κριτική
εγρήγορση απέναντι στα όσα τερατούργησε το «ΠΑΣΟΚ» στον χώρο της
παιδείας. Οι σκόρπιες φωνές τους ήταν η μόνη εκπαιδευτική
αντιπολίτευση όλα εκείνα τα χρόνια. Η «Νέα Δημοκρατία» ούτε μιλούσε
ούτε λαλούσε, σαν να ζούσε σε άλλον πλανήτη, άσχετη, προκλητικά
αμέτοχη και βουβή για βλάβες ανήκεστες στην εκπαίδευση, στη γλώσσα,
στην ιστορική συνείδηση του λαού.
Δεν πρόβαλε αντίσταση η «Νέα Δημοκρατία» για τη ρήξη και διακοπή της
ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, της γραφής του και της γλώσσας
του: συναίνεσε στη στανική επιβολή του μονοτονικού και δεν αντέδρασε
στην κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων. Εμεινε παγερά αδιάφορη για
την εξάλειψη κάθε ιεραρχίας στον χώρο της εκπαίδευσης, κάθε ελέγχου
και αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. Δεν ψέλλισε την παραμικρή
αντίρρηση ή επιφύλαξη για τον μεθοδικό αφελληνισμό και την απάλειψη
κάθε αναφοράς στη μεταφυσική παράδοση και ευσέβεια του λαού από τα
αλφαβητάρια του Δημοτικού, ούτε για τη διαστροφική μεθόδευση εισαγωγής
του κομματικού συνδικαλισμού στα σχολειά. Βουβή και άφωνη για την
κατάλυση κάθε ακαδημαϊκής λογικής στα πανεπιστήμια για την υποταγή της
λειτουργίας τους στις συνδικαλιστικές προτεραιότητες του διαβόητου
νόμου – πλαισίου του 1982, που εξαχρείωσε διαλυτικά θεσμούς και
λειτουργίες των Ανώτατων Ιδρυμάτων της χώρας.
Η «Νέα Δημοκρατία» δεν είχε πολιτική για την παιδεία, γιατί είναι
κόμμα που δεν είχε ποτέ θεωρητική ραχοκοκαλιά, κοινωνικό όραμα,
κριτήρια για την ανθρώπινη ποιότητα και καλλιέργεια. Γι’ αυτό και δεν
διανοήθηκε να αντισταθεί στον «κοινωνικό μετασχηματισμό» που το
«ΠΑΣΟΚ» εξήγγειλε και πραγμάτωσε, στη λοιμική του αμοραλισμού και
μηδενισμού που ο «μετασχηματισμός» εμπέδωσε σαν φενακισμένη
«δημοκρατία» και «πρόοδο». Τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια το κόμμα της
«Ν.Δ.» πρέπει να έπεισε και τους πιο ψυχαναγκαστικά εξαρτημένους
οπαδούς του ότι δεν πιστεύει σε τίποτα, δεν οραματίζεται τίποτα, δεν
έχει ούτε αίσθηση πατρίδας ούτε αίσθηση ιερού, θέλει την απόλαυση της
εξουσίας και μόνο.
Αδικη υπερβολή; Μα, δεν έχει ο αναγνώστης παρά να ανατρέξει στη μόλις
πριν ελάχιστες μέρες δήλωση, ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων
(26-1-2007) της υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σχετικά με
το διαβόητο, εξευτελιστικών παραποιήσεων της ελληνικής Ιστορίας,
βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του δημοτικού. Δεν χρειάζεται σχολιασμό ή δήλωση,
είναι από μόνη της αναιδημόνως αποκαλυπτική – μέτρο για να επαληθεύσει
ο αναγνώστης αν πραγματικά, στην πολιτική πράξη, η «Νέα Δημοκρατία»
αρνείται ή όχι κάθε αίσθηση πατρίδας, κάθε σεβασμό της Ιστορίας.
Η κυρία υπουργός Παιδείας είναι από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους
της καινούργιας πολιτικής «ελίτ» που προέκυψε από τον πασοκικό
«κοινωνικό μετασχηματισμό». Ο μετασχηματισμός βασίστηκε αρχικά στην
ιδεολογία και στα στελέχη της «συνασπισμένης» Αριστεράς (στις
«προοδευτικές δυνάμεις») με στόχο τον «εκδημοκρατισμό» της Παιδείας
και της κοινωνίας. Διαμορφώθηκε, με όρους καριέρας, μια
ιδεολογικοπολιτική «ελίτ» που ηγεμόνευσε (και ηγεμονεύει ώς σήμερα)
χωρίς αντίπαλο δέος, σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου σχετική με την
Παιδεία, τον «πολιτισμό», την πληροφόρηση.
Ομως, με διαδικασίες ή συγκυρίες που μόνο ερευνητική διατριβή θα
μπορούσε να εντοπίσει, αυτή η ηγεμονεύουσα «ελίτ» άρχισε να εμφανίζει
μιαν εκπλήσσουσα σύγκλιση με απόψεις, προτεραιότητες και αξιολογικές
εκτιμήσεις των υπέρμαχων της λεγόμενης (μετά την κατάρρευση της
Σοβιετικής Ενωσης) «Νέας Τάξης» πραγμάτων. Διαπλέχθηκε η «ελίτ» με
πρόσωπα από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, κατέληξε να είναι ένα
ποτ-πουρί διασημοτήτων που ανήκουν στις πιο αντιθετικές πολιτικές
παρατάξεις – από τη «συνασπισμένη» Αριστερά ώς τον ακραίο
Νεοφιλελευθερισμό. Εμφανίζουν όμως μιαν εκπληκτικά πειθαρχημένη
ομογνωμία όταν πρόκειται για ιδεολογικές θέσεις του ΝΑΤΟ (τουλάχιστον
όπως τις εξέφρασε ο πολύς Χάντινγκτον) και της στρατηγικής των ΗΠΑ.
Ηταν και είναι όλοι τους υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν. Ολοι τους
φανατικά αντι-Σέρβοι. Ολοι υπέρ του αδιάλλακτου χωρισμού Εκκλησίας και
κράτους. Υπέρ της απάλειψης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Υπέρ
των οποιωνδήποτε παραχωρήσεων προς την Τουρκία. Υπέρ της «διόρθωσης»
των σχολικών βιβλίων της Ιστορίας ώστε να μην «προκαλούνται» οι
Τούρκοι. Ολοι τους υπερασπίζουν τα «δίκαια» του κράτους των Σκοπίων
και χλευάζουν την ευαισθησία των Ελλήνων για το όνομα «Μακεδονία».
Ολοι φανατικά υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Κ.λπ., κ.λπ.
Είναι ευκολότατο για τον νοήμονα (και επαρκούς μνήμης) αναγνώστη να
εντοπίσει ποια υπουργεία κατέχει η «ελίτ» στη σημερινή κυβέρνηση, ποια
και πότε στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Ποιες καίριες θέσεις τής έχουν
προσφερθεί στον κεντρικό εκπαιδευτικό σχεδιασμό και στην κρατική
διαχείριση του «πολιτισμού». Ποιες εφημερίδες είναι πειθήνιοι
εκφραστές της και ποιες αλώνονται μεθοδικά και ανεπαισθήτως. Ποιες
«επιτελικές ομάδες» (Think Tank) και ποια τηλεοπτικά κανάλια την
υπηρετούν. Ισως στη στρατηγική της «ελίτ» να περιλαμβάνεται και η
συντήρηση, με κάθε θυσία, του «πολυσυλλεκτικού» χαρακτήρα των κομμάτων
εξουσίας. Ετσι μπορεί να καταλαμβάνει η «ελίτ» σε οποιαδήποτε
κυβέρνηση τα υπουργεία που την ενδιαφέρουν.
Σκέψου, αναγνώστη να ξαναγυρνούσε η Ελλάδα στην αφελή αθωότητα της
πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου, όταν τα πολιτικά κόμματα ονομάζονταν
ευθαρσώς: το «αγγλικόν», το «γαλλικόν», το «ρωσικόν». Σκέψου, πόση
ειλικρίνεια και ποια δυναμική θα αποκτούσε το πολιτικό μας σύστημα
σήμερα, αν αυτοδιαλύονταν τα «πολυσυλλεκτικά» (συμβατικά και
ασπόνδυλα) κόμματα και τα στελέχη τους αναδιανέμονταν στις δύο
πραγματικά υπαρκτές διαφοροποιημένες παρατάξεις: Το «ευρωπαϊκόν ή
ελληνοκεντρικόν» και το «αμερικανικόν» κόμμα.
Η «ανακατασκευή» των σχολικών βιβλίων Ιστορίας
Ο ιμπρεσσιονισμός στη διδασκαλία
του Γιώργου Μαργαρίτη,
Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ
(από ομιλία σε εκδήλωση)
Στη συζήτηση που έχει μόλις ξεκινήσει για την ποιότητα και τη λειτουργικότητα των νέων σχολικών βιβλίων στη στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση, τα βιβλία της ιστορίας βρέθηκαν στην πρώτη σειρά. Δεν είναι κάτι το καινούργιο αυτό. Καλώς ή κακώς μέσα από τα βιβλία της Ιστορίας – όπως και τα αντίστοιχα των Θρησκευτικών και λιγότερο μέσα από εκείνα της Λογοτεχνίας – θεωρείται ότι κρίνεται ο βαθμός προσήλωσης του εκπαιδευτικού συστήματος στις «παραδοσιακές» αξίες της Εκπαίδευσης, στα εθνικά δηλ. και θρησκευτικά «ιδεώδη». Για να το πούμε πιο απλά, κάθε αλλαγή σε αυτά τα πεδία της εκπαιδευτικής διαδικασίας κινητοποιεί αυτονόητα τους «εγγυητές» των ιερών και των οσίων του έθνους οι οποίοι αυτοδιορίζονται κριτές και ελεγκτές των εξελίξεων, ανεξάρτητα συνήθως από τη γενική παιδεία τους, την επιστημονική τους ειδίκευση ή έστω, τη θεσμική τους αρμοδιότητα. Τυπικό παράδειγμα η κινητοποίηση που ανέλαβε γνωστή εφημερίδα της βόρειας Ελλάδας και γνωστοί πολιτευτές ενάντια στο νέο βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού.
Δύο πράγματα κρίνονται σ’ αυτή τη διαμάχη. Το πρώτο είναι η θέση του «ελληνοχριστιανικού» ιδεώδους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Καθώς βρισκόμαστε σε μία ευαίσθητη πολιτική και ιδεολογική συγκυρία όπου οι αξίες που αναδείχθηκαν στη μεταπολίτευση του 1974 και στήριξαν ως τώρα το δημοκρατικό πολίτευμα δείχνουν να ξεθωριάζουν και δέχονται επιθέσεις από πολλές πλευρές, οι για πολύ καιρό απαξιωμένες θεωρίες του «ελληνοχριστιανισμού» επιχειρούν – αρκετό καιρό τώρα – να επανεύρουν μερικές έστω από τις απωλεσθείσες θέσεις τους στο χώρο των πολιτικών ιδεών και ειδικά στον χώρο της εκπαίδευσης. Ο «εμπλουτισμός» του βιβλίου Ιστορίας (κατεύθυνσης) της Γ΄Λυκείου με έντονα χρωματισμένα με εθνικισμό κείμενα, αποτελεί το προφανέστερο ίσως παράδειγμα αυτού του «διαγκωνισμού» υπέρ της επανόδου της «παράδοσης» στα διδακτικά βιβλία.
Παρά τις ευσυνείδητες προσπάθειες πολλών νοσταλγών του μετεμφυλιακού κράτους «έκτακτης ανάγκης» η επάνοδος στο κλίμα των «παλιών καλών καιρών» φαίνεται μάλλον καταδικασμένη προσπάθεια. Η ελληνική κοινωνία του 2007 διαφέρει σε πάρα πολλά από την αντίστοιχη του 1960, όπως διαφέρει και ο σημερινός κόσμος από τον τότε ψυχροπολεμικό αντίστοιχο. Για το λόγο αυτό η επέλαση των «ελληνοχριστιανικών» πιέσεων στο εκπαιδευτικό τοπίο δεν μπορεί παρά να έχει παρά συγκυριακό χαρακτήρα – όσο κι αν αυτός παρουσιάζεται ενίοτε ως απειλητικός και επικίνδυνος. Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, εξάλλου, στο σύνολό τους σχεδόν αποστρέφονται την ταύτισή τους με αναχρονιστικά σχήματα αυτού του είδους με αποτέλεσμα η επίσημη πολιτική να μην έχει τέτοιου είδους γενικούς προσανατολισμούς. Νησίδες μόνο εξουσίας, που έχουν αναδειχθεί για ειδικούς λόγους – στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για παράδειγμα – φαίνεται να προωθούν τέτοιους στόχους χωρίς ιδιαίτερη δυναμική, παρά τις παρεμβάσεις της χριστοδούλειας Εκκλησίας.
Αντίθετα ένας δεύτερος παράγοντας υπόσχεται να έχει δυναμική και διάρκεια στο χώρο της διδασκαλίας της Ιστορίας και όχι μόνο. Πρόκειται για την εκσυγχρονιστική αντίληψη η οποία δεσπόζει στα νέα σχολικά βιβλία, κάνοντάς τα να διαφέρουν ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο από τα αντίστοιχα της προηγούμενης γενιάς. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η απουσία ολοκληρωμένης αφήγησης των γεγονότων και η επένδυση, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, σε μικρά κείμενα – περιγράμματα, σε πίνακες, σχεδιαγράμματα και, προπαντός, σε εικόνες με το σχετικό σχολιασμό. Η γνώση παρέχεται σε αυτά με «ημιτελή» τρόπο, αφήνοντας – όπως λέγεται – δυνατότητες αυτενέργειας στο μαθητή. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας σκηνοθετικής αντίληψης για τα σχολικά βιβλία είναι μάλλον το βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού, ενώ λιγότερο τολμηρά στην ίδια κατεύθυνση είναι τα βιβλία της Α΄ και της Β΄τάξης του Γυμνασίου.
Η «αυτενέργεια» του μαθητή στηρίζεται σε εξωτερικές πηγές παρά σε όσα λέει το ίδιο το βιβλίο. Στην ουσία ο μαθητής πρέπει να «κατασκευάσει» μόνος του την ιστορική του γνώση αναζητώντας, με ελάχιστη βοήθεια – αφού ουδείς δάσκαλος ελληνικού σχολείου έχει προετοιμαστεί για πλοηγός σε αναζητήσεις στο διαδίκτυο ή στις (ανύπαρκτες) βιβλιοθήκες των ελληνικών σχολείων. Φυσικά ο μαθητευόμενος αφήνεται με τον τρόπο αυτό έρμαιο στις απόψεις – ενίοτε γραφικές, ενίοτε επικίνδυνες, πόσες ιστοσελίδες ακροδεξιών οργανώσεων δεν έχουν εργολαβικά αναλάβει στο διαδίκτυο την τροποποίηση της «εθνικής» ιστορίας…- των πλέον αναρμόδιων για την ιστορική σύνθεση και τη διδασκαλία της. Στην ουσία το σχολείο και το διδακτικό βιβλίο περιορίζουν το ρόλο τους μέχρι τα όρια της αυτοκατάργησης.
Αυτή η διαδοχή εικόνων, πινάκων, ερωτημάτων, λημμάτων δείχνει να αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων, κυρίως, παρά στην άρθρωση μιας συγκεκριμένης και ορθολογικά ταξινομημένης εκπαιδευτικής ύλης. Βρισκόμαστε ίσως μπροστά στον «ιμπρεσσιονιστικό τρόπο εκμάθησης». Σ’ αυτόν η αφήγηση, η εξέλιξη των γεγονότων και των καταστάσεων απουσιάζουν σε τρόπο ώστε να εμποδίζεται κάθε συσχέτιση αιτίου και αποτελέσματος. Τα γεγονότα, δοσμένα αποσπασματικά και ενίοτε με χαρακτηριστικά κενά ανάμεσά τους, δίνονται αταξινόμητα ως προς τη σημασία τους – για το λόγο αυτό μπορεί να ξεχαστεί – ή να εκπέσει – ως και η γαλλική επανάσταση στο βιβλίο της Β΄ τάξης του Γυμνασίου. Η έλλειψη κριτηρίων και αναλογιών αιφνιδιάζει και οδηγεί συχνά στο συμπέρασμα ότι γίνεται ένα είδος επιλογής χωρίς σχέδιο και στόχους. Εξυπακούεται ότι μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η διδακτική διαδικασία δεν μπορεί παρά να υποφέρει αφάνταστα.
Η ακρίβεια των πραγματολογικών στοιχείων υποφέρει επίσης. Σ’ αυτόν τον τομέα, το νέο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού κατέχει, από απόσταση, τα σκήπτρα. Σύμφωνα με έναν από τους πίνακές του οι στρατιωτικές απώλειες της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήσαν 78.000 (!) νεκροί. Στην πραγματικότητα, ο ελληνικός στρατός στον πόλεμο του ’40-’41 και στη Μέση Ανατολή είχε λιγότερους από 15.000 νεκρούς. Φυσικά οι συγγραφείς του βιβλίου αγνοούν σχεδόν τα πάντα ως προς την τρέχουσα ιστοριογραφία και γι αυτό παραπέμπουν στο έργο του κ. Νταίηβις, ο οποίος ανήκει στην ομάδα των πλέον σκληρών αναθεωρητών της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και διακρίνεται για την εφεύρεση σχημάτων και γεγονότων που θα δικαιολογούν τις απόψεις του!
Σε τελευταία ανάλυση, τα νέα σχολικά βιβλία, άλλο λιγότερο άλλο περισσότερο, εξυπηρετούν ένα και μόνο σκοπό: την πλήρη απορρύθμιση της διδασκαλίας της Ιστορίας – και – υποψιάζομαι – όχι μόνο στο όνομα της καινοτομίας, της μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού. Σημεία και τάσεις των καιρών…
Δημοσιεύτηκε: Τε Φεβρ 07, 2007 1:28 am Θέμα:
——————————————————————————–
Νέο βιβλίο Ιστορίας Στ΄ τάξης: Πρώτη ανάγνωση
(Παρέμβαση στην εκδήλωση του Παιδαγωγικού Ομίλου Θεσ/νίκης – 14/5/06)
Ηλίας Ν. Σμήλιος – Μιχάλης Μπατίλας
Με την παρέμβασή μας αυτή δε στοχεύουμε σε μια συνολική παρουσίαση και κριτική των νέων βιβλίων της Ιστορίας για το δημοτικό σχολείο. Θέλουμε απλά μέσα από μια πρώτη ανάγνωση ενός κατά κύριο λόγο από αυτά τα βιβλία, εκείνου της Στ΄ τάξης, να δώσουμε μια πρώτη απάντηση σε ορισμένα ερωτήματα όπως:
-Με τα νέα βιβλία και το περιεχόμενό τους βελτιώνεται η σχέση σχολικής ιστορίας και ιστορίας;
-Με τα νέα βιβλία και τις μεθοδολογικές τους επιλογές προωθείται η σχέση του μαθητή με την ιστορία και την ιστορική έρευνα;
Η επιλογή για την ενασχόλησή μας με το βιβλίο της Στ΄ τάξης δε στηρίζεται προφανώς σε κάποια αξιολογική κρίση για το συγκεκριμένο βιβλίο και πολύ περισσότερο σε κάποια προσπάθεια συνολικής απόρριψής του. Και μια διαγώνια ανάγνωση άλλωστε του βιβλίου της Ε΄ τάξης θα έδινε πολύ περισσότερα στοιχεία κριτικής.
Ενδεικτικά μόνο για το περιεχόμενο και τις ιδεολογικές κατευθύνσεις του νέου βιβλίου της Ε΄ τάξης αναφέρουμε ορισμένα στοιχεία του:
Η δουλεία στην αρχαία Ρώμη δε φαίνεται να αποτελεί σημαντική ιστορική γνώση για τους συγγραφείς του βιβλίου. Οι δούλοι απλά «φρόντιζαν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, τα μεγάλα αγροκτήματα, χωρίς να υπάρχει καμιά αναφορά στις συνθήκες της ζωής και της εργασίας τους. Και όπως πριν μερικά χρόνια έφυγε από τα βιβλία της Γλώσσας «Ο Δριμάκος», εξαφανίζεται και από το νέο βιβλίο η σχετική πηγή από τον Πλούταρχο για τη ζωή και τις εξεγέρσεις των δούλων και τον Σπάρτακο, που υπήρχε στο παλιό βιβλίο…
Στην ενότητα για την εκπαίδευση στο Βυζάντιο ενώ παρουσιάζεται ο ταξικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης, με την αναφορά στα παιδιά «που δεν είχαν να πληρώσουν [και] δεν πήγαιναν στο σχολείο», το κείμενο κλείνει με μια αναφορά στο θεσμό της μαθητείας και τη χαρακτηριστική φράση: «Ο σεβασμός των νέων αυτών προς το «αφεντικό’ τους ήταν μεγάλος και συχνά κρατούσε για όλη τους τη ζωή»…
Το τρίτο στοιχείο που θέλουμε να επισημάνουμε σχετίζεται με το ρόλο της προσωπικότητας και ειδικότερα του Βυζαντινού αυτοκράτορα στο συγκεκριμένο βιβλίο. Έτσι χωρίς καμιά άλλη αναφορά στα μέτρα του Θεοδοσίου Α΄ κατά των αλλόθρησκων, ως μόνο αρνητικό στοιχείο της δράσης του επισημαίνεται ότι απλά «ανέχτηκε την καταστροφή αρχαίων μνημείων, ναών και έργων τέχνης από φανατικούς χριστιανούς», πράγμα όμως που για τους συγγραφείς είναι ένα από τα στοιχεία που οδήγησαν στην αναγόρευσή του σε «Μέγα»…
Άμεπτη είναι κατά τους συγγραφείς και η πολιτική ενός άλλου αυτοκράτορα του Ιουστινιανού, του οποίου τα μέτρα, όπως αναφέρεται, «ικανοποίησαν το λαό». Για να στηριχτούν κάποιες τέτοιες απόψεις η γνωστή «Στάση του Νίκα’, γίνεται στον τίτλο της σχετικής ενότητας «Οι Δήμοι αναστατώνουν την πρωτεύουσα με τη στάση του νίκα» και φαίνεται να ξεκινά ως επεισόδιο μεταξύ οπαδών δυο ομάδων. Άλλωστε κατά τους συγγραφείς του βιβλίου «οι Δήμοι ήταν αθλητικά σωματεία που είχαν μέλη και οπαδούς πολίτες που τους άρεσαν οι ιππικοί αγώνες (…) Το κοινό πάθος για τη νίκη των ομάδων τους όμως τους έκανε να φιλονικούν συχνά μεταξύ τους». Καμιά κοινωνική αναφορά λοιπόν των Δήμων και καμιά συσχέτιση της δράσης τους με λαϊκά ζητήματα και προβλήματα. Η δε «Στάση του Νίκα» ξεσπά γιατί ο Ιουστινιανός επέβαλε «έλεγχο στα έσοδα των Δήμων» ή όπως διατυπώνεται αλλού, μεταξύ των άλλων μεταρρυθμίσεών του «κατάργησε τα προνόμια των Δήμων και [στην ίδια παράγραφο] απαγόρευσε στους μεγαλοϊδιοκτήτες να παίρνουν τα κτήματα των μικροϊδιοκτητών για χρέη». Όσο για την απάντηση του αυτοκράτορα στη «Στάση» και τη σφαγή 30 χιλιάδων ανθρώπων στον ιππόδρομο, αυτή αποδίδεται στους συνεργάτες του (και κυρίως στον …όφη, με τη μορφή με τη μορφή της συζύγου του Θεοδώρας) που τον παρέσυραν, με αποτέλεσμα «να πληγωθεί το γόητρο του αυτοκράτορα»… Κι αν, όπως λέγαν κάποιοι παλιοί, ιστορία είναι η κατανόηση του παρελθόντος για τη διαμόρφωση στάσεων στα ανάλογα προβλήματα του παρόντος, τι θα μπορούσε να πει κανείς σ’ ένα παιδί, που απλά θα έκανε το συσχετισμό ονομάτων και όρων όπως Ιουστινιανός, Δήμοι, σφαγή στον ιππόδρομο κ.ά. με κάποιες πιο σύγχρονες όπως Καραμανλής, διαπλοκή, Κόκαλης και Βαρδινογιάννης, επεισόδια μεταξύ των φιλάθλων κ.ά.;
Ολοκληρώνοντας εδώ την αναφορά μας στο όχι και τόσο «νέο» τελικά βιβλίο της Ε΄ τάξης, να έρθουμε στο βιβλίο της Στ΄, ρίχνοντας πρώτα μια ματιά στο θεωρητικό υπόβαθρο της συγγραφής του, όπως παρουσιάζεται στην εισαγωγή του βιβλίου του δασκάλου κ.ά. σχετικά κείμενα.
Η δομή της εισαγωγής του παλιού και του νέου βιβλίου του δασκάλου είναι ίδια: Και τα δύο ξεκινούν με μια ιστορία της ιστορίας-ιστοριογραφίας, συνεχίζουν με το αντικείμενο-επιστήμη ιστορίας και καταλήγουν στη διδακτική- μεθοδολογική αντιμετώπιση της.
Είναι φανερό ότι στη θεωρητική εισαγωγή νέου βιβλίου καταγράφονται όλες οι εξελίξεις που συντελέστηκαν στα 20 χρόνια που μεσολάβησαν από την προηγούμενη έκδοση και συγκροτούν την επικρατούσα σήμερα αντίληψη για την ιστορία και το έργο του ιστορικού. Αναφέρεται π.χ. ότι το παρελθόν, που είναι από τη φύση του συνεχές και άμορφο, αναπλάθεται και γίνεται ιστορικό παρελθόν με βάση τα ερωτήματα που θέτει ο ιστορικός ερευνητής. Ως δουλειά του ιστορικού δεν ορίζεται πλέον η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και η εκφορά αξιολογικών κρίσεων για το παρελθόν αλλά η επαλήθευση ή απόρριψη υποθέσεων εργασίας γι αυτό. Το παράδοξο είναι ότι ενώ εδράζονται σε διαφορετικά πλαίσια, οι διδακτικές επιλογές που έχουν γίνει στο βιβλίο του μαθητή είναι παρόμοιες μ’ εκείνες του παλιού βιβλίου.
Αν και το νέο θεωρητικό πλαίσιο δίνει έμφαση στο ότι η ιστορική γνώση δεν αφορά μόνο στο περιεχόμενο αλλά και στα μεθοδολογικά και εννοιολογικά εργαλεία της ιστορίας, η δομή του μαθήματος δε διαφέρει ουσιαστικά από αυτή του παλιού βιβλίου. Ο ισχυρισμός ότι το νέο βιβλίο περιλαμβάνει «μαθητεία στην ιστορία», όπου οι μαθητές αναζητούν απάντηση σε ερωτήματα μέσα από την επεξεργασία ιστορικών πηγών μένει αναπόδεικτος. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: Όλα τα κεφάλαια του νέου βιβλίου, όπως και του παλιού έχουν ιστορικές πηγές. Όμως είναι φυσικό οι μαθητές να μη μπορούν να αναπλάσουν όλη την ιστορία από την άλωση μέχρι σήμερα μέσα από ιστορικές πηγές. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο στην περίπτωση που επιχειρούνταν η ανάπλαση μερικών μόνο ιστορικών γεγονότων.
Ο δεύτερος λόγος αφορά το σκοπό της σχολικής ιστορίας. Οι μαθητές δεν μπορούν με την ελεύθερη συμμετοχή τους στην αναζήτηση απαντήσεων να καταλήξουν σε κάτι διαφορετικό από αυτό που δέχεται η επίσημη εθνική ιστοριογραφία. Έτσι οι πηγές δεν μπορούν παρά να ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και να εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς. Εξάλλου αυτός είναι και ένας βασικός περιορισμός που δέχονται οι υπεύθυνοι της συγγραφής των νέων βιβλίων, ότι το μάθημα δεν καλλιεργεί μόνο την ιστορική σκέψη αλλά και την ιστορική συνείδηση, δηλ. τη μετάδοση στις νεώτερες γενιές της συλλογικής ιστορικής μνήμης της κοινωνίας.
Τελικά, κατά τους υπεύθυνους του Π.Ι., η επιτυχία της προτεινόμενης μεθόδου εξαρτάται φυσικά από τους εκπαιδευτικούς και τη σωστή τους προετοιμασία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται για το σχεδιασμό της διδασκαλίας:
«Η διδασκαλία πρέπει να σχεδιασθεί και να πραγματοποιηθεί με βάση το σκοπό του μαθήματος, τους στόχους της συγκεκριμένης διδακτικής ενότητας, τις απαιτήσεις της διδακτικής μεθοδολογίας γενικά και της διδακτικής του μαθήματος της Ιστορίας ειδικότερα. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο ο μαθητής να προετοιμαστεί κατάλληλα. Συγκεκριμένα:
α. Να μελετήσει από το Δ.Ε.Π.Π.Σ. και το Α.Π.Σ. (…) την εισαγωγή, το σκοπό του μαθήματος της Ιστορίας, τους ειδικούς σκοπούς του μαθήματος για το δημοτικό σχολείο και την προτεινόμενη διδακτική μεθοδολογία και αξιολόγηση
β. Να λάβει υπόψη ου τις υποδείξεις του βιβλίου για το δάσκαλο και κυρίως αυτές που αναφέρονται στην αξιοποίηση των διαθεματικών εννοιών (…)
γ. Να λάβει υπόψη του τη σχετική με τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας βιβλιογραφία και αυτή που αναφέρεται στη διαθεματική προσέγγιση της γνώσης
δ. Να εξασφαλίσει το απαραίτητο υποστηρικτικό υλικό (χάρτες, εικόνες, CD, διευθύνσεις διαδικτύου κτλ.)»
Και προφανώς την ευθύνη της σίγουρης αποτυχίας θα φέρει ο εκπαιδευτικός, που δεν έκανε όλα τα παραπάνω…
Σε ότι αφορά τη διαθεματική προσέγγιση της ύλης, η οποία και σ’ αυτό το μάθημα τίθεται ως βασικός στόχος, πριν δούμε εάν και κατά πόσο εξυπηρετείται, ας κάνουμε δύο απαραίτητες παρατηρήσεις: α) Διαθεματικότητα ή συγκεντρωτική διδασκαλία, όπως αναφέρεται ο όρος στις παλιότερες παιδαγωγικές, δεν μπορεί να σταθεί ταυτόχρονα με την ύπαρξη διαφορετικών μαθημάτων. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει απαντηθεί στις πρώτες κιόλας δεκαετίες του 20ου αι. από τους παιδαγωγούς που υποστήριζαν τις αρχές του «Σχολείου Εργασίας», το οποίο κάποιοι σύγχρονοι παιδαγωγοί προσπαθούν να νεκραναστήσουν. β) Ο απλός συσχετισμός των εννοιών ενός μαθήματος με έννοιες και φαινόμενα που διδάσκονται σε άλλα μαθήματα, αν και γενικά δεν είναι αρνητικός, ανάγεται κατά βάση σε ένα αρκετά παλιότερο και αντίπαλο με το «Σχολείο Εργασίας» παιδαγωγικό μοντέλο, αυτό της ερβαρτιανής σχολής.
Στο συγκεκριμένο λοιπόν βιβλίο, η διαθεματικότητα εξυπηρετείται κυρίως με τις ασκήσεις του τετραδίου εργασιών, όπου όμως με μια απλή καταμέτρηση, σε ένα σύνολο 114 ασκήσεων, επισημαίνουμε 4 όλες κι όλες ασκήσεις που χαρακτηρίζονται από τους ίδιους τους συγγραφείς ως πολυθεματικές. Οι υπόλοιπες, στις οποίες κάποια ιστορικά γεγονότα ή έννοιες συσχετίζονται με γνώσεις άλλου μαθήματος, θεωρούμε ότι εντάσσονται στη δεύτερη από τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις μας. Και για να δώσουμε ένα παράδειγμα πολυθεματικής άσκησης, ας αναφέρουμε χωρίς κανένα άλλο σχολιασμό, την άσκ. 28 στη σελ. 32 του Τετραδίου Εργασιών, στην οποία οι μαθητές καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα: «Με ποια σημασία συναντώ τον όρο «σύστημα» στα μαθήματα: γλώσσα, μαθηματικά, φυσικές επιστήμες, κοινωνική και πολιτική αγωγή;».
Ερχόμενοι τώρα στο βιβλίο του μαθητή, παρατηρούμε ότι οι αλλαγές αφορούν κυρίως τη δόμηση του περιεχομένου και όχι τόσο το ίδιο το περιεχόμενο. Πιο συγκεκριμένα κάθε «μάθημα» αποτελείται: α) από ένα κείμενο, αρκετά μικρότερο από εκείνα των παλιών βιβλίων, γενικόλογο και μάλλον δυσνόητο για μαθητές 11-12 χρόνων, β) από το γλωσσάριο των θεωρούμενων ως βασικών ιστορικών όρων και προσώπων της ενότητας, γ) από την ιστορική γραμμή ή κάποιο πίνακα ιστορικών γεγονότων ή προσώπων, δ) από 1-2 σελ. «μαθητείας στην ιστορία», στην οποία περιλαμβάνονται ορισμένα ντοκουμέντα (αποσπάσματα ιστορικών πηγών, έργα τέχνης, στατιστικοί πίνακες κ.ά.) και ζητείται ο σχολιασμός τους από τους μαθητές και ε) δύο ερωτήματα που στοχεύουν στην ανασύνθεση της ενότητας, αναβαθμίζοντας βέβαια την αξία κάποιων ζητημάτων και υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα κάποιων άλλων.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το νέο βιβλίο, μπορούμε να πούμε πως είναι η συνοπτικότητα, η πιο θεματική (παρά χρονολογική) κατάταξη της ύλης και η αναφορά κάποιων ιστορικών γεγονότων που ήταν αποκλεισμένα από προηγούμενα σχολικά εγχειρίδια, ταυτόχρονα όμως με την αποσιώπηση κάποιων άλλων.
Γενικά ο συνοπτικός και θεματικός τρόπος παράθεσης της ύλης καθιστά αμφίβολη τη δυνατότητα κατανόησης των ιστορικών γεγονότων από τους μαθητές. Αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα…
Ως προς τη συνοπτικότητα, να επισημάνουμε πρώτα απ’ όλα ότι το βιβλίο (όπως και όλα τα νέα βιβλία) έχει τις μισές περίπου σελίδες από το παλιό ενώ η ιστορική ύλη είναι η ίδια αν όχι και περισσότερη. Την πιο χαρακτηριστική ενότητα συνοπτικής παρουσίασης της ύλης αποτελεί η σχετική με τις «Μορφές αντίστασης» στην προεπαναστατική περίοδο ενότητα, όπου οι 3 ενότητες του παλιού βιβλίου γίνονται μία ή αλλιώς οι 15 σελίδες 2. Έτσι όμως είναι αδύνατο να γίνουν κατανοητές οι μορφές αντίστασης, ο χαρακτήρας των επαναστατικών κινημάτων και τα αίτια της αποτυχίας τους, τα χαρακτηριστικά και η κοινωνική δομή των αυτόνομων περιοχών και ο ρόλος των κλεφτών (που σίγουρα δεν ήταν κακοποιοί, όπως λίγο ως πολύ παρουσιάζονται με την κακή συνοπτική διατύπωση του νέου βιβλίου) στην προεπαναστατική περίοδο και την επανάσταση του ’21. Μέσα από τη συνοπτική διατύπωση της ύλης παρατηρούμε ότι στη σχετική με την κοινωνική οργάνωση στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ενότητα αποκρύπτεται και ο πραγματικός ρόλος των προκρίτων στη συγκεκριμένη περίοδο. Οι πρόκριτοι, αναφέρεται στο νέο βιβλίο, «εκλέγονται από τα μέλη των κοινοτήτων. Οφείλουν να είναι ικανοί, τίμιοι και πλούσιοι». Αυτό που δεν αναφέρεται είναι (χρησιμοποιώντας τη διατύπωση του παλιού βιβλίου) ότι «έπρεπε να είναι αρεστοί στις οθωμανικές αρχές». Να επισημάνουμε εδώ ότι στο παλιό βιβλίο παρατίθενται και δύο πηγές σχετικές με το ρόλο των προκρίτων και μάλιστα με αντίθετο περιεχόμενο, θετικό και αρνητικό γι αυτούς. Επομένως ο συγγραφείς είχαν έτοιμο υλικό, που θα εξυπηρετούσε και τις μεθοδολογικές αρχές που θέτουν, τη διερεύνηση των πηγών, αν ήθελαν να μιλήσουν για τον πραγματικό ρόλο των προκρίτων στη συγκεκριμένη περιόδο, όπως και κατά την επανάσταση και τη μετεπαναστατική περίοδο, πράγμα που απλά δε γίνεται…
Ακόμη καλύτερο (όχι βέβαια για την ιστορία) είναι το δεύτερο παράδειγμα συνοπτικής παρουσίασης, η ενότητα «Κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος», στην οποία οι δύο ενότητες του παλιού βιβλίου γίνονται μία και οι 12 σελ. 3. Και προφανώς στις 3 αυτές σελ. χωρούν μόνο κάποιες αναφορές στην αντίσταση των Ελλήνων, γενικώς και αορίστως, χωρίς παρουσίαση της δράσης της και χωρίς καμιά αναφορά σε Έλληνες συνεργάτες των καταχτητών, πολύ δε περισσότερο στο ρόλο των τελευταίων στον εμφύλιο και τη μεταπολεμική Ελλάδα. Όσο δε για τον εμφύλιο πόλεμο, στο νέο βιβλίο μόνο σε …ασυμφωνία χαρακτήρων δεν αποδίδεται. Αντίθετα δηλ. με το παλιό βιβλίο, στο οποίο αναφέρεται ότι η Ελλάδα (μετά τη Γιάλτα) «βρέθηκε στη σφαίρα επιρροής της Αγγλίας» και ότι οι συγκρούσεις που οδήγησαν στον εμφύλιο ξέσπασαν «από λάθη και παραλείψεις όλων των παρατάξεων και την ανάμειξη των Άγγλων», στο νέο απλά «η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (…) δεν καταφέρνει να αποτρέψει τον Εμφύλιο».
Αντίθετα πολύ αναλυτικότερα σε σχέση με το παλιό βιβλίο παρουσιάζεται το θέμα «Η Ευρώπη στα νεώτερα χρόνια», όπου η μια ενότητα του παλιού γίνεται 4 στο νέο βιβλίο. Πιθανότατα η συγκεκριμένη αλλαγή θα πρέπει να αποδοθεί στην προσπάθεια τονισμού της ευρωπαϊκής διάστασης της εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να παρατηρήσουμε την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς και σ’ αυτό το βιβλίο της συμβολής των ανατολικών λαών στον παγκόσμιο πολιτισμό. Η αναλυτικότερη παρουσίαση του θέματος όμως δε σημαίνει και αποφυγή γενικόλογων διατυπώσεων του τύπου: Στην Αναγέννηση οι άνθρωποι (γενικώς) «μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς δημιουργούν», χωρίς καμιά άλλη αναφορά στις συνθήκες ζωής των ανθρώπων της εποχής… Η αναλυτικότερη παρουσίαση δεν αποστερεί τον ελληνοκεντρικό χαρακτήρα, αφού πέρα από την απλή παράθεση ονομάτων καλλιτεχνών και λογίων της Αναγέννησης, η μόνη εκτενής αναφορά γίνεται στο Βυζαντινό λόγιο Βησσαρίωνα, ενώ αγνοείται χαρακτηριστικά ο Gutenberg… Παρά την αναλυτικότερη παρουσίαση τέλος και την αναφορά σε αδικίες που εξακολουθούν να υπάρχουν και προκαλούν αγώνες των ανθρώπων (γενικώς και πάλι) στο 19ο και 20ο αι. «για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και ελευθερία», ο μόνος συγκεκριμένος αγώνας που παρουσιάζεται αφορά το γυναικείο ζήτημα…
Σε ότι αφορά τη θεματική παράθεση της ύλης θεωρούμε ότι η πολύ εκτεταμένη εφαρμογή της στο συγκεκριμένο βιβλίο θα οδηγήσει στην αδυναμία κατανόησης των ιστορικών γεγονότων, της θέσης του καθενός στον ιστορικό χρόνο και κυρίως της σχέσης αίτιου και αιτιατού. Με τέτοιο τρόπο είναι δομημένες οι 2 από τις 5 ενότητες το νέου βιβλίου («Η Μεγάλη Επανάσταση» και η «Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος»). Η πρώτη απ’ αυτές χωρίζεται σε 14 κεφάλαια, μεταξύ των οποίων αυτά που αφορούν τη «στρατιωτική οργάνωση του Αγώνα», τις «πολεμικές επιχειρήσεις» (2 κεφ.), την «πολιτική οργάνωση», τις «μορφές του ’21», τις «εμφύλιες συγκρούσεις» κ.ά. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι οι μαθητές να σχηματίσουν τελικά την εντύπωση ότι η επανάσταση είναι ένα άθροισμα 10-15 «πολεμικών επιχειρήσεων» (δοσμένων παντελώς άχρωμα σε πίνακες, από τους οποίους δε φαίνεται ούτε καν ποια ήταν νικηφόρα για τους Έλληνες), με ορισμένα από τα οποία συνδέονται κάποιες «μορφές του ’21», χωρίς βέβαια να μπορούν να τα συνδέσουν μεταξύ τους (καθώς και με τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις) και να κατανοήσουν τη σημασία τους για την έκβαση της επανάστασης. Μ’ αυτό τον τρόπο θα μάθουν ορισμένα ονόματα όπως Παπαφλέσσας, Νικηταράς, Μπότσαρης, Μαυροκορδάτος, Κωλλέτης, Λόντος, Ζαΐμης κ.ά., χωρίς όμως να γνωρίζουν ποια ήταν η συμβολή τους (θετική ή αρνητική) στην επανάσταση, χωρίς να μπορούν π.χ. να συνδέσουν τον Παπαφλέσσα και τον Κουντουριώτη με την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Έτσι η ιστορική γνώση των μαθητών εξαντλείται στο ότι «οι Έλληνες αδυνατούν να συγκρατήσουν τον τουρκοαιγυπτιακό στρατό και ο Ιμπραήμ τελικά καταπνίγει την επανάσταση στην Πελοπόννησο», χωρίς βέβαια το «αδυνατούν» να συνδέεται σε κάποιο σημείο με τις «εμφύλιες συγκρούσεις» ή γενικότερα να γίνεται κάποια προσπάθεια ερμηνείας του, με αναφορές στην «πολιτική» και «στρατιωτική οργάνωση του Αγώνα».
Και για να ολοκληρώσουμε αυτό το θέμα ας αναφερθούμε σε ένα μόνο κεφάλαιο της δεύτερης από τις προαναφερθείσες ενότητες, το σχετικό με το «πολίτευμα». Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται στην περίοδο από την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα (1833) μέχρι το κίνημα στο Γουδί (1909). Έτσι όμως, γεγονότα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, όπως το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου και το κίνημα στο Γουδί, μη εντασσόμενα στο συγκεκριμένο ιστορικό τους πλαίσιο, φαίνονται να έχουν τον ίδιο στόχο, το Σύνταγμα. Έτσι και πέρα από το ότι, κατά τους συγγραφείς, με το κίνημα στο Γουδί «τερματίζεται μια μακρά περίοδος αγώνων για τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος», το συγκεκριμένο γεγονός δε συνδέεται ούτε με το «εθνικό ζήτημα» (ελληνοτουρκικός πόλεμος-1897, Μακεδονία, Κρήτη) ούτε με οικονομικά (πτώχευση, διεθνής έλεγχος κ.ά.) και κοινωνικά ζητήματα που παρατίθενται σε άλλα κεφάλαια.
Ως προς την ανάδειξη ιστορικών ζητημάτων αποκλεισμένων συνήθως από τα σχολικά βιβλία της ιστορίας, θα πρέπει να δεχτούμε ότι αυτά δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι για την απόκρυψη άλλων γεγονότων. Αποτελεί σίγουρα θετική εξέλιξη (και πρωτόφαντη για τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια) η αρκετά συχνή αναφορά σε άντρες και γυναίκες, στο ρόλο των γυναικών γενικότερα και το γυναικείο ζήτημα ειδικότερα, αν και αυτό το τελευταίο, όπως είδαμε στο κεφάλαιο για τη Γαλλική Επανάσταση, γίνεται άλλοθι για την αποσιώπηση άλλων, σημαντικότερων ίσως, ζητημάτων. Παρόμοιο ρόλο παίζει το ίδιο ζήτημα και στο κεφάλαιο «Κοινωνία και κράτος στο Μεσοπόλεμο», σε συνδυασμό μάλιστα με ένα άλλο επίσης για πρώτη φορά παρουσιαζόμενο σε τέτοια έκταση ζήτημα, το εργατικό κίνημα και τους αγώνες του. Πράγματι τα προβλήματα των εργαζόμενων, οι διεκδικήσεις τους και το εργατικό κίνημα στο νέο βιβλίο κατέχουν μια αρκετά καλύτερη θέση σε σχέση με το παλιό. Εκτός από την προαναφερθείσα, αφιερώνεται σ’ αυτά μια ακόμη σελίδα «μαθητείας», στο κεφάλαιο «Εκσυγχρονισμός του κράτους» (εργατική νομοθεσία μετά το 1909). Η παρουσίαση όμως αυτή του εργατικού κινήματος (όπως και του γυναικείου ζητήματος-διεκδίκηση ψήφου), εξιλεώνει τους συγγραφείς από την παράλειψη κάθε αναφοράς σε ένα από τα γεγονότα που άσκησαν σημαντικότατη επιρροή στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος του μεσοπολέμου, τη ρώσικη επανάσταση; «Οι λαοί, επηρεασμένοι από τις ιδέες της ρώσικης επανάστασης για ισότητα και δικαιοσύνη, διεκδικούσαν περισσότερα δικαιώματα», αναφέρεται στο παλιό βιβλίο, ενώ σε άλλο σημείο του παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά και οι ιδέες της. Στο νέο βιβλίο απλά αγνοείται…
Οι αποσιωπήσεις συνεχίζονται και στο επόμενο κεφάλαιο, το σχετικό με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος φαίνεται να ήταν ένας πόλεμος χωρίς αιτίες και αυτουργούς των γεγονότων. Ενδεικτικά αναφέρουμε το (κατά τη διατύπωση του παλιού βιβλίου) «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (μαζί με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων … Οι Τσιγγάνοι απλώς αγνοούνται), που στο νέο βιβλίο όχι μόνο γίνεται απλά μια από τις «τραγικότερες στιγμές του πολέμου», αλλά δεν έχει και πατρότητα και πάνω απ’ όλα καμιά σχέση με τους Αμερικάνους. Στο ίδιο κεφάλαιο μπορούμε να επισημάνουμε ακόμη την εξίσωση του ρόλου της Σοβιετικής Ένωσης και των Η.Π.Α. στον πόλεμο (πάλι καλά που δεν αποκρύβονται από το σχετικό πίνακα τα δεκάδες εκατομμύρια των νεκρών Σοβιετικών) αλλά και την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στα αποτελέσματα του πολέμου στη διεθνή πολιτική, όπως η συμφωνία της Γιάλτας και η ίδρυση του Ο.Η.Ε., που αναφέρονται στο παλιό βιβλίο.
Αν τώρα έρθουμε στην ιστορία των τελευταίων δεκαετιών, παρατηρούμε ότι αποσιωπάται και πάλι ο ρόλος των Αμερικάνων όχι μόνο στη διεθνή πολιτική (ο «Ψυχρός Πόλεμος» δεν υπήρξε ως ιστορικό γεγονός…) αλλά και στην ελληνική ιστορία. Έτσι δε φαίνεται να έχουν καμιά ανάμιξη στην ελληνική πολιτική και ασφαλώς δεν έχουν καμιά σχέση με την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα…
Για να ολοκληρώσουμε αυτή τη μικρή περιήγησή μας στον κόσμο του νέου βιβλίου της ιστορίας, ας αναφερθούμε σε δύο ακόμη σημεία του. Το πρώτο αφορά μια άλλου τύπου αποσιώπηση σχετική με τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και την επανάσταση του ’21. Πρόκειται για την αποσιώπηση δύο από τους πιο γνωστούς ιστορικούς μύθους για τις συγκεκριμένες περιόδους, του «κρυφού σχολειού» και την κήρυξη της επανάστασης από τον Π.Π. Γερμανό στην Άγια Λαύρα. Και ενώ το πρώτο απ’ αυτά στο παλιό βιβλίο αναφέρεται ως θρύλος και το δεύτερο, με τις παρατιθέμενες πηγές για την έναρξη της επανάστασης και τις απόψεις του Π.Π. Γερμανού ουσιαστικά διαψεύδεται, στο νέο βιβλίο ο μεν Π.Π. Γερμανός ως μορφή της επανάστασης που έδρασε το 1821 ενώ ο μύθος του «κρυφού σχολείου» αποσιωπάται παντελώς. Αλλά η μη παρουσίαση των ιστορικών μύθων ως τέτοιων επιτρέπει τελικά την επιβίωση και αναπαραγωγή τους…
Το δεύτερο αφορά μια διατύπωση για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παραθέτουμε έτσι χωρίς κανένα σχόλιο: «Οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. προσπαθούν (…) να λειτουργούν συλλογικά σε μια σειρά θεμάτων όπως η ειρήνη, ο πολιτισμός, το περιβάλλον».
Πέρα δε απ’ όλα αυτά και παρά τις μεγάλες προσδοκίες των συγγραφέων, υπάρχει πάντα η πιθανότητα και η συγκεκριμένη δομή του νέου βιβλίου το επιτρέπει, το μάθημα της ιστορίας να εξαντλείται στην αποστήθιση από τους μαθητές του μικρού κειμένου, των όρων του γλωσσάριου και των απαντήσεων στα δύο ερωτήματα της σύνθεσης.
Με βάση όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι η απάντηση στα ερωτήματα που θέσαμε εισαγωγικά είναι μάλλον αρνητική. Και έτσι νομίζουμε ότι απαντιούνται και ψευτοδιλήμματα του τύπου «με το παλιό ή με το νέο βιβλίο;»…
Επιστροφή στην κορυφή
jim
Site Admin
Ένταξη: 07 Μάϊος 06
Δημοσιεύσεις: 81
Δημοσιεύτηκε: Πα Φεβρ 09, 2007 8:10 pm Θέμα: H Aναθεώρηση της Iστορίας δεν είναι αθώα!
——————————————————————————–
H Aναθεώρηση της Iστορίας δεν είναι αθώα!
Του Θανάση Τσιριγώτη
πηγή : http://www.alfavita.gr
O σάλος που προέκυψε γύρω από τα νέα βιβλία στο δημοτικό και το γυμνάσιο με ορατή κορυφή το βιβλίο ιστορίας στην ΣTʼ δημοτικού δεν είναι κεραυνός εν αιθρία.
Aντανακλά και εκφράζει σε τελική ανάλυση μία πολιτική και ιδεολογική διαμάχη που μεταφέρεται στο χώρο της εκπαίδευσης.
Mέχρι τώρα αντιδράσεις για το περιεχόμενο του βιβλίου εκφράστηκαν κυρίως από το χώρο της ακροδεξιάς με πρωτεργάτες τον Kαρατζαφέρη, το Xριστόδουλο και το Σαρτζετάκη ενώ ανάλογο κείμενο υπέγραψαν οι N. Σαρρής από το Πάντειο, ο Oυζούνογλου από το EMΠ καθώς και ο Γ. Καραμπελιάς, εκδότης του περιοδικού «Άρδην». Tην ίδια ώρα η Yπουργός Παιδείας υποστηρίζει πως το βιβλίο δεν πρόκειται να αποσυρθεί ενώ την υπεράσπισή του ανέλαβε εργολαβικά η «Aυγή». Θα υπέθετε κανείς πως η προσέγγιση και υπεράσπιση ενός βιβλίου γίνεται «ουδέτερα», αθώα και επιστημονικά. Eδώ όμως έχουμε να κάνουμε όχι με την απλή διδακτική αλλά με τη συνολική αναθεώρηση της ιστορίας και τη διδασκαλία της στη νέα γενιά. Aυτό άλλωστε παραδέχονται και ο A. Λιάκος, καθηγητής Iστορίας και στο στενό κύκλο των Σημιτικών εκσυγχρονιστών υπερασπιστής του «ανοιχτού παν/μίου» κόντρα στις καταλήψεις καθώς και η X. Kουλούρη στο ίδιο μήκος κύματος. Aς έλθουμε όμως στο επίμαχο θέμα. Eδώ και μία τουλάχιστον πενταετία οι ιστορικοί ευρωπαϊκοί κύκλοι ανακάλυψαν πως τα εθνικά σχολικά εγχειρίδια πάσχουν από πατριωτισμό και υπερβολικό εθνοκεντρισμό, υποδαυλίζουν τα εθνικά μίση και πάθη γιʼ αυτό και χρειάζονται αναμόρφωση. Aυτό έγινε με εξαιρετικά βίαιο και άγριο τρόπο στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Eυρώπης με κύριο γνώμονα τον αντικομμουνισμό ενώ π.χ. στη Γαλλία η αστική επανάσταση ξαναγράφτηκε ώστε να δυσφημιστούν ή τουλάχιστον να εκμηδενιστούν οι πρωτεργάτες της, όπως ο Pοβεσπιέρος.
Kάτω από το πρόσχημα πως η ιστορία δεν πρέπει να έχει ιδεολογικές αιχμές και πως χρειάζεται «σιωπή και νηφαλιότητα» (Bήμα 28.1.2007) οι αναθεωρητές επιχειρούν να αφαιρέσουν από τα εγχειρίδια κάθε αναφορά που τονίζει το πατριωτικό πνεύμα. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία αντιεπιστημονική προσέγγιση αφού επιχειρούν να αφαιρέσουν το γεγονός από το ιστορικό πλαίσιό του και να το διαβάσουν με σημερινά κριτήρια.
Tο βιβλίο της ΣTʼ δημοτικού αρνείται τη «συνολική αφήγηση». Eίναι κομματιασμένο σε φέτες και επεισόδια, είναι αλήθεια πως είναι προσεγμένο τεχνικά και αφηγηματικά, ωστόσο του λείπει το συνολικό πλαίσιο.
Oι ιστορικοί αναθεωρητές έχουν από καιρό κηρύξει το τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων» και αρκούνται στις επιμέρους πληροφορίες και αποσπασματικές εικόνες τις οποίες καλείται να ανασυνθέσει ο μαθητής (!) κάτω από το πρίσμα «μαθαίνω πώς να μαθαίνω».
H ιστορία των νεοφιλελεύθερων είναι άκεντρη δεν έχει ούτε χωροχρόνο ιστορικό ούτε βεβαίως «γιατί». Στην ουσία οι νεοφιλελεύθεροι ξαναγυρίζουν στη γεγονοτολογική ιστορία του 19ου αιώνα και στο όνομα της αποϊδεολογικοποίησης εκθέτουν ξερά «ιστορικά» πράγματα.
Πολλά θα έπρεπε να γραφούν γύρω από το ζήτημα.
H αριστερά, οι εκπαιδευτικοί και το κίνημα έχουν απέναντί τους δύο ιδεολογικοπολιτικούς βράχους.
Aπό τη μία πλευρά οι ντόπιοι φασίστες και οι κούφιοι θρησκευτοπατριώτες τύπου Σαρτζετάκη και από την άλλη ο ιστορικός ευρωπαϊκός κοσμοπολιτισμός που δεν θέλει πατρίδα γιατί θέλει αγορά, και που ντύνεται την προβιά της επιστημονικής νηφαλιότητας.
H αριστερά δεν πρέπει να υποταχθεί ούτε στην ιστορική διήγηση του ιμπεριαλισμού ούτε στις κούφιες κραυγές των πατριδοκάπηλων. Aλλά να δει την ιστορία και τη διδασκαλία της στο έδαφος του ιστορικού υλισμού και της ταξικής πάλης.
Kαι σ’ αυτό το ζήτημα πρέπει να ανοίξει όλα τα χαρτιά της.
http://www.paremvasis.gr/forum/viewtopic.php?t=99#628
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
Αιγαίου Πελάγους 1 – 3, 4ος όροφος
153 41 Αγία Παρασκευή
Τηλ: 210 6015985 , Fax: 210 6015985
e-mail: press@pi-schools.gr
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Αγία Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2007
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΣΤ΄ ΤΑΞΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Η παρεχόμενη από το Ελληνικό δημόσιο σχολείο εκπαίδευση αποτελεί κοινωνικό αγαθό. Ως εκ τούτου είναι δικαίωμα όλων των πολιτών να εκφέρουν τη γνώμη τους σχετικά. Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ως ο κατ’ εξοχήν εντεταλμένος από την Πολιτεία φορέας παραγωγής και ελέγχου του εκπαιδευτικού υλικού, είναι ανοικτό σε κάθε σοβαρό και υπεύθυνο διάλογο με επιστημονικές πάντα προϋποθέσεις και με σκοπό τη βελτίωση και αναβάθμιση της προσφερόμενης γνώσης.
Έτσι, σχεδόν καθημερινά, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο γίνεται αποδέκτης κρίσεων, παρατηρήσεων, διορθώσεων, προτάσεων, διαμαρτυριών από γονείς και εκπαιδευτικούς, από ενυπόγραφα δημοσιεύματα του Τύπου, από ανακοινώσεις επιστημονικών ενώσεων και θεσμικών φορέων για τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα νέα σχολικά βιβλία. Όλα είναι ευπρόσδεκτα, εξετάζονται με την απαιτούμενη προσοχή και, εφόσον διαπιστωθεί στα σχολικά εγχειρίδια ύπαρξη λαθών γίνονται οι απαιτούμενες διορθώσεις.
Παράλληλα, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχει σχεδιάσει, και σύντομα θα θέσει σε εφαρμογή, πρόγραμμα συστηματικής αξιολόγησης του νέου εκπαιδευτικού υλικού, το οποίο περιλαμβάνει το τρίπτυχο: βιβλίο μαθητή, βιβλίο εκπαιδευτικού, ποικίλο υποστηρικτικό υλικό (λογισμικό, χάρτες, λεξικά, τετράδια εργασιών). Με βάση κριτήρια παιδαγωγικά και επιστημονικά, η τελική αξιολόγηση των βιβλίων θα προκύψει από τη διδακτική πράξη (με κύριους συντελεστές τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές) και σε συνθήκες πραγματικές, δηλαδή στη σχολική αίθουσα. Αρχικά θα αξιολογηθούν τα νέα βιβλία που διδάσκονται στα σχολεία το σχολ. έτος 2006-2007 και θα ακολουθήσει αξιολόγηση και των βιβλίων που για πρώτη φορά θα διδαχθούν το σχολ. έτος 2007-2008.
Σχετικά με την εκτενή κριτική και τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται για το περιεχόμενο του βιβλίου της Ιστορίας της Στ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο εκτιμά ότι το βιβλίο αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί κατά προτεραιότητα στο ειδικό πρόγραμμα αξιολόγησης των νέων βιβλίων από την ίδια την εκπαιδευτική κοινότητα. Τα όποια επικριτικά σχόλια και οι διαμαρτυρίες που διατυπώνονται είτε με δημοσιεύματα στον Τύπο είτε με συγκέντρωση υπογραφών, δεν μπορεί και δεν πρέπει να οδηγήσουν το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο να εισηγηθεί στην Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων την απόσυρση του συγκεκριμένου βιβλίου, γιατί, εκτός των άλλων, με τον τρόπο αυτό ακυρώνεται η θεσμική λειτουργία της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που περιλαμβάνει φυσικά την αξιολόγηση και αυτού του διδακτικού βιβλίου από τη διδακτική πράξη και εμπειρία.
Πέραν όλων αυτών, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο προτίθεται, αφού αξιολογήσει στα εντεταλμένα του όργανα επιστημονικές και παιδαγωγικές παρατηρήσεις και κριτικές, να αποστείλει διευκρινιστική εγκύκλιο σε όλα τα σχολεία, μέσω της Διεύθυνσης Σπουδών του ΥΠΕΠΘ. Εξετάζεται, επίσης, η δυνατότητα να διανεμηθεί ήδη για την τρέχουσα σχολική χρονιά (2006-07), το CD-ROM που έχει ετοιμάσει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ως υποστηρικτικό υλικό για το μάθημα της Ιστορίας της Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού, το οποίο είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα http://www.pi-schools.gr. To CD-ROM αυτό παρέχει άφθονο πληροφοριακό υλικό, εμπλουτισμένο με προσομοιώσεις, ηχητικά τεκμήρια αλλά και απεικονίσεις για θέματα όπως: Μάχη στην Αλαμάνα, Μάχη της Γραβιάς, Μάχη στα Δερβενάκια, Έξοδος του Μεσολογγίου, Μικρασιατική καταστροφή, Έπος του ’40 κ.ά.
Τέλος, επισημαίνουμε ότι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο θέτει ως αποκλειστικό γνώμονα της λειτουργίας του την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, καθώς και την επιστημονική και παιδαγωγική κατοχύρωση μέσων και μεθόδων. Αλλά, επειδή ο χώρος της εκπαίδευσης -και σ’ αυτό όλοι ανεξαιρέτως οφείλουμε να είμαστε σύμφωνοι- είναι εξαιρετικά ευαίσθητος, οι όποιες παρατηρήσεις και υποδείξεις σε θέματα σχολικών βιβλίων πρέπει να είναι προσεκτικά και με σαφήνεια διατυπωμένες καθώς και παιδαγωγικά και επιστημονικά τεκμηριωμένες. Γιατί η εκ των προτέρων απόρριψη ή η επιθετικά κριτική στάση αποπροσανατολίζει από τον κοινό στόχο που είναι καλύτερη εκπαίδευση και ουσιαστική παιδεία για όλους τους μαθητές.
O κ. Πρετεντέρης στο «ΒΗΜΑ»
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14982&m=A65&aa=2
Και τέλος, το σχόλιο του Παντελή Μπουκάλα στο τομέα Τέχνες της Καθημερινής της Κυριακής (11/2). Είναι μια άλλη άποψη για το βιβλίο.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_11/02/2007_215249
Απο-στάσεις
Τα βιβλία, η Ιστορία, τα ιδεολογήματα
Ας αποδεχτούμε ότι οι συγγραφείς του βιβλίου της ΣΤ’ Δημοτικού είχαν καλή διάθεση και τάση να καταπολεμηθούν τα εθνικιστικά ιδεολογήματα και ότι, επιπροσθέτως, χάρισαν πολλές πληροφορίες στα παιδιά τις οποίες εμείς ουδέποτε διαβάσαμε ως μαθητές. Είναι πιθανό οι ίδιοι να νομίζουν ότι προσέφεραν έργο μέγα στην ανάδυση μιας νέας, αληθινής πλανητικής ιδεολογίας και ηθικής. Ισως να θεωρούν ότι με τον δικό τους τρόπο γραφής και ιδεολογίας, ο μαθητής γίνεται ο πολίτης τού αύριο και θα είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων.
Επίσης: αντιπαρερχόμαστε πολλές από τις ενστάσεις περί χρηματοδότησης της συγγραφής από εξωελληνικούς, ύποπτους και σκοτεινούς κύκλους. Είναι, όμως, δυνατόν να είναι τόσο αφελείς (ιδιοτελείς, είπαμε, δεν είναι), τόσο αστείοι κατά τον χειρισμό των εννοιών της ελληνικής γλώσσας; Ειρηνιστές της κακιάς ώρας, δεν διστάζουν εντούτοις να αποκαλούν ειρηνιστικές ή ανθρωπιστικές τις βόμβες που εξαφανίζουν εκατομμύρια αθώες ψυχές γιατί οι ηγέτες τους (των ψυχών) προέβησαν σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η φρίκη της Ιστορίας δεν μετριάζεται, δεν απαλείφεται· είναι απόρροια γεγονότων, αιματηρών, αποτρόπαιων ίσως· τι να κάνουμε; Και η Ιλιάδα γέμει αιμάτων, σκληρών συγκρούσεων, μίσους (αλλά και ελέους), δολοπλοκιών, σκοτωμών· να την καταργήσουμε; Ν’ ακούσουμε τα σχεδόν φαιδρά ελληνικά όσων κόπτονται για τη δημιουργία τού χωρίς παράδοση ανθρώπου, του χωρίς ψυχισμό πολίτη; Αυτών που αφελώς και α-νοήτως νομίζουν ότι ο θρίαμβος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναγγέλλει όχι το τέλος της Ιστορίας, αλλά την ήττα των τυραννιών και των δικτατορικών -ισμών; Εκείνων που κηρύττουν την έλευση του Νέου Διαφωτισμού με βάση την αποκοπή των ανθρώπων από τις ρίζες τους (ρίζες εντός των οποίων ρέουν οι χυμοί και του γελοίου και του μεγαλείου);
Δεν πολεμάς τα ιδεολογήματα (εθνικισμός) με νέα ιδεολογήματα (οικουμενισμός), αφελή, απροβλημάτιστα, επικίνδυνα εν τέλει. Και η σπουδαιοφάνεια έχει τον συνωστισμό της…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ stamg@enet.g
http://www.enet.gr/online/online_fpage_text/id=344092
Εν-στάσεις
Ενα μύθο θα σας πω
Του ΜΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
Le silence incapable de se faire entendre pour affirmer qu’ il existe
Μ. Leiris
Βρίσκω την αντιπαράθεση σχετικά με τα σχολικά βιβλία Ιστορίας ύποπτη και θεωρώ επίσης σταθερά ύποπτο όποιον αυτοπροσδιορίζεται «πατριώτης», κυρίως επειδή μέσα από το αυτονόητο επιδιώκει ιδεολογικά κέρδη. Κι όχι μόνο. Είμαστε εξ ορισμού όλοι οι Ελληνες πατριώτες έστω κι αν διαφωνούμε, δηλαδή αγαπάμε και πονάμε τον τόπο μας, όπως επίσης πατριώτες αντίστοιχα είναι οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι, οι Σομαλοί κ.λπ. Αντίθετα, ο «πατριώτης» υπονοεί με κάθε του εκδήλωση ότι όλοι οι άλλοι είναι το λιγότερο μητραλίες. Φταίει βέβαια προς τη στρεβλή αυτή κατεύθυνση και η θεία μας Αριστερά, η οποία για ένα μεγάλο διάστημα φοβόταν να χρησιμοποιήσει τους όρους «πατρίδα» ή «εθνικό», εγκλωβισμένη σε άλλου είδους συμπλέγματα. Κοντολογίς, μπορεί κανείς να είναι και διεθνιστής και πατριώτης, αφού μόνο αγαπώντας τον τόπο σου μπορείς ν’ αγαπήσεις και να καταλάβεις αληθινά τους άλλους τόπους.
Σε μας βέβαια η άλλη μας θεία, η Δεξιά, συχνά πλειοδοτούσε με αφελείς μαξιμαλισμούς και κορόνες «υπεροχής», «μοναδικότητας» κ.λπ. Ξέρετε, λόγω ιστορίας, παρελθόντος αλλά και των αγαλμάτων που μας κληροδότησε η αρχαιότης και που μας βαραίνουν όχι τόσο τα χέρια, όπως διατείνεται ο ποιητής, αλλά πρωτίστως το μυαλό. Ομως όλα έχουν μιαν αξία όταν δεν χάνεται το μέτρο και όταν ορθοτομείται ο, κατά τα άλλα, χειμαζόμενος και από αριστερούς και από δεξιούς κακόζηλους ψάλτες, ο πανάρχαιος – νέος ελληνικός λόγος. Ε, γι’ αυτόν τον λόγο νομίζω ότι έχω λόγο να είμαι υπερήφανος. Αλλά και πάρα πολύ περίφροντις. Πειράζει; Θυμάστε την ατάκα από τον «Δράκο» του Κούνδουρου όταν επρόκειτο να πουλήσουν ένα στύλο του Ολυμπιείου; «Αυτά έχουμε, αυτά δίνουμε!».
Μιλάγαμε όμως για τα βιβλία Ιστορίας. Και μιλήσαμε όλοι, ειδικοί, ανίδεοι, «πατριώτες» και «απάτριδες» κατά το ειωθός έχοντας και μη έχοντας ξεφυλλίσει τα σχετικά εγχειρίδια και έτοιμοι να διαπιστώσουμε συνωμοσίες, εκπτώσεις κ.ο.κ.
Και βέβαια να στείλουμε στον εθνικό Καιάδα τους συγγραφείς τους, οι οποίοι όμως επελέγησαν μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες για να καλύψουν πολύ ειδικές μαθησιακές ανάγκες. Πιέζουμε μάλιστα το υπουργείο ν’ αποσύρει πάραυτα, και εν μέσω σχολικής χρονιάς, τα μιαρά βιβλία και να τ’ αντικαταστήσει προφανώς με τα πατριωτικώς ορθά τηλε-βιβλία του Λιακόπουλου.
Προσωπικά αν μ’ ενοχλεί κάτι στα σχολικά βιβλία, εν γένει, δεν είναι η υποχθόνια «ενδοτικότητά» τους, αλλά μάλλον ο μαζικός τους χαρακτήρας και η έλλειψη ιδιαίτερου ύφους. Ποιος όμως είπε ότι η επιστήμη πρέπει να διατυπώνεται επίπεδα και χωρίς εσωτερικό κραδασμό;
Θα προσδοκούσα λοιπόν από τους συγγραφείς να προσεγγίσουν τα παιδιά πιο συναισθηματικά· να τα εμπνεύσουν και να τα συγκινήσουν. Διάβολε! Πρόκειται για την Ιστορία μας και για την αλήθεια της, η οποία συχνά καθιστά ακόμη και τον μύθο κρουστή πραγματικότητα. Φέρ’ ειπείν γύρω από το, ιστορικά εσφαλμένο, «Κρυφό Σχολειό», έχει αναπτυχθεί ένας κύκλος πραγματολογικών γεγονότων, ο πίνακας του Γύζη, το ποίημα του Πολέμη, τα οποία συγκροτούν αφεαυτών πλέον «ιστορία».
Εστω κι αν η αφετηρία τους είναι ένα παραμύθι. Γιατί, μερικές φορές, τα παραμύθια είναι πιο ψυχωφελή για τις ζωές των εθνών από τις γραμμικές ανορεξικές αφηγήσεις.
Ο Κουρμπέ έλεγε: «Δείξε μου έναν άγγελο και θα τον ζωγραφίσω!». Μα η βυζαντινή τέχνη είναι γεμάτη αγγέλους!
Θα ‘θελα επίσης το παιδί να δακρύζει διαβάζοντας τη θυσία του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και των μικρών μαθητών που μόλις χθες σύρονταν στις αγχόνες. Οχι για να μισήσει τους Αγγλους, αλλά για να απεχθάνεται το φασισμό και τη βία, για να σιχαίνεται το ρατσισμό και την καταπίεση και ν’ αναγνωρίζει ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται. Ενα βιβλίο που επίσης να το κάνει περήφανο, όπως κάνουν περήφανα τ’ Αμερικανάκια τα κατορθώματα του Ουάσιγκτον ή τα Γαλλάκια του Λαφαγιέτ ή του Ντε Γκολ. Κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε αντιπαιδαγωγικό, ούτε αντεπιστημονικό.
Ιστορία και μύθος λοιπόν. Και βέβαια οι απροκατάληπτες ερμηνείες αμφοτέρων. Ενα ύστατο παράδειγμα: «Η Κοιμωμένη» του Χαλεπά είναι το πιο κοσμαγάπητο έργο της νεοελληνικής τέχνης. Ενα γλυπτό με το οποίο χιλιάδες πονεμένοι έχουν ταυτιστεί. Η δημοφιλία του αυτή έπλεξε ένα σωρό μύθους, που έστω κι αν εκφράζουν ένα μη πραγματικό γεγονός, ερμηνεύουν όμως μια εποχή και αποκαλύπτουν τους τρόπους πρόσληψης του έργου από το ευρύ κοινό. Φέρ’ ειπείν λένε ότι ο Χαλεπάς τρελάθηκε, όταν είδε πως τα απλωμένα πόδια της Σοφίας Αφεντάκη περίσσευαν από το κρεβάτι. Στην πραγματικότητα η «Κοιμωμένη» -κατ’ ουσίαν η «Ψυχορραγούσα»- βαριανασαίνει σ’ ένα υπερυψωμένο ανάκλιντρο. Οποιος όμως ιστορικός τέχνης δεν λάβει υπ’ όψη του κι αυτή τη μυθική ερμηνεία, θα έχει απολέσει τη σχέση του έργου με τον αποδέκτη του. Ο,τι δηλαδή, υφ’ όρους, συγκροτεί ατόφια την ποίηση και ολοκληρώνει κάθε αριστούργημα.
http://www.enet.gr/online/online_fpage_text/id=36509724
Η Ιστορία της ΣΤ’ Δημοτικού
Ο κ. Νίκος Μπίστης, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, γράφει για την αντίδραση στο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού:
«Το 1965 η κυβέρνηση των αποστατών απέσυρε απ’ τα σχολεία το βιβλίο Βυζαντινής Ιστορίας του Κώστα Καλοκαιρινού, εξαιρετικό προϊόν της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Ευάγγελου Παπανούτσου. Αιτιολόγηση της απόσυρσης: η μειωμένης ελληνικότητας προσέγγιση.
Το 2007 οι αυξημένης – προφανώς – ελληνικότητας αμύντορες μιας ακίνητης παράδοσης, εχθροί κάθε σύγχρονης επιστημονικής προσέγγισης, προσπαθούν να εξοβελίσουν το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού. Δεν είναι γραμμένο όπως αυτοί θέλουν, δεν φανατίζει, δεν ωραιοποιεί, δεν είναι τουρκοφάγο, παραθέτει γεγονότα και οξύνει την κριτική σκέψη του μαθητή.
Αρνητικός πρωταγωνιστής το ίδιο παρδαλό μείγμα που διαχρονικά μας ταλαιπωρεί. Ο Αρχιεπίσκοπος, ο κ. Παπαθεμελής, ο κ. Σαρτζετάκης, η κ. Κανέλλη, ο Στάθης, ο κ. Καρατζαφέρης. Το βιβλίο προέκυψε κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού, όπου οι διαγωνιζόμενοι έδωσαν δείγματα γραφής και μεθοδολογίας και βάσει αυτών η επιτροπή επέλεξε και ανέθεσε τη συγγραφή. Μπορεί για κάθε λογικό άνθρωπο η διαδικασία επιλογής να είναι αδιάβλητη και το τελικό αποτέλεσμα εξαίρετο, για τους υπερπατριώτες όμως είναι εξ ορισμού ύποπτο εφόσον η προκήρυξη έγινε επί κυβερνήσεως Σημίτη. Που δεν έκανε πόλεμο στα Ίμια, που δεν έδωσε άσυλο στον Οτσαλάν, που υπέγραψε το Ελσίνκι, που συμφώνησε με τους Τούρκους να γραφούν τα ιστορικά βιβλία χωρίς ακρότητες (το έχουν κάνει εδώ και χρόνια οι Γάλλοι και οι Γερμανοί). Άρα στην πυρά το βιβλίο.
Το ωραίο είναι ότι όλοι αυτοί καταγγέλλουν τους ηθικούς αυτουργούς που όπλισαν το χέρι του 17χρονου δολοφόνου του Τουρκοαρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ. Οι υπερεθνικιστές ηθικοί αυτουργοί κατηγορούσαν τον Ντινκ με το οργουελικό έγκλημα της «προσβολής της τουρκικότητας». Το θέμα της προσβολής της ελληνικότητας είναι προφανώς της αρμοδιότητας των Ελλήνων σκοταδιστών».
Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης, διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γράφει:
«Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο στην αντιπαράθεση για το νέο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού είναι η στάση σημαντικών τμημάτων της ελλαδικής μας κοινωνίας. Το στοιχείο αυτό, που μέχρι τώρα έχει υποβαθμιστεί, από μόνο του μεταφέρει το πεδίο προβληματισμού από την ιδεολογική – ή ιστοριογραφική – σύγκρουση, στον χώρο της κοινωνικής κριτικής.
Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα υπάρχουν και δραστηριοποιούνται περί τις χίλιες οργανώσεις πολιτών που οφείλουν την ύπαρξή τους με τα όσα – εξαιρετικής σημασίας και έκτασης – συνέβησαν 85 χρόνια πριν, όταν έκλεινε ο κύκλος της δημιουργίας εθνών-κρατών στην περιοχή μας με τη μοναδική στη σύγχρονη Ιστορία Μικρασιατική Καταστροφή. Οι οργανώσεις αυτές εκφράζουν τους γόνους των προσφύγων του ’22, καθώς και σημερινούς πρόσφυγες: ομογενείς από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και Κωνσταντινουπολίτες.
Όλες, λοιπόν, αυτές οι οργανωτικές εκφράσεις του ενός τετάρτου, περίπου, του σύγχρονου ελλαδικού πληθυσμού θεώρησαν ότι το νέο βιβλίο Ιστορίας προσβάλλει τον Ελληνισμό της Ανατολής γιατί, όπως λέει χαρακτηριστικά σε ανακοίνωσή της η Ένωση Σμυρναίων: »… έχουν διαγραφεί τα κλέη και τα πάθη των Ελλήνων της Ιωνίας, της Αιολίδας, του Πόντου, της Καππαδοκίας και των άλλων περιοχών της καθ’ ημάς Ανατολής…».
Βασικό κλειδί για την κατανόηση της αντίδρασης είναι τα κίνητρα που οδήγησαν τις προσφυγικές οργανώσεις να υιοθετήσουν – με θαυμαστή ομοφωνία – τη θέση της καταγγελίας του βιβλίου και κατά συνέπεια της πολιτικής ομάδας που βρίσκεται πίσω απ’ αυτό.
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση κοινωνίας. Και αυτό οφείλεται από τη μια στις γενέθλιες συνθήκες δημιουργίας του έθνους-κράτους στην καθυστερημένη περιφέρεια του τότε ελληνικού κόσμου και από την άλλη, στην αποτυχία για εθνική ολοκλήρωση και στη Μικρασιατική Καταστροφή. Το αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθεί για δεκαετίες μια διχασμένη κοινωνία.
Δεν είναι τυχαίο ότι το αυτονόητο, δηλαδή η ενσωμάτωση στην εθνική μνήμη της ιστορίας του ενός τετάρτου των κατοίκων της Ελλάδας (δηλαδή των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής) πραγματοποιήθηκε μόλις τη δεκαετία του ’90. Και αυτή η ενσωμάτωση (που ήταν μια ιδιότυπη »εθνική ολοκλήρωση» σε επίπεδο ταυτότητας) ετέθη στις μέρες μας (με το αμφιλεγόμενο βιβλίο Ιστορίας) και πάλι σε αμφισβήτηση.
Η αναίρεση των κατακτήσεων της δεκαετίας του ’90 ήταν αυτή που προκάλεσε την αντίδραση των οργανώσεων αυτών.
Η παρούσα διαφωνία – έως και σύγκρουση – οφείλεται επίσης και στα προβλήματα που έχει η νεοελληνική ιστοριογραφία με τις εσωστρεφείς της ομάδες. Και επιπλέον, κάποιες απ’ αυτές χαρακτηρίζονται από έναν αδικαιολόγητο ιησουίτικο φονταμενταλισμό. Εκτιμώ ότι οι εσωστρεφείς λειτουργίες ήταν αυτές που οδήγησαν στην παραγωγή ενός τόσο αμφισβητημένου βιβλίου. Γιατί, περισσότερο τα ιδεολογήματα παρά οι νέες απόψεις περί Ιστορίας ήταν αυτές που οδήγησαν στις Σιωπές που το χαρακτηρίζουν (τουλάχιστον στα ζητήματα του Ελληνισμού της Ανατολής)».
ΤΑ ΝΕΑ , 26/01/2007 , Σελ.: N61
Κωδικός άρθρου: A18749N611
ID: 554847
κ. KOXAKIS,
παρότι με τις εκτιμήσεις για Αλέξανδρο, Σημίτη, Γιωργάκη και Λαμπράκη συμφωνούμε, χωρίς να έχουμε γνώμη για τον Κολοκοτρώνη, είμαστε υποχρεωμένοι να σβήσουμε το σχόλιό σας γιατι μας ενοχλεί και η Βίσση και ο Ρουβάς!
Και την άλλη φορά μη γράψετε για τόοοοσο σοβαρά ζητήματα, τόοοοσο ανώνυμα!!!
ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η κριτική σε ένα νέο σχολικό εγχειρίδιο δεν μπορεί να υποτάσσεται σε μια λογική άσπρου – μαύρου. Το νέο βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, όπως θα δούμε, έχει σε σχέση με το προηγούμενο βελτιώσεις σε κάποια σημεία, υποχωρήσεις σε άλλα αλλά και αποσιωπήσεις ή παραλείψεις. Χρέος των εκπαιδευτικών είναι να καλλιεργήσουν στους μαθητές την ιδέα της κριτικής αντιμετώπισης του βιβλίου, να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξη διαφορετικών απόψεων για τα ιστορικά γεγονότα τις οποίες πρέπει να αντιπαραβάλλουμε για να διαμορφώσουμε τη δική μας άποψη χρησιμοποιώντας την κριτική μας σκέψη.
1. ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ
· Οι 6 σελίδες του προηγούμενου βιβλίου για την Ευρώπη στα Νεότερα Χρόνια γίνονται 14 μεγάλου μεγέθους στο καινούριο.
· Υπάρχει εκτεταμένη αναφορά στην Αναγέννηση, στις επιστημονικές ανακαλύψεις και τις εφευρέσεις.
· Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στη σφαγή των Ινδιάνων μετά την έλευση των Ευρωπαίων αποίκων, ενώ αναφορά γίνεται και στα κίνητρα των αποίκων και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των νέων χωρών.
· Εκτενής αναφορά στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση.
· Αναφορά στο φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς.
· Αναφορά στο εργατικό κίνημα αλλά και το αγροτικό κίνημα (Κιλελέρ).
· Δίνεται μεγάλη έκταση στην Ιστορία της Ελλάδας μετά την ανεξαρτησία, φτάνοντας ως τις μέρες μας.
· Αναφέρεται η χρήση χημικών όπλων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
2. ΥΠΟΧΩΡΗΣΕΙΣ
· Ενώ γίνεται εκτεταμένη αναφορά στην εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εν τούτοις η αναφορά στο «θρύλο του κρυφού σχολειού» που υπήρχε στο προηγούμενο βιβλίο απουσιάζει (αν και βγαίνει από τα συμφραζόμενα).
· Στο νέο βιβλίο κόπηκε η αναφορά που υπήρχε (από τα Απομνημονεύματα του Φωτάκου, αγωνιστή του ’21) στο προηγούμενο για την καταπίεση από τους κοτζαμπάσηδες, αρκετοί από τους οποίους συνεργάζονταν με την οθωμανική διοίκηση ταυτιζόμενοι με αυτήν. Στο νέο βιβλίο οι κοτζαμπάσηδες αναφέρονται απλά ως τοπικοί άρχοντες των Ελλήνων.
· Κόπηκε η αναφορά που υπήρχε στο προηγούμενο βιβλίο στη Ρωσική Επανάσταση. Ουδεμία αναφορά γίνεται και στον Ψυχρό Πόλεμο, παρότι τα βιβλία φτάνουν ως τις μέρες μας. Στους χάρτες υπάρχει μόνο η ΕΣΣΔ χωρίς να εξηγείται τι είναι, ενώ στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρεται ως «Ρωσία».
· Κόπηκαν οι αναφορές σε σφαγές στη Μικρασιατική Καταστροφή (δεν υπάρχει αναφορά σε γενοκτονία Αρμενίων και Ποντίων αλλά ούτε και για τις κατηγορίες που υπάρχουν από τη μεριά των Τούρκων για ακρότητες του ελληνικού στρατού). Δεν βοηθάει την Τουρκία η αποσιώπηση της γενοκτονίας, αντίθετα είναι όρος για να προχωρήσει μπροστά η αναγνώρισή της, όπως έγινε π.χ. με τη Γερμανία και το ναζιστικό παρελθόν. Αλλά και την Ελλάδα θα βοηθούσε να καταλάβει ότι τα πράγματα δεν είναι άσπρο – μαύρο.
· Οι ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στο νέο βιβλίο αναφέρονται ως οι τραγικότερες στιγμές του πολέμου μαζί με το Ολοκαύτωμα, κόβεται όμως η αναφορά ότι τις ατομικές βόμβες τις έριξαν οι Αμερικανοί που υπήρχε στο προηγούμενο βιβλίο.
· Κόβεται η αναφορά που υπήρχε στο προηγούμενο βιβλίο στην ανάμειξη των Άγγλων στα Δεκεμβριανά και η μοιρασιά του κόσμου μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Μ. Βρετανία) μετά το Β’ Παγκόσμιο που έδινε την Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας..
3. ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΕΙΣ – ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ
· Απουσιάζει η αναφορά στους μεγάλους πολιτισμούς της Κίνας, της Ινδίας, των Ινδιάνων Μάγιας και των Αζτέκων. Αντί για την «Ευρώπη στα Νεότερα Χρόνια» έπρεπε να υπάρχει ενότητα για τον «Κόσμο στα Νεότερα Χρόνια». Από αυτή την άποψη το νέο βιβλίο διέπεται από μια εκσυγχρονισμένη, συγκαλυμμένη αποικιοκρατική λογική.
· Αποσιωπάται γι’ άλλη μια φορά το γεγονός ότι ο Ρήγας Φεραίος καλούσε και τους Τούρκους σε εξέγερση κατά του Σουλτάνου, μαζί με όλους τους λαούς των Βαλκανίων, οπότε έθετε ζήτημα πολιτεύματος, το όραμα της ίδρυσης μιας ελληνικής δημοκρατίας των Βαλκανίων, πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής, με συνύπαρξη σε αυτήν όλων των βαλκανικών λαών.
· Γι’ άλλη μια φορά οι αντιθέσεις μεταξύ των επαναστατών του ’21 αποδίδονται σε προσωπικές διενέξεις για την εξουσία μεταξύ των προκρίτων και των «ανθρώπων των όπλων» (το προηγούμενο βιβλίο έλεγε «των πολιτικών και των στρατιωτικών»). Πρόκειται για επιβίωση χουντικών αντιλήψεων, που αποκρύπτουν την κοινωνική διάσταση της επανάστασης του ’21 (γράφουν γι’ αυτήν ιστορικοί όπως ο Κορδάτος και ο Σκαρίμπας). Οι λαϊκοί ηγέτες της επανάστασης δεν μπορεί να ταυτίζονται με τους στρατιωτικούς μιας χούντας. Το όραμα πολλών επαναστατών για μια κοινωνία ισότητας και για ανακατανομή του πλούτου και της γης ήταν στον πυρήνα της σύγκρουσης που οδήγησε στον Εμφύλιο στη διάρκεια της Επανάστασης, καθώς οι κοτζαμπάσηδες επιδίωκαν όχι απλά να διατηρήσουν την πολιτική εξουσία τους αλλά και τον πλούτο και τη φεουδαρχική δομή που υπήρχε.
· Αναφέρεται μόνο η εξόντωση (Ολοκαύτωμα) των Εβραίων από τους Ναζί και όχι των τσιγγάνων, αντιφρονούντων, ατόμων με ειδικές ανάγκες κλπ.
· Καμιά αναφορά δεν γίνεται στις πολιτικές διώξεις, τις εξορίες και τις εκτελέσεις μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο.
· Παραμένει η αποσιώπηση του ρόλου των ΗΠΑ στη δικτατορία του 1967, παρά το ότι έχει επισήμως ζητήσει συγγνώμη γι’ αυτό ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον.
· Ουδεμία αναφορά γίνεται για το κυνήγι των πυρηνικών εξοπλισμών, το κίνημα ειρήνης, το Μάη του ’68 και τα νέα κοινωνικά κινήματα.
· Καμιά αναφορά δε γίνεται στο πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ και τα πυρηνικά εργοστάσια, ενώ απουσιάζει η παραμικρή αναφορά στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.
Φώτης Ποντικάκης
Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ν. Χανίων
Μέλος της Γραμματείας των Οικολόγων Πράσινων
Σ.Σ. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: Επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας του νέου βιβλίου είναι η πανεπιστημιακός Μαρία Ρεπούση, στέλεχος του ΣΥΝ.
Ιστορία μου, φωτογραφία μου…
Κορυφώνεται, κατά τα φαινόμενα, η πολεμική των παντός είδους ιστοριολογούντων εναντίον του βιβλίου της Στ’ Δημοτικού, με στόχο να πιέσουν το υπουργείο Παιδείας να το αποσύρει πριν καλά καλά προλάβουν να το διδάξουν οι δάσκαλοι, ώστε να βρουν πιθανές αδυναμίες και να τις διορθώσουν. Βασικό επιχείρημα των πολεμίων του, ότι «παραχαράσσεται» η Ιστορία. Ή αλλιώς «υπονομεύονται τα ιερά και τα όσια του τόπου», όπως είπε κι ο Αρχιεπίσκοπος στο κυριακάτικο κήρυγμά του. Γιατί ανησυχεί ο μακαριότατος; Επειδή διαβλέπει «έγκλημα εναντίον του λαού» και «διαγραφή της προσφοράς της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821». Κι επειδή στο περί ου ο λόγος βιβλίο καταγράφονται γεγονότα μέχρι τις μέρες μας, έχουμε να κάνουμε μια πρόταση προς το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο όσο και προς το υπουργείο Παιδείας. Οταν αναθεωρηθεί το βιβλίο, στο κεφάλαιο «Δικτατορία και Εκκλησία», να συμπεριλάβουν μια ωραία φωτογραφία: αυτήν που δείχνει τον κ. Χριστόδουλο, ροδαλό και απροβλημάτιστο νέο το 1967, να φωτογραφίζεται μαζί με τον τότε Αρχιεπίσκοπο και τους δικτάτορες. Και ως λεζάντα να βάλουν την, παροιμιώδη πλέον, δήλωσή του: «Εγώ δεν ήξερα τι γινόταν τότε, επειδή διάβαζα»!
Ετσι, για να ξέρουν και οι δάσκαλοι και οι γονείς και οι μαθητές ποιοι είναι οι σημερινοί τιμητές, που είναι στα λόγια εύκολοι, αλλά στα δύσκολα λούφαξαν…
http://www.enet.gr/online/online_text/c=110,id=60698396,74888348,82...
από ανιστόρητος 0:54πμ, Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007
—————————————————-
Πάντως από το βιβλίο της ιστορίας…
…δύσκολα θα βγάλει ο μαθητής συμπέρασμα ούτε για το πώς έφτασε η ιστορία στο σημείο της μικρασιατικής καταστροφής, ούτε και γιατί αυτή η καταστροφή ονομάζεται «καταστροφή».
Όσον αφορά την «καταστροφή», αυτή στο γλωσσάριο ορίζεται ως «η ελληνική ήττα στη Μικρασία».
«Ήττες» όμως έχουν υπάρξει πολλές στην ιστορία. Τι είναι λοιπόν αυτό που της συγκεκριμένης ήττας της δίνει το χαρακτηρισμό της «καταστροφής», με τον οποίο καταγράφτηκε και καταγράφται πλέον στην ελληνική ιστορία;
Το γεγονός της εξαφάνισης από τη Μικρασία του ελληνικού πληθυσμού, που είχε εκεί ρίζες από την εποχή των φυσικών φιλοσόφων, για χάρη ΚΑΘΑΡΑ των κερδοσκοπικών συμφερόντων της ελληνικής άρχουσας τάξης και της πρόσδεσής της στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και σχεδιασμούς, αυτή η διάσταση της καταστροφής (που δεν είναι απλά μια «διάσταση» αλλά είναι η ίδια η «καταστροφή») απουσιάζει από το βιβλίο της ιστορίας και έχω την εντύπωση ότι ούτε σαν συμπαραδηλωτικό συμπέρασμα δεν προκύπτει για τους μαθητές που απευθύνεται.
Το περιεχόμενο της «καταστροφής» λοιπόν περιορίζεται στην «ελληνική ήττα», τα δε γεγονότα που την ολοκληρώνουν σαν έννοια (την «καταστροφή») εμφανίζονται σαν παρεπόμενες συνέπειες αυτής της ήττας με ονοματοδοσία που εν τέλει συγκαλύπτει το συνολικό ιστορικό γεγονός: Όι 1,2 εκατομμύρια μικρασιάτες πρόσφυγες ως γεγονός παρουσιάζεται υπό το πρίσμα όχι της «καταστροφής» (αν και αυτό ακριβώς είναι και η καταστροφή ιστορικά και όχι η «ήττα» σε έναν κάποιο πόλεμο), αλλά υπό το πρίσμα της «ανταλλαγής πληθυσμών»: 500.000 Μουσουλμάνοι «μετακινήθηκαν» στην Τουρκία και 1.200.000 Έλληνες Ορθόδοξοι «μετακινήθηκαν» στην Ελλάδα (όντως, «πολλοί άνθρωποι φύγαν οριστικά από τις πατρίδες τους» όπως σχολιάζει το βιβλίου της ιστορίας), ε κάποιοι φύγαν από εδώ και πήγαν εκεί και το αντίστροφο, την «καταστροφή» φυσικό ήταν να την ακολουθήσει και μια «ανταλλαγή πληθυσμών» στο πλαίσιο της οποίας σημειώθηκε και η ελληνική «έξοδος» από την περιοχή της Μικρασίας…
(Ώστε από τότε «η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν» όπως διατύπωσε περίπου μισό αιώνα αργότερα το εθνομαζοχιστικό ερμηνευτικό δόγμα της «καταστροφής» ο συνονόματος θείος του σημερινού πρωθυπουργού).
Όσο για τις κινητήριες δυνάμεις που οδήγησαν σε αυτή τη έκβαση, αυτές εμφανίζονται σαν ένα είδος μηχανικών διεθνών διεργασιών και συνδυασμού προθέσεων – συσχετισμών -τακτικών, εντός των οποίων η Ελλάδα αρχικά μεν > κατόπιν όμως > και… και τέρμα!
Έχει βέβαια και το αστείο της αυτή η διατύπωση: Η Ελλάδα «κέρδισε» την διοίκηση της περιοχής… Αν και η όλη αναφορά είναι έξω από το πνεύμα του, ωστόσο αυτό το «κέρδισε» θυμίζει εκείνο το γνωστό τραγούδι του ’30 που αναφέρεται στη μικρασιατική καταστροφή με τα εξής λόγια: «Δική μου είναι η Ελλάς / Με την κατάντια της γελάς / Της λείπει το ένα της ποδάρι / Βρε μην το παίξανε στο ζάρι…
Έτσι είναι τα τυχερά παιχνίδια, στη μια ζαριά «κερδίζεις» τη διοίκηση της περιοχής και στην επόμενη ενδεχομένως η «θέση σου αποδυναμώνεται».
Μετά από όλα αυτά λοιπόν είναι μάλλον λίγο το να επικεντρώνεται το ζήτημα στον «συνωστισμό» των Ελλήνων στο λιμάνι της Σμύρνης:
«Πολλοί άνθρωποι φύγαν οριστικά από τις πατρίδες τους»: Όντως.
Για να φύγουν από αυτές «συνωστίστηκαν» στο λιμάνι: Όντως.
Επιπλέον κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο σημειώθηκε η «ρίψη» δυο ατομικών βομβών: Όντως.
Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει το βιβλίο της ιστορίας ότι ψεύδεται σε αυτά που γράφει.
Τώρα βέβαια το ότι δεν αναφέρεται σε αυτό η Οκτωβριανή Επανάσταση, ε, αυτό είναι «κατ’ άλλους» ένα ελάττωμα ή «κατ’ άλλους» πάλι ένα προτέρημα.
Άλλωστε η αναφορά στον Οκτώβρη του 17 ενδεχομένως θα οδηγούσε σε αναφορά και στην άλλη ένδοξη σελίδα του έθνους μας, στην ουκρανική εκστρατεία το ’19, όπου ως γνωστόν «ο δρόμος για την Σμύρνη περνούσε από την Οδησσό».
Κατί σαν τον σημερινό δρόμο για την «ελεύθερη» βίζα των ΗΠΑ, που περνάει από την Καμπούλ.
Όπως και να το κάνουμε, με το καιρό όλο και ψηλότερα τοποθετείται ο πήχυς των ιστορικών μας πεπρωμένων.
από συζήτηση στο Ιντιμίντια
Zhtw sugnomh gia ta griklish alla eimai koinonos ths ekpedeyshs tou 80 pou themata sa thn glwssa mporoun na metatrepontai – prosarmozontai – aplopiountai prws dieykolinsi ths ekmathishs TWN [:)]alwste opws exei pei kai protoklasato melos tis parata3hs pou antiprosopevei tin dimokratia se ayton ton topo tha prepei na didaskomaste san prwth glwssa ta English (kai isws me epilogh ta Ellinikos (!!?))
oso gia to vivlio , meta apo tosh shzhthsh tha proetrepa tis/tous sungrafeis , meta tin apomakinsh tou apo tis aithouses (didaskalias) na diatethei sto emporio … me tetia diafhmhsh arnitikh/kos h mh kai me thn ipostiri3h enos toso megalou ekdotikou oikou (D.O.L) einai sxedon vevaiopws tha ginei best seller!!!
kai mia erwthsh … egw , megalomenos se mia pasokiki epoxh xwris megala ideologika komplex pou vlepw se ntokimantair tou bbc kai allwn arxaia ellhnika mnhmia kai arxaies ellhnikes polis se ghtonikes xwres eimai akrode3ios kai fanatikos ean ekfrasw thn epithimia na epistrepsoun aftoi oi topoi se aftous pou anikoun merikes xiliades xronia perisotero apo aytous pou ta katexoun shmera? h mipos emeis oi kouvardades tou politismou kai twn edafwn tha prepei na dwsoume kai kati akoma etsi gia na di3oume poso proodeytikoi eimaste otan olos o upolipos planiths filatei ta dika tou !!!
den eimai galazio pedi oute prasino… den exw psifhsei pote mou para mono gia to 15meles sto sxolio kai an pote to kanw h psifos mou tha paei h sto Λ.Α.Ο.Σ (προφερεται Λαός) ή στο Κ.Κ.Ε!!
ideologika(?) eimai akrode3ios anarxokoumounisths ki ayto giati sto kentro epese polis kosmos kai den xwrame oloi
ZHTW o markakis !!
Ζησόπουλος Κωνσταντίνος ()
Αγαπητέ koxakis
Ίσως,αν όπως λες ψήφισες εως τώρα μόνο για 15μελές, αυτό το νεανικόν εξηγεί και την ενέργεια που έχεις ώστε να μην βολέυεσε στο κέντρο και να ωθείσε στα άκρα.Καλό είναι αυτό από μια μεριά αλλά σκέψου καλά την κατεύθυνση.Δεν είναι όλα το ίδιο. Μην το κάνουμε όπως λέει η παροιμία » να μπλέξουμε τις πούτσες με τις βούρτσες».
Όσον αφορά τα ελληνικά μνημεία της Καθ’ημάς Ανατολής.
Σε ποιόν ανήκει ο τόπος, οι πέτρες της Παναγίας Σουμελά ή της Ευαγγελικής Σχολής είναι σήμερα ξεκαθαρισμένο.
Εκείνο επίσης που για μένα είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο, είναι το δικαίωμα αυτών στους οποίους ανήκει αυτή τεράστια πολιτιστική κληρονομιά να έχουν λόγο για τις τύχες αυτών των μνημείων.
Το ίδιο προφανώς ισχύει και για τα μουσουλμανικά μνημεία που βρίσκονται στην Ελλάδα.
Πρόσεχε λοιπόν την κατεύθυνση…..
Omer
«Το Μικρασιατικό Ζήτημα στο νέο βιβλίο της Στ Δημοτικού»
Κ. Φωτιάδη, Καθηγητή Νεότερης Ιστορίας
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Η ενασχόλησή μου με το βιβλίο της Στ Δημοτικού της κυρίας Ρεπούση απορρέει πρώτα από την ιδιότητά μου ως ιστορικού που αναλώθηκε στη μελέτη των ιστορικών γεγονότων του ευρύτερου χώρου της Μικράς Ασίας και έπειτα από την ιδιότητά μου ως παιδί πρόσφυγα προερχόμενου από το χώρο του ιστορικού Πόντου. Επειδή φρονώ ότι και οι δύο αυτές ιδιότητές μου στοιχειοθετούν το δικαίωμα να εκφράζω άποψη αναφορικά με το μείζον κατά την εκτίμησή μου ζήτημα της συγκεκριμένης διαχείρισης του Μικρασιατικού θέματος από το εγχειρίδιο της κυρίας Ρεπούση , αποφάσισα να καταθέσω και τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων.
Τι είναι ιστορία
Η πρώτη θεωρητική-ιδεολογική ένσταση που έχω αφορά στο μείζον ζήτημα του τι είναι η ιστορία.
Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη της ιστορίας που κυριάρχησε ως το 1940 η ιστορία ήταν μια παράδοση προσέγγισης των πρωτογενών πηγών . Η παράδοση αυτή σχετιζόταν με τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, , ενώ ο ιστορικός αποδεχόταν την εξάλειψή του ως υποκειμένου για να πετύχει την ανάπλαση του παρελθόντος μέσα από τον αφηγηματικό λόγο.
Με το ιστοριογραφικό παράδειγμα της σχολής των Annales η ιστορία έπαψε να λειτουργεί ως αφήγημα και αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα. Σύμφωνα με την εκδοχή του μοντερνισμού ο οποίος αποτελεί έναν συγκερασμό του θετικισμού, του μαρξισμού και του δομισμού στα πλαίσια της ιστορίας ο ιστορικός διαλέγεται με τις ποικίλες όψεις μιας πολύμορφης πραγματικότητας, μέρος της οποίας αντιπροσώπευαν οι πηγές και να διαμορφώσει τη δική του ολιστική προσέγγιση (Κόκκινος 1998, Μαυροσκούφης 2005). Ακόμα ο ιστορικός οδηγείται σε μια αναγωγή του ειδικού στο γενικό και του τοπικού στο εθνικό και το παγκόσμιο και σε μια αντιστοίχηση υλικών, δομών και νοοτροπιών. Οι μεταβολές στο οικονομικό πεδίο ευθύνονται σύμφωνα με τον μοντερνισμό για τη μετεξέλιξη των ιδεών στο πεδίο της κοινωνίας ενώ οι δομές και πολύ λιγότερο τα υποκείμενα διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική εξέλιξη.
Πριν από το τέλος του 20ου αιώνα δημιουργήθηκε μια κρίση δομών στις ιστορικές σπουδές που οδήγησε στο εγχείρημα του μεταμοντερνισμού ή της μετανεωτερικότητας. Τα βασικά σημεία τριβής με το ερμηνευτικό μοντέλο του μοντερνισμού είναι η στροφή του ενδιαφέροντος στην πολιτισμική ιστορία, η αντίληψη ότι οι πηγές είναι κείμενα που διαμεσολαβούν ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και στην αφηγηματική της αναπαράσταση, η εισαγωγή του ερμηνευτικού σχήματος της ασυνέχειας και η έμφαση στις ιστορίες επί μέρους ομάδων, τάξεων, κοινωνιών.
Επειδή λοιπόν κάθε βιβλίο απαντά με τον τρόπο του στο ερώτημα τι είναι η ιστορία, φρονώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο της Στ Δημοτικού ανήκει εξ ορισμού στη μετανεωτερική εκδοχή της ιστορίας, αφού δεν αποπειράται να δημιουργήσει έναν ενιαίο εθνικό ιστορικό μύθο, δίνει ερεθίσματα για να δειχτεί ο διαμεσολαβημένος χαρακτήρας των πηγών (βλ. την πρόταση να συγκριθούν οι αντιδράσεις των Ελλήνων μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη με το λόγο του Κεμάλ για την ελληνική κατοχή της Σμύρνης) και παρουσιάζει το εθνικών διαστάσεων γεγονός της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής κατακερματισμένο, χωρίς διαθέσεις αιτιοκρατικής προσέγγισης, εκεί όπου η σχολή των Annales θα αναζητούσε διαπλοκές στο διπλωματικό πεδίο. Η εκδοχή ανάγνωσης της ιστορίας που προκρίνεται από τη συγγραφέα πόρρω απέχει εξάλλου της παραδοσιακής εκδοχής που εστίαζε στην προσέγγιση των συμβάντων.
Προσωπικά θεωρώ ότι η επιστημονική οπτική των συναδέλφων είναι πάντοτε σεβαστή. Εντοπίζω όμως στη συγκεκριμένη ανάγνωση του Μικρασιατικού Ζητήματος από την κυρία Ρεπούση μια μεγάλη αντίφαση: την απόπειρα να συγκεράσει το παραδοσιακό και στη βάση του εθνοκεντρικό εγχείρημα της κατασκευής ενός εγχειριδίου εθνικής ιστορίας για τα παιδιά της Στ Δημοτικού με αντιπαραδοσιακά υλικά: με υλικά του μετανεωτερικού παραδείγματος όπως ο κατακερματισμός των πολλών επί μέρους ιστοριών, κοινωνιών και η καθόλου υποψιασμένη και συχνά ύποπτη προσπάθεια να αμβλυνθούν εκείνες οι πτυχές των ιστορικών γεγονότων που χωρίζουν τους ιστορικούς μύθους δύο γειτονικών λαών (στην περίπτωσή μας του ελληνικού και του τουρκικού) και δομούν την αντίληψη της ετερότητας.
Και εξηγούμαι: Οι Έλληνες και οι Τούρκοι μπορούν να γίνουν εταίροι σε μια ενιαία Ευρώπη μόνο αν συνειδητοποιήσουν το παρελθόν τους και μπορέσουν να αναθεωρήσουν τα σφάλματα που δυναμίτισαν τις μεταξύ τους σχέσεις. Δεν κερδίζεται η φιλία με «αποσιωπήσεις» του στυλ «χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν στην Ελλάδα». Η ιστορία είναι αμείλικτη, έχει τη δική της δυναμική και η συλλογική μνήμη της πολιτισμικής ομάδας από την οποία κατάγομαι και για την οποία σεμνύνομαι έχει να επιδείξει πολλές εκατόμβες θυμάτων που σφάζονταν από τους Τούρκους κυνηγούς την ώρα του συνωστισμού. Το κλίμα που δημιουργείται από το βιβλίο προσπαθεί απεγνωσμένα να φέρει στη μνήμη μας αναλογίες με το συνωστισμό στα λιμάνια της σύγχρονης Ελλάδας την περίοδο των θερινών μας διακοπών. Πρόκειται όμως για μια ελάχιστα υποψιασμένη και πολύ ύποπτη εκδοχή της ιστορικής πραγματικότητας. Όσο και αν οι πρωτογενείς πηγές διαμεσολαβούνται οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε μαύρα χάλια. Όσοι ποτέ κατάφεραν να φτάσουν. Και αυτό είναι το μόνο που διαμεσολαβείται έτσι από όλους και από όλες τις ιστορικές σχολές σκέψης. Κυριολεκτικά από όλες.
Κατά τα άλλα συμφωνά με το πνεύμα ότι θα πρέπει να διαβάσουμε πάλι τις πηγές να συμφωνήσουμε επιτέλους με τη ρήση του Σολωμού ότι «το έθνος θα πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό» και να δώσουμε απαντήσεις σε νέα ερωτήματα που τίθενται πλέον την περίοδο της παγκασμιοποίησης όπως «Ποιο το μέλλον της εθνικής ιστορίας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία» ή «Ποιο το δέον γενέσθαι στα πλαίσια της διαπολιτισμικής αγωγής με το μάθημα των επί μέρους εθνικών αναγνωσμάτων». Πρέπει όμως προηγουμένως να συναποφασίσουμε αν μπορούμε να δομήσουμε την εθνική ολιστική προσέγγιση της ιστορίας με μετανεωτερικά υλικά και αν αυτό συμβάλλει στην καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης των μαθητών μας.
Ελλαδοκεντρισμός-ελληνοκεντρισμός-αμερικανοκεντρισμός
Ένα από τα σημεία τριβής μου με την παραδοσιακή ιστορική σχολή ήταν και η εμμονή της στην ελλαδοκεντρική διάσταση,. Εξηγούμαι ότι εννοώ την προσκόλληση του ιστορικού αφηγήματος στα πεπραγμένα του Ελληνικού Βασιλείου. Η ιστορία των ελληνικών πληθυσμών που βρέθηκαν έξω από τα όρια του Ελληνικού Κράτους το 1830 ή το 1912 δεν απασχολούσε ποτέ την επίσημη ιστορία. Η στρέβλωση αυτή καθιστούσε εξ ορισμού αναθεωρητέα κατά την εκτίμησή μου την παραδοσιακή σχολική ιστορία. Η αναθεώρηση όμως αυτή έγινε επιδεινώνοντας τα πράγματα στο παρόν βιβλίο και σε λίγο θα νοσταλγούμε τις 12 σελίδες του Μικρασιατικού Ζητήματος του προηγούμενου βιβλίου. Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο: Η εξήγηση είναι απλή: αν μέχρι τώρα η παρουσίαση ενός ακμαίου ελληνικού πολιτισμού έξω από τα όρια του Ελληνικού Κράτους υπήρχε φόβος ότι θα έδινε τροφή στον νεοελληνικό αλυτρωτισμό, και θα προετοίμαζε ιδεολογικά τους Έλληνες για δυναμικές διεκδικήσεις αλύτρωτων πατρίδων, ο μετασχηματισμός της ανθρωπότητας σε ένα παγκόσμιο χωριό προϋποθέτει τον σταργγαλισμό της εθνικής ιδιαιτερότητας και συνείδησης για να προετοιμαστεί έτσι η αφομοίωση στο αμερικάνικο μοντέλο. Ο αφελληνισμός διευκολύνεται από την ελληνοτουρκική φιλία και την απώλεια της συλλογικής μνήμης. Μόνο έτσι η ανθρωπότητα πορεύεται ειρηνικά σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας αγοράς. Και αυτή την αντίληψη ακολουθεί το παρόν βιβλίο που απονευρώνει εσκεμμένα το λόγο και αποφεύγει να δώσει έμφαση σε όσα μας χωρίζουν με τους Τούρκους. Λυπάμαι αλλά δε θα αντικαταστήσω τον ελλαδοκεντρισμό που δε με εκφράζει καθότι θιασώτης του ελληνοκεντρισμού από το ιδανικό του αμερικανοκεντρισμού.
Η διαχείριση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών & Ποντίων
Και έρχομαι τέλος στη σκύλευση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών και Ποντίων που επιχειρείται από το συγκεκριμένο βιβλίο. Θα μπορούσα σε αυτό το σημείο να γράψω πολλά για τις ιστορικές ανακολουθίες, τις αντιφάσεις του, την έλλειψη καταμερισμού της ύλης ανάμεσα στον ελλαδικό και τον μικρασιατικό – παρευξείνιο Ελληνισμό. Ως πότε θα αγνοούμε συνειδητά τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τους νεότουρκους και τους κεμαλικούς; Δε θα πω τίποτα όμως από όλα αυτά. Θα τονίσω μόνο το συναισθηματικό κομμάτι σε ό,τι με αφορά και θα ζητήσω από τη συγγραφέα να μου εξηγήσει πόσο παιδαγωγικά ορθό είναι να έρθουν τα παιδιά μου και τα παιδιά όλων των Μικρασιατών αντιμέτωπα με μια εκδοχή της ιστορίας όπως αυτή περί συνωστισμού για θερινές διακοπές που υπηρετείται από το παρόν βιβλίο και στην παράδοση της οικογένειας που φυλάγει τις αναμνήσεις από αυτό το παρελθόν ως οικογενειακά κειμήλια με ξεχωριστή συμβολική αξία. Ποιον θα πιστέψουν τα παιδιά Μας; Δε νομίζετε κυρία Ρεπούση ότι θα μας κάνετε αξιόπιστους, ανακόλουθους, αφερέγγυους και μυθομανείς, μόνιμα απολογούμενους απέναντι σε μια νέα γενιά που δεν έχει δικές της μνήμες από πολέμους και καταστροφές; Μας αξίζει κάτι τέτοιο, να αποξενωθούμε και να καταδικαστούμε συλλήβδην ως κατασκευαστές εθνικών μύθων;
H διαχείριση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών και Ποντίων και των άλλων προσφύγων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπιστεί μέσα από ένα βιβλίο σαν της κυρίας Ρεπούση.
Τόσο σοβαρή ώστε το συγκεκριμένο βιβλίο μας πληγώνει σήμερα. Και μας κάνει να αισθανόμαστε κι εμείς πρόσφυγες και σήμερα στην Ελλάδα που δε συμμερίζεται τις ευαισθησίες μας. Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν…
Προς
Σεραφείμ Φυντανίδη, Διευθυντή Ελευθεροτυπίας
Γιάννη Βλαστάρη Διευθυντή Κυριακάτικης
Αγαπητοί,
Ο «ΙΟΣ» επανήλθε σήμερα και απειλεί ότι θα μονολογήσει ξανά κατά των δήθεν «επίδοξων λογοκριτών». Επειδή εκτιμώ ότι είσαστε αμφότεροι υπεύθυνα άτομα και επαγγελματίες δημοσιογράφοι, παραθέτω τρία μόνο κομμάτια μου από τα δικά μου κείμενα τα οποία οι σχολιογράφοι σας όλως περιέργως και αλλόκοτα θεωρούν «επίδοξη λογοκρισία»:
Πρώτη παραπομπή: «… οι εξεγερθέντες κατά της «κριτικής» ιστοριογραφίας θεωρούν απαράδεκτη την πολιτικοποίηση της ιστορίας με επιλεκτική χρήση των πηγών είτε αυτό γίνεται προς την μια κατεύθυνση είτε προς την άλλη. Ο υπογράφων ασφαλώς και συμφωνεί απόλυτα με αυτή την θέση….»
Δεύτερη παραπομπή: «…Σ’ αντίθεση με τις ιδεοληπτικές «κριτικές» τσαρλατανιές, τα χαρίσματα της αλάνθαστης –και αποδεκτής από όλους τους καλούς ιστορικούς– θουκυδίδειας ιστοριογραφικής παράδοσης, έγκεινται στο γεγονός ότι απορρίπτουν την προκατειλημμένη επιλογή των πηγών και την ηθελημένη διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Είναι η αυστηρή περιγραφική ουδετερότητα, η ακριβής περιγραφική αποτύπωση των σημαντικών γεγονότων, η περιγραφή και ερμηνεία των βαθύτερων διαμορφωτικών παραγόντων του ιστορικού γίγνεσθαι και η περιγραφή και ερμηνεία των πραγματικών αιτιών πολέμου. Δεν είναι τυχαίο ότι παγκοίνως η Θουκυδίδεια παράδοση θεωρείται το επιστημονικό «Παράδειγμα» (Paradigm) τόσο της ιστοριογραφίας όσο και της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων, ιδιαίτερα των τελευταίων. Εν τούτοις, στην Ελλάδα, όλως περιέργως οι βάσιμες επιστημονικές προσεγγίσεις επισκιάζονται από λυσσασμένες «κριτικές» κραυγές που θέλουν την επιστήμη υπόδουλη ιδεοληψιών και ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων. Αν δεν προσέξουμε θα πάθουμε ότι μας αξίζει.. Η Θουκυδίδεια παράδοση, που ασφαλώς βρίσκεται στον αντίποδα των «κριτικών» μεταφυσικών ιστορικών κατασκευών, περιγράφεται έξοχα από την Jacqueline de Romilly. Η ιστοριογραφική παράδοση όπως την θεμελίωσε ο Θουκυδίδης, μας πληροφορεί, «τείνει στην απόλυτη αντικειμενικότητα του ερευνητή» και οφείλει τη μεγάλη αξία του στο γεγονός πως κατορθώνει να δεσμεύεται από «την πιο αυστηρή αντικειμενικότητα». Παράγει καλή ιστορική γνώση γιατί «βλέπει την λεπτομέρεια σε συνάρτηση με το σύνολο και παραθέτει και αξιολογεί μόνο εκείνες τις πληροφορίες που αναφέρονται σε κάποιο σημαντικό σκοπό». Κατ’ αυτό τον τρόπο, η καλή ιστοριογραφία «εξετάζει ό,τι έχει γνώρισμα καθολικό, παραθέτει “προθέσεις” ή “γνώμες” διαχρονικής αξίας και ανεξάρτητων των ατομικών περιπτώσεων». Επιπλέον, «εστιάζει την προσοχή με αυστηρή ακρίβεια επί της ουσίας και με τρόπο που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε κάτω από τις επιμέρους πράξεις την ύπαρξη τάσεων, αιτίων και λογικών αλληλουχιών οι οποίες είναι ολοένα και πιο βαθιές και μακρινές, και που η αληθοφάνειά τους παίρνει έτσι έναν χαρακτήρα πιο γενικό, πιο ανεξάρτητο από τις περιστάσεις και τα πρόσωπα: αυτές οι αλληλουχίες επαναλαμβάνονται τόσο περισσότερο όσο πιο αυστηρά έχουν αναχθεί στο ουσιώδες». Το ουσιώδες, το καθολικό, τα αληθινό και το διυποκειμενικά ορθό είναι, ακριβώς, που θέλει να εξαφανίζει η ιδεολογικοπολιτικά στρατευμένη μεταμοντέρνα κριτική κονστρουκτιβιστική ψευτο-ιστοριογραφία.»
Τρίτη παραπομπή: «…οι αντιδράσεις πολλών από εμάς δεν σχετίζονται με εμμονές στην μια ή άλλη «εθνική ιστοριογραφία». Αυτό, εξάλλου, θα ήταν αντιφατικό, μιας και κύριος άξονας της κριτικής των περισσότερων αντιρρήσεων που εκφράστηκαν είναι ότι μόνο η αξιολογικά ελεύθερη ιστοριογραφία είναι έγκυρη και αξιόπιστη. Ουσιαστικά, το μόνο που υποστηρίζεται είναι ότι καλή ιστορία είναι αυτή που αποτυπώνει με ακρίβεια τα ιστορικά γεγονότα…»
Ερωτώ αμφότερους: Θεωρείται αυτές τις θέσεις «επίδοξη λογοκρισία»; Εγώ τις θεωρώ κάλεσμα για αυστηρή επιστημονική ουδετερότητα και ακριβή ιστορική καταγραφή όποια και να είναι αυτή!! Συμφωνείτε ή δεν συμφωνείτε; Αν όπως είναι αυτονόητο συμφωνείτε, εύλογα όσον με αφορά σας καλώ να μην αφήνετε τη εφημερίδα σας να μετατρέπεται σε μηχανισμό δολοφονίας θέσεων και χαρακτήρων!!
Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι κάποιοι εκτροχιάζονται υπέρμετρα και εκθέτουν την εφημερίδα που διευθύνετε. Επειδή ακριβώς στο υπόβαθρο αυτής της συζήτησης βρίσκεται η ουσία, δηλαδή διεθνοφασιστικές αξιώσεις, κάποιοι ίσως λιγότερο προκατειλημμένοι και φανατισμένοι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να ερευνήσουν τις συναρτήσεις μέσα από τον τεράστιο πλούτο πληροφοριών για την στρατηγική «μαλακής ισχύος» που εμπεριέχει το κείμενο του Jonathan Mowat που επισυνάπτω. Μια τέτοια σοβαρή, ουσιαστική και περιεκτική έρευνα, εξάλλου, θα βρίσκεται σε αρμονία με την εικόνα που εσείς ως εφημερίδα δίνεται προς τα έξω: δημοκρατικής, αντι-ιμπεριαλιστικής και αντι-φασιστικής…. Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα… Για να αντιληφτούν οι αναγνώστες της έγκριτης εφημερίδας σας τους λόγους για τους οποίους οι επαναστάσεις ελευθερίας που έφεραν την ανεξαρτησία στην κοινωνία μας και σε άλλες λιγότερο ισχυρές κοινωνίες πρέπει να λογοκρίνονται-υποβαθμίζονται ιστοριογραφικά. Για να καταλάβουν οι αναγνώστες σας, επίσης, γιατί όσοι αντιδρούν και ζητούν αντικειμενική-ακριβή ιστοριογραφία μπαίνουν στο στόχαστρο, οι θέσεις τους διαστρεβλώνονται βάναυσα, πυροβολούνται και δολοφονούνται: Μήπως;: «Ο διάλογος καθορίζεται από τους οπλοφορούντες. Με τους οπλοφορούντες συμφωνείς ή εκτελείσαι. Χυδαιογραφούντες και χυδαιοπραγούντες αλλά και έμμεσα όσοι τους στηρίζουν (…) γενικεύουν τον διάλογο καθιστώντας έτσι πολλούς τμήμα μιας διαδικασίας που θυμίζει και μυρίζει χοιροστάσιο»; (Δημ. Τσάτσος, Το ΒΗΜΑ, 5.11.1995).
Παρακαλώ, σε κάθε περίπτωση, να μην γίνει η παραμικρή αποσπασματική, διαστρεβλωτική, κακόπιστη ή άλλως πώς αντιδεοντολογική παράθεση ή σχολιασμός των θέσεών μου. Παρακαλώ, επίσης, να μην κακοποιηθώ από τις στήλες σας, να μην παρατεθούν απόψεις μου αποσπασματικά και να μου παρασχεθεί έγκαιρα πληροφόρηση για τον ακριβές περιεχόμενο των προαναγγελθέντων επιθέσεων ούτως ώστε να δοθεί η πρέπουσα και δέουσα απάντηση. Παρακαλώ, σε κάθε περίπτωση να δημοσιευτούν οι επιστολές μου προς τους ιούς και η παρούσα προς εσάς.
Με εκτίμηση
Παναγιώτης Ήφαιστος
http://www.ifestos.edu.gr
20/2/2007
ΕΝ-ΣΤΑΣΕΙΣ
Περί ιστορικού ρεβιζιονισμού
Του ΦΑΙΔΩΝΑ ΜΑΛΙΓΚΟΥΔΗ
«Και οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία». Λίγα τεκμήρια από το παρελθόν έχουν αποτυπώσει με τόση ενάργεια το πνεύμα του πολυτάραχου 20ού αιώνα, που μόλις αποχαιρετήσαμε, όσο η λέξη «ρεβιζιονισμός», που καθιερώθηκε στη διεθνή γλωσσική χρήση (στα ελληνικά χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το, ταυτόσημο, μεταφραστικό δάνειο «αναθεωρητισμός») στις αρχές του αιώνα. Ως τεχνικός όρος αποτελεί το νεολατινικό revisionismus (re-=«ανά-»+ «videre»= «επισκοπώ, θεωρώ») μια, αρνητική συνήθως, κατηγορία, η οποία σημαίνει την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να παρεκκλίνει από βασικές και κοινά παραδεκτές αρχές, επανεξετάζοντας τα δεδομένα κάτω από ένα δικό της, καινοφανές, πρίσμα.
Παρακάμπτοντας εδώ, λόγω οικονομίας χώρου, την αναφορά στον «κλασικό» ρεβιζιονισμό (που στο ιδιόλεκτο του πολιτικού λόγου χρησιμοποιείται, από τις αρχές του αιώνα, από τους «ορθόδοξους» μαρξιστές για να στιγματίσουν όσους θεωρούν αιρετικούς αναθεωρητιστές) θα παραμείνουμε σε μια σχετικά πρόσφατη παραλλαγή του ρεβιζιονισμού. Ο λόγος λοιπόν εδώ για τον «ακαδημαϊκό» αναθεωρητισμό της Ιστορίας.
Ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπος της «ακαδημαϊκής» παραλλαγής του ρεβιζιονισμού είναι ασφαλώς ο Βρετανός ιστορικός David Irving, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή τον περασμένο Δεκέμβριο από τις φυλακές της Αυστρίας, όπου είχε καταδικαστεί σε επταετή εγκλεισμό, επειδή στα βιβλία του προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τόσο το Αουσβιτς όσο και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα δεν είχαν υπάρξει ποτέ.
Μια άλλη παραλλαγή του «ακαδημαϊκού» ρεβιζιονισμού, που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το δικό μας ιστορικό παρελθόν, θεραπεύεται ιδιαίτερα στην υπερατλαντική κοσμοκράτειρα. Εκεί, στο πλαίσιο του «πολυπολιτισμικού» μοντέλου, που έχουν ήδη επιβάλει από το 1967 με θεσμικά νομοθετήματα στην εκπαίδευση τα μέχρι τότε λιγότερα ευνοημένα εθνο-κοινωνικά στρώματα, δηλαδή μαύροι, Λατινοαμερικάνοι, Εβραίοι (Bilingual Education Act, to 1967 και National Ethnic Heritage Studies, το 1974), υπάρχουν ήδη πολυάριθμα ΑΕΙ που θεραπεύουν τις «Εθνοφυλετικές Σπουδές» (Ethnic Studies). Μια σύλληψη που έχει πλέον καθιερώσει και θεσμικά τον ιστορικό ρεβιζιονισμό στις ΗΠΑ, αφού είναι εκ προοιμίου αντίθετη προς κάθε τι που θυμίζει τον ευρωκεντρικό «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό» και τις αρχαιοελληνικές ρίζες του. Σε αυτό ακριβώς το πνευματικό κλίμα , το οποίο μηχανικά μεταφέρει τον πολυφυλετισμό που χαρακτηρίζει τη σημερινή αμερικανική κοινωνία στο ιστορικό παρελθόν, αναπτύχθηκε και η «σχολή» εκείνη του ρεβιζιονισμού που «ανακάλυψε» τις αφρο-ασιατικές ρίζες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, με τη «Μαύρη Αθηνά» ως εμβληματική μορφή της.
Αν, όμως, η «Μαύρη Αθηνά» αποτελεί σήμερα το μακρινό απόηχο ενός «ακαδημαϊκού» συρμού του ρεβιζιονισμού που έχει πια κοπάσει, δεν συμβαίνει το ίδιο και με μια νέα παραλλαγή του, η οποία έχει καταστήσει ήδη αισθητή την παρουσία της και εντός των τειχών. Πρόκειται για την repetita lectio, την εκ νέου ανάγνωση, των ιστορικών πηγών που αναφέρονται στην ιστορία των Βαλκανίων και στην οποία μας παροτρύνει το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη (CDRSE). Πρόκειται για μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση (που αντλεί ωστόσο τους πόρους της τόσο από το υπουργείο Εξωτερικών της Αμερικής όσο, κυρίως, και από τον Οργανισμό των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη), πρόεδρος της οποίας είναι ένα υψηλό στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο βοηθός-υφυπουργός Εξωτερικών, πρέσβης Ρίτσαρντ Σίφερ, και γενικός γραμματέας- εισηγητής για το πρόγραμμα της Ιστορίας ο Κώστας Καρράς, γόνος οικογένειας εφοπλιστών από το Λονδίνο.
Εναν «αφοπλισμό της Ιστορίας» προτείνει το Κέντρο αυτό με τα τέσσερα βιβλία-εργασίες για την Ιστορία των Βαλκανίων που έχει ήδη εκδώσει, προωθώντας ένα (νεο)ρεβιζιονιστικό μοντέλο μιας «συναινετικής» θεώρησης του ιστορικού παρελθόντος των βαλκανικών λαών. Ενα σχεδόν ειδυλλιακό ιστορικό παρελθόν, στο οποίο ο Οθωμανός δυνάστης εμφανίζεται ως ο νόμιμος κάτοχος της κεντρικής εξουσίας σε ολόκληρο το χώρο των Βαλκανίων.
Αφήνοντας εδώ κατά μέρος το ερώτημα για το ποιον άραγε ευνοεί η «συναινετική» αυτή θεώρηση της Ιστορίας, θα επισημάνουμε ότι η δραστηριότητα του Κέντρου και, κυρίως, οι συστάσεις του για τον τρόπο θεώρησης του ιστορικού μας παρελθόντος έχουν ήδη καταστήσει και θεσμικά αισθητή την παρουσία τους στο σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας για την Στ’ Δημοτικού, που επιβλήθηκε ως διδακτικό με την έγκριση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και την ανοχή του υπουργείου Εθνικής Παιδείας.
Συνένοχοι και αδαείς, οι Μοιραίοι που «βλάπτουν εξ ίσου την Αποικίαν».
http://malingoudis.blogspot.com/
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 22/02/2007
an kai to thema einai to vivlio (Istorias!!??) tha 3ana3efhgw apo to thema ….
Kos Omer tha hthela na pw pws ta mousoulmanika mnimia safos kai anikoun sthn ellada dld stous ellhnes mias kai otan kataskevastikan h ellada htan upo katoxh… teties apopsis vevaia kapoioi tha tis katata3oun pio pera kai apo to de3i xeri tou proedrou tou kinovouliou isws giati to kentro exei katalifthei apo prasinomple «paidia» ta opoia sunostizontai sthn apovathra !!
eytixos omws thn istoria thn 3ernaei kathe toso h gh pou patame kai oso kai an theloun kapoioi na tis klisoun to stoma ayth tha sinexizei na to kanei gia polla polla xronia…
den tha katsw na grapsw gia tis paralipseis tis upervoles h tis psefties , tha mou eperne mhnes…
na mou pei enas apo edw ena vivlio apo oles tis ta3eis tou dimotikou ,gumasiou ,lukeiou sto opoio o mathiths na diavasei gia tis puramides sthn ellada (etsi ena paradigma fernw)
Στις 9-2-1995 η Ακαδημία Αθηνών ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των μετρήσεων που αφορούσαν την χρονολόγηση της πυραμίδας του Ελληνικού,βασισμένη στην μέθοδο της οπτικής θερμοφωταύγειας.Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο Πυρηνικής χρονολόγησης του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του «ΕΚΕΦΕ-Δημόκριτος». Η χρονολόγηση κατασκευής της πυραμίδας του Ελληνικού εντοπίσθηκε στο 2720 π.χ. .Τα αποτελέσματα αυτά αποδεικνύουν , οτι η πυραμίδα του Ελληνικού προηγείται κατά 100 (τουλάχιστον) έτη της πρώτης Αιγυπτιακής πυραμίδας του Ζοζέρ (2620 π.χ.) και είναι κατά 170 (τουλάχιστον)έτη αρχαιότερη της πυραμίδας του Χέοπος (2550 π.χ.)
me 2-3 klik klik egw ta vrika sto diadiktio , oi kirioi/es pou sunegrapsan to vivlio den?? h mipos den prepei !!???
kai para to filiko – sumvouleftiko ufos sou (mia kai ta pluthintika den mou pane) me kanei kai thimonw na vlepw to omer para to gegonos oti egw grafw griglish giati den thelw na dolofonw thn ellhnikh glwssa me thn kakh-kakisth orthografia mou !!!
as pei kapoios telika poios skotwse ton ΟΜΗΡΟ…!!?? oi kataktites mas ? ta afentika mas ? emeis gia logariasmo twn prwigoumenwn h emeis epidi etsi goustaroume …
oso gia thn parimia sou ….den tha ta mperdepsoume giati ta exoume kai ta 2 katapiei edw kai polla xronia ….
kalhtera na aposir8ei to vivlio entelos kai thn wra tis istorias as mirazoune oi daskaloi lotous… alwste ta frouta (otan ta trws) kanoun kalo
@ KOXAKIS
Αυτός ο ιστοχώρος κινείται σε άλλο μήκος κύματος μακριά απο αρχαιοπρέπειες(όπως ένας φίλος κάπου αλλού μας καταλογίζει).
Δεν υπάρχει από ότι αντιλαμβάνεσαι σημείο επαφής. Άστο λοιπόν…..
Omer
Απο-στάσεις
Αριστερά, Ιστορία και μνησικακία
Διατυμπανίζουν οι υπέρμαχοι του τρόπου διδασκαλίας της Ιστορίας (ΣΤ’ Δημοτικού) ότι εκείνοι που απλώς το κατακρίνουν είναι εθνικοπαράφρονες, επίγονοι ακροδεξιών και λοιπά φληναφήματα. Παριστάνουν τους Αριστερούς, νομίζουν ότι είναι Αριστεροί, δηλώνουν Αριστεροί τέλος πάντων.
Οι ίδιοι αρνούνται να κατανοήσουν ότι συμπλέουν με την εξουσία και τους μηχανισμούς της δεξιάς παράταξης που κυβερνά (sic) αυτόν τον τόπο. Οι συγγραφείς της εξουσίας πώς είναι δυνατόν να είναι ανεξάρτητοι και αντικειμενικοί; Στην προσπάθειά τους να απαλείψουν, λέει, μίση και πάθη, διακρίσεις και εθνικοληρήματα, καταντάνε αστείοι· τουλάχιστον αστείοι, με τέτοια κακά ελληνικά που χρησιμοποιούν. Δεν εννοώ τις λέξεις που χρησιμοποιούν, αλλά τον τρόπο που τις συνθέτουν.
Δεν πάει να μην αποσυρθεί ποτέ το βιβλίο! Ετσι κι αλλιώς οι μαθητές δεν θα το μελετήσουν. Οταν ωριμάσουν και καταλάβουν τι ανοησίες διάβαζαν θα γελάνε ή θα λυπούνται για την κατάντια της χώρας τους, της Παιδείας γενικότερα και της εκπαίδευσης ειδικά. Είτε το θέλουν είτε όχι, κάποια στιγμή θα πέσουν επάνω στον Καραϊσκάκη ή στους Σοφιστές και ας μην τους διάβασαν ποτέ στο σχολείο τους, ας μην τους είπαν τίποτε οι παιδαγωγοί τους. Είναι βέβαιο· οι οπαδοί του τρόπου γραφής του βιβλίου γνωρίζουν εκείνον τον Πρώσο που έλεγε ότι «όλοι κρύβουμε έναν μπάτσο μέσα μας», αλλά μάλλον θεωρούν ότι αυτοί είναι η εξαίρεση. Η κριτική γίνεται από όσους τιμάνε το ίδιο τα ελαττώματα και τα προτερήματα και του νου και της ψυχής. Ας επιθέσουν όσα ψεύτικα (εκσυγχρονιστικά) παλίμψηστα επιθυμούν στην Ιστορία· η Ιστορία τα αποβάλλει από μόνη της, όπως με σοφία (και πανουργία) πράττει έως τούδε. Η Αριστερά δεν είναι εκσυγχρονιστική ταμπέλα· είναι μνήμη και παράδοση και πόνος και λάθη και εγκλήματα και μεταρσίωση και χαρά. Ολα μαζί. Κυρίως, εχθρός της μνησικακίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ Stamg@enet.gr
http://www.enet.gr/online/online_fpage_text/id=16257676
Ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο με τίτλο:
«Το βιβλίο Ιστορίας της στ’ Δημοτικού και η Berlinale 2007″
έχει ανεβάσει η ange-ta
Ο ΙΟΣ για το βιβλίο
Tuesday, February 20th, 2007 in Η πολιτική στην καλύβα
Διάβασα προσεκτικά το άρθρο του ΙΟΥ για το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού.
Ως συνήθως, χτυπάει εύστοχα. Μόνο που αυτή τη φορά το θέμα δεν απαιτεί μονάχα κριτική στον αντίπαλο, απαιτεί και συγκεκριμένη θέση. Εκεί, ο ΙΟΣ αποδεικνύεται αντάξιος της καλύτερης ελληνικής παράδοσης: του στρίβειν αλα Γαλλικά:
Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθούμε εδώ με τα περιεχόμενα του συγκεκριμένου βιβλίου, οι επιστημονικές και παιδαγωγικές αδυναμίες του οποίου μπορεί και πρέπει να γίνουν αντικείμενο εποικοδομητικής κριτικής. Η προσοχή μας θα επικεντρωθεί στο λογοκριτικό «κίνημα για τη διάσωση της εθνικής μνήμης», που δίνει μια ακόμη μάχη για τον αποκλεισμό κάθε εναλλακτικής προσέγγισης της ελληνικής ιστοριογραφίας από τη δημόσια εκπαίδευση.
Στο τέλος του άρθρου τους, αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι
«Απομένει το ζήτημα των πολεμικών βιαιοτήτων. Η περιγραφή της μικρασιατικής καταστροφής σαν «συνωστισμού» στην προκυμαία της Σμύρνης είναι, βέβαια, παραπλανητική.»
Αλλά αντί να απαντήσουν στο ερώτημα ΓΙΑΤΙ είναι παραπλανητική αυτή η περιγραφή, ξεφεύγουν σα χέλια, εφαρμόζοντας το σοφό λαϊκό ρητό άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε!
«Αν μιλάμε, όμως, για πραγματικά βιβλία ιστορίας κι όχι για ασκήσεις φαιάς προπαγάνδας, η καταγραφή των βιαιοτήτων δεν μπορεί να είναι μονόπλευρη: δίπλα στις σφαγές των Ελλήνων από τους κεμαλικούς πρέπει ν’ αναφέρονται οι λεηλασίες και οι βιασμοί που συνόδευσαν την απόβαση στη Σμύρνη, η συστηματική καταστροφή των τουρκικών χωριών της ενδοχώρας και η σωρεία εγκλημάτων πολέμου που διέπραξε στο διάβα του ο ελληνικός στρατός. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να εξηγηθεί, με βάση τις επίσημες ελληνικές στατιστικές της εποχής, ποια ήταν ακριβώς η εθνολογική σύνθεση των «υπό απελευθέρωση» πολεμικών θεάτρων.
Απέναντι σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι περισσότεροι «εθνικά ανησυχούντες» μάλλον θα προτιμούσαν τη φόρμουλα του «συνωστισμού»…»
ΑΥΤΟ λέγεται μονόπλευρη στοίχιση. Γιατί, αν επέλεγαν να παρουσιάσουν εξίσου συστηματικά τις χτυπητές αδυναμίες του βιβλίου, όπως κάνουν με τις περισσότερο κραυγαλέες και ανόητες θέσεις της ετερόκλητης συμμαχίας των εθνικιστών / χριστιανοελλήνων / αριστερών μαϊντανών, τότε θα προσέφεραν στους αναγνώστες τους κάτι που σπανίζει: ένα κομμάτι αλήθεια. Αντί γι΄ αυτό, περιορίστηκαν να συντάξουν ένα ακόμα περίτεχνο άρθρο προπαγάνδας.
——————————
Απο την ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΖΕΡΒΑ
Yπογραφές πανεπιστημιακών και εκπαιδευτικών, κατά της απόσυρσης του βιβλίου της Στ’ δημοτικού
Παρακολουθούμε με ανησυχία την επιστημονικά ατεκμηρίωτη και ιδεολογικά χρωματισμένη αντίδραση προς το νέο σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού. Επειδή υπερασπιζόμαστε την ελευθερία της έρευνας και του επιστημονικού διαλόγου, στο πλαίσιο του οποίου είναι θεμιτή και εποικοδομητική η κριτική, ζητούμε το βιβλίο να παραμείνει στα σχολεία και να αξιολογηθεί μέσα από διαδικασίες διαφανείς, έγκυρες και δημοκρατικές. Διορθώσεις ή παρεμβάσεις στο κείμενο του σχολικού εγχειριδίου δεν νοείται να γίνονται με πολιτική εντολή, βάσει ατεκμηρίωτων διαμαρτυριών και κατά παράβαση κάθε επιστημονικής δεοντολογίας.
Οι υπογράφοντες/ουσες εδώ:
http://www.alfavita.gr/anakoinoseis/anak2007026d.php
Αγαπητέ κ. Σταματόπουλε,
Στο κατά τα άλλα ισορροπημένο άρθρο σας («Ε», 17.2.2007) αναφέρετε ότι «αντιπαρερχόμαστε πολλές από τις ενστάσεις περί χρηματοδότησης της συγγραφής από εξωελληνικούς, ύποπτους και σκοτεινούς κύκλους. Είναι, όμως, δυνατόν να είναι τόσο αφελείς (ιδιοτελείς, είπαμε, δεν είναι), τόσο αστείοι κατά τον χειρισμό των εννοιών της ελληνικής γλώσσας;».
Επισημαίνω το γεγονός ότι συνήθως στην αίτηση για χρηματοδότηση από ιδιωτικά ιδρύματα, τουλάχιστον στις βιοϊατρικές επιστήμες (είμαι ερευνητής καθηγητής στον καρκίνο) συμπληρώνουμε ότι, για να μας δοθούν τα χρήματα, συμφωνούμε με την πολιτική, ναι καλά ακούσατε, την πολιτική του εκάστοτε ιδρύματος.
Οι «ιστορικοί» που βάλθηκαν να εξαφανίσουν τον «εθνικισμό» γνωρίζουν καλά τι υπέγραφαν όταν δεχόντουσαν χρήματα για την «αλληλοκαταννόηση των λαών», και άλλες τέτοιες μπούρδες (συγγνώμη για την έκφραση). Αυτό είναι στοιχείο που νομίζω είναι άγνωστο στους περισσότερους. Εκτός, βέβαια, κι αν δέχονται -με το αζημίωτο φυσικά- το ρόλο των «χρήσιμων ηλιθίων» για να αντιγράψω τον Λένιν».
Παπανικολάου Νίκος
Ph.D.Columbia University, Νέα Υόρκη
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 22/02/2007
Δημοσιεύτηκε στο ιντυμίντια. Το αντιγράφω από ‘κει
————————————————————————-
Πλαστογραφώντας την Ιστορία
Επιστολή του Γ. Καραμπελιά
Προς τον κ. Αθανάσιο Τεγόπουλο εκδότη της «Ελευθεροτυπίας»
Προς τον κ. Σεραφείμ Φυντανίδη. Διευθυντή της «Ελευθεροτυπίας»
«Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, κάτι θα μείνει»
Γ. Γκαίμπελς (χωρίς συστάσεις)
Που να το φανταστεί κανείς, ότι η σκέψη ενός εκ των «ογκολίθων» του ναζισμού θα επιβεβαιωνόταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σ’ ένα δημοσίευμα του «Ιού της Κυριακής» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (18/02/07). Βεβαίως και αναφερόμαστε στο άρθρο «Μεζούρα της Εθνικοφροσύνης», ένα άρθρο που καταπιάνεται με το ζήτημα των βιβλίων της σχολικής Ιστορίας και του… «αλλάζει τα φώτα», παραχαράσσοντας τον χαρακτήρα και το περιεχόμενό του, προσπαθώντας να ταυτίσει κάθε φωνή που ασκεί κριτική στο περιεχόμενο των βιβλίων με το «σκότος» και την «άκρα δεξιά». Ένας από τους κύριους στόχους αυτής της επίθεσης είναι ο Γ. Καραμπελιάς, η ομάδα του περιοδικού Άρδην και της εφημερίδας Ρήξη.
Η μεταμοντέρνα θεωρία περί ιστορίας, θέλει την τελευταία να υπάρχει ως «επινόηση», ως αφήγηση που εξαρτάται πλήρως από τα κίνητρα του αφηγητή. Ως προς αυτό, ο «Ιός της Κυριακής» εμφανίζεται ως ακραιφνής «μεταμοντέρνος». Προσπαθεί με κάθε μέσο να επινοήσει την δική του «ιστορία», επιστρατεύοντας βεβαίως όλο το κλασσικό οπλοστάσιο των μεθόδων που απαιτούνται προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο: την συκοφαντία και το ψεύδος. Το δημοσίευμα, λοιπόν, του «Ιού»:
Α) Αποπειράται να εφεύρει την διαπλοκή «χώρων», «κέντρων» και «προσώπων» μέσω ενός ορυμαγδού πληροφοριών και περιπτωσιολογίας, ενώ, την μοναδική φορά που αναφέρεται στο περιεχόμενο απόψεων (το οποίο κανονικά έπρεπε ν’ αποτελεί και μοναδικό κριτήριο για την πολιτική κατηγοριοποίηση προσώπων και ομάδων) διαπράττει ανοιχτή πλαστογραφία, χρεώνοντας με μέ λόγια τρίτων, που στην πραγματικότητα δεν έχει δημοσιεύσει ούτε η Ρήξη, ούτε το Άρδην. Αναφέρομαι στο περίφημο «κουΐζ» που δημοσιεύει ο «Ιός», με τίτλο «Μια φωνή και μια γροθιά», στις σελίδες 54-55, το οποίο μου χρεώνει ένα εξωφρενικό κείμενο με τίτλο «Κρεμάστε τους!», που λίγο ως πολύ ζητά… τον απαγχονισμό των συγγραφέων του σχολικού βιβλίου στην… πλατεία Συντάγματος.
Β) Προσπαθεί να εκτρέψει μια διαμάχη επάνω σ’ ένα ζήτημα ιστορικής συνείδησης και μνήμης, το οποίο εμπλέκει ευρύτερα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, πολιτικά κέντρα και διαπερνά κάθετα όλους τους πολιτικούς χώρους, σε μια σύγκρουση της «προόδου» με το «σκότος». Στην προσπάθειά του αυτή:
Κάνει επιλεκτική χρήση των πηγών που ασκούν κριτική στο βιβλίο, προσέχοντας να γέρνει η ζυγαριά εκεί όπου επιθυμεί, αγνοώντας τις φωνές δεκάδων άλλων συγγραφέων, αρθρογράφων και απλών πολιτών που ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία, ανάμεσά τους και κείμενα που έχουν επανειλημμένα δημοσιευτεί και στην ίδια την Ελευθεροτυπία, από τον «Στάθη» και πολλούς άλλους, στον Ριζοσπάστη, το Παρόν, το Ποντίκι κ.λπ.
Αγνοεί εσκεμμένα ότι στο ζήτημα «σχολική ιστορία στην Ελλάδα» παρεμβαίνουν ανοιχτά φορείς –όπως το Κέντρο για την Συμφιλίωση και την Δημοκρατία στην Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη– όπου διαπλέκονται ανοιχτά Ξένες Πρεσβείες, Υπουργεία και Κρατικές Υπηρεσίες (όπως είναι το Γερμανικό και το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών η USAID των ΗΠΑ), το ντόπιο και ξένο μεγάλο κεφάλαιο (Coca Cola HBC, Regency Casino, ΤΙΤΑΝ Α.Ε.).
Στόχος τους, βεβαίως, είναι να παρακάμψουν την ουσία του ζητήματος και τις πραγματικές του πολιτικές διαστάσεις, που είναι ευρύτερες και αφορούν όλον τον ελληνικό λαό και έχουν να κάνουν με την δράση της νεοαποικιοκρατίας στην Ελλάδα.
Προφανώς, σ’ αυτό το επίπεδο, που συνιστά και το πραγματικό πεδίο διεξαγωγής αυτής της διαμάχης, τα επιχειρήματά είναι ανύτπαρκτα. Γι’ αυτό και η ταύτιση οποιουδήποτε αντιδρά σ’ αυτές της εκφράσεις της νεο-αποικιοκρατίας με τον «εθνικισμό», είναι σ’ αυτήν την συγκυρία απαραίτητη, ως ο μπαμπούλας που μαντρώνει συνειδήσεις σε σχήματα κι απόψεις οι οποίες είναι εντελώς ανίκανες να σταθούν από μόνες τους. Σ’ αυτό το σημείο οι γραφίδες του «Ιού» συναντούν τις πιο ολοκληρωτικές παραδόσεις. Γι’ αυτό και καταφεύγουν στην ανοικτή πλαστογραφία.
Βεβαίως, δεν είναι οι πρώτοι διδάξαντες. Ήδη από το 1999 οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» είχαν επεξεργαστεί την μέθοδο με την οποία αντιμετωπίζει η καθεστωτική δημοσιογραφία τους ποικιλώνυμους αγώνες εναντίον της παγκοσμιοποίησης, αποκαλώντας του διαδηλωτές του Σηάτλ: «ένα παράδοξο μείγμα νεοσυντηρητικών, νοσταλγών του έθνους-κράτους, ακροδεξιών… οικολόγων και αντιεξουσιαστών». Στην Ελλάδα είναι δήθεν «αριστεροί» τύπου «Ιού» σε αγαστή σύμπλευση με τους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού χρησιμοποιούν κατά κόρον αυτές τις πρακτικές.
Ωστόσο διάλεξαν λάθος άνθρωπο να συκοφαντήσουν, διότι όλη η Ελλάδα γνωρίζει το ήθος και τους αγώνες του υποφαινόμενου, όπως και εκείνο των πλαστογράφων, και ξέρει να χρησιμοποιεί μια διαφορετική «μεζούρα».
Είναι προφανές πως αναμένω από την εφημερίδα σας άμεση επανόρθωση της ηθικής και πολιτικής βλάβης που προκάλεσαν σε μένα και τους συντρόφους μου οι άθλιοι συκοφάντες του «Ιού», με την δημοσίευση της παρούσης, καθώς και με την δημοσίευση απάντησής μου σε όσα συκοφαντικά και καταφρονητικά γράφτηκαν για μένα, στο επόμενο φύλο της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», όπου δημοσιεύτηκε και το συκοφαντικό κείμενο εναντίον μου.
Όσο για τους ίδιους τους συκοφάντες επιφυλάσσομαι για την αναγκαία και κατάλληλη αντιμετώπισή τους.
Με τιμή
Γιώργος Καραμπελιάς
Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2007
————————————
…kai allo ena
——————
Περί Ιού
από Αντιβιοτικό 5:21μμ, Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007
Διαβάστε και μερικές απαντήσεις στο πιο πάνω άρθρο του Ιού.
http://www.antibaro.gr/society/ios_istoria.php
Το τερτίπι με την αντιστροφή δηλώσεων και σχολιαστή ήταν μία ύπουλη μαχαιριά στο στομάχι της δημοσιογραφίας. Πάω στοίχημα ότι το 95% όσων διάβασαν τον Ιό της Κυριακής πιστεύουν ότι ο Καραμπελιάς έγραψε το περιβόητο “να κρεμαστούν”. Τέτοια κόλπα δεν έχει τολμήσει να κάνει κανένας σε δημοκρατίες. Ούτε και ο Λαλιώτης δε θα το σκεφτόταν. Και λάσπη πετάνε και τα νώτα τους τα κρατάνε καλυμμένα, στο στυλ “εμείς φταίμε αν είστε βλάκες και δε διαβάζετε σωστά και προσεκτικά αυτά που γράφουμε”.
Και κάτι ακόμα. Όταν υπογράφεις ένα κείμενο για ένα αίτημα, ειδικά μαζικό αίτημα, δεν είναι απαραίτητο να συμφωνείς 100% με κάθε ιότα και κάθε νι του κειμένου. Που τα είδατε αυτά; Που είναι η αίσθηση της συλλογικότητας; Τόσο πολύ επηρεάζεστε μερικοί από τον ατομική κοινωνία που προάγει ο νεοφιλελευθερισμός; Ούτε πρωτάρηδες σε αγώνες που φιλοδοξούν να εκφράσουν πάνω από έναν, δεν σκέφτονται έτσι.
….μια ενδαιφέρουσα βιβλιοπαρουσίαση στην “Καθημερινή της Κυριακής” για το νέο βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη με τίτλο “Εθνος και «εκσυγχρονιστική» νεωτερικότητα”, που εκδόθηκε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
————————————
Η εθνική μας αυτογνωσία
Μια ερμηνεία της μακράς πορείας και της ιστορικής συνέχειας του Eλληνισμού
Του Λαοκρατη Βασση
Ο Γιώργος Κοντογιώργης επί χρόνια αποπειράται τη δική του ερμηνεία της μακράς πορείας του Eλληνισμού. Κι αυτό σε μια εποχή που κάθε άλλο παρά ευνοεί τις μεγάλες «αφηγήσεις».
Το βιβλίο του για «το έθνος και την “εκσυγχρονιστική” νεωτερικότητα», θέτει επί τάπητος μείζονα ζητήματα της εθνικής, ιστορικής και πολιτιστικής αυτογνωσίας μας, με πολύ επίκαιρα τα περί ιστορικής συνέχειας του Eλληνισμού και τα συνακόλουθα περί νεοελληνικού ειδικότερα έθνους.
Η έως τώρα αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών καταδεικνύει τόσο την επιστημονική μας υστέρηση όσο και τις χρόνιες κακοδαιμονίες της πνευματικής μας ζωής.
Εξακολουθούμε, δυστυχώς, να είμαστε παγιδευμένοι στο δίπολο των «ελληνοκεντρικών» και των «αντιελληνοκεντρικών» ακροτήτων, με τις δεύτερες όμως τώρα, προοδευτικοφανείς (ενίοτε και αριστεροφανείς!) και εξόχως αποδομητικές… παντός του ελληνικού, να είναι οι ηγεμονεύουσες, περίπου συνιστώντας μιαν ιδιότυπη εθνικοφροσύνη υπό εκσυγχρονιστικό και ευρωπαϊστικό μανδύα (χωρίς να φταίει γι’ αυτό ο εκσυγχρονισμός, η Ευρώπη και η Δύση!).
Κοινωνικοπολιτικός μίτος
Με τη σκευή του πολιτικού και κοινωνικού επιστήμονα ο Γιώργος Κοντογιώργης δεν ερμηνεύει την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού με τη μέθοδο των εθνικών μας ιστορικών και λαογράφων, αλλά φωτίζοντας τον εκτυλισσόμενο διαμέσου των αιώνων κοινωνικο-πολιτικό μίτο και τα συνακόλουθά του στοιχεία, που όλα μαζί συνθέτουν το αξιακό πολύεδρο του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού.
α. Από τα κρίσιμα μέρη της θεώρησής του είναι τα περί «του Ελληνισμού ως έθνους–κοσμοσυστήματος» (σελ. 14 – 51), τα οποία συνθέτουν τη βάση πάνω στην οποία στήριξε την αντίκρουση των απόψεων Χομπσμπάουμ («Μύθος η συνέχεια 3.000 χρόνων ελληνικού έθνους», σελ. 170 – 181), αλλά και στηρίζει τη συνολικότερη αντίκρουση των εθνογενετικών αντιλήψεων της νεωτερικότητας. Κατά τον συγγραφέα: «Το ελληνικό έθνος αποτελεί πολιτική έννοια όχι γιατί εξισώνεται ταυτολογικά με ένα συγκεκριμένο κράτος και ιστορείται δι’ αυτού –όπως το θέλει η νεωτερικότητα– αλλά επειδή συγκροτεί μια συνείδηση “κοινωνίας”, δυνάμει του ανήκειν σε έναν ανθρωποκεντρικά δομημένο κοινό πολιτισμικό χώρο. Η έννοια της συνείδησης κοινωνίας είναι θεμελιωδώς πολιτισμική, ανάγεται εντούτοις στο γινόμενο της ελευθερίας του “όλου” και αποκτά σάρκα και οστά από τη στιγμή που το “όλον” αυτό διατυπώνει “πολιτικό λόγο”».
Οπως κρίσιμο μέρος της θεώρησής του είναι και τα περί «νεωτερικότητας, παράδοσης και προόδου» (σελ. 55 – 75), όπου κυριολεκτικώς αναποδογυρίζει τις στερεοτυπικές προσλήψεις και παραδοχές μας.
Απάντηση στον Χομπσμπάουμ
β. Η απάντηση στον Χομπσμπάουμ («Η μυθοπλασία στην ιστορία», σελ. 79 – 104) έχει την ιδιαίτερη σημασία της. Κι αυτό γιατί δεν είναι ένα καταγγελτικό κείμενο εθνοκεντρικού και αμυντικού περιεχομένου, σύνηθες στα καθ’ ημάς, αλλά μια ολοκληρωμένη επιστημονική αντίκρουση τόσο της βαθύτερης νεωτερικής λογικής του, όσο και των επί μέρους απόψεών του για τη νεοελληνική εθνογένεση, που αποτελούν μια τυπική προέκτασή της. Καθώς περίπου εφαρμόζει (ο Χομπσμπάουμ) μηχανιστικά το νεωτερικό δόγμα: Επειδή το κράτος κατασκευάζει το έθνος, το νεοελληνικό κράτος… κατασκεύασε το νεοελληνικό έθνος!
Προφανώς ο λόγος ενός μεγάλου ιστορικού έχει πάντοτε τη βαρύτητά του. Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει πως είναι αξιωματικός λόγος, λόγος αυθεντίας, που δεν υπόκειται σε κριτική αντίκρουση. Προπαντός όταν διατυπώνονται απλοϊκές απολυτότητες του είδους: «Το ελληνικό έθνος δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα – Στον πόλεμο της ανεξαρτησίας οι ΄Ελληνες δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων ως «Ελληνες». Πολέμησαν ως χριστιανοί εναντίον μουσουλμάνων».
Γι’ αυτό και αξίζει να αναγνωσθούν αντιπαραθετικά τόσο οι απόψεις Χομπσμπάουμ όσο και η απάντηση Κοντογιώργη, ιδίως μάλιστα τώρα που τα περί έθνους–κράτους γενικότερα και νεοελληνικού έθνους ειδικότερα είναι για πολλούς λόγους και πάλι στο επίκεντρο ενός πολύ αυξημένου ενδιαφέροντος.
γ. Αλλά και ο ακήρυκτος… «διάλογος» με ημέτερους «νεωτερικούς» ( «Ο μετακενωτικός μηρυκασμός ως επιστημονικό επιχείρημα», σελ. 107-166) έχει επίσης τη σημασία του. Κι αυτό όχι τόσο γιατί αναδεικνύει τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, όσο γιατί «φωτίζει» τη μεταπρατική (παραρτηματική) λειτουργία ενός μέρους της διανόησής μας. Οπως και γιατί «αποκαλύπτει» τη δυναστευτική κυριαρχία των εναλλασσόμενων «ορθοδοξιών», παλαιότερα με τους ιδιοκτήτες των «εθνικών αληθειών» να ζυγίζουν τα φρονήματά μας και τελευταία (απ’ τα μέσα περίπου της Μεταπολίτευσης και μετά) με τους ιδιοκτήτες των «εκσυγχρονιστικών αληθειών» να ασκούν, τηρουμένων των αναλογιών, τη δική τους ιδεολογική τρομοκρατία προς τους αποκλίνοντες απ’ τον «προοδευτικό» τους κανόνα.
Ο Γιώργος Κοντογιώργης «προκαλεί» με τις νέες περί έθνους, περί Ελληνισμού και περί νεωτερικότητας απόψεις του. «Προκαλεί» αυτούς που «υφίστανται» την αναιρετική του απόπειρα. «Προκαλεί» όμως κι εκείνους που δεν έχουν λόγο να είναι εκ των προτέρων «απέναντι» και που αναζητούν απροκατάληπτα την επιστημονική εγκυρότητα και ανθεκτικότητα της φιλόδοξης θεώρησής του.
CDRSEE IV
Posted by Χρήστος Μόρφος on 29th December 2006
Προηγούμενα σημειώματα: CDRSEE I, CDRSEE II, CDRSEE III
Richard Schifter
Ο Ρίτσαρντ Σίφτερ [επίσημο βιογραφικό σε ιστοσελίδα του CDRSEE], πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη [CDRSEE], ο οποίος υπογράφει [φωτ.] και τον “Πρόλογο” στο πρώτο Βιβλίο Εργασίας της σειράς “Εναλλακτικό Εκπαιδευτικό Υλικό…” [Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σελ. 7], που αποτελούν εκδόσεις του “Κέντρου”, είναι Αμερικανός δικηγόρος ο οποίος επί είκοσι συναπτά έτη υπηρέτησε από διάφορες θέσεις το διπλωματικό σώμα της χώρας του [μεταξύ άλλων διετέλεσε υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανθρωπιστικών υποθέσεων καθώς και σύμβουλος στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ].
Τίποτα το μεμπτό. Αυτό, ωστόσο, που δεν αναφέρεται στο επίσημο βιογραφικό του σημείωμα είναι ότι ο Ρίτσαρντ Σίφτερ είναι στρατευμένος σιωνιστής. Όπως αναφέρει ο επίσης διπλωμάτης Paul D. Molineaux, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Washington Report for Middle East Affairs [στο οποίο αρθρογραφούν κυρίως Αμερικανοί διπλωμάτες για θέματα της Μέσης Ανατολής],
“Schifter is a committed Zionist who has occupied one influential federal government position after another—wherever U.S. policies toward Israel could be influenced.”
Οι απόψεις του Ρ. Σίφτερ φιλοξενούνται συχνά σε διάφορα εβραϊκά περιοδικά όπως στα Jewish News και The Jewish Week. Σημειωτέον ότι ο Ρ. Σίφτερ είχε διατελέσει πρόεδρος του Αμερικανο-εβραϊκού Ιδρύματος Διεθνών Σχέσεων [The American Jewish International Relations Institute] αλλά και του Εβραϊκού Ινστιτούτου για Θέματα Εθνικής Ασφαλείας [Jewish Institute for National Security Affairs (JINSA)].
[Προσθήκη: Ιδού τι λένε για τον Ρίτσαρντ Σίφτερ, δύο ακόμη συντάκτες του Washington Report for Middle East Affairs (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
George Moses, “What Does the Human Rights Report Say About Its Author?“:
“For more than 200 years the United States has been blessed in its leadership. Capable men and women have left their personal pursuits or combined them with public needs to ensure that our republic has enjoyed leadership of the highest quality.
Every so often, however, we get someone so ill-suited for his office that we, as a country, are disgraced. Such a man is Richard Schifter, the present assistant secretary of state for human rights.
Those aware of his political background, or who have had personal dealings with Schifter, find it incomprehensible that his should be this country’s voice to discuss human rights with the outside world. A product of the most parochial and reactionary ethnic politics, Schifter is a founding president of the Jewish Institute for National Security Affairs (JINSA), a stridently anti-Arab group that lobbies for Israel’s arms industry. It seeks the export of American technology to Israel, and encourages US purchases, at taxpayer expense, of Israeli products based on that technology. In pursuit of its tightly-focused ends, it routinely libels not just extremist Arab leaders, but the leaders and citizens of all 22 Arab states.”
Gene Bird, “A Tale of Two Diplomats: Ambassador to Israel is Reassigned“:
“Schifter desperately wanted to become the first Jewish ambassador to Israel. He elected to push his candidacy through Samuel R. (Sandy) Berger, White House deputy national security adviser, whose reputation as a liberal Jewish advocate of the dovish Americans for Peace Now makes him an unlikely supporter for a hard-line “neo-conservative” advocate of Israeli policies like Schifter.” Τέλος προσθήκης]
Costa Carras
Ο εφοπλιστής Κώστας Καρράς [επίσημο βιογραφικό σε ιστοσελίδα του CDRSEE] υπογράφει [φωτ.] επίσης έναν “Πρόλογο” στο πρώτο Βιβλίο Εργασίας [Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σελ.6], ως Εισηγητής για το Κοινό Σχέδιο Ιστορίας στο Δ.Σ. του “Κέντρου”. Εκ των ιδρυτικών μελών του “Κέντρου”, είναι επίσης ο Έλληνας συντονιστής του Ελληνο-Τουρκικού Φόρουμ, από τα άτομα που είχαν αναλάβει την πρωτοβουλία για επαφές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων επιχειρηματιών το 1985. Φέρει τον τίτλο του Άρχοντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και αρθρογραφεί για θέματα ορθοδοξίας. Είναι επίσης γνωστός “διατηρηστής” [του περιβάλλοντος], ιδρυτής και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς [για τη διατήρηση του περιβάλλοντος ίσως σας ενδιαφέρει το παλαιότερο πόνημά μου, Το “πρασίνισμα” του πλανήτη: υπερεθνική ελίτ και οικολογία].
Πάντα σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό, ο Κώστας Καρράς, “υπήρξε επί 18 χρόνια μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής των Συναντήσεων Μπίλντερμπεργκ“. Πρόκειται προφανώς για τις ετήσιες συναντήσεις της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, που ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και συνεχίζονται -σχεδόν ανελλιπώς- σε ετήσια βάση μέχρι σήμερα. Σ’ αυτές, και υπό την αιγίδα του ιδρυτικού μέλους της Λέσχης Αμερικανού τραπεζίτη και επιχειρηματία Ντέιβιντ Ροκφέλλερ, συναντιούνται, σε διαφορετικό μέρος κάθε χρόνο, περί τους 130 διαπρεπείς Αμερικανοί και Ευρωπαίοι “πολίτες”, που συζητούν για θέματα της παγκόσμιας πολιτικής, επιχειρηματικής και οικονομικής επικαιρότητας. “Πολίτες”, ήγουν “εξέχοντα γκλομπάλια” που επισήμως εκπροσωπούν μόνον τον εαυτό τους: πολιτικοί, τραπεζίτες, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, στελέχη υπερεθνικών οργανισμών [Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο] κ.ο.κ. [Σχετικά με το ρόλο της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ διαβάστε κάποια -πρόχειρα- σχόλιά μου στο πρώτο σημείωμα αυτής της σειράς.]
Ο Κ. Καρράς ήταν μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής των Συναντήσεων Μπίλντερμπεργκ μέχρι το 1994 ή το 1996. Το 1998 τον “διαδέχθηκε” ο Γ. Α. Δαυίδ, που επίσης έχει διατελέσει στο παρελθόν μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Γιώργος Α. Δαυίδ
Ο Γιώργος Δαυίδ [επίσημο βιογραφικό σε ιστοσελίδα του CDRSEE] γεννήθηκε στην Κύπρο το 1937 και, μετά το τέλος των σπουδών του, δραστηριοποιήθηκε στις επιχειρήσεις του θείου του Αναστασίου Γ. Λεβέντη στη Νιγηρία. Το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη που ιδρύθηκε κατ’ επιταγή του τελευταίου μετά τον θάνατό του, έχει χρηματοδοτήσει τη μετάφραση και την έκδοση των τεσσάρων Βιβλίων Εργασίας του “Κέντρου” στα ελληνικά.
Η «ανακατασκευή» των σχολικών βιβλίων Ιστορίας
Ο ιμπρεσσιονισμός στη διδασκαλία
του Γιώργου Μαργαρίτη,
Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ
(από ομιλία σε εκδήλωση)
Στη συζήτηση που έχει μόλις ξεκινήσει για την ποιότητα και τη λειτουργικότητα των νέων σχολικών βιβλίων στη στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση, τα βιβλία της ιστορίας βρέθηκαν στην πρώτη σειρά. Δεν είναι κάτι το καινούργιο αυτό. Καλώς ή κακώς μέσα από τα βιβλία της Ιστορίας – όπως και τα αντίστοιχα των Θρησκευτικών και λιγότερο μέσα από εκείνα της Λογοτεχνίας – θεωρείται ότι κρίνεται ο βαθμός προσήλωσης του εκπαιδευτικού συστήματος στις «παραδοσιακές» αξίες της Εκπαίδευσης, στα εθνικά δηλ. και θρησκευτικά «ιδεώδη». Για να το πούμε πιο απλά, κάθε αλλαγή σε αυτά τα πεδία της εκπαιδευτικής διαδικασίας κινητοποιεί αυτονόητα τους «εγγυητές» των ιερών και των οσίων του έθνους οι οποίοι αυτοδιορίζονται κριτές και ελεγκτές των εξελίξεων, ανεξάρτητα συνήθως από τη γενική παιδεία τους, την επιστημονική τους ειδίκευση ή έστω, τη θεσμική τους αρμοδιότητα. Τυπικό παράδειγμα η κινητοποίηση που ανέλαβε γνωστή εφημερίδα της βόρειας Ελλάδας και γνωστοί πολιτευτές ενάντια στο νέο βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού.
Δύο πράγματα κρίνονται σ’ αυτή τη διαμάχη. Το πρώτο είναι η θέση του «ελληνοχριστιανικού» ιδεώδους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Καθώς βρισκόμαστε σε μία ευαίσθητη πολιτική και ιδεολογική συγκυρία όπου οι αξίες που αναδείχθηκαν στη μεταπολίτευση του 1974 και στήριξαν ως τώρα το δημοκρατικό πολίτευμα δείχνουν να ξεθωριάζουν και δέχονται επιθέσεις από πολλές πλευρές, οι για πολύ καιρό απαξιωμένες θεωρίες του «ελληνοχριστιανισμού» επιχειρούν – αρκετό καιρό τώρα – να επανεύρουν μερικές έστω από τις απωλεσθείσες θέσεις τους στο χώρο των πολιτικών ιδεών και ειδικά στον χώρο της εκπαίδευσης. Ο «εμπλουτισμός» του βιβλίου Ιστορίας (κατεύθυνσης) της Γ΄Λυκείου με έντονα χρωματισμένα με εθνικισμό κείμενα, αποτελεί το προφανέστερο ίσως παράδειγμα αυτού του «διαγκωνισμού» υπέρ της επανόδου της «παράδοσης» στα διδακτικά βιβλία.
Παρά τις ευσυνείδητες προσπάθειες πολλών νοσταλγών του μετεμφυλιακού κράτους «έκτακτης ανάγκης» η επάνοδος στο κλίμα των «παλιών καλών καιρών» φαίνεται μάλλον καταδικασμένη προσπάθεια. Η ελληνική κοινωνία του 2007 διαφέρει σε πάρα πολλά από την αντίστοιχη του 1960, όπως διαφέρει και ο σημερινός κόσμος από τον τότε ψυχροπολεμικό αντίστοιχο. Για το λόγο αυτό η επέλαση των «ελληνοχριστιανικών» πιέσεων στο εκπαιδευτικό τοπίο δεν μπορεί παρά να έχει παρά συγκυριακό χαρακτήρα – όσο κι αν αυτός παρουσιάζεται ενίοτε ως απειλητικός και επικίνδυνος. Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, εξάλλου, στο σύνολό τους σχεδόν αποστρέφονται την ταύτισή τους με αναχρονιστικά σχήματα αυτού του είδους με αποτέλεσμα η επίσημη πολιτική να μην έχει τέτοιου είδους γενικούς προσανατολισμούς. Νησίδες μόνο εξουσίας, που έχουν αναδειχθεί για ειδικούς λόγους – στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για παράδειγμα – φαίνεται να προωθούν τέτοιους στόχους χωρίς ιδιαίτερη δυναμική, παρά τις παρεμβάσεις της χριστοδούλειας Εκκλησίας.
Αντίθετα ένας δεύτερος παράγοντας υπόσχεται να έχει δυναμική και διάρκεια στο χώρο της διδασκαλίας της Ιστορίας και όχι μόνο. Πρόκειται για την εκσυγχρονιστική αντίληψη η οποία δεσπόζει στα νέα σχολικά βιβλία, κάνοντάς τα να διαφέρουν ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο από τα αντίστοιχα της προηγούμενης γενιάς. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η απουσία ολοκληρωμένης αφήγησης των γεγονότων και η επένδυση, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, σε μικρά κείμενα – περιγράμματα, σε πίνακες, σχεδιαγράμματα και, προπαντός, σε εικόνες με το σχετικό σχολιασμό. Η γνώση παρέχεται σε αυτά με «ημιτελή» τρόπο, αφήνοντας – όπως λέγεται – δυνατότητες αυτενέργειας στο μαθητή. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας σκηνοθετικής αντίληψης για τα σχολικά βιβλία είναι μάλλον το βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού, ενώ λιγότερο τολμηρά στην ίδια κατεύθυνση είναι τα βιβλία της Α΄ και της Β΄τάξης του Γυμνασίου.
Η «αυτενέργεια» του μαθητή στηρίζεται σε εξωτερικές πηγές παρά σε όσα λέει το ίδιο το βιβλίο. Στην ουσία ο μαθητής πρέπει να «κατασκευάσει» μόνος του την ιστορική του γνώση αναζητώντας, με ελάχιστη βοήθεια – αφού ουδείς δάσκαλος ελληνικού σχολείου έχει προετοιμαστεί για πλοηγός σε αναζητήσεις στο διαδίκτυο ή στις (ανύπαρκτες) βιβλιοθήκες των ελληνικών σχολείων. Φυσικά ο μαθητευόμενος αφήνεται με τον τρόπο αυτό έρμαιο στις απόψεις – ενίοτε γραφικές, ενίοτε επικίνδυνες, πόσες ιστοσελίδες ακροδεξιών οργανώσεων δεν έχουν εργολαβικά αναλάβει στο διαδίκτυο την τροποποίηση της «εθνικής» ιστορίας…- των πλέον αναρμόδιων για την ιστορική σύνθεση και τη διδασκαλία της. Στην ουσία το σχολείο και το διδακτικό βιβλίο περιορίζουν το ρόλο τους μέχρι τα όρια της αυτοκατάργησης.
Αυτή η διαδοχή εικόνων, πινάκων, ερωτημάτων, λημμάτων δείχνει να αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων, κυρίως, παρά στην άρθρωση μιας συγκεκριμένης και ορθολογικά ταξινομημένης εκπαιδευτικής ύλης. Βρισκόμαστε ίσως μπροστά στον «ιμπρεσσιονιστικό τρόπο εκμάθησης». Σ’ αυτόν η αφήγηση, η εξέλιξη των γεγονότων και των καταστάσεων απουσιάζουν σε τρόπο ώστε να εμποδίζεται κάθε συσχέτιση αιτίου και αποτελέσματος. Τα γεγονότα, δοσμένα αποσπασματικά και ενίοτε με χαρακτηριστικά κενά ανάμεσά τους, δίνονται αταξινόμητα ως προς τη σημασία τους – για το λόγο αυτό μπορεί να ξεχαστεί – ή να εκπέσει – ως και η γαλλική επανάσταση στο βιβλίο της Β΄ τάξης του Γυμνασίου. Η έλλειψη κριτηρίων και αναλογιών αιφνιδιάζει και οδηγεί συχνά στο συμπέρασμα ότι γίνεται ένα είδος επιλογής χωρίς σχέδιο και στόχους. Εξυπακούεται ότι μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η διδακτική διαδικασία δεν μπορεί παρά να υποφέρει αφάνταστα.
Η ακρίβεια των πραγματολογικών στοιχείων υποφέρει επίσης. Σ’ αυτόν τον τομέα, το νέο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού κατέχει, από απόσταση, τα σκήπτρα. Σύμφωνα με έναν από τους πίνακές του οι στρατιωτικές απώλειες της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήσαν 78.000 (!) νεκροί. Στην πραγματικότητα, ο ελληνικός στρατός στον πόλεμο του ’40-’41 και στη Μέση Ανατολή είχε λιγότερους από 15.000 νεκρούς. Φυσικά οι συγγραφείς του βιβλίου αγνοούν σχεδόν τα πάντα ως προς την τρέχουσα ιστοριογραφία και γι αυτό παραπέμπουν στο έργο του κ. Νταίηβις, ο οποίος ανήκει στην ομάδα των πλέον σκληρών αναθεωρητών της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και διακρίνεται για την εφεύρεση σχημάτων και γεγονότων που θα δικαιολογούν τις απόψεις του!
Σε τελευταία ανάλυση, τα νέα σχολικά βιβλία, άλλο λιγότερο άλλο περισσότερο, εξυπηρετούν ένα και μόνο σκοπό: την πλήρη απορρύθμιση της διδασκαλίας της Ιστορίας – και – υποψιάζομαι – όχι μόνο στο όνομα της καινοτομίας, της μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού. Σημεία και τάσεις των καιρών…
http://www.paremvasis.gr/forum/viewtopic.php?t=99
Στην ίδια σελίδα των Παρεμβάσεων Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης υπάρχει μια κριτική από εκπαιδευτικούς,
http://www.paremvasis.gr/forum/viewtopic.php?t=99#628
ειχα τη ρεπουση καθηγητρια και ξερω πολυ καλα τι μυαλα κουβαλαει… ποτε δεν περιμενα μια μετριοτητα αυτου του μεγεθους να γραψει βιβλιο… κριμα. η γυναικα εχει αγνοια! εχω στοιχεια και μιλαω. οποιος περασε απο το παιδαγωγικο Θεσ/νικης, θα με καταλαβει
Από την στήλη του Γιάννη Τριάντη στην (5-3-2007) Ελευθεροτυπία.
Για τα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας…
«Η έριδα για τα σχολικά βιβλία της ιστορίας των τελευταίων μηνών υπήρξε από πολλές πλευρές διδακτική για τον τρόπο με τον οποίο συνηθίζουμε να συζητούμε τα μείζονα ζητήματα σε αυτήν τη χώρα. Η μερίδα των πολεμίων του νέου εγχειριδίου, ετερόκλητη και αντιφατική όπως την ξέρουμε, συχνά υπερέβη τα εσκαμμένα. Ετσι, δεν απέφυγε να αναμείξει τον θρύλο με την πραγματικότητα και το εμπεριστατωμένο επιχείρημα με την πολεμική ιαχή – χάνοντας κάποτε το ίδιο της το δίκιο. Αραγε πόσες φορές θα πρέπει να διαβάσουμε εκείνη την μοχθηρή δήλωση του ανθέλληνος Κίσινγκερ προτού οι διακινητές της πειστούν ότι ουδέποτε ελέχθη;
Πολύ απογοητευτικότερη, για την ακρίβεια: θλιβερή, υπήρξε η εντύπωση που άφησε η μερίδα των πρωτουργών των νέων αναθεωρητικών ιστορικών εγχειριδίων και των θιασωτών τους. Πρώτα απ’ όλα γιατί ουσιαστικά φυγομάχησε. Επικαλούμενη την αναρμοδιότητα τάχατες των επικριτών της, απαξίωσε να αντικρούσει ευθέως τις αιτιάσεις τους, ακόμη και όπου αυτές υπήρξαν εξώφθαλμα βάσιμες.
Τέτοιες χειρονομίες επιδεικτικής περιφρόνησης προς τον οχληρό αντίπαλο, όπου η δύναμη της πειθούς υποκαθίσταται από την ex officio αυθεντία, δεν είναι δυστυχώς άγνωστες στους διαχειριστές του κρατούντος πανεπιστημιακού λόγου. Μόλις δύο χρόνια πριν, στην έριδα περί ελληνικού έθνους απ’ αφορμή το σχετικό βιβλίο του Νίκου Σβορώνου, ο καθηγητής Λιάκος και πάλι, έστρεφε μια τέτοια ένσταση αναρμοδιότητος κατά του Νάσου Βαγενά. Ο τελευταίος τον έψεγε με στοιχεία αδιάσειστα ότι σε κείμενό του παραποιούσε χονδροειδώς τα γραφόμενα του Σβορώνου. Κατανοεί βέβαια κανείς την αμηχανία του ανθρώπου που συλλαμβάνεται να σφάλλει και δεν θέλει να το παραδεχθεί. Είναι δυνατόν όμως ο ίδιος να μην καταλαβαίνει πόσο η τακτική του αυτή τον εκθέτει;
Δυστυχώς, αυτή η τακτική δεν είναι το χειρότερο. Εκπρόσωποι της ίδιας μερίδας των αναθεωρητών ιστορικών, προκειμένου να υπερασπίσουν την υπόθεσή τους, έφτασαν στο σημείο να ψευσθούν δημοσίως. Ετσι μία εξ αυτών (δεν συγκράτησα αν πρόκειται για την καθηγήτρια Ρεπούση ή για την καθηγήτρια Κουλούρη) τόλμησε να αρνηθεί από ραδιοφώνου (στην εκπομπή «Ασκώ τα δικαιώματά μου» της ΝΕΤ) ότι η συγγραφή των επίδικων βιβλίων χρηματοδοτήθηκε από ξένες χώρες.
Τα ίδια τα αναγραφόμενα στο τετράτομο εγχειρίδιο που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη από το CDRSEE την διαψεύδουν πανηγυρικά. Και γεννούν αυτομάτως την απορία: Τι δουλειά έχει το αμερικανικό ή το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών με την ελληνική δημόσια εκπαίδευση; Τι κινεί το ενδιαφέρον τους και τι σκοπούς εξυπηρετεί; Με ποια λογική το δικό μας υπουργείο Παιδείας ανέχεται τέτοιες έξωθεν παρεμβάσεις; Πώς ανεξάρτητοι, υποτίθεται, ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και επιστήμονες δεν διαβλέπουν τον κόμπο του πράγματος και δίνουν το δικαίωμα να τους κατηγορούν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, για πολιτική αφέλεια;
Τα ερωτηματικά είναι βεβαίως πελώρια. Οσοι δε αρνούνται να τα δουν, έχουν πάρει διαζύγιο από την κριτική σκέψη. Και μόνο το γεγονός ότι οι επικρινόμενοι επιμένουν να κρύβονται πίσω από ένα ιδεολογικό προπέτασμα καπνού, επιδιδόμενοι στον «αντεθνικιστικό» τους κλεφτοπόλεμο, δείχνει πολλά. Και πάντως, περισσότερα απ’ όσα και οι πλέον εύστοχες παρατηρήσεις των αντιπάλων τους θα κατόρθωναν ποτέ να φέρουν στο φως».
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ – «ΑΥΓΗ»
Μάθημα ιστορίας από τον Παπούλια!
O Καρ. Παπούλιας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μιλώντας πρόσφατα στη γενέτειρα γη, στα Γιάννενα, κατά τις γιορτές για την απελευθέρωση της ιστορικής πόλης
απ’ τον τουρκικό ζυγό [] εμμέσως πλην σαφώς οριοθέτησε τη μελέτη της
πραγματικής ιστορίας και τη συντήρηση της ιστορικής μνήμης δίχως
παραμορφώσεις, αλλοιώσεις και παραγραφές. []
Με όση διακριτικότητα επιτάσσει ο θεσμικός του ρόλος ο Πρόεδρος υπογράμμισε μεταξύ άλλων:
«Στις μέρες μας η ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Έχουμε όλοι
μας ευθύνη να ενθαρρύνουμε τους νέους ανθρώπους να εντρυφήσουν στην
ελληνική ιστορία. Χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς στερεότυπα και έτοιμες
σκέψεις να αναζητήσουν την αλήθεια των γεγονότων για να μπορέσουν να
δουν μπροστά. Η γνώση της ιστορίας είναι αναγκαία για την εθνική
αυτογνωσία αλλά και για τους εθνικούς σχεδιασμούς, για την προβολή στο
μέλλον. Αν κάτι είναι αναμφισβήτητο στην ελληνική ιστορία, αυτό είναι
το ηθικό μεγαλείο ανθρώπων που κέρδισαν ή δεν κέρδισαν υστεροφημία για
τον πατριωτισμό και τον ηρωισμό τους…»
Πηγή: Παρόν, 25/2/2007
Ολοι «ξεσκονίζουν» το βιβλίο Ιστορίας
Αναζωπύρωση διαμάχης για το εγχειρίδιο της ΣΤ΄ Δημοτικού
Της Μαριας Δεληθαναση
Μεταξύ σφύρας και άκμονος εξακολουθεί να βρίσκεται το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού και η καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Μαρία Ρεπούση που «ευθύνεται» για τη συγγραφή του. Και ενώ τα μηνύματα που μεταφέρθηκαν χθες σε παρέμβαση πανεπιστημιακών και από μερίδα της διδασκαλικής κοινότητας ήταν θετικά για το βιβλίο, άλλη μερίδα -με ισχυρό δημόσιο λόγο- στρέφεται κατά του εγχειριδίου με πολιτικά και ιστορικά επιχειρήματα. Οπως μάλιστα ειπώθηκε χθες, έχει ήδη γίνει προσφυγή στο ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας του βιβλίου.
Μιλώντας -και εκπροσώντας πέντε επιστημονικά περιοδικά «Τα Ιστορικά», «Μνήμων», «Ιστορείν», «Σύγχρονα Θέματα» και «Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης» – οι επιστήμονες τόνισαν, σε χθεσινή εκδήλωση, ότι το βιβλίο δεν αντίκειται καλώς ή κακώς σε κανέναν από τους κοινούς τόπους (παλαιούς ή νεότερους) της ελληνικής ιστοριογραφίας για το εθνικό ζήτημα. Μάλιστα 500 ακαδημαϊκοί και ιστορικοί υπογράφουν κείμενο με το οποίο ζητούν να παραμείνει το βιβλίο στο σχολείο. Στον αντίποδα 4.000 υπογραφές έχουν συγκεντρωθεί έως σήμερα κατά του βιβλίου. Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών σε ανακοίνωση της δηλώνει «αποφασισμένη να υπερασπισθεί εμπράκτως την Ιστορία, το Εθνος και το Σύνταγμα των Ελλήνων» και κρίνει ότι το βιβλίο «βιάζει βάρβαρα και διαστρεβλώνει εσκεμμένα την εθνική και θρησκευτική συνείδηση των Ελληνοπαίδων». Κατά τις εισηγήσεις που προηγήθηκαν της ιδιαίτερα έντονης συζήτησης και αντιπαράθεσης, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αν. Λιάκος έθεσε το ερώτημα εάν μας χρειάζεται μια «πολιτικά ορθή» Ιστορία και απάντησε: «Αν με αυτόν τον όρο περιγράφουμε μια Ιστορία που απαλείφει τις διαφορές, όχι. Αλλά μας χρειάζεται μια “πολιτικά ήπια” Ιστορία χωρίς τη λατρεία του αίματος». Ο κ. Β. Παναγιωτόπουλος από το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών το χαρακτήρισε «βιβλίο-εργαστήρι» μέσα σε μια «τάξη-εργαστήρι που αξίζει τον κόπο να ονειρευόμαστε, όπου ο δάσκαλος καλείται δημιουργικά ως εκπαιδευτικός να γίνει παραγωγός και σκηνοθέτης του μαθήματός του, ακόμη και μέσα από τις αντιρρήσεις του, αν έχει και μέσα από τις δικές του ερμηνείες, αν το θελήσει».
Για κάποιους η Ιστορία δεν είναι μάθημα αλλά κατηχητικό, είπε ο κ. Η. Νικολακόπουλος από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισήμανε ότι «το βιβλίο δεν αναιρεί μύθους, αλλά μόνο εξ απαλών ονύχων». Ιδιαίτερα επικριτικός για τον πραγματικό ρόλο της Εκκλησίας σε αυτή τη διαμάχη ήταν ο κ. Χρ. Λούκος από το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Στ. Πεσμαζόγλου υποστήριξε ότι «εκπαιδευτικά το βιβλίο αρνήθηκε να εξυπηρετήσει την καλλιέργεια της μισαλλοδοξίας και της έχθρας» και πρόσθεσε ότι «τα περισσότερα βιβλία που προηγήθηκαν καλλιέργησαν λιγότερο ή περισσότερο την αντιπαλότητα και την εχθρότητα, ανάγοντας σε αξιωματική αλήθεια ότι Ελληνες και Τούρκοι υπήρξαν και θα παραμείνουν προαιώνιοι εχθροί». Οπως σημειώνει στην «Κ» ο καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου κ. Κ. Ρωμανός, στο βιβλίο «περιορίζεται η Ελληνική Επανάσταση σε ελάχιστες γραμμές και απλά αναφέρονται τα ονόματα οπλαρχηγών χωρίς ειδική μνεία στη δράση τους». Ωραιοποιείται η οθωμανική δεσποτεία, καθώς υποστηρίζεται ότι ο λαός αφηνόταν να ζει σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμά του και ότι οι σουλτάνοι συνήθιζαν να διατηρούν θαυμαστή τάξη. Για την Καταστροφή της Σμύρνης αναφέρεται ότι «χιλιάδες Ελληνες συνωστίζονται στην παραλία προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα» και δεν γίνεται αναφορά στις συνθήκες φυγής του ελληνικού πληθυσμού. Από την πλευρά της, η καθηγήτρια κ. Μαρία Ρεπούση σημείωσε ότι «η συγγραφική ομάδα δεν θα δεχθεί διόρθωση από το λεγόμενο -ας μου επιτραπεί- εθνικιστικό λόμπι. Δεν διεκδικούμε το αλάθητο. Το βιβλίο είναι εργαλείο, δεν είναι Βίβλος. Θα συγκεντρωθούν οι παρατηρήσεις των εκπαιδευτικών και αφού ακολουθηθεί η έγκυρη διαδικασία, θα ανταποκριθούμε στις παρατηρήσεις τους».
«Εγκλωβισμένοι στο μύθο και στην παπαγαλία»
Η σύγκρουση γύρω από το εγχειρίδιο της ΣΤ΄ Δημοτικού έχει πολλές όψεις, σημειώνει στην «Κ» η συγγραφέας του βιβλίου κ. Μαρία Ρεπούση. «Οι κυριότερες δεν είναι ούτε παιδαγωγικές, ούτε ιστορικές. Υπάρχουν κάποιοι που χρησιμοποιιούν την εκπαίδευση για να διατηρήσουν ή και να αποκτήσουν εκλογική πελατεία. Με συνθήματα και όχι με επιχειρήματα, εκμεταλλεύονται τις ευαισθησίες της κοινής γνώμης για την Ιστορία και την Εκπαίδευση. Αυτό που προσπαθούν να κάνουν είναι να μετατρέψουν το σχολείο σε κομματική αρένα. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι οι μόνες αντιδράσεις. Υπάρχουν αντιδράσεις που θέλουν να ανατρέψουν κάθε προσπάθεια αλλαγών, καινοτομιών στο ελληνικό σχολείο. Θέλουν να κρατήσουν την Ιστορία στη μυθική και αντιπαιδαγωγική της εκδοχή. Εγκλωβισμένοι στους μύθους και την παπαγαλία. Δεν μπορούμε, όμως, εμείς να το επιτρέψουμε. Και όταν λέω εμείς εννοώ την επιστημονική και εκπαιδευτική κοινότητα».
Kαθημερινή, 06-03-07
Οχι στα μυθεύματα της Νέας Τάξης
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ*
Πρέπει να «κατασκευαστεί» ένα ιστορικό παρελθόν ανάλογο με το μέλλον που μας ετοιμάζουν. Κάθε αυτοκρατορία επιδιώκει να γράψει την ιστορία όλων των υπόδουλων, να μονοπωλήσει την εικόνα που έχουν για το παρελθόν τους, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει το ποιοι είναι σήμερα και το πώς θα λειτουργήσουν αύριο.
Παρότι η παγκοσμιοποίηση ευαγγελιζόταν το «Τέλος της Ιστορίας», οι εξελίξεις την διαψεύδουν κατηγορηματικά. Η Ιστορία όχι μόνο συνεχίζεται αλλά «επιστρέφει» πλησίστια: στη Λατινική Αμερική, οι Ινδιάνοι εμπνέονται από τον προκολομβιανό κόσμο, στη Μέση Ανατολή, η εποχή των Σταυροφοριών αναδύεται ακέραιη, ενώ, στη χώρα μας τα βλέμματα είναι στραμμένα στο Βυζάντιο, στην Τουρκοκρατία, στην Επανάσταση, στην Αντίσταση.
Οχι, ούτε το ρολόι του χρόνου ούτε οι λαοί έχουν τρελαθεί. Απλούστατα, επειδή η «Νέα Τάξη» επιζητά την εκ βάθρων μετάλλαξη λαών, εθνών και κοινωνιών, σύμφωνα με τα πρότυπα και τις απαιτήσεις της, οι κυριαρχούμενοι, στον αγώνα τους για αυτοδιάθεση, αναζητούν ερείσματα στη δική τους «Ιστορία».
Τα Βαλκάνια
Υστερα από την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, η περιοχή μας γνώρισε τον κατακερματισμό που υποδαύλισαν οι ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή τακτική τού «διαίρει και βασίλευε» με την ενίσχυση των λεγόμενων στρατηγικών μειονοτήτων, για την αποσύνθεση των εθνών-κρατών και τη γενικευμένη αποσταθεροποίηση, ώστε να μην μπορέσουν οι βαλκανικοί λαοί να συγκροτήσουν έναν σχετικά αυτόνομο οικονομικό και πολιτικό πόλο.
Η ολοκλήρωση αυτής της στρατηγικής απαιτεί και έναν «παράγοντα συνοχής», ρόλο τον οποίο έχουν αναθέσει στην Τουρκία, περιφερειακή δύναμη με ισχυρό στρατό, ανερχόμενη οικονομία, αυτοκρατορικό παρελθόν και επεκτατικές τάσεις, ώστε να εδραιωθεί μια νεο-οθωμανική «ειρήνη» στην περιοχή. Γι’ αυτό και οι ΗΠΑ σπρώχνουν τους στρατοκράτες της Αγκυρας να στραφούν προς την Ευρώπη και τα Βαλκάνια· εξ ου και το σχέδιο Ανάν ή η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η Ελλάδα
Βιβλίο ιστορίας ΣΤ’ Δημοτικού.
Στην Ελλάδα, οι άρχουσες τάξεις έχουν αποδεχθεί πλήρως αυτό το σενάριο. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, με το πρόσχημα του «κατευνασμού», έχουν αναλάβει την… εκπροσώπηση της γείτονος στην Ευρώπη. Σε οικονομικό επίπεδο, οι μεγαλο-επιχειρηματίες έχουν επιδοθεί σ’ ένα ρεσιτάλ συμφωνιών. Ενδεικτικά, εκτός από την Εθνική Τράπεζα που επένδυσε 4 δισ. στην Τουρκία, το 35% του κύκλου εργασιών της Ιντραλότ, του κ. Κόκκαλη, πραγματοποιείται εκεί, ενώ ο κ. Μπόμπολας με τον πρόεδρο του ελληνοτουρκικού επιμελητηρίου, Ρ. Ταρά, κατασκευάζουν μια νέα… πόλη στο Ομάν, κόστους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι Φαναριώτες επιστρέφουν.
Και όμως η Τουρκία δεν παραιτείται από το casus belli, κατέχει τη μισή Κύπρο, εγείρει μειονοτικό ζήτημα στη Θράκη και καταστέλλει αδυσώπητα όλα τα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά κινήματα στο εσωτερικό της.
Για την εμπέδωση αυτής της στρατηγικής που τείνει να μεταβάλει την Ελλάδα -και την Κύπρο- σε χώρες υποτελείς όχι μόνο στον υπερατλαντικό μονάρχη αλλά και στον τοπικό γκαουλάιτερ, είναι απαραίτητος ο έλεγχος της διανόησης και η αλλοίωση του φρονήματος του λαού.
Γι’ αυτό, καθημερινά, αδιάκοπα, υπάλληλοι και παρακοιμώμενοι των ξένων πρεσβειών, ή ποικιλώνυμων «ιδρυμάτων» τύπου Σόρος, βαφτίζουν την αντίθεση στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό «πρωτόγονο αντιαμερικανισμό», την καταδίκη των σιωνιστικών εγκλημάτων «αντισημιτισμό», την καταγγελία της παγκοσμιοποίησης «απομονωτισμό», την υπεράσπιση της πατρίδας «εθνικισμό» και «ρατσισμό». Κάποιοι έφτασαν να χαρακτηρίσουν «νεκρόφιλο» τον Ρίτσο, «φασίστα» τον Εγγονόπουλο, «βυζαντινιστή» τον Θεοδωράκη, «παρακρατικό» τον Παπαρρηγόπουλο, η δε κυρία Αννα Διαμαντοπούλου μας προέτρεψε να υιοθετήσουμε τα αγγλικά ως επίσημη γλώσσα.
Η Ιστορία
Στρατηγικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα καταλαμβάνει το ζήτημα της Ιστορίας, διότι ο εξανδραποδισμός ενός λαού διέρχεται από τη ριζοτόμηση της ιστορίας και της παράδοσής του:
Στα πανεπιστήμια, εδώ και χρόνια, κυκλοφορεί μια πρωτότυπη «ιστορική» αντίληψη που θέλει τους Ελληνες να συγκροτούνται ως έθνος μετά την Επανάσταση του 1821, αποκόβοντάς τους από μια ιστορική παράδοση χιλιετιών: «Είμαστε απλώς νεοέλληνες», πρόσφατης κοπής· επιπλέον, καλά ζούσαμε στην «πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία» που, κατά τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο, πρέπει να αντικαταστήσει τον όρο Τουρκοκρατία.
Ετσι και σήμερα πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα «πολυεθνικά μορφώματα», που μας ετοιμάζει η Νέα Τάξη. Αυτή η λογική:
Α Εξωραΐζει ή υποβαθμίζει την οθωμανική κατάκτηση, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974.
Β Αποσκοπεί στην κάμψη αυτού που ο Ν. Σβορώνος αποκάλεσε «αντιστασιακό φρόνημα του ελληνισμού», «απομυθοποιώντας» όλες τις μεγάλες αντιστασιακές στιγμές. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις νέες «αφηγήσεις», στο 1821 ή στην Εθνική Αντίσταση η έμφαση πρέπει να δίνεται κυρίως στην εμφύλια διαμάχη.
Γ Σ’ ένα ευρύτερο πεδίο, επιδιώκει την αποδυνάμωση του εθνικού αισθήματος, της ιστορικής μνήμης και όλων των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των Ελλήνων. Το πατριωτικό αίσθημα κατασυκοφαντείται ως «εθνικιστικό», ενώ επιστρατεύεται η δικτατορία των συνταγματαρχών, ή ο Καρατζαφέρης, ως ιδεολογικό φόβητρο.
*Μιλούν για «αποδραματοποίηση» της Ιστορίας και αποσιωπούν τη γενοκτονία των Ποντίων, την ίδια στιγμή που αρνούνται -και δικαίως- οποιαδήποτε «λήθη» ως προς το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. *Μάχονται λυσσαλέα τον «ελληνικό εθνοκεντρισμό», ενώ αποδέχονται την «αφήγηση» των Νεοτούρκων για τον Κεμάλ.
*Χρησιμοποιούν ως επιχείρημα τον «κατευνασμό» μεταξύ Γάλλων και Γερμανών, «ξεχνώντας» πως αυτός στηρίχθηκε στην αναγνώριση των ναζιστικών εγκλημάτων και την εγκατάλειψη του μιλιταρισμού από τη Γερμανία. Οταν όμως οι υπήκοοι αυτού του νέου αναδυόμενου «πολυεθνικού μορφώματος» ανακάλυψαν ότι αυτή η αντίληψη διοχετεύεται ακόμα και στο δημοτικό σχολείο -όπως συμβαίνει με το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’-, τότε ξέσπασε η «θύελλα».
Οντως το νέο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, που εγκρίθηκε επί Σημίτη και κυκλοφόρησε επί Καραμανλή, απηχεί αυτή την αντίληψη· η απόφαση για τη συγγραφή του συνδέεται με συμφωνίες των Τζεμ – Παπανδρέου, το 1999, χωρίς βέβαια τίποτε το ανάλογο να συμβεί από την τουρκική πλευρά.
Στο βιβλίο η ελληνική Επανάσταση περιγράφεται λίγο ώς πολύ με το ύφος των οδηγιών ενός… επιτραπέζιου παιχνιδιού· το παιδομάζωμα παρουσιάζεται ως «στρατολόγηση» των χριστιανικών πληθυσμών· οι Μικρασιάτες «συνωστίζονται» στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922· αποσιωπούνται οι γενοκτονίες των Νεοτούρκων· ταυτοχρόνως, τονίζονται υπερβολικά οι πτυχές της συνύπαρξης για να υποβαθμιστεί η υποδούλωση, οι διωγμοί, η καταπίεση, η εκμετάλλευση. Αλλά ακόμα και από τη… Γαλλική Επανάσταση απουσιάζουν ο Ροβεσπιέρος και ο Μαρά.
Οι αντιδράσεις
Οι αντιδράσεις ήταν τόσο έντονες και γενικευμένες, ώστε το ζήτημα αναδείχθηκε σταδιακά σ’ ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά ζητήματα της επικαιρότητας. Η συζήτηση άναψε, με άρθρα και τοποθετήσεις που απηχούσαν και τις δύο απόψεις.
Παράλληλα, πάρθηκαν πολλαπλές πρωτοβουλίες για την απόσυρση του βιβλίου, μέσω Διαδικτύου (π.χ. η ιστοσελίδα του «Αντίβαρου»), σε τηλεοπτικές εκπομπές (π.χ. ο 902 TV), με εκδηλώσεις και αναλύσεις (π.χ. το τεύχος 62 του περιοδικού «Αρδην»).
Η αντίδραση των υποστηρικτών της «νέας ιστορίας» υπήρξε αλαζονική και πανικόβλητη. Η κ. Κουλούρη χαρακτήρισε τους αντιδρώντες αλαζονικά «housewives» και «εργάτες από τη Γερμανία». Ο κ. Λιάκος αναφέρθηκε σε… «ψυχωτικούς», επιστρατεύοντας το γνωστό αμάλγαμα ακροδεξιών και αριστερών! Και όμως, κατά του συγκεκριμένου βιβλίου έχουν ταχθεί το ΚΚΕ, όλα (!) τα κόμματα της κυπριακής Βουλής, πολλοί δημοσιογράφοι (μόνο στην «Ελευθεροτυπία», Στάθης, Τριάντης, Στεφανίδης, Μαλιγκούδης κ.ά.). Εκτός δε από τις ενοχλητικές «νοικοκυρές», στις 4.100 υπογραφές των διαμαρτυρομένων στο «Αντίβαρο» περιλαμβάνονται 125 πανεπιστημιακοί, 600 εκπαιδευτικοί και πολλοί άλλοι «αναρμόδιοι», όπως 541 ποντιακά και προσφυγικά σωματεία, η Ενωση Σμυρναίων, ενώσεις Κων/πολιτών.
Τέλος, ο υπουργός Παιδείας της Κύπρου διαμαρτυρήθηκε στην ελληνίδα υπουργό γι’ αυτό ακριβώς το θέμα.
Δημιουργήθηκε, δηλαδή, ένα κίνημα που ήδη ξεπερνάει το συγκεκριμένο και αγκαλιάζει την ιστορική μας μνήμη γενικότερα. Και αυτό το κίνημα δεν αντιμετωπίζεται με συκοφαντίες, ούτε με πλαστογραφίες και αμαλγάματα.
Οσο για την Αριστερά, που ορισμένοι επικαλούνται, έγινε μεγάλη λαϊκή δύναμη μόνο όταν τέθηκε επικεφαλής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα· δεν ακολούθησε τους ελάχιστους που καλούσαν σε «συμφιλίωση» με τους κατακτητές, με το σύνθημα «γερμανοί εργάτες, αδέρφια μας», ούτε αργότερα εκείνους που συκοφαντούσαν τον αγώνα της Κύπρου.
Ο υποφαινόμενος, στα χρόνια του Δημοτικού, συμμετείχε πρώτη φορά σε διαδήλωση για την Κύπρο. Στη συνέχεια, ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με την εξουσία. Ποτέ όμως δεν ξέχασε το δίδαγμα των παιδικών του χρόνων: Για έναν λαό που, εδώ και οκτώ αιώνες, έχει πρόβλημα ανεξαρτησίας, όσοι, με οποιοδήποτε πρόσχημα, αρνούνται τη σύγκρουση με την πραγματική εξουσία, την ξένη προστασία και τον ιμπεριαλισμό, αργά ή γρήγορα, συντάσσονται μαζί της.
Τα σύμβολα της αντίστασης σε αυτό τον τόπο ευτυχώς ορίζονται ακόμα από ζώντες όπως ο Μανόλης Γλέζος, ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο Τάσσος Παπαδόπουλος και τεθνεώτες όπως ο Γρηγόρης Αυξεντίου και ο Σολωμός Σολωμού. Η Ιστορία μας διηγείται πριν απ’ όλα την «Αντίσταση στη φοβερή εξουσία», σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή, και όχι τα μυθεύματα των οσφυοκαμπτών.
* Ο Γ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ είναι εκδότης του περιοδικού «Αρδην» και της εφημερίδας «Ρήξη».
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ Ε»- 25/02/2007
Aπό το «ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ»
————————–
«…Το βιβλίο αναφέρεται στη Φιλική Εταιρεία, αλλά αντί του ζοφερού της Όρκου, αναφέρεται στο…καταστατικό! (Μήπως ήταν εταιρεία λαδεμπόρων; )
-Το βιβλίο αναφέρεται στους Φιλέλληνες, υπερτονίζοντας την αρχαιολατρεία τους και παραβλέποντας σκανδαλωδώς, ότι πλείστοι όσοι εξ αυτών υπήρξαν επαναστάτες δημοκράτες που πολέμησαν για την Ελευθερία στην ίδια τους την πατρίδα. Ότι για παράδειγμα, ανάμεσα στους νεκρούς Φιλέλληνες της μάχης του Πέτα, υπήρξε ένα δεκαεξάχρονο αγόρι από τη Βαυαρία.
-Το βιβλίο αναφέρεται στον Μπάυρον, τον ποιητή που δόξασε την Ελλάδα και την Επανάσταση στα πέρατα της Οικουμένης, χωρίς να δημοσιεύει ούτε έναν στίχο του.
-Το βιβλίο αναφέρεται στον ήρωα Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Ιερό του Λόχο, χωρίς μία αναφορά στη ρομαντική διακήρυξή του, «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».
-Μιλά για τον νεοελληνικό διαφωτισμό, χωρίς μία αναφορά στον Άνθιμο Γαζή και χωρίς ένα απόσπασμα από την επαναστατική του διακήρυξη που συνδέει την εξέγερση κατά του Σουλτάνου με τη δημοκρατική παράδοση της αρχαίας Ελλάδας.
-Δυο τρία τσιτάτα του Κολοκοτρώνη, του Φερραίου και της Μαυρογένους και δυο τρεις πίνακες, επιστρατεύονται ως μπαλώματα στις καταφανείς ελλείψεις – κι αυτά, πλάι σε άσχετα αποσπάσματα, όπως εκείνο της ανάληψης εκ μέρους του Τομπάζη, της αρχηγίας του στόλου. Το περιστατικό με την αρχαιοκαπηλεία στο οποίο αναφέρεται το απόσπασμα του Μακρυγιάννη, είναι καταφανώς μεταγενέστερο της επανάστασης – κάτι που φαίνεται να αγνοούν οι συγγραφείς.
-Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου θυμίζουν τους ηθοποιούς των ταινιών πορνό – «κάνουν έρωτα» χωρίς πάθος, αδημονώντας να τελειώσει το γύρισμα για να εισπράξουν το μεροκάματο. Η πρόθεση των συγγραφέων είναι ξεκάθαρη: Οτιδήποτε εξάπτει τα πνεύματα και τις διαθέσεις, οτιδήποτε εγείρει έναν εν δυνάμει ήρωα, θα πρέπει να παραμερίζεται. ¨
–Φαντάσου αναγνώστη της αριστεράς μια περιγραφή της δικτατορίας του ’67 και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, χωρίς αποσπάσματα από το ραδιοσταθμό του, χωρίς αποσπάσματα από τα τραγούδια της αντίστασης, χωρίς αναφορές στην οδό Μπουμπουλίνας, τα βασανιστήρια, τη Φλέμιγκ, το Σεφέρη, τον Παναγούλη – και με μια φωτογραφία του τανκ με τη λεζάντα: «Το τανκ εισέρχεται στο χώρο του Πολυτεχνείου, ο οποίος μετά από λίγη ώρα εκκενώνεται«.
Πώς θα σου φαινόταν;
Ο ΚΑΙΡΟΣ
«Τον 14ο αιώνα ξεκινά από την Ιταλία η καλλιτεχνική και πνευματική κίνηση που ονομάζεται Αναγέννηση και μέχρι τον 16ο αιώνα εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς οι άνθρωποι (σ.σ. sic) δημιουργούν σπουδαία έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής και λογοτεχνίας».
Ετσι ξεκινά την εξιστόρηση το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια, που έχει δημιουργήσει τόσο θόρυβο και έχει χωρίσει σχετικούς και άσχετους, επαΐοντες και μη, ιστορικούς και ανιστόρητους σε δύο στρατόπεδα.
Το βιβλίο το έχω διαβάσει. Και ιστορία έχω σπουδάσει. Δεν βρήκα τίποτε φοβερό απ’ όλα όσα του καταμαρτυρούν. Και βρήκα κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο, που κανείς απ’ όσους το καταδικάζουν ή το υπερασπίζονται δεν είδε. Κι αυτό μαρτυρά ακριβώς την έλλειψη ιστορικότητας και επιστημονικότητας που χαρακτηρίζει τις κραυγές. Γιατί περί κραυγών πρόκειται και όχι περί διαλόγου. Αλλά, έτσι διαλέγονται οι πληθυσμοί της χώρας εδώ, ήδη από την Ιλιάδα.
Κατ’ αρχήν το βιβλίο διδάσκεται στα σχολεία και δεν είναι βοήθημα για τους καθηγητές, όπως δολίως διαδίδουν επίσημα και ανεπίσημα χείλη.
Δεύτερο, και σπουδαιότερο, είναι μία επί τροχάδην ματιά, όπως οφείλει να είναι, μιας ιστορικής περιόδου, που τα γεγονότα της -ή κάποια- θα διδαχτούν οι μαθητές σε μεγαλύτερες τάξεις.
Τρίτον, έχει χρηματοδοτηθεί κατά 75% από την Ευρωπαϊκή Ενωση και κατά 25% από «εθνικούς πόρους».
Από αυτά γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι η επίθεση που έχει δεχθεί για αποσιώπηση λεπτομερειών ανδραγαθημάτων, γενναίων στιγμών και δουλείας είναι εξαιρετικά άδικη. Αυτά που πρέπει να ξέρει ένα παιδί 11-12 ετών από το στενό σχολείο του γι’ αυτή την περίοδο υπάρχουν όλα.
Στη σελίδα 36 λ.χ. και σε 300 λέξεις αναφέρεται και η Φραγκοκρατία (που εμείς δεν τη διδασκόμασταν καν ως γεγονός) και ο κεφαλικός φόρος και το παιδομάζωμα και η συχνότητα των εξεγέρσεων και η διαφορά ζωής ανάμεσα σε Φαναριώτες και κολίγους.
Στις σελίδες 121-122 υπάρχει ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου το 1955-59 υπό την ΕΟΚΑ.
Στη σελίδα 99, στο συνέδριο των Παρισίων το 1919, διά της επιστολής Βενιζέλου γίνεται αναφορά και στο θέμα της Βορ. Ηπείρου.
Μια ολόκληρη σελίδα (σ. 73) αφιερώνεται στον Π. Μελά και τον Μακεδονικό Αγώνα.
Η ιστορική καταγραφή, για να μη μακρηγορώ, υπάρχει. Τηλεγραφικά, χωρίς βερμπαλιστικές εξάρσεις, αλλά υπάρχει. Ο διαφωτισμός, η αρχαιολατρία, η υποδούλωση, η Μεγάλη Ιδέα, ο αλυτρωτισμός, ο αγώνας, η δυτική ξενοκρατία, η αντίσταση στον ζυγό -με σαφή προτίμηση στον ΕΛΑΣ από την εθνική κυβέρνηση- υπάρχουν όλα και αναφέρονται με το’ όνομά τους και άδικα φωνάζει η συντήρηση. Ακόμα και το όραμα του Ρήγα για μια «ενιαία ελληνική δημοκρατία» αποκαθίσταται εδώ από την ανιστόρητη απόπειρα των τελευταίων χρόνων να εμφανιστεί ο Φερραίος ως άλλος Δημητρώφ.
Το έναυσμα για όποιον δάσκαλο, γονιό, μαθητή θέλει να ψάξει να βρει, να μελετήσει, να διδάξει, να μάθει κάτι παραπάνω, είναι εκεί. Και το Γυμνάσιο με το Λύκειο και το Πανεπιστήμιο έπονται, για να πλουτίσουν τη γνώση.
Εκεί που αρχίζουν τα νερά είναι στην περιγραφή της Παιδείας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ηδη από τη σελίδα 22 ο μαθητής -και ο γονιός- πληροφορούνται ότι από το 1500 μ.Χ. «πληθαίνουν τα σχολεία, κυρίως στα αστικά κέντρα…», ενώ «…στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης δάσκαλοι, συνήθως ιερείς, διδάσκουν ανάγνωση και γραφή μέσα από εκκλησιαστικά βιβλία, στα σχολεία των κοινών γραμμάτων. Εκεί φοιτούν (σ.σ.: sic) κυρίως αγόρια, ενώ τα κορίτσια είναι λιγοστά. Τις ανάγκες για ανώτερη μόρφωση καλύπτουν τα σχολεία των ελληνικών μαθημάτων, όπου διδάσκονται κυρίως τα αρχαία ελληνικά γράμματα».
Από τα μέσα του 1700, όμως, τα σχολεία αυξάνονται, κατά τους συγγραφείς, όπως και ο αριθμός των μαθητών σε αστικά κέντρα.
Να με συγχωρείτε για την ιλαρότητα, αλλά η συγκεκριμένη σελίδα μόνο σε διαδήλωση για 15% στην Παιδεία δεν κατεβάζει τους μαθητές!
Δίνοντας έμφαση στις σχολές των αστικών κέντρων αποσιωπάται, ότι εκεί -πλην των ελάχιστων οικοτροφείων κληροδοτημάτων- πήγαιναν οι επίσης ελάχιστοι γόνοι των ελάχιστων πλουσίων, ενώ από το σύνολο του πληθυσμού μάθαινε κολυβογράμματα ο ένας στους χίλιους, δίπλα στον παπά.
Αλλά γι’ αυτό μαρτυριούνται οι ίδιοι οι συγγραφείς λίγο πιο κάτω, στη σελίδα 63, όπου ο αριθμός μαθητών δεν ξεπερνάει τους 2.300 στα αλληλοδιδακτικά σχολεία, για τα οποία σώζονται στοιχεία, το 1829, με απελευθερωμένη την παλιά Ελλάδα. Και με την ορμητική δίψα για μάθηση!
Οπου, δεν ξέρω αν τα σχολεία ήταν κρυφά από τους Τούρκους, αλλά από πολλούς πατεράδες, που θέλαν τους γιους τους βοηθούς στα χωράφια, σίγουρα ήταν…
Αυτή, όμως, η πολιτική λαθροχειρία στο βιβλίο, γιατί περί αυτού πρόκειται, οδηγεί μοιραία και στη σελίδα 103, στην οποία τα πράγματα σοβαρεύουν πολύ.
Γιατί, ενώ ο Βενιζέλος -τον οποίο υμνεί κατά κόρον το βιβλίο- απείλησε ακόμα και με εισβολή από τη Θράκη με τα υπολείμματα του στρατού, για να γίνει σαφής διαχωρισμός και αναφορά στη Συνθήκη της Λωζάνης, ότι οι εδώ μουσουλμάνοι είναι μουσουλμάνοι, ενώ οι στην Τουρκία Ελληνες είναι Ελληνες και όχι απλώς χριστιανοί, οι συγγραφείς μαθαίνουν στα ελληνόπουλα -και στους γονείς- ότι με τη Συνθήκη «εξαιρούνται από την ανταλλαγή μόνο οι χριστιανοί που ζουν στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιμβρο, στην Τένεδο, καθώς και οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης»!!!Και λίγο πιο πάνω: «…τίθεται σε συζήτηση το θέμα των μουσουλμανικών πληθυσμών που ζουν στην Ελλάδα καθώς και των ορθόδοξων πληθυσμών, που ζουν στην Τουρκία»!!
Πλήρης δηλαδή η εδώ και χρόνια μέχρι και τώρα τουρκική προπαγάνδα και καταπάτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία μόλις ξεστομίζεται από τουρκικά επίσημα χείλη εισπράττει, όπως οφείλεται, το αντίστοιχο διάβημα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών! Μέχρι αυτή τη στιγμή.
Δεν εισπράττει, όμως, το βιβλίο κανένα διάβημα ούτε από το υπουργείο Εξωτερικών (που αμφιβάλλω κι αν ξέρει για τη διδασκαλία της τουρκικής προπαγάνδας στο σχολείο) ούτε από το υπουργείο Παιδείας (που αμφιβάλλω αν ξέρει τη Συνθήκη της Λωζάνης ως πολιτικής σημασίας σήμερα).
Και κανείς από τους επικριτές του βιβλίου δεν έχει σταθεί σ’ αυτή την επικίνδυνη πτυχή. Πράγμα που μαρτυράει την κολλημένη Ελλάδα στη στείρα προγονολατρία. Και κανείς από τους υπερασπιστές του βιβλίου δεν ενοχλήθηκε.
Ούτε που ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου ονομάζεται στην επικεφαλίδας «των ελληνοκυπρίων» παρ’ όλο που συμμετείχε σημαντικό μέρος και των τουρκοκυπρίων! Ούτε που στη σελίδα 121 η Κύπρος κατονομάζεται ως διχοτομημένη και όχι κατεχόμενη.
Γιατί να ενοχληθεί άραγε. Το βιβλίο είναι γραμμένο με μοναδικό στόχο να αμβλύνει την όποια αντιπαλότητα των Ελλήνων με τους Ευρωπαίους και κυρίως, με τους Τούρκους. Αδιαφορώντας να σκεφτεί καν γιατί οι Ελληνες δεν έχουν αντιπαλότητα με τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Εγγλέζους, που αιματοκύλησαν τη χώρα πρόσφατα κιόλας. Εχει στόχο το βιβλίο. Επιλεγμένο. Διαπερνάται απ’ αυτόν τον στόχο σε όλες του τις σελίδες, αλλά θα χρειαζόταν κανείς άλλο ένα βιβλίο για να το δείξει, εύκολα.
Οταν όμως γράφεις Ιστορία, όχι για να υποταχθείς στα ευρήματα, αλλά για να υπηρετήσεις έναν στόχο, αυτό δεν είναι Ιστορία. Είναι Προπαγάνδα. Προπαγάνδα ήδη έχουμε. Δε χρειαζόμαστε μια ακόμα. Ιστορία χρειαζόμαστε και όχι αφελή ως πολύ ύποπτα πολιτικά παιχνίδια.
Δεν μας λείπουν ούτε οι αληθινές πηγές, ούτε οι αληθινοί Ιστορικοί. Σοβαρότητα μας λείπει. Και σεβασμός στον τόπο. Αλλιώς δεν μπορείς να σεβαστείς κανέναν τόπο.
Γ. Παπαδόπουλος Τετράδης tetradis@enet.gr.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ – 04/03/2007
http://www.enet.gr/online/online_fpage_text/dt=04.03.2007,id=77617196
Ελλάδα ( Πηγή: http://www.e-Paideia.net)
Στην αντεπίθεση οι ιστορικοί για το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού
Τη δημόσια υποστήριξή τους στο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού που έχει δεχθεί σφοδρές επιθέσεις τους τελευταίους μήνες εξέφρασαν διακεκριμένοι ιστορικοί ζητώντας «να αποχρωματιστεί ιδεολογικά η συζήτηση». Όπως αναφέρουν Τα Νέα (6/3/2007), εξέφρασαν επίσης φόβους ότι το βιβλίο ενδέχεται να αποσυρθεί από το υπουργείο Παιδείας ερήμην των συγγραφέων και με αδιαφανείς διαδικασίες…
«Δεν πρόκειται για σβήσιμο ή παραχάραξη του παρελθόντος», υποστήριξε ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Λιάκος. «Αλλά μας χρειάζεται», είπε, «μια ‘πολιτικά ήπια’ Ιστορία χωρίς τη λατρεία του αίματος». Αναφέρθηκε μάλιστα στα παρόμοια προβλήματα που αντιμετωπίζουν «και οι Τούρκοι προοδευτικοί ιστορικοί. Αλλά κι εκεί κάτι αλλάζει. Ωστόσο ενισχύονται κι εκεί οι Τούρκοι ακραίοι από τις φωνές των Ελλήνων ακραίων. Ο εθνικισμός είναι κολλητική αρρώστια».
«Η επίθεση κατά του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού δεν αφορά τόσο το επιστημονικό του περιεχόμενο όσο την εθνοεκπαιδευτική του αποτελεσματικότητα», είπε ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ομότιμος διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Στις πολιτικές διαστάσεις των επιθέσεων που δέχεται το βιβλίο έδωσε έμφαση ο Ηλίας Νικολακόπουλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «με προβληματίζουν οι δεξιές και οι δήθεν αριστερόστροφες αντιδράσεις που θεωρούν ότι η Ιστορία είναι κατηχητικό που πρέπει να διδάσκει ό,τι στηρίζει το φοβικό εθνικό μας οικοδόμημα. Οι αριστερόστροφες φοβίες είναι ίδιες και χειρότερες. Ότι δήθεν για να είμαστε αριστεροί πρέπει ταυτόχρονα να είμαστε εθνικιστές. Ότι η εθνική ταυτότητα πρέπει να οικοδομείται με μύθους και όχι με αλήθειες».
«Δεν νοείται να γίνονται παρεμβάσεις με πολιτική εντολή», είπε ο Χρήστος Λούκος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ο οποίος στάθηκε στις παρεμβάσεις που γίνονται «από παράγοντες που δεν έχουν σχέση με την επιστημονική κοινότητα».
Για την «εθνικιστική ιδεολογία» και τις πολιτικές προεκτάσεις των αντιδράσεων μίλησε ο Στέφανος Πεσμαζόγλου, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Οι συλλογικές προκαταλήψεις δύσκολα πεθαίνουν και οι νοοτροπίες οι οποίες περνούν μέσα από πολιτικές αποφάσεις και τρέφουν τη μισαλλοδοξία είναι επικίνδυνες», είπε και άφησε σαφείς αιχμές κατά της προσφυγής των διαφωνούντων στον Άρειο Πάγο, αλλά και κατά της απόφασης του υπουργείου Παιδείας να αξιολογήσει το βιβλίο η Ακαδημία Αθηνών.
Το ότι το υπουργείο Παιδείας έχει ζητήσει από την Ακαδημία Αθηνών να προχωρήσει σε αξιολόγηση του βιβλίου επιβεβαίωσε άλλωστε σε συνέντευξή του («Απογευματινή της Κυριακής») και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου κ. Ανδρέας Καραμάνος. «Εάν τυχόν τα σφάλματα ή οι αδυναμίες είναι πάρα πολλές και δεν επιδέχονται διορθώσεων, από την επόμενη χρονιά πιθανόν να αποσυρθεί», δήλωσε ο κ. Καραμάνος εντείνοντας τους φόβους των ιστορικών ότι το βιβλίο ενδέχεται να αποσυρθεί ή να διορθωθεί ερήμην της ομάδας που το συνέγραψε.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση η επιστημονική υπεύθυνη συγγραφής του βιβλίου, επίκουρη καθηγήτρια στο ΑΠΘ Μαρία Ρεπούση, διευκρίνισε «η συγγραφική ομάδα δεν θα δεχθεί καμία διόρθωση που προκύπτει από το λεγόμενο εθνικιστικό λόμπι. Δεν θα επιτρέψουμε να διορθωθεί στη βάση του διαλόγου που έχει γίνει, αλλά μόνο μέσα από την έγκυρη διαδικασία των παρατηρήσεων των εκπαιδευτικών στη διδακτική πράξη».
ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΕΣ
«Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εκπαίδευση, η οποία στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της., οι αγώνες της για τη διαφύλαξη της Χριστιανικής πίστης και την καθαρότητα της Ορθοδοξίας, τα μέτρα για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, αποτελούν θεμελιακή συμβολή για την διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχής, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για την Χριστιανική πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του νέου Ελληνισμού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται επικεφαλής έτσι, των δυνάμεων που οργανώνουν την άμυνα του Ελληνισμού και εξασφαλίζουν την διατήρησή του μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης και συνδέεται άρρηκτα με το έθνος.»
Νίκος Σβορώνος
Μαρξιστής Ιστορικός
«Το Ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού»
Εκδόσεις «Πόλις», Αθήνα 2004, σελ. 84-85
———————-
Εκκλησία και πνευματική ζωή
«…Η εκκλησία, όταν πέρασε το πρώτο χτύπημα της κατάκτησης, θα συνεχίσει το έργο της ανασυγκρότησης της πνευματικής ζωής των Ελλήνων. Παρά τις διαμάχες ανάμεσα στο Πατριαρχείο και στην κάστα των αρχόντων της Κωνσταντινούπολης, η Εκκλησία παραμένει σε όλη την περίοδο απ’ το ιε΄ ως ιζ΄ αι., η κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους, Επικεφαλής της εθνικής αντίστασης σε όλες τις μορφές της, εργαζόμενη για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’όλες τις εξεγέρσεις ακόμα και διευθύνοντάς τες (έχει να δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων, που είναι σύγχρονα και ήρωες της χριστιανικής πίστης και της εθνικής αντίστασης), ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζωή.
Ήδη ο πρώτος Πατριάρχης Γεννάδιος ιδρύει Πατριαρχική Σχολή που αναδιοργανώθηκε αργότερα. Κι άλλοι πατριάρχες ακολούθησαν το παράδειγμά του. Το ουσιαστικό πρόβλημα που απασχολεί όλη την ελληνική σκέψη αυτή τη στιγμή είναι η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, που συγχέεται περισσότερο από ποτέ με την εθνική ιδέα και που την απειλούν από τη μια το Ισλάμ κι από την άλλη η καθολική προπαγάνδα…»
Νίκος Σβορώνος
Μαρξιστής Ιστορικός
«Επισκόπηση της νεοελληνικής Ιστορίας»
Εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ 48-49
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (11-3-2007)
Eντος Tων Tειχων
Tου Δημητρη Α. Kαπρανου
Πεπλανημένοι και ανιστόρητοι
Είμαι κι εγώ ένας από τους άτυχους, πεπλανημένους, που διδάχθηκαν λάθος την Ιστορία, που έμειναν «τυφλοί» μέχρι να τους ανοίξουν τα μάτια οι σημερινοί «ιστορικοί». Ενας από τους μαθητές, μετέπειτα φοιτητές, επιστήμονες και εν τέλει κατηρτισμένους επαγγελματίες, οι οποίοι έμαθαν «στραβά» μερικά πολύ σημαντικά πράγματα και διεμόρφωσαν χαρακτήρα και συνείδηση στρεβλή, «πολιτικώς μη ορθή», όπως θα έλεγαν οι σημερινοί εκφραστές της «ιστορικής αλήθειας». Ενα από τα παιδιά, που μεγάλωσε ακούγοντας «παραμύθια» στα σκαλοπάτια των «προσφυγικών» της οδού Βιθυνίας, στην Κοκκινιά, όπου η θεία Ελένη, η «Χατζη-Ελέγκω», μας έλεγε -ψευδώς, υποθέτω- για την καταστροφή της Σμύρνης, για ομαδικούς βιασμούς συμμαθητριών της, για εν ψυχρώ δολοφονίες του ανδρικού πληθυσμού, για σφαγές νηπίων από τους ατάκτους «τσέτες».
Ενα από τα παιδιά που άκουγαν τη γιαγιά του Μάρκου του Πύρδα να εξιστορεί πνιγμούς αμάχων μέσα στο λιμάνι, φλόγες που τύλιξαν το Κορδελιό, μαχαιριές στους καρπούς των χεριών όσων προσπαθούσαν να πιαστούν από τα συμμαχικά πλοία. Και πότε μας τα ’λεγαν αυτά; Τέλη του ’50, δηλαδή σε πολύ μικρό διάστημα από την ώρα που τα έζησαν, που τα βίωσαν. Προφανώς, είμαι βέβαιος, ψέματα και υποκρισίες ήταν όλες εκείνες οι «Εορτές μνήμης», που οργάνωναν κάθε χρόνο οι σύλλογοι Μικρασιατών στη Νίκαια. Ψέματα άκουγα στη Νησιακή Στέγη, στην Ενωση Σμυρναίων, στην Ενωση Πισιδίων, για να μην αναφέρω και τα αισχρά ψεύδη που μας διηγούντο οι Πόντιοι και που ακούγαμε στις δικές τους «Εορτές Μνήμης», στην Ποντιακή Στέγη.
Τα ψεύτικα τα λόγια…
Χωρίς αμφιβολία, ψέματα μας έλεγε κι ο πατέρας μας, που μας μιλούσε για τις δοκιμασίες της χώρας, για τον άτυχο πόλεμο του ’97, για το πώς μεγάλωσε η Ελλάδα, αλλά και για τον όρο «Μικρασιατική Καταστροφή», που δεν ήταν παρά, ως φαίνεται πλέον, «μια διπλωματική ήττα». Ψεύτικες και οι αφηγήσεις για το Αλβανικό Μέτωπο, όπου πολέμησε ο ίδιος, ψεύτικα και τα παράσημά του – βαριά κληρονομιά. Ψεύτικες και οι ιστορίες στον μπερντέ του Χαρίδημου, Επταλόφου και Σμύρνης, για τον Αθανάσιο Διάκο και τον Κατσαντώνη! Κι ακόμη μεγαλύτερο ψέμα τα περί Μεγαλέξανδρου, που είχε το θράσος να αποκαλείται «Ελλην και Μακεδών»! Και τώρα, τι γίνεται; Δεν θα πρέπει, ως πολιτικώς ορθοί, να ζητήσουμε συγγνώμη από τους συγγενείς του Δράμαλη, του Ομέρ Βρυώνη, του Ιμπραήμ, του Χουρσίτ πασά, του Κιουταχή; Πώς, με τι μάτια, θα κοιτάζουμε εκείνους που μας «απώθησαν» και μας έσπρωξαν στον «συνωστισμό» του Quai της Σμύρνης; Μήπως θα πρέπει να τους γυρίσουμε και τα έσοδα από τις πωλήσεις της «Μικράς Ασίας»; Από πού κι ώς πού, Πυθαγόρα, έγραψες «η Σμύρνη, μάνα, καίγεται»; Πώς παραποίησες την ιστορία και παρουσίασες τον «συνωστισμό» ως καταστροφή και φωτιά; Κι από πού κι ως πού, αείμνηστε Καλδάρα, έβαλες τον Φυσούν να αφηγηθεί τα δεινά της Προσφυγιάς αφού επρόκειτο για μια απλή «μετοίκηση»;
Η αγουρίδα μέλι…
Μήπως, όμως, κακώς τα βάζουμε με τους συντάκτες του επιμάχου πονήματος; Μήπως τελικώς δεν είναι τίποτε τυχαίο σ’ αυτή τη χώρα; Μήπως αγάλι αγάλι φροντίσαμε όλοι να «ξεμπερδεύουμε» με την Ιστορία; Μήπως οι αναφορές σε πραγματικά γεγονότα έκαναν -και κάνουν- κάπου ζημιά; Είναι τυχαίο το ότι οι δήμοι, στις σημάνσεις των οδών, αναφέρουν, αορίστως, «Μ. Καραολή – Α. Δημητρίου» τους δρόμους εκείνους που έχουν τα ονόματα των ηρώων της ΕΟΚΑ Μιχαήλ Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου; Μήπως «φροντίζουμε» να ξεχαστεί η Ιστορία; Οι συντάκτες του βιβλίου της ΣΤ΄ Δημοτικού δεν προέκυψαν, βεβαίως, ξαφνικά ούτε είναι φερέφωνα ή «βαλτοί». Γέννημα του συστήματος είναι, αποτέλεσμα της παρεχομένης παιδείας και διδασκαλίας. Οταν, στις εθνικές επετείους (ψεύτικες κι αυτές;) τα κανάλια παρουσιάζουν την εικόνα της άγνοιας των νέων γύρω από το «τι εορτάζουμε» κι εμείς απλώς «γελάμε με τα χάλια μας», είναι βέβαιο ότι η Ιστορία θα ξαναγραφεί, θα ξανασβηστεί και θα ματαξαναγραφεί. Δεν είναι τυχαίες, ας πούμε, οι συχνές τηλε – αναφορές σε «δημοκρατία της βορείου Κύπρου» ή σε «βόρειο Ιράκ». Τα πράγματα αλλάζουν πλέον με άλλο τρόπο και όχι με τα όπλα. Η «ενημέρωση», η «διδασκαλία», η συνεχής προβολή και παρουσίαση, δημιουργούν «τετελεσμένα» χωρίς να χρειάζεται η επίκληση του «Αττίλα».
«Τη γράψαμε» την Ιστορία!
Αρκεί, βεβαίως, να υπάρχει πρόσφορο έδαφος και προθυμία για «συνεργασία». Κι από τέτοια, άλλο τίποτε σε μια χώρα που διεφθάρη τόσο γρήγορα όσο καμία άλλη. Τα «πακέτα» και οι «επιδοτήσεις» έφεραν τα «νέα τζάκια» και οδήγησαν τους αγρότες στα καφενεία και τον τζόγο. Η λέξη «μεροκάματο» (η αμοιβή για τον κάματο της ημέρας) καταργήθηκε. Η «κονόμα» και η «κομπίνα», λέξεις συνώνυμες της παραβατικότητας, σήμερα είναι στόχοι ζωής! Η χώρα οδηγήθηκε με δανεικά αλλά όχι αγύριστα- σε χοάνη πρόσκαιρου ευδαιμονισμού και σαν τη «Ρόζα τη ναζιάρα» μοστραρίσθηκε για «Ευρωπαία», τρομάρα της! Γινήκαμε «Ευρώπη» με τα λεφτά των εταίρων, που έγιναν τζάκια από μάρμαρο Διονύσου και «μεζονέτες» στα βόρεια. Αφήσαμε τον Ματσάγγο και τον Καρέλια, τα «Εθνος εξαιρετικά» και τα «Αντινικότ 22» και μάθαμε τα «Μάρλμπορο», τα «Ρόθμανς» και τις «Κοχίμπες». Κι όταν μπεις σ’ αυτό το «τριπάκι», όταν σε πνίξουν τα τραπεζικά, τα καταναλωτικά και οι «κάρτες», όταν αλλάζεις αυτοκίνητο κάθε τρεις και μία, τότε δεν σε νοιάζει ποιοι και πώς γράφουν την Ιστορία σου, γιατί, απλούστατα, «τη γράφεις» κι εσύ!
Ολα τα άλλα, περι «εθνικισμού» και «εξαλλοτήτων» είναι λόγια χωρίς νόημα. Ουδείς επιθυμεί να συντηρείται η ένταση με τους γείτονες, ουδείς επιθυμεί επιστροφή στο παρελθόν. Η απόσταση από το σημείο αυτό μέχρι το «θάψιμο» των γεγονότων είναι χαώδης. Η προσπάθεια, όμως, να εξευμενίσουμε κάποιους ή να φανούμε αρεστοί σε κάποιους άλλους δεν θα πρέπει να οδηγεί σε επικύψεις ή στρουθοκαμηλισμούς. Αλλο να παραδέχεσαι λάθη και ακρότητες τις οποίες, πιθανότατα, διέπραξε και η δική σου πλευρά στο παρελθόν, και άλλο να τα σπρώχνεις όλα κάτω από το χαλί και να αποφαίνεσαι ότι η σφαγή της Σμύρνης ήταν «συνωστισμός» ή η προέλαση στο Αλβανικό Μέτωπο και η απελευθέρωση (για τέταρτη φορά) της Βορείου Ηπείρου ήταν «απώθηση των ιταλικών δυνάμεων». Ποιος «απώθησε» ποιους, όταν οι ίδιοι οι Ιταλοί στρατηγοί έχουν περιγράψει λεπτομερώς την ελληνική προέλαση και τη δεινή ήττα των «σιδηρών μεραρχιών» του Μουσολίνι; Θα πείτε, «μα, υπάρχει και ψηφιακός δίσκος στο βιβλίο της Ιστορίας, όπου μπορεί ο μαθητής να βρει “εκτεταμένα” τα γεγονότα». Ο λαός λέει «φέξε μου και γλίστρησα». Κι από «γλιστρήματα», εσχάτως, άλλο τίποτε!
Ουδείς θα είχε αντίρρηση για τη νηφάλια, ήρεμη και μέσα από τομές και μελέτες συγγραφή της σύγχρονης Ιστορίας της χώρας. Αλλά το να σύρεσαι από το ένα άκρο στο άλλο είναι λάθος. Οταν αναφέρεσαι σε «κλέφτες» με «μικρό κάπα», τότε κάπου υπάρχει πρόβλημα. Θα περνάς από τα Δερβενάκια, θα σταματάς στο Κομπότι, θα περνάς από το Πέτα και τα Δολιανά και τι θα κάνεις; Θα σιχτιρίζεις τον δάσκαλό σου; Θα αμφισβητείς τον Μακρυγιάννη; Τι θα λες στα παιδιά και στα εγγόνια σου; Και καλά εμείς, οι παλιότεροι. Οι σημερινοί, τα παιδιά του υπολογιστή και της εικονικής πραγματικότητας, τι θα αποκομίσουν; Τον «Αλέξανδρο» του Στόουν και τους «Τριακόσιους» δίκην «καρτούν»; Ας προσέξουμε λιγάκι. Η απόσταση από την αλήθεια στην υπερβολή είναι ελάχιστη.
Από την «Αυγή» της 11/3
——————————————
Πατρίς – Θρησκεία – Ιστορία: οι αντιδράσεις για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού
Του Στρατή ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ
Εδώ και μερικές βδομάδες, ένα ποτάμι διαμαρτυριών φουσκώνει. Στην αρχή, ήταν κάποια άρθρα σε μπλογκ και περιοδικά, ψηφίσματα και επιστολές, έπειτα ήρθαν οι εκδηλώσεις, η συλλογή υπογραφών, οι ερωτήσεις βουλευτών και –ανώτατος αναβαθμός– τα δελτία ειδήσεων και τα «παράθυρα». Μιλάω, θα το καταλάβατε, για το ογκούμενο κύμα αντιδράσεων εναντίον του βιβλίου της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού (συγγραφείς: Μαρία Ρεπούση, Χαρά Ανδρεάδου, Αριστείδης Πουταχίδης, Αρμόδιος Τσιβάς). Αυτή η φουσκονεριά τείνει, υπερβαίνοντας κατά πολύ το συγκεκριμένο εγχειρίδιο, να μετατραπεί σε πλημμύρα που κινδυνεύει να σαρώσει πολλά στο διάβα της, από την ελευθερία της έρευνας μέχρι τους κανόνες του δημοκρατικού διαλόγου, εισάγοντας στη θέση τους άλλα, πρωτόφαντα κριτήρια, όπως η σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας για ζητήματα εκπαίδευσης ή η αξιολόγηση βιβλίων και απόψεων με βάση τον Κανόνα της εθνικής ορθότητας που κελεύει: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί αληθινό ό,τι είναι εθνικό».
Η κριτική, βέβαια, όσο σκληρά κι αν γίνεται, είναι αναγκαία στο πλαίσιο του επιστημονικού διαλόγου και του δημοκρατικού ήθους. Μόνο που –κι αυτό ακριβώς είναι το λεπτό σημείο– η εκστρατεία τούτη δεν συνιστά κριτική, αλλά προσπάθεια αποκλεισμού των «εθνικώς και θρησκευτικώς μη ορθών» απόψεων, απόπειρα προκρούστειας συμμόρφωσης των διδακτικών βιβλίων σε μια συντηρητική και αποστεωμένη αντίληψη περί σχολικής Ιστορίας. Το βιβλίο δεν επικρίνεται, στην πραγματικότητα, για τα προβλήματα και τις αδυναμίες του1, αλλά μετριέται, κατά την εύστοχη έκφραση του «Ιού» (|Ελευθεροτυπία|, 18.2.2007)– με τη «μεζούρα της εθνικοφροσύνης».
Έπειτα από όλα αυτά (καθώς μάλιστα το υπουργείο Παιδείας μιλάει για «διορθώσεις», περιφρονώντας τις διαδικασίες που το ίδιο έχει θεσπίσει), η υπεράσπιση του βιβλίου αποτελεί πρώτιστο καθήκον για όλους μας. Σε αυτό το θέμα, η λιτή αλλά περιεκτική δήλωση των 503 (ιστορικών και άλλων) αποτελεί ένα μίνιμουμ στο οποίο μπορούμε να συμφωνήσουμε. Την παραθέτω: «Παρακολουθούμε με ανησυχία την επιστημονικά ατεκμηρίωτη και ιδεολογικά χρωματισμένη αντίδραση προς το νέο σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας της ΣΤ’ τάξης του Δημοτικού. Επειδή υπερασπιζόμαστε την ελευθερία της έρευνας και του επιστημονικού διαλόγου, στο πλαίσιο του οποίου είναι θεμιτή και εποικοδομητική η κριτική, ζητούμε το βιβλίο να παραμείνει στα σχολεία και να αξιολογηθεί μέσα από διαδικασίες διαφανείς, έγκυρες και δημοκρατικές. Διορθώσεις ή παρεμβάσεις στο κείμενο του σχολικού εγχειριδίου δεν νοείται να γίνονται με πολιτική εντολή, βάσει ατεκμηρίωτων διαμαρτυριών και κατά παράβαση κάθε επιστημονικής δεοντολογίας» (για τις υπογραφές, βλ. |Η Αυγή|, 7 και 8.3.2007).
Πρώτο καθήκον: η υπεράσπιση του βιβλίου
Το πρώτο και μείζον καθήκον λοιπόν, σε αυτήν τη συγκυρία, είναι η υπεράσπιση του βιβλίου. Η «διόρθωσή» του, ως αποτέλεσμα της εκστρατείας αντιδράσεων -πολλώ δε μάλλον η απόσυρσή του– θα αποτελέσει σοβαρή οπισθοδρόμηση. Πιστεύω ότι για τους αναγνώστες τουλάχιστον της |Αυγής| το ζήτημα είναι λυμένο, γι’ αυτό και δεν επιμένω. Από εκεί και πέρα όμως, εάν και εφόσον συμφωνούμε σε αυτό το μείζον, υπάρχουν και κάποια άλλα, ήσσονα αλλά όχι ασήμαντα ζητήματα, που συνδέονται με τη στάση μας. Με δυο λόγια, με ποιους τρόπους και ποια επιχειρήματα οργανώνουμε αυτή την υπεράσπιση.
Η σφαλερή συνεπαγωγή
Το γεγονός ότι μια συμμαχία όπου τον τόνο δίνουν οι «πατριωταράδες», οι μισαλλόδοξοι και οι ακροδεξιοί επιτίθεται στο βιβλίο δεν συνεπάγεται, a contrario, ότι το βιβλίο είναι εξαίρετο. Oύτε, επίσης, ότι, για να το υπερασπιστούμε αποτελεσματικά, οφείλουμε να λέμε πως είναι εξαίρετο.
Είναι σίγουρο ότι το βιβλίο διαθέτει πολλές και σημαντικές αρετές, όπως η διεύρυνση της θεματολογίας στους τομείς της πολιτισμικής και κοινωνικής ιστορίας, η ανάδειξη όψεων που παρέμεναν στο σκοτάδι (λ.χ. η ιστορία των γυναικών), η πλούσια εικονογράφηση που λειτουργεί και αυτοτελώς, η απουσία βερμπαλισμού και μεγαλοστομιών (βλ. αναλυτικά το ρεπορτάζ από την εκδήλωση των πέντε επιστημονικών περιοδικών, |Η Αυγή|, 6.3.2007). Αρετές που αποκτούν μεγαλύτερη σημασία όταν το βιβλίο συγκριθεί με τα προϋπάρχοντα. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να τις αναδείξουμε, αλλά παράλληλα χρειάζεται να συζητήσουμε ουσιαστικά για τα προβλήματα και τις αδυναμίες του βιβλίου, με κριτήρια επιστημονικά και παιδαγωγικά, και όχι με βάση την ιδεολογική αρέσκεια ή απαρέσκειά μας. Στο κάτω κάτω, αν δεν το κάνουμε εμείς, τότε ποιος;
Δεν μιλάω τόσο για τα σφάλματα, όπως αυτά που επισήμανε σε πρόσφατη εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Μαργαρίτης (λ.χ. τη διόγκωση του αριθμού των απωλειών του ελληνικού στρατού κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Αυτά διορθώνονται εύκολα, άλλωστε πραγματολογικές ανακρίβειες συναντάμε, δυστυχώς, σε πολλά εγχειρίδια. Εννοώ σημεία που δεν αποτελούν προϊόν σφάλματος, αλλά επιλογής. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο «Οι μορφές του 1821» προβάλλονται σε ένα δισέλιδο τέσσερις μορφές: ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, η Μαντώ Μαυρογένους και η Δόμνα Βισβίζη. Η ισοδύναμη αυτή αντιπροσώπευση ανδρών και γυναικών (λες και υπήρχε «ποσόστωση» στον Αγώνα ή μάλλον, επειδή δεν υπήρχε, λες και επιβάλλεται να την εφαρμόσουμε εμείς, σήμερα, στην ιστορική αφήγηση) εκκινεί πιθανότατα από το αγαθό (με όλη τη σημασία της λέξης) κίνητρο της ανάδειξης εκείνων που η επίσημη ιστορία άφησε στην αφάνεια (των γυναικών, των φτωχών, των πληβείων), παρά ταύτα δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικότητες του 1821. Η συντριπτική υπεροχή των ανδρών ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της Επανάστασης είναι ένα σκληρό, αναμφισβήτητο γεγονός, και από αυτό πρέπει να εκκινήσουμε, σχολιάζοντάς το μετά, όπως δει.
Παράδειγμα δεύτερο, η περιβόητη διατύπωση για την καταστροφή της Σμύρνης, την οποία έχει κάνει παντιέρα το μέτωπο των αντιδρώντων: «Στις 27 Αυγούστου 1922, ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα».2 Το ζήτημα έγκειται στο ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν έχουμε να κάνουμε με αστοχία (σ’ αυτή την περίπτωση τα πράγματα θα ήταν απλά), αλλά για προσπάθεια να μην εξάπτεται το μίσος με τις περιγραφές των αιματηρών σφαγών. Όμως, αυτή η σωστή πρόθεση οδηγεί στη φαιδρότητα: η διατύπωση παραπέμπει περισσότερο στις σκηνές που διαδραματίζονται στα λιμάνια της χώρας κάθε Αύγουστο και όχι σε όσα συνέβησαν στην προκυμαία της Σμύρνης. Και πάλι, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι η περιγραφή των ωμοτήτων του στρατού, τουρκικού αλλά και ελληνικού (και, από παιδαγωγικής απόψεως, η ανάδειξη των ελληνικών βιαιοτήτων έχει μεγαλύτερη σημασία για την αγωγή των ελληνοπαίδων) δεν είναι ανάγκη να γίνεται με τον αιμάσσοντα νατουραλισμό της Πηνελόπης Δέλτα. Το επιμύθιο, που χρειαζόμαστε, φαντάζομαι, στη ΣΤ’ Δημοτικού, μπορεί να εξαχθεί και μέσα από την κατανόηση της οδύνης, όχι με τον εξωραϊσμό. Αντιγράφω λίγες αράδες από άρθρο της Χριστίνας Κουλούρη, η οποία, αφού επικρίνει δεόντως την «παραδοσιακή εθνική» ιστοριογραφία, συνεχίζει μιλώντας για την «ουδέτερη» ιστορία, που θέλει να υπηρετήσει μια «φιλειρηνική εκπαίδευση»: «Στην προσέγγιση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος να κατασκευαστεί μια ψευδής εικόνα ενός αρμονικού παρελθόντος και να υποτιμηθούν οι συγκρούσεις που αποτέλεσαν ουσιαστικό στοιχείο του κοινού για γειτονικούς λαούς παρελθόντος. […] η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στη δραματοποιημένη απεικόνιση ενός ζοφερού παρελθόντος ούτε σε μια ψευδή, εξιδανικευμένη εικόνα για το παρελθόν, αλλά στην ικανότητα να συμφιλιωθούμε με το οδυνηρό παρελθόν μέσα από μια προσέγγιση χωρίς στερεότυπα, προκαταλήψεις και αποσιωπήσεις» (|Το Βήμα της Κυριακής|, 7.1.2007).
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, ζήτημα. Η συρρίκνωση της αφήγησης, ο κατακερματισμός της, η σώρευση πηγών και εικόνων, που εισηγείται το βιβλίο, αποτελεί πολύ συζητήσιμη προσέγγιση για τη διδασκαλία της ιστορίας. Δεν επεκτείνομαι, αφενός γιατί το θέμα συνδέεται με ένα ευρύτερο (τα αναλυτικά προγράμματα του σχολείου, την πολιτική του υπουργείου και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου), κυρίως, όμως, επειδή δεν το γνωρίζω επαρκώς.
Ποιος δικαιούται διά να ομιλεί
Συνεχίζοντας, πάντα όσον αφορά την επιχειρηματολογία με την οποία υπερασπιζόμαστε το βιβλίο, πιστεύω ότι αποτελεί σοβαρό λάθος να λέμε (ή να δημιουργούμε την εντύπωση) ότι μόνο οι ιστορικοί μπορούν να αποφαίνονται για ζητήματα ιστορίας.
Πρώτον, αν μόνο οι ιστορικοί μπορούν να αποφαίνονται, τότε δεν έχει νόημα να οργανώνουμε συνεντεύξεις Τύπου, να απαντάμε δημόσια κ.ο.κ.~ θα έπρεπε να περιοριστούμε σε επιστημονικά συνέδρια, αρθρογραφία σε επιστημονικά περιοδικά, επετηρίδες και όλα τα συναφή. |Και| για λόγους τακτικής, το να προτάσσεις ως κριτήριο το «ποιος δικαιούται διά να ομιλεί» αποτελεί παροιμιώδη αστοχία. Έτσι το μόνο που καταφέρνεις είναι να ορθώνεις τείχη, να κόβεις τους διαύλους με την κοινωνία, τη στιγμή ακριβώς που σε μια τέτοια μάχη έχεις ζωτική ανάγκη από συμμαχίες. Κι ακόμα, μια τέτοια στάση δείχνει αμυντική και φοβισμένη, λες και στερούμαστε επιχειρημάτων.
Δεύτερον, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αμιγώς –αν υπάρχουν τέτοια– ιστοριογραφικά ζητήματα (λ.χ. το καθεστώς της γαιοκτησίας στο Βυζάντιο ή τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια Ευταξία), αλλά με θέμα ευρύτερο: την αξιολόγηση ενός σχολικού εγχειριδίου. Και εδώ η ιστοριογραφία εμπλέκεται, υποχρεωτικά, με πολλά άλλα πεδία, όπως η διδακτική και η παιδαγωγική. Σε αυτή την κουβέντα, όσο κι αν αποδεικνύεται συχνά άχαρο στην πράξη, χωράει εξ ορισμού και η γνώμη του δασκάλου, του γονιού, του μαθητή, του πολίτη γενικότερα.
Τρίτον –και εδώ περνάμε στα πιο δύσκολα– η άποψη ότι μόνο οι ιστορικοί μπορούν να μιλάνε έγκυρα για την Ιστορία ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Αντιστοίχως, τότε, για την οικονομία μπορούν να έχουν έγκυρη γνώμη μόνο οι οικονομολόγοι, για το κυκλοφοριακό οι συγκοινωνιολόγοι, για το κυκλοφορικό οι γιατροί, για τη δικαιοσύνη οι νομικοί…
Επιπροσθέτως, αυτή η περιχαράκωση δεν μας διασφαλίζει τίποτα. Και ο Νεοκλής Σαρρής, για παράδειγμα, που διαμαρτύρεται εναντίον του βιβλίου, ιστορικός είναι, και όχι πλοίαρχος, κτηνοτρόφος3 ή καυστηρατζής.4 Και αν στη δεδομένη συγκυρία, πράγματι, ελάχιστοι ιστορικοί μετέχουν στο κύμα διαμαρτυρίας κατά του βιβλίου, σε άλλες περιπτώσεις τα πράγματα δεν ήταν διόλου ξεκάθαρα. Θυμίζω ότι τη ζοφερή περίοδο του Μακεδονικού, αν θέταμε σε λειτουργία αυτή την ιδιότυπη ζυγαριά της επιστημοσύνης, θα βρίσκαμε δεκάδες καθηγητές πανεπιστημίου, τιτλούχους, διδάκτορες ανάμεσα σε εκείνους που υποστήριζαν ότι η Μακεδονία ήταν ανέκαθεν ελληνική και πολλούς ερασιτέχνες ανάμεσα σε αυτούς που άρθρωσαν λόγο κριτικό και επιστημονικά έγκυρο. Και ήταν ο κατεξοχήν γλωσσολόγος, ο Γ. Μπαμπινιώτης, εκείνος που υποστήριζε ότι η «σκοπιανή γλώσσα» είναι «ανύπαρκτη» και χαλκεύτηκε στα εργαστήρια του Τίτο, ενώ κάθε άλλο παρά γλωσσολόγοι ήταν, λ.χ., ο Τάσος Κωστόπουλος ή ο Δημήτρης Λιθοξόου. Και όμως, με καθαρά επιστημονικά κριτήρια, λάθευε ο γλωσσολόγος και είχαν δίκιο οι ντιλετάντες.
Μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτή την άγονη και άχαρη συζήτηση συμφωνώντας ότι δεν έχει σημασία η ταυτότητα όσων μετέχουν στο διάλογο, αλλά οι κανόνες του. Είναι εντελώς διαφορετικό να λέμε ότι απαιτείται ένα corpus γνώσεων, μια μεθοδολογία και ορισμένοι κανόνες (πράγματα τα οποία κατά τεκμήριο, για κοινωνικούς λόγους, αλλά όχι υποχρεωτικά, οι ιστορικοί διαθέτουν πολύ περισσότερο από τους οδοντογιατρούς ή τους πιτσαδόρους) για να συζητήσουμε επί ιστορικών ζητημάτων, και εντελώς άλλο ότι μόνο οι ιστορικοί μπορούν να αποφαίνονται.
Χορηγοί και χορηγίες
Τελειώνοντας, θέλω να θέσω ένα ακόμα ζήτημα, που συνδέθηκε εξ αρχής με το εγχειρίδιο της ΣΤ’ Δημοτικού και αφορά τέσσερα βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα με τίτλο |Εναλλακτικό εκπαιδευτικό υλικό για τη διδασκαλία της νεότερης ιστορίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης|. Απευθύνονται όχι σε μαθητές, αλλά σε καθηγητές και σπουδαστές και στοχεύουν στη δημιουργία, ας το πούμε έτσι, ενός μη ελληνοκεντρικού ορίζοντα στη διδασκαλία της Ιστορίας, καθώς εξετάζουν παράλληλα τα γεγονότα και τις εξελίξεις στις βαλκανικές χώρες. Τα βιβλία συνδέθηκαν με το εγχειρίδιο της ΣΤ’ Δημοτικού όχι μόνο γιατί οι ποικίλοι «εθνοφρουροί» τα έθεσαν από κοινού στο στόχαστρό τους, αλλά και για έναν πιο βαθύ λόγο: επειδή, γνωστικά, συνοδοιπορούν στην προσπάθεια να ανοίξουν άλλοι, μοντέρνοι δρόμοι, στη σχολική ιστορία, να αμφισβητηθούν οι τρόποι και τα θέσφατα της επίσημης ιστοριογραφίας.
Η σειρά αυτή των τεσσάρων βιβλίων δέχτηκε σφοδρή κριτική για τους χορηγούς της, οι οποίοι είναι το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη (ελληνική έκδοση), καθώς και το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, ο Οργανισμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID), το Σύμφωνο Σταθερότητας για τη Νοτιανατολική Ευρώπη (αγγλική έκδοση). Στις σχετικές καταγγελίες (ότι πρόκειται για εκστρατεία του διεθνούς ιμπεριαλισμού, με στόχο τον αφελληνισμό της σχολικής ιστορίας μας) δύο είναι οι βασικές απαντήσεις από τους υποστηρικτές των βιβλίων. Πρώτον, ότι αυτά είναι συνωμοσιολογία, δεύτερον, ότι το περιεχόμενο του βιβλίου είναι άμεμπτο επιστημονικά, οπότε ουδείς ψόγος.
Πριν προχωρήσω, θα ήθελα να πω ότι πιστεύω, πράγματι, πως το εγχείρημα είναι σπουδαίο. Το βιβλίο για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να δώσω ένα παράδειγμα που γνωρίζω καλύτερα, είναι πρωτοποριακό, πλούσιο και εξαιρετικά χρήσιμο, αφού μέσα από τις πηγές και τη βιβλιογραφία βαλκανικών χωρών διευρύνει τον γνωστικό ορίζοντα του μαθητή, που μαθαίνει, π.χ., τις βαλκανικές διαστάσεις της πείνας, της Κατοχής, της αντίστασης, της μνήμης του πολέμου.
Παρά ταύτα (και ενώ φυσικά πρέπει να αρνηθούμε τις φαιδρότητες περί διεθνούς συνωμοσίας), δεν μπορούμε να προσπεράσουμε με ευκολία το ζήτημα των χορηγών. Ακόμα κι αν μας ενδιαφέρει πρώτιστα στο περιεχόμενο των βιβλίων, το ερώτημα γιατί αυτοί οι φορείς χρηματοδοτούν την έκδοση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, όχι μόνο από πολιτική αλλά και από ιστοριογραφική άποψη. Τι θέλω να πω; Να μην απλουστεύουμε και να μην θεωρούμε ότι το γεγονός πως πολλοί χρησιμοποιούν τους χορηγούς ως πρόσχημα για να απαξιώσουν την οπτική των βιβλίων μας λύνει αυτομάτως το πρόβλημα.
Ας μην απλουστεύουμε, λοιπόν, και ας προσπαθήσουμε, ως ιστορικοί, να έχουμε και για το σήμερα την ίδια διεισδυτικότητα που δείχνουμε στις ιστορικές μελέτες μας. Ο ιστορικός, λ.χ., που θα μελετήσει τη δραστηριότητα αυτών των οργανισμών (όπως αντίστοιχα μελετά τον «Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο») θα είναι υποχρεωμένος να θέσει το παραπάνω ερώτημα. Και θα πάρει σίγουρα πολύ κακό βαθμό, αν αποφανθεί ότι έχουμε να κάνουμε με συνωμοσία κατά της Ελλάδος και συγγραφείς-μαριονέτες. Αλλά επίσης κακό βαθμό θα πάρει αν προσηλωθεί μόνο στο εξαίρετο περιεχόμενο, αποτυγχάνοντας να κατανοήσει τους προσανατολισμούς και τον τρόπο δράσης των οργανισμών αυτών, οι οποίοι, σε μια κατεύθυνση κατευνασμού των εθνικισμών στα Βαλκάνια χρηματοδοτούν πάσης φύσεως πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση. Δικαιούται κανείς να διαφωνεί ή να συμφωνεί με μια τέτοια σύμπλευση (και εγώ διευκρινίζω ότι, εκ προοιμίου τουλάχιστον, σε συγκεκριμένες συγκυρίες δεν διαφωνώ), αλλά νομίζω πως δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται την πολιτική διάσταση του ζητήματος.
Επιπλέον, υπάρχει ένα ζήτημα που αφορά ειδικά τη χορηγία του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, καθώς η αναγραφή των χορηγών ενέχει και συμβολική σημασία. Θα δώσω ένα υποθετικό παράδειγμα. Θα θέλαμε η Εκκλησία της Ελλάδος να χρηματοδοτούσε ένα εγχειρίδιο, χωρίς καμιά ανάμιξη στο περιεχόμενο, με μόνο τίμημα να μπει μια στάμπα με τον δικέφαλο και να αναγράφεται ως χορηγός, φαρδιά πλατιά, στο βιβλίο; Πιθανότατα όχι, λόγω της σύνολης φυσιογνωμίας και δράσης του θεσμού της Εκκλησίας. Αντίστοιχα, λοιπόν, τη στιγμή που συνεχίζεται η καταστροφική πολιτική της κυβέρνησης Μπους, ειδικά στο Ιράκ, είναι εύλογο, πιστεύω, να δυσανασχετεί κανείς με τη συγκεκριμένη χρηματοδότηση. Και να τη θεωρεί ανεπιθύμητη και άστοχη, ειδικά για ένα εκπαιδευτικό βιβλίο.
***
Σκέφτηκα πολύ πριν γράψω τις παραπάνω γραμμές. Όχι μόνο επειδή ξέρω ότι θα κακοκαρδίσω πολλούς, και μάλιστα ανθρώπους φίλους, σεβαστούς και δασκάλους~ αλλά επειδή υπάρχει η βάσιμη ένσταση ότι, όταν διεξάγεται ένας τέτοιος πόλεμος, όλα τα σφυριά πρέπει να βαράνε στον ίδιο στόχο: την υπεράσπιση του βιβλίου.
Παρά ταύτα, όπως διαπιστώνεις αναγνώστη, αυτή την κυριακάτικη αυγή, θεώρησα τελικά ότι είναι αναγκαίο –όσο μπορούμε ακόμα– να ανοίξουμε αυτήν τη συζήτηση, τουλάχιστον μεταξύ μας (Λέω όσο μπορούμε, γιατί αν, λ.χ., αύριο το υπουργείο προβεί στην «εθνοπρεπή» διόρθωση του βιβλίου, τότε, εκ των πραγμάτων, η μόνη κουβέντα θα είναι: Ακυρώστε τις παρεμβάσεις). Και το θεωρώ αναγκαίο για έναν, πρωτίστως, λόγο. Πιστεύω ότι σε μια τέτοια μάχη (γιατί για μάχη πρόκειται, και λέω ξανά ότι πρέπει να τη δώσουμε με κάθε τρόπο) μια μεγάλη ήττα είναι η παρέκκλιση από τις πάγιες αρχές μας, ο ευτελισμός των επιχειρημάτων μας: Με λίγα λόγια, η μεγαλύτερη επιτυχία των «πατριωταράδων», ίσως μεγαλύτερη και από την απόσυρση του βιβλίου, θα είναι να διολισθήσουμε και να υιοθετήσουμε, χωρίς να το καταλάβουμε καλά καλά, τις δικές τους συνήθειες: να αντιμετωπίσουμε δηλαδή την αντίπαλη άποψη και τους φορείς της με έπαρση, με αποσιωπήσεις, αδιαφορώντας, εν τέλει, για την ουσία της υπόθεσης.
Ας διευκρινίσω κάτι ακόμα. Όταν μιλάω σε πρώτο πληθυντικό (και επεξηγώ εδώ τα «εμείς» και τα «μας» που διατρέχουν το άρθρο) αναφέρομαι στους αριστερούς, αλλά και γενικότερα στους κριτικά σκεπτόμενους ανθρώπους, που πονούν για το ήθος του δημοκρατικού διαλόγου -και όχι εκείνους που, ανεξάρτητα από το αν σε αυτήν τη συγκυρία βρίσκονται στη «σωστή πλευρά», υπερασπιζόμενοι το βιβλίο, το μόνο που τους ενδιαφέρει, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο και την άρθρωση των επιχειρημάτων τους, είναι το τσαλαπάτημα του αντιπάλου και η επιβολή της άποψής τους. Η απάντηση του Γ. Πρετεντέρη σε άρθρο του Στ. Παπαθεμελή αποτελεί άριστο παράδειγμα, προς αποφυγήν βέβαια, για όποιον θέλει να ανατρέξει σε τεκμήρια.5
Τελειώνω. Θυμάμαι πάντα, όταν συζητάμε τέτοια θέματα αντιπαράθεσης, ένα άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, στα «Ενθέματα», την εποχή των συλλαλητηρίων για τις ταυτότητες. Αφού έλεγε ότι ασφαλώς διαφωνεί με την αναγραφή του θρησκεύματος, μιλούσε για τον τρόπο που αντιμετωπίζονταν (από την Αριστερά κυρίως, αλλά και άλλους) όσοι μετείχαν στα συλλαλητήρια της Εκκλησίας. Και αφού εξηγούσε ότι αισθάνεται να τον χωρίζει μια άβυσσος από όσους μιλούσαν για «κοινωνικό σεληνιασμό», αναφερόμενοι στις αντιδράσεις της Εκκλησίας, επισήμανε το ολέθριο πολιτικό σφάλμα να αντιμετωπίζουμε με υποτίμηση τους ανθρώπους που κατέβηκαν στα συλλαλητήρια. Και κατέληγε: «Το μέτωπο εναντίον του λαϊκισμού δεν πρέπει να οδηγεί αριστερούς ανθρώπους σε φιλελεύθερες, αντιλαϊκές αντιλήψεις και στάσεις. Τουναντίον». Οι περιστάσεις είναι αρκετά διαφορετικές, αλλά το άρθρο αυτό αποτελεί, πάντα, μια χρήσιμη πυξίδα. Και, για να μην αρκεστούμε στα ψιχία που παρέθεσα πριν, σημειώνω πως ο Στ. Ζουμπουλάκης έχει συμπεριλάβει το άρθρο στο βιβλίο του |Ο Θεός στην Πόλη| (εκδ. της Εστίας). Για να ξεφύγουμε από όλα τα παραπάνω δυσάρεστα, και επειδή πρόκειται για μια λαμπρή συλλογή δοκιμίων, τελειώνω με μια προτροπή: Ας το διαβάσουμε~ ανεξάρτητα από τις απόψεις μας, νομίζω θα μας ωφελήσει, προικίζοντάς μας όχι μόνο με γνώσεις αλλά και με μια κουλτούρα διαλόγου.
1 Ακριβέστερα, υπερτονίζονται, εντελώς μεροληπτικά, οι αδυναμίες, και μάλιστα οι αδυναμίες που δεν συνάδουν με τον Κανόνα της εθνικής ορθότητας, οι οποίες και χρησιμοποιούνται ως εφαλτήριο της επίθεσης. Ανακρίβειες, όπως λ.χ. η διόγκωση του αριθμού των νεκρών Ελλήνων στρατιωτών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν απασχολούν τους επικριτές, προφανώς επειδή συνάδουν με το εθνικό συμφέρον!
2 Αντιγράφω, όσον αφορά τους αντιδρώντες, το σχόλιο του «Ιού»: «[…] η καταγραφή των βιαιοτήτων δεν μπορεί να είναι μονόπλευρη: δίπλα στις σφαγές των Ελλήνων από τους κεμαλικούς πρέπει ν’ αναφέρονται οι λεηλασίες και οι βιασμοί που συνόδευσαν την απόβαση στη Σμύρνη, η συστηματική καταστροφή των τουρκικών χωριών της ενδοχώρας και η σωρεία εγκλημάτων πολέμου που διέπραξε στο διάβα του ο ελληνικός στρατός. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να εξηγηθεί, με βάση τις επίσημες ελληνικές στατιστικές της εποχής, ποια ήταν ακριβώς η εθνολογική σύνθεση των ‘υπό απελευθέρωση’ πολεμικών θεάτρων. Απέναντι σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι περισσότεροι ‘εθνικά ανησυχούντες’ μάλλον θα προτιμούσαν τη φόρμουλα του ‘συνωστισμού»…’ (|Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία|, 18.2.2007).
3 Λέω «πλοίαρχος» ή «κτηνοτρόφος», καθώς θυμάμαι την αποστροφή του άρθρου της Χριστίνας Κουλούρη: «Διακινείται μάλιστα και κείμενο που ζητεί την απόσυρση του εν λόγω εγχειριδίου, το οποίο υπογράφεται από πλοιάρχους και κτηνοτρόφους, νοικοκυρές και στρατιωτικούς, από μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΛΑΟΣ και τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκη. Δεν είναι βεβαίως τυχαίο ότι μεταξύ των υπογραφών σπανίζουν εκείνες των ιστορικών, εφόσον είναι προφανές από το ίδιο το κείμενο ότι δεν είναι δυνατόν η ‘housewife’ (sic) ή ο εργάτης από τη Γερμανία, που εμφανίζονται να υπογράφουν, να έχουν διαβάσει το βιβλίο και να έχουν διαμορφώσει άποψη περί της επιστημονικής και παιδαγωγικής του εγκυρότητας». Βλ. το |Βήμα της Κυριακής|, 7.1.2007.
4 Μόνο μεταφορικά μπορεί να θεωρηθεί καυστηρατζής, με την έννοια ότι υποδαυλίζει τον άκρατο εθνικισμό (Σ.τ.Ε.)
5 Γ. Πρετεντέρης, «Η γοητεία της συνωμοσίας», |Το Βήμα της Κυριακής|, 4.2.2006.
αλά καρτ
Από τον Απόστολο Διαμαντή
http://www.lifo.gr/stiles/details.asp?TeuxosId=30&stilhtypeid=44&stilhid=508
[Καλό, και πολύ οξύ κατά των «προοδευτικών» ιστορικών.]
Το κρυφό σχολειό
Από τον Κωστή Παπαγιώργη
http://www.lifo.gr/stiles/details.asp?TeuxosId=30&stilhtypeid=7&stilhid=500
[Εναντίον όλων, μάλλον. Ακατανόητων προθέσεων.
Μού κάνει εντύπωσι η στάσις του, διότι ο Παπαγιώργης κάποτε
καυτηρίαζε εντόνως τους «εκσυγχρονιστές».]
«Η Καθημερινή», 15-3-2007
Οι ελλείποντες λιβελογράφοι
Του Μιχαλη Ν. Κατσιγερα
http://www.lifo.gr/stiles/details.asp?TeuxosId=30&stilhtypeid=44&stilhid=407
[Εναντίον όλων.]
Το κρυφό σχολειό
Από τον Κωστή Παπαγιώργη
http://www.lifo.gr/stiles/details.asp?
Άγριες πλάκες στα δελτία ειδήσεων απ’ αφορμή πάντα το βιβλίο της έκτης δημοτικού. Οι ιστορικοί –με γλωσσοδέτη και συγκαταβατική γενικολογία–, οι παπάδες –πάντα στο κάτω παραθύρι και φωνή από τα βάθη του 19ου αι.–, οι παρατρεχάμενοι με άρες μάρες κουκουνάρες. Σήκωσε το λάβαρο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός; Υπήρξε ή δεν υπήρξε το κρυφό σχολειό; Συνοψισμένο στα χείλη του Παυλόπουλου, σύνολο το Έθνος διερωτάται και αναμένει απάντηση για να δει τι θα κάνει.
Πέρα από την προφανή παρωδία, είναι βέβαιο ότι τα 9/10 του πληθυσμού γνωρίζουν για το ’21 ό,τι έμαθαν στο δημοτικό και στο λύκειο. Τότε παραδίδονται τα μεγάλα «ιστορικά» διδάγματα, οπότε, ό,τι εγκολπωθεί ο μαθητής ή ο έφηβος, το κρατάει ισοβίως. Ξεχνιέται μήπως το συγκινητικό ποιημάτιο: «Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά / πυκνής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι / και μέσα στη θολόκλειστη εκκλησιά / την εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ / την όψη του σχολειού[…]»;
Το καθεστώς του οθωμανού κατακτητή-σφαγέα ήταν απαραίτητο στην ιδεολογία του νεοπαγούς κρατιδίου -για όλα έφταιγε ο «τούρκος», κατά συνέπεια ο αλυτρωτισμός θα θεράπευε τις πληγές του Γένους που έγινε Έθνος εν μια νυκτί, και θα το οδηγούσε στα μεγάλα πεπρωμένα του. Σε περιόδους κρίσης η ιστορική αλήθεια δεν κάνει καλό. Πώς να διδάξουν στα παιδιά οι διδάσκαλοι του ελεύθερου Έθνους ότι η Επανάσταση δεν έγινε αυθόρμητα άλλα επεβλήθη έξωθεν; Στη μυστικοσυνέλευση της Βοστίτσας, για παράδειγμα, όταν ο Φλέσσας κατέφθασε αρειμάνιος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός απάντησε: «Πού όπλα; Πού χρήματα; Πού στόλος εφωδιασμένος; Οποίον αρχηγόν έχωμεν δια να αντιπαλαίση το τρομερώτατον θηρίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Το περισσότερον πλήθος των λαών δεν γνωρίζει πώς γεμίζονται τα όπλα!» Αντί τούτου προτιμήθηκε η ανύψωση του λαβάρου κ.λπ. Το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή / παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» προεβλήθη ως μυστικός κωδικός των πληθυσμών.
Δεν είχαν όμως έτσι τα πράγματα. Οι εγγλέζοι ιστορικοί παρατηρούν ότι το ρωμαίικο εκείνη την εποχή ήταν οικονομική αυτοκρατορία. Απλούστατα διότι είχε στα χέρια του το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου. Όσο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν είχε μόνο τον δικό μας απελευθερωτικό πόλεμο να αντιμετωπίσει. Πολεμούσε με τη Ρωσία, είχε την απειλή της Περσίας, και βέβαια κατά τόπους εξεγέρσεις από Σερβία, ηγεμονίες, Ουγγαρία, Ήπειρο, Κρήτη, Συρία, Αίγυπτο κ.λπ. Οι τούρκοι ιστορικοί σχεδόν αγνοούν τα «μεγάλα συμβάντα» της δικής μας Επανάστασης. Σημειώνουν πάντως την άγρια σφαγή στην Τριπολιτσά, την οποία αποσιωπούμε εμείς – πάντα για ευνόητους λόγους.
Η συγγραφή νέων ιστορικών αναγνωσμάτων δεν είναι βέβαια αθώα. Υπακούει σε έξωθεν πάλι ντιρεκτίβες οι οποίες συνοψίζονται στο απλό συμπέρασμα: ας τελειώνουμε με την κενή ηρωολογία και την εθνικιστική λογοκοπία. Τι θα γίνει όμως με το κοινό φρόνημα που διαπλάστηκε δυο αιώνες τώρα και δεν ξεριζώνεται με καμιά παναγία; Η εκπαίδευση, με άλλα λόγια, καλείται να παραδεχθεί ότι επί 170 χρόνια ψευδολογούσε με άλλοθι την εθνική συνοχή.
Και δεν είναι βέβαια το «κρυφό σχολειό» το διαφιλονικούμενο ζήτημα. Εκείνο που προέχει είναι η «αφανής Ιστορία» του τόπου που πρέπει να γίνει γνωστή. Το παράδειγμα της Ύδρας είναι καίριο. Με αμιγώς αρβανίτικο πληθυσμό, αυτό το λιμάνι που πλούτισε από το ναυτεμπόριο χωρίς να έχει ούτε έναν Οθωμανό στο έδαφός του, καθικέτευσε τον Καπουδάν Πασά να αποσταλεί ένας διοικητής διότι «ο τόπος δεν τιμονιάζεται». Όσο για το σχολείο –που κανείς δεν το απαγόρευε– ο δάσκαλος που θα αναλάμβανε να διδάξει τα υδραιόπουλα όφειλε πρώτα να μάθει την αρβανίτικη διάλεκτο, για να διδάξει κατόπιν την ελληνική γλώσσα. Οι Υδραίοι ήταν αναλφάβητοι. Ο Μιαούλης όχι μόνο δεν ήξερε να βάλει την υπογραφή του αλλά μπέρδευε τα άρθρα και έλεγε «ο γυναίκας μου»…
Όποιος πλήρωνε, είχε σχολείο. Απλώς το σχολείο, φανερό πάντα, δεν ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Επειδή λοιπόν τα λίγα κολλυβογράμματα τα ήξεραν οι ιερείς, εύκολα ταυτίστηκε η εκκλησία και το μοναστήρι με το σχολειό. Μόνο στον Μοριά υπήρχαν 2.400 ιερείς. Να μην ξεχνάμε και την άποψη πού ήθελε τα μοναστήρια «κυψέλες άχρηστων κηφήνων».
Ο νεοέλλην πολίτης, όποιος κι αν είναι, θα πρέπει να καταλάβει ότι αν δεν κινήσει λιγάκι το χεράκι του προκοπή δε βλέπει. Τα φανερά σχολεία ήταν πάρα πολλά, τόσα πολλά που αν τα μάθει –υπάρχουν πολλά βιβλία περί τούτου– θα μείνει κεχηνώς. Κεχηνώς επίσης θα μείνει αν επιτέλους διαπιστώσει ότι η υπόδουλη χώρα δεν τελούσε υπό καθεστώς «τόνα χτύπαε τ’ άλλο από την απελπισιά», αλλά ότι πλησιάζοντας στην Επανάσταση είχε δικαιώματα, λαϊκό πολιτισμό, άρχοντες, πλούτο, διανοούμενους, μεγάλους αξιωματούχους στην Πύλη, και βέβαια ότι η Εκκλησία αποτελούσε έναν πανίσχυρο «παρακρατικό οργανισμό», όπως γράφουν οι ιστορικοί.
Αυτό που κατέστησε τη χώρα άλυτο γρίφο είναι το πού επιτέλους ανήκει. Είναι χώρα της Ανατολής; Χαμένο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας; Βαλκανικό κρατίδιο με όλα τα συμπαρομαρτούντα; Κληρονόμος του μεγαλύτερου πολιτισμού; Ιστορικό λάθος;
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 13-3-2007
Σχετικά με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού
Το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, για το οποίο πολύς λόγος εξακολουθεί να γίνεται, επιχειρεί να υποδείξει ένα διαφορετικό δρόμο στην εκμάθηση της ελληνικής ιστορίας, απαλλαγμένο από τα βαρίδια του παρελθόντος. Αν και απαιτούνται διορθώσεις σε επιμέρους σημεία του περιεχομένου του, πρόκειται σε γενικές γραμμές για ένα καλογραμμένο βιβλίο, η προσέγγιση του οποίου είναι χρήσιμο να υιοθετηθεί και να επεκταθεί και σε άλλα διδακτικά εγχειρίδια.
Για δεκαετίες η εκπαιδευτική διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας στη χώρα μας χαρακτηρίστηκε από ένα έλλειμμα ιστορικής αλήθειας, με δεκάδες σελίδες της διδασκόμενης ύλης να κινούνται στα όρια της παιδικής αφέλειας και της φανερής προπαγάνδας, κατά τρόπο συχνά προσβλητικό για τη νοημοσύνη μαθητών και δασκάλων, με μοναδικό στόχο να οικοδομήσει μια «εθνική συνείδηση» με συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο και πολιτική στόχευση.
Η ενδεχόμενη απόσυρση του βιβλίου και η αντικατάστασή του θα ισοδυναμεί ουσιαστικά με υποχώρηση απέναντι στους θιασώτες της «κλειστής» Ελλάδας που πορεύονται στο μέλλον με το βλέμμα στο παρελθόν. Τούτο διότι, στις διαφορετικές απόψεις που διατυπώνονται για το επίμαχο βιβλίο, αντιπαρατίθενται δύο διαφορετικές «Ελλάδες», δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τη θέση της χώρας μας στο σημερινό κόσμο. Μία Ελλάδα σύγχρονη, εξωστρεφής, προοδευτική, φιλελεύθερη και αισιόδοξη. Και μια Ελλάδα οπισθοδρομική συντηρητική, φοβική και μισαλλόδοξη, που ανταλλάσει τις δυνατότητες του μέλλοντος με ένα εξωραϊσμένο και εξιδανικευμένο παρελθόν.
Το γνωστό φαιοκόκκινο μέτωπο, όπου το σύνηθες ετερόκλητο πλήθος των έξαλλα φωνασκούντων επαγγελματιών κινδυνολόγων των «τηλε-παραθύρων» που μονότονα ξιφουλκούν εξ αριστερών και εκ δεξιών ενάντια σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής Πολιτείας και κοινωνίας, βρήκε ακόμη μία φορά την ευκαιρία να υπενθυμίσει τη παρουσία του. Παρουσία αναμφίβολα χρήσιμη, προκειμένου να γνωρίζουμε τι να αποφεύγουμε ώστε να ξαναβρεί η πατρίδα μας το χαμένο βηματισμό της μέσα στην Ιστορία. Η Φιλελεύθερη Συμμαχία αισθάνεται για πολλοστή φορά υπόχρεη να υπενθυμίσει σε όλους τους αυτόκλητους υπερασπιστές μίας «ελληνικότητας» την οποία ταυτίζουν με τις συντηρητικές ιδεοληψίες τους, τη ρήση του Δ. Σολωμού πως «εθνικό είναι το αληθές» και όχι το αντίστροφο.
Η κοινωνική συνείδηση και η αίσθηση κοινής ιστορικής πορείας αναπτύσσεται μέσα από την ενότητα στη διαφορά και όχι στη βάση μιας κεντρικά κατευθυνόμενης ομογενοποίησης στη βάση των πλέον αναχρονιστικών μεθόδων της κατασκευής εξωτερικών απειλών μέσα από την υποχρεωτική ανάγνωση των αιματοβαμμένων σελίδων της διδασκόμενου μαθήματος της ιστορίας.
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία προτείνει την κατάργηση του ενός και μοναδικού συγγράμματος που επιβάλλεται από τον κρατικό υπάλληλο και το κομματικό στέλεχος. Προτείνει τη δυνατότητα του γονέα να επιλέγει το σχολείο φοίτησης των παιδιών του, με την εισαγωγή του συστήματος των «κουπονιών εκπαίδευσης», πολιτική που επεκτείνεται διεθνώς. Προτείνει την αποκρατικοποίηση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, με στόχο την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ως την αναγκαία προϋπόθεση κατάκτησης της κοινωνίας της γνώσης. Μία δυναμική και ευημερούσα κοινωνία των πολιτών απαιτεί πολίτες με αυξημένη κριτική ικανότητα και όχι άβουλους υπηκόους που αναπαράγουν την ημιμάθεια, τα εθνικά στερεότυπα, τις ανασφάλειες και τον αυτάρεσκο ναρκισσισμό τους.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
«Το μάθημα της Ιστορίας, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο, είναι εκείνο
που, αν τηρηθούν ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις τόσο στη
διδασκαλία όσο και στη συγγραφή των σχετικών βιβλίων, μπορεί να
συντελέσει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης του παιδιού και κυρίως να
βοηθήσει στη δημιουργία υπεύθυνων πολιτών· μπορεί δηλαδή να συμβάλει
στην πραγματοποίηση των δύο γενικότερων επιδιώξεων όλων των
πρωτοποριακών εκπαιδευτικών συστημάτων. (…) Για να επιτευχθεί όμως
ένα τέτοιο αποτέλεσμα η διδασκαλία της εθνικής Ιστορίας πρέπει να
γίνει με γνησιότητα και επιστημονικό ήθος. Διδάσκω την Ιστορία μου δεν
σημαίνει ότι έργο μου είναι να την ωραιοποιήσω σε τρόπο που να της
εξασφαλίσω στα μάτια των παιδιών το πλεονέκτημα του προβαδίσματος σε
σχέση με την Ιστορία όλων των άλλων λαών. Το προβάδισμα που κατά
καιρούς είχαν στο παρελθόν διάφοροι λαοί στην Ιστορία δημιουργεί
κάποιες αυξημένες ευθύνες για το παρόν· τίποτε άλλο».
Ελλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, «Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης», τεύχ. 3
(Απρίλιος – Ιούνιος 1982)
Πηγή: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_15/03/2007_219489
ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ
«Το κοσμοπολίτικο παιδί»
Το πρόβλημα με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ [*]
Είναι φυσικό στις μικρές ηλικίες ν’ αντιστοιχούν άγουρα αισθήματα.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι αισθήματα ή ότι καλύτερα να μην
υπήρχαν.
Ιδού το κύριο πρόβλημα με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού. Το
ανοίγει κανείς και τον χτυπάει αμέσως εκείνο το ψυχρό ρεύμα που
έρχεται συνήθως από ληξιαρχικά έγγραφα. Διαπιστώνονται γεγονότα,
επισημαίνονται συνέπειες. Όλα είναι σαν απόσταγμα που ο δωδεκάχρονος
θα πρέπει να πιει γουλιά γουλιά για να τονώσει τη σκέψη του απέναντι
στα μικρόβια, απέναντι στις ίδιες του τις συγκινήσεις.
Αλλά για ποιον πραγματικά είναι περισσότερο μπελάς οι συγκινήσεις, για
τους δασκάλους ή για τα παιδιά; Προφανώς οι συγγραφείς αυτών των
κειμένων μεταφέρουν τις δικές τους προκαταλήψεις πάνω στους μαθητές.
Προεξοφλούν ότι αν οι τελευταίοι διαβάσουν π.χ. για μια «σφοδρή
σύγκρουση» θα γίνουν πολεμόχαροι ή στην καλύτερη περίπτωση εριστικοί.
Πράγμα που, ασφαλώς, καθ’ εαυτό είναι κακό. Ποιος είπε, όμως, ότι μ’
αυτόν τον τρόπο και μόνο συνδέονται τα αισθήματα με τις πράξεις;
Εξίσου καλά θα μπορούσε η γραμμή να χαραχθεί προς την αντίθετη
κατεύθυνση. Να αντιληφθεί ο δωδεκάχρονος, μαθαίνοντας για μια
σύγκρουση, τι σημαίνει ν’ αγωνίζεται κανείς για κάποιον σκοπό.
Έτσι το ζήτημα της αισθηματικής αγωγής των παιδιών παραμένει πάντα
ανοικτό και προηγείται κάθε διδακτικής μεθόδου. Όποιος προσπαθεί να
διδάξει την ανεκτικότητα προς τους άλλους αφηρημένα, σαν να πρόκειται
για κάποιο αξίωμα της λογικής, μοιραία θα συναντήσει την αντίδραση της
μικρής ηλικίας. Να πλησιάσουν κάποια ζωντανή μορφή θέλουν πάντα οι
ασχημάτιστες συνειδήσεις. Με κάποιους να συνδεθούν, να τους συνεπάρουν
και να τους αμφισβητήσουν, ενδεχομένως, κατόπιν. Κάποτε αυτό λεγόταν
παρουσίαση προτύπων ή παραδειγμάτων. Σήμερα οι σύγχρονες «δομικές»
αντιλήψεις το έχουν εξορίσει από τα σχολεία, από φόβο μήπως τα
«πρόσωπα» εξάψουν τα πάθη.
Οπότε επιλέγεται μέσα στα βιβλία η απουσία αντί της παρουσίας, τα
γεγονότα αντί για τα κίνητρα, οι «συνθήκες» αντί για τις πράξεις.
Μπροστά στα μάτια των παιδιών ο κόσμος εμφανίζεται ως τετελεσμένος.
Όσα έγιναν, έγιναν, και στον μαθητή δεν απομένει παρά να πληροφορηθεί
γι’ αυτά, κρατώντας βέβαια την ψυχραιμία του. Για φανταστείτε, λοιπόν,
αυτά τα φλεγματικά παιδιά της ΣΤ’ Δημοτικού να διαβάζουν πως οι
Έλληνες «απομάκρυναν» τους Ιταλούς το 1940. Από αυτού του είδους την
επινοημένη ψυχραιμία δύο μόνο είναι τα δυνατά παράγωγα. Είτε θ’
ακολουθήσει η έκρηξη (και τότε τα παιδιά θα περάσουν στην αντίπερα
όχθη του εθνικιστικού φανατισμού) είτε θα παραδοθούν στη γενική
αθυμία. Δεν ξέρει κανείς ποια είναι η χειρότερη κατάληξη.
Από αντίδραση δηλαδή να γίνουν τα ανήλικα τυφλά από πάθος ή αντίθετα,
να σηκώνουν απλώς τους ώμους τους με ό,τι συμβαίνει γύρω τους.
Με άλλα λόγια, είτε το θέλει η κοινωνία είτε όχι καλείται ν’ απαντήσει
στο ερώτημα των παιδιών: «Σαν ποιους θέλετε να γίνουμε;». Αναγκαστικά
στην Εκπαίδευση τόσο ο δάσκαλος όσο και ο μαθητής περνούν μέσα από την
πύρινη ζώνη αυτών των ταυτίσεων. Αν θέλεις να διδάξεις την ανοχή,
πρέπει να δείξεις ανθρώπους που δοκιμάστηκαν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα,
που αμφέβαλαν, υπέφεραν, λύγισαν και τελικά ανορθώθηκαν. Αν θέλεις ν’
αναπτύξεις την κριτική σκέψη δεν έχεις παρά να βάλεις αντί για το
«απομάκρυναν» τους Ιταλούς μια λέξη που να αναλογεί στην ένταση
εκείνης της εποχής. Κάθε άλλη λέξη (αναχαίτισαν, απέκρουσαν, απώθησαν)
θα μπορούσε να αποδώσει την αλήθεια αυτής της έντασης, εκτός από τη
λέξη την οποία διάλεξαν τελικά να βάλουν! Είναι φανερό ότι η μέθοδος
της τεχνητής απονεύρωσης προσέφερε στους συγγραφείς του βιβλίου κάποια
εξασφάλιση. Πράγματι, δεν είναι υποχρεωμένοι να εξηγήσουν ότι είναι
δυνατόν να μάχεται κανείς σθεναρά, χωρίς να είναι απαραίτητα
μισαλλόδοξος ή βάρβαρος. Στο τέλος, όμως, το πρόβλημα θα εμφανισθεί
ξανά.
Όσο αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις ενός τέτοιου εγχειριδίου – και δεν
έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε γι’ αυτό – παρακάμπτοντας το πιο πάνω
σημείο οδηγούν στο αντίθετο άκρο. Ήδη το βλέπουμε. Με πόση λαχτάρα
καταφεύγουν αρκετοί νέοι – που θα γίνονται όλο και περισσότεροι – σ’
εκείνον τον παλιό μύθο της βίας – μαμμής ή οποία, ωστόσο, δεν γεννά
πια την Ιστορία, αλλά μόνο το Συμβάν, το παταγώδες, καπνογόνο Συμβάν.
Δράση, λοιπόν, για τη δράση. Είναι γιατί δεν προτείνονται πια
αντι-πρότυπα, αντι-μύθοι. Η Εκπαίδευση αποχώρησε από την περιοχή των
αισθημάτων για να καλλιεργήσει έναν νου που η κριτική του δεν βρίσκει
τον λόγο να ασκηθεί. Να κρίνει τι και στο όνομα τίνος ο μαθητής; Αφού
δειλιάζουμε να συζητήσουμε μαζί του τι σημαίνει πατρίδα, αγάπη για την
πατρίδα ή ακόμη θυσία για κάτι (για οτιδήποτε) τότε η κοίτη του
ποταμού θα στρίψει προς την άλλη μεριά. Και οι δάσκαλοι θα μείνουν με
την απορία γιατί δεν πέτυχε η συνταγή: «Πώς να φτιάχνετε στα γρήγορα
ένα κοσμοπολίτικο παιδί».
[*] Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας
του Πανεπιστημίου Αθηνών.
συνεχεια
———
Το επόμενο κεφάλαιο (σελ. 54 και 56) είναι αφιερωμένο στις σχέσεις με την Ευρώπη και το φιλελληνισμό. Εδώ παρουσιάζεται ένα σύμπτωμα που, ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» του εν λόγω βιβλίου, αλλά κυριαρχεί στο σύνολο της ελληνικής εκπαίδευσης. Ως κίνητρο των φιλελλήνων αναφέρεται κατά μείζονα, έως και αποκλειστικό, λόγο, ο θαυμασμός των ευρωπαίων για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος αναγεννάται και διευρύνεται από την εποχή ακόμα της Αναγέννησης. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε αυτή την, πολύ σημαντική πλευρά: από την άλλη όμως, δεν μπορούμε και δεν πρέπει (και για διαπαιδαγωγητικούς λόγους) να υποτιμήσουμε την πολιτική – επαναστατική διάσταση του φιλελληνισμού: μια επανάσταση που ξεσπά σε συνθήκες γενικευμένης νίκης της αντεπανάστασης, είναι φυσικό να γεννήσει θαυμασμό και προσδοκίες στα προοδευτικά πνεύματα του καιρού που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σπεύδουν να τη συντρέξουν. Και, ενώ η αστική τάξη είναι, την εποχή τουλάχιστον της συγκρότησης των εθνών – κρατών, εθνοκεντρική, δεν μπορούμε να μη δούμε τη διάσταση ενός πρωτόλειου διεθνισμού που εμπεριέχει η δράση, αλλά και η θυσία, πολλές φορές, των φιλελλήνων.
Όσον αφορά την παράθεση των ονομάτων διαπρεπών φιλελλήνων από τους ρέκτες συγγραφείς, θα είχαμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις. Παρατίθενται μόνο τέσσερα ονόματα. Τα παρουσιάζουμε με τη σειρά που βρίσκονται στο βιβλίο: Λόρδος Μπάϊρον, Σοφία ντε Μαρμπουά, Φαβιέρος, Σανταρόζα». Φαίνεται ότι λόγοι … πολιτικής ορθότητας (να συμπεριληφθεί οπωσδήποτε μία γυναίκα) επέβαλαν ως δεύτερο όνομα τη … Δούκισσα της Πλακεντίας (αυτή είναι η Σοφία ντε Μαρμπουά), ωσάν να ήταν η ίδια η συμβολή της, η συμμετοχή της, ακόμη και η πολιτική της εμβέλεια με των υπολοίπων που αναφέρονται. Όσο για το λόρδο Μπάϊρον, τον άγγλο εστέτ που βρήκε το νόημα της ζωής και του αγώνα πριν τον βρει ο θάνατος στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, διαβάζουμε τα ακόλουθα στο γλωσσάριο: «Λόρδος Μπάϊρον: (1788 – 1824) ¶γγλος ποιητής, μέλος της Βουλής των Λόρδων». Να υποθέσουμε ότι η συμβολή του στην επανάσταση ήταν η κατάθεση επερωτήσεων στην εν λόγω Βουλή; Το Μεσολόγγι, για τους συντάκτες του βιβλίου, έχει βουλιάξει στη λιμνοθάλασσά του …
Στο επόμενο κεφάλαιο (κεφ. 10, «Η έκβαση του αγώνα») γίνεται λόγος για το ρόλο («συμβολή», προτιμούν να γράφουν οι συγγραφείς, ωσάν να πρόκειται για κάτι ντε φάκτο θετικό) των Μεγάλων Δυνάμεων στην επανάσταση και στην εξέλιξή της. Εδώ, αλιεύουμε, από το γλωσσάριο, ένα διαμαντάκι που το αφιερώνουμε σε όλους όσους κόπτονται για την «προοδευτικότητα» αλλά και για την επιστημονική ακρίβεια του βιβλίου. Διαβάζουμε, λοιπόν, στο γλωσσάριο, τα ακόλουθα, για την Ιερά Συμμαχία:
«Ιερά Συμμαχία: Συμμαχία που δημιουργείται το 1814, μεταξύ της Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας, με στόχο τη διατήρηση της τάξης και των συνόρων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών».
Από πού να πρωτοξεκινήσει κανείς να σχολιάζει το αριστούργημα; Κατ` αρχήν, η Ιερά Συμμαχία δεν ιδρύθηκε το 1814, αλλά το 1815, μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ και ήταν τριμερής (Ρωσία, Αυστρία και Πρωσία). Αν είχε ιδρυθεί το 1814, θα αντιμετωπίζαμε το παράλογο να συμμετέχει σε μια συμμαχία μια χώρα (η Γαλλία) που βρισκόταν σε … εμπόλεμη κατάσταση με τους … συμμάχους της. Αργότερα, διευρύνεται με τη συμμετοχή των άλλων δύο χωρών, της Αγγλίας και της Γαλλίας της Παλινόρθωσης. Αλλά ας είμαστε καλοί και ας αποδώσουμε το πραγματολογικό σφάλμα σε αβλεψία. Τι να πει κανείς για το ιδεολογικό μέρος; Βάσει ποιάς προοδευτικής λογικής απαλείφεται εντελώς ο καταφανώς αντιδραστικός, αντεπαναστατικός χαρακτήρας του συνασπισμού; «Διατήρηση της τάξης και των συνόρων» είναι η πολιτική μιας συμμαχίας που θεωρεί οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα, κοινωνικό ή εθνικοαπελευθερωτικό «εκπορευόμενο από το Σατανά» και που κρατά για τον εαυτό της το δικαίωμα να επεμβαίνει ένοπλα σε κάθε εστία αντίστασης στη νικηφόρα, την εποχή εκείνη, αντεπανάσταση και να πνίγει τους λαούς στο αίμα;
Όσον αφορά, τώρα, την ίδια τη θέση των Δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση, είναι εντελώς ασαφής ο ρόλος που έπαιξε κάθε μία χωριστά, καθώς και τα συμφέροντα που τον υπαγόρευσαν, ενώ το πρόσημο που μπαίνει στη δράση τους είναι, συνολικά θετικό, ενώ, στη σελίδα 64, αρκετά απρόσωπα αναφέρεται ότι ορίζονται «Εγγυήτριες δυνάμεις» για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Βέβαια, το τι σημαίνει η ύπαρξη εγγυητριών δυνάμεων για ένα ανεξάρτητο κράτος, το έχει ζήσει και εξακολουθεί να το ζει η Κυπριακή Δημοκρατία. Και, βέβαια, το καλό μας εγχειρίδιο δεν βοηθά το παιδί να κατανοήσει τι σήμανε, ιστορικά, για την ανάπτυξη, σε όλα τα επίπεδα, του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, η ύπαρξη αυτής της τριπλής εγγύησης, με δεδομένη μάλιστα την πάγια, εντελώς ετεροβαρή, σύνδεση της ελληνικής αστικής τάξης με τη Μεγάλη Βρεττανία …[6]
Αν μπορούσαμε, εν τέλει, να κάνουμε μία συνολικότερη παρατήρηση για το πώς παρουσιάζεται η επανάσταση του 1821 από το εν λόγω εγχειρίδιο, θα συνοψίζαμε ως εξής:
Το βιβλίο έχει μία γενικότερη φοβία απέναντι σε ένα πολύ υπαρκτό ιστορικό φαινόμενο: την άσκηση βίας, είτε από την πλευρά του κυριάρχου, είτε από την πλευρά του επαναστάτη. Έτσι, πολλά σημαντικά γεγονότα και σημαντικές πλευρές της επανάστασης παρουσιάζονται υποβαθμισμένα, ή δεν παρουσιάζονται καθόλου.
Αλλά και η κοινωνική προέλευση και τα κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα που διατυπώνουν οι δυνάμεις που συμμετέχουν στην επανάσταση παρουσιάζονται υποβαθμισμένα και ασαφέστατα, ενώ ελλιπής είναι και η παρουσίαση της μαζικής, λαϊκής δράσης.
Μάλλον θετική εμφανίζεται η δράση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στο 1821, χωρίς να παρέχονται επαρκή στοιχεία για το πώς, κάθε μία από αυτές (κυρίως η Μεγάλη Βρεττανία) προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τους όρους με τους οποίους το υπό σύσταση κράτος θα παρέμενε στη σφαίρα της δικής της επιρροής.
Τέλος, από τα συμπεράσματα απουσιάζει το – κατά τη γνώμη μας, πολύ διαπαιδαγωγητικό για τα νέα παιδιά – δίδαγμα που βγαίνει από τη μεγάλη επανάσταση των ελλήνων: το πώς ένα δίκαιο κίνημα, εθνικοαπελευθερωτικό ή κοινωνικό – ταξικό, μπορεί να νικήσει και να κατακτήσει τους στόχους του, ακόμα και μέσα σε συνθήκες γενικευμένης αντεπανάστασης. Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για τους σημερινούς μαθητές που όλοι προσπαθούν να διαπαιδαγωγήσουν στο πνεύμα του συμβιβασμού και της υποταγής στις επιταγές της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού.
Τα πραγματολογικά λάθη και τα μεθοδολογικά προβλήματα δεν σταματούν βέβαια στην εξιστόρηση της επανάστασης του 1821. Στη σελίδα 58, το βιβλίο δίνει ορισμένα στοιχεία για τη διακυβέρνηση Καποδίστρια. Μεταξύ των – ελάχιστων, πάντως – πληροφοριών που δίνει, μαθαίνουμε ότι «διανέμονται εθνικές γαίες». Στην πραγματικότητα, ακριβώς η μη διανομή εθνικών γαιών στέρησε από τον Καποδίστρια το ευρύτατο λαϊκό έρεισμα που είχε, όταν ήρθε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Τη δε σελίδα των πηγών που συνοδεύουν το κεφάλαιο, κοσμούν δύο γκραβούρες της ¶νω Σύρου (από το 1776) και της Ερμούπολης (από το 1841), καθώς και αναφορά στη δημιουργία της Ερμούπολης και της εμπορικής της ανάπτυξης. Ένα ζήτημα που, βέβαια, ουδεμία σχέση έχει με τις συνθήκες ζωής κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ούτε και με τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια. Αλλά και στην επόμενη σελίδα, στο κεφάλαιο «Η διακυβέρνηση Καποδίστρια», μαθαίνουμε ελάχιστα πράγματα για τον κυβερνήτη και – για ακατανόητους σε μας λόγους – δεν μαθαίνουμε ποιος και γιατί τον δολοφόνησε.
Από τη σελίδα 68 και μετά, το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η δόμηση της ύλης του είναι, κατά τη γνώμη μας, ακατάλληλη για την ηλικία των παιδιών της 6ης δημοτικού: η σειρά που ακολουθείται δεν είναι χρονολογική, αλλά θεματική. Έτσι, στη σελίδα 68, το κεφάλαιο τιτλοφορείται «Το πολίτευμα» και αναφέρει ορισμένους σταθμούς στην εξέλιξη του πολιτεύματος από τη βασιλεία του Όθωνα μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Σε αυτή την εξαιρετικά συμπυκνωμένη αφήγηση, υποβαθμίζονται σημαντικά γεγονότα και ιστορικές περίοδοι. Για παράδειγμα, η περίοδος της Αντιβασιλείας, οι βίαιες μέθοδοι εξαστισμού του κράτους που ακολούθησαν οι βαυαροί, οι διώξεις των αγωνιστών του `21 (μεταξύ αυτών, και η θανατική καταδίκη του Κολοκοτρώνη) απουσιάζουν παντελώς.
Το ίδιο πρόβλημα, της εξαιρετικά συμπυκνωμένης αφήγησης, κυριαρχεί και στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου. Σημαντικά γεγονότα, όπως ο πόλεμος του 1897 (και, κυρίως, οι συνέπειές του, με σημαντικότερη την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου) αποσιωπούνται. Η σελίδα 86 είναι αφιερωμένη στην «καλλιτεχνική και πνευματική ζωή». Εδώ, αναφέρονται τα ακόλουθα: «Ανάμεσα στους λογοτέχνες του 19ου αιώνα ξεχωρίζει ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Ελισάβετ Μαρτινέγκου, η Καλλιρότη Παρρέν».
Τα ονόματα παρατίθενται με αυτήν ακριβώς τη σειρά, χωρίς καμμία χρονολογική ένδειξη, χωρίς να φαίνεται ποιο είδος υπηρετεί ο καθένας από τους αναφερόμενους και με την «πολιτικώς ορθή» προσθήκη δύο γυναικείων ονομάτων, που είναι μεν σπουδαία, ακριβώς γιατί προσπάθησαν να ξεπεράσουν τις κοινωνικές δεσμεύσεις του φύλου, αλλά, από την άλλη πλευρά, το έργο τους, από καθαρά λογοτεχνική σκοπιά, δεν είναι σε καμμία περίπτωση ισάξιο με το έργο, για παράδειγμα του Σολωμού. Ειδικά, όσον αφορά την Καλλιρρόη Παρρέν, δεν είναι πάντως η λογοτεχνική της δεινότητα που την άφησε στην ιστορία, αλλά το γεγονός ότι πρώτη στην Ελλάδα διεκδίκησε ισονομία για τις γυναίκες.[7]
Από τη σελίδα 90 και μετά, περνάμε σε μία ευρύτερη ενότητα, με το γενικό τίτλο «Η Ελλάδα στον 20ο αιώνα». Στο πρώτο κεφάλαιο της ενότητας («Ο εκσυγχρονισμός του κράτους») γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, και στη διαμόρφωση εργατικής νομοθεσίας. Είναι γεγονός ότι έχει γίνει αναφορά, σε προηγούμενα κεφάλαια, στις εργατικές και αγροτικές διεκδικήσεις του τέλους του 19ου αιώνα. Τι απουσιάζει από το κεφάλαιο (όπως εξ άλλου και από όλα τα επόμενα); Η ίδρυση του παλαιότερου κόμματος της χώρας, του ΚΚΕ. Εξ άλλου, σύμφωνα με την ίδια πάντα λογική της επιλεκτικής παρουσίασης φορέων, προσώπων και γεγονότων, ούτε και στα κεφάλαια που ακολουθούν και που αναφέρονται στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, στα αίτια και τα αποτελέσματά του, αναφέρεται πουθενά η Οκτωβριανή Επανάσταση ή και η ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης: η χώρα, για το εγχειρίδιο ιστορίας της 6ης Δημοτικού, δεν υπήρξε ποτέ …
Μεγάλη συζήτηση έχει ήδη γίνει για τη διατύπωση της σελίδας 100, σχετικά με τη μικρασιατική καταστροφή, σύμφωνα με την οποία «χιλιάδες έλληνες συνωστίζονταν στο λιμάνι – σσ. της Σμύρνης – προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα» και η οποία παραπέμπει μάλλον σε περιγραφή ρεπόρτερ ιδιωτικού, κατά προτίμηση, καναλιού για την έξοδο του Δεκαπενταύγουστου… Πολλά θα είχαμε να παρατηρήσουμε σε αυτό το σημείο: είναι εντελώς άλλο πράγμα η πολιτική και ιστορική εκτίμηση για το χαρακτήρα της εκστρατείας (το ΣΕΚΕ, τότε, είχε αντιταχθεί σε αυτήν από την πρώτη στιγμή) και άλλο πράγμα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το ελληνικό στοιχείο της Σμύρνης εγκατέλειψε τις εστίες του. Και, οπωσδήποτε, οι συνθήκες αυτές δεν ήταν συνθήκες συνωστισμού, αλλά σφαγής. Πέρα δε από αυτό, απουσιάζει προκλητικά οποιαδήποτε αναφορά τόσο στο ρόλο του βρεττανικού ιμπεριαλισμού στην ίδια τη διεξαγωγή της εκστρατείας όσο και εν γένει των «συμμάχων», γάλλων και βρεττανών, κατά τη διάρκεια της καταστροφής, όταν ήδη είχαν αποφασίσει ότι τα συμφέροντά τους στην ευρύτερη περιοχή θα μπορούσαν να υπηρετηθούν καλύτερα μέσα από μια συμμαχία με τον Κεμάλ. Και είναι ιστορικά γνωστό ότι αυτή η στάση μεταφράστηκε, απέναντι στους πρόσφυγες, σε αναλγησία που έφτανε ή και ξεπερνούσε, τα όρια της ωμότητας, εμποδίζοντάς τους με τον πιο βάρβαρο τρόπο να ανέβουν στα πλοία τους που ναυλοχούσαν στο λιμάνι της Σμύρνης…
Στη σελίδα 103, διαβάζουμε τα ακόλουθα στην τελευταία παράγραφο: «Με τον πολιτισμό τους – σσ. των προσφύγων – το μορφωτικό επίπεδό τους και την εργατικότητά τους βοηθούν σημαντικά στην ανάπτυξη του κράτους». Οι πρόσφυγες βέβαια δεν αναπτύσσουν αυτοβούλως την εργατικότητά τους: οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν και αποτελούν (ιδιαίτερα οι γυναίκες και τα παιδιά) το φτηνό εργατικό δυναμικό που θα χρησιμεύσει στην ανάπτυξη πολλών βιομηχανικών κλάδων (χαρακτηριστική περίπτωση η κλωστοϋφαντουργία) και στο πέρασμα του ελληνικού καπιταλισμού σε νέα ποιοτική φάση. Τελικά, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι η ελληνική αστική τάξη άλλο πράγμα επεδίωκε με τη μικρασιατική εκστρατεία (τη διεύρυνση των συνόρων και την ενσωμάτωση των ακμαίων σμυρνέϊκων κεφαλαίων) και άλλο τελικά πέτυχε: τη μεγάλη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού. Το γεγονός ότι αυτό συντελέστηκε με όρους βίαιου ξερριζωμού και με δυσβάσταχτες συνθήκες ζωής, οπωσδήποτε δεν ενδιαφέρει και δεν ενδιέφερε ποτέ ιστορικά καμμία αστική τάξη: πρώτη καύσιμη ύλη για τα εργοστάσια είναι πάντα ο άνθρωπος. Φυσικά, το εγχειρίδιο δεν μπαίνει σε τέτοιου είδους προβληματισμούς…
Η σελίδα 106 είναι αφιερωμένη στο κεφάλαιο «Κοινωνία και κράτος στο Μεσοπόλεμο». Εδώ, συναντάμε την οικονομική ανάπτυξη και την οικονομική κρίση του `29, συναντάμε και τα φασιστικά καθεστώτα (τα οποία περιγράφονται με εντελώς ήπιους όρους) αλλά το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης έχει μάλλον συναντηθεί με κάποια διαστημική μαύρη τρύπα, διότι, όπως ήδη έχουμε πει, η Σοβιετική ΄Ενωση απλώς … δεν υπάρχει. Και πώς άραγε, σύμφωνα με το καλό μας βιβλίο, γεννιούνται τα φασιστικά, δικτατορικά καθεστώτα; Ας απολαύσουμε: «Η διεθνής οικονομική κρίση επηρεάζει και την κοινωνία. Μεγάλος αριθμός εργατών και υπαλλήλων μένει άνεργος και οι περισσότεροι πολίτες αντιδρούν με πορείες, διαδηλώσεις και απεργίες. Πολλά δημοκρατικά πολιτεύματα, κάτω από αυτήν την πίεση, σταδιακά καταρρέουν. Τα διαδέχονται δικτατορίες. Στην Ιταλία, το φασιστικό κόμμα και στη Γερμανία, το ναζιστικό κόμμα καταλαμβάνουν την εξουσία». Τι δίδαγμα λοιπόν πρέπει να αντλήσουν τα καλά και συνετά παιδάκια από αυτή την παράγραφο; Μην αγωνίζεστε, μην πορεύεστε, μη διαδηλώνετε! Το δημοκρατικό πολίτευμα θα καταρρεύσει και η δικτατορία ελλοχεύει!
Έτσι λοιπόν, κατά μία νεόκοπη αντίληψη της προοδευτικότητας, τα λαϊκά κινήματα και οι λαϊκοί αγώνες φταίνε για τη γέννηση του φασισμού και του ναζισμού και τα μονοπώλια των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών είναι, φυσικά, αθώα..
Στο ίδιο κεφάλαιο, αποσιωπάται εντελώς άλλο ένα εξαιρετικής σημασίας γεγονός, που αποτέλεσε και την «πρόβα τζενεράλε» του Παγκοσμίου Πολέμου, ο εμφύλιος πόλεμος της Ισπανίας. Αλλά και η δικτατορία Μεταξά στην Ελλάδα αναφέρεται χωρίς να καταδεικνύεται η βιαιότητα με την οποία ασκεί την εξουσία.
Στη σελίδα 109, αφιερωμένη στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, το εγχειρίδιο μεγαλουργεί. Οι μαθητές λοιπόν μαθαίνουν ότι «(…) με τις Συμμαχικές Αγγλογαλλικές Δυνάμεις συντάσσονται, κατά την εξέλιξη του πολέμου, ην Ρωσία και η ΗΠΑ». Φυσικά, κρατικό μόρφωμα με την ονομασία «Ρωσία» δεν υπάρχει κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Ο όρος «Σοβιετική Ένωση» αναφέρεται μόνο σε πηγή (στη σελίδα 111) σχετικά με τον αριθμό των νεκρών ανά χώρα στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και στο χάρτη που παρατίθεται στη σελίδα 109, όπου η Σοβιετική ΄Ενωση σημαδεύεται με το αρκτικόλεξο ΕΣΣΔ. Τουλάχιστον, ο αριθμός των νεκρών είναι σωστός … Μολαταύτα, αυτή είναι και η μόνη αναφορά στην εκ των ων ουκ άνευ συμβολή της χώρας των Σοβιέτ στην αντιφασιστική νίκη (η εποποιία του Στάλινγκραντ απουσιάζει), ενώ δεν διευκρινίζεται, στα αίτια του πολέμου, και ο αντικομμουνιστικός χαρακτήρας του συνασπισμού του ¶ξονα.
Η … απομάκρυνση (προφανώς με τακτ) των ιταλικών στρατευμάτων από τους έλληνες κατά τον πόλεμο τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 είναι η διακριτική αναφορά του εγχειριδίου σε αυτόν, ενώ, στο τέλος του κεφαλαίου διαβάζουμε: «Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και το Ολοκάυτωμα των Εβραίων αποτελούν από τις τραγικότερες στιγμές αυτού του πολέμου». Στο γλωσσάριο, μαθαίνουμε απλώς ότι η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι είναι πόλεις της Ιαπωνίας. Φαίνεται ότι οι εν λόγω βόμβες (των οποίων τα εντελώς ειδικά, αποτρόπαια χαρακτηριστικά δεν αναφέρονται) ανέπτυξαν δημιουργικές πρωτοβουλίες και έπεσαν … από μόνες τους, εκμεταλλευόμενες το νόμο της βαρύτητας, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται πουθενά ποιος και γιατί τις έρριξε!
Στη σελίδα 112, συμπιέζονται η κατοχή και η αντίσταση στην Ελλάδα και ο εμφύλιος πόλεμος. Αναγνωρίζεται το ΕΑΜ ως η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, αλλά απουσιάζει ο κύριος φορέας, ραχοκοκκαλιά και καθοδηγητής του, το ΚΚΕ. Η αναφορά στην εποποιία της αντίστασης, μια από τις μεγαλύτερες σε εύρος, βάθος και θυσίες σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, περιορίζεται στα εξής: «Οι κατακτητές οργανώνουν αντίποινα στις αντιστασιακές δράσεις. Η τρομοκρατία, το κάψιμο ολόκληρων χωριών και οι μαζικές εκτελέσεις κυριαρχούν κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Ελλάδα». Να υποθέσουμε ότι, όπως (κατά τη λογική του εγχειριδίου) οι λαϊκές κινητοποιήσεις στο Μεσοπόλεμο οδήγησαν στην κατάρρευση των δημοκρατικών καθεστώτων, κατά τον ίδιο τρόπο οι «αντιστασιακές δράσεις» (sic) οδήγησαν στην εκδήλωση των αντιποίνων και της τρομοκρατίας από τις αρχές κατοχής; Και που είναι οι κορυφαίες στιγμές της αντίστασης; Από τη δράση των ανταρτών του ΕΛΑΣ, μέχρι τις γιγαντιαίες διαδηλώσεις του λαού της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων, ενάντια στη βουλγαρική κατοχή και στην πολιτική επιστράτευση;[8] Που είναι – η πολύ διαπαιδαγωγητική, για παιδιά αυτής της ηλικίας, αναφορά στη δράση της ΕΠΟΝ; Που είναι τα ολοκαυτώματα στα Καλάβρυτα και το Δίστομο, οι μαζικές θυσίες στην Καισαριανή, στα μπλόκα της Κοκκινιάς και της Καλογρέζας; Που είναι η «μάχη της σοδειάς»; Όλη αυτή η εποποιία, όλο αυτό το αίμα, κι ας μας συγχωρεθεί η λέξη, «τσουβαλιάζεται» μέσα στον κακόηχο όρο «αντιστασιακές δράσεις». Οι μαθητές δε ερωτώνται στην επόμενη σελίδα «ποιες είναι οι μορφές αντίστασης των ελλήνων εναντίον των κατακτητών». Τι θα απαντήσουν; Πότε και πώς τις διδάχτηκαν;
Στο ίδιο κεφάλαιο, διαβάζουμε τα ακόλουθα, τα οποία, κατά τη γνώμη μας, αξίζει να μεταφερθούν αυτούσια:
«Στις αρχές του 1944, ενώ η απελευθέρωση της Ελλάδας πλησιάζει, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις μεγαλώνουν. Οι αντιθέσεις αυτές εκφράζονται με συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. Η απελευθέρωση βρίσκει, έτσι, την Ελλάδα χωρισμένη στα δύο. Από τη μια μεριά είναι το ΕΑΜ, το οποίο, από το Μάρτιο του 1944 έχει σχηματίσει την ¨Κυβέρνηση του Βουνού». Από την άλλη, βρίσκεται η εξόριστη ελληνική Κυβέρνηση του βασιλιά, ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ. Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, η οποία σχηματίζεται από τις δύο παραπάνω κυβερνήσεις, δεν καταφέρνει να αποτρέψει τον Εμφύλιο Πόλεμο, που ξεσπά το 1946, ανάμεσα στο δημοκρατικό στρατό και την κυβέρνηση.
Τον Οκτώβριο του 1949 ο Εμφύλιος πόλεμος ολοκληρώνεται με την ήττα του δημοκρατικού στρατού, πολλές χιλιάδες θύματα και μεγάλες καταστροφές».
Στο απόσπασμα αυτό δεν υπάρχει η παραμικρή μνεία για την ταξική φύση της αντιπαράθεσης και των συγκρούσεων που ξεσπούν στην κατεχόμενη Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και για την ταξική φύση του ίδιου του εμφυλίου πολέμου. Απουσιάζει όμως και κάτι άλλο, εξ ίσου σημαντικό: ο ρόλος του βρετανικού (και, αργότερα, του αμερικάνικου) ιμπεριαλισμού στη στήριξη της ντόπιας αστικής τάξης και στη διασφάλιση των ευρύτερων συμφερόντων του στην περιοχή. Στο παράλληλο σύμπαν του εγχειριδίου της 6ης Δημοτικού, όπου οι βόμβες πέφτουν μόνες τους και η βορειοανατολική Ευρώπη είναι μια τρύπα στο χάρτη της ιστορίας, ποτέ οι βρετανοί δεν υπέθαλψαν τις συγκρούσεις ανάμεσα στις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις: ποτέ δεν έγινε η βρετανική επέμβαση του Δεκέμβρη του `44, δεν υπήρξε ποτέ η ελληνική «Ματωμένη Κυριακή», βρετανικά πολυβολεία δεν στήθηκαν στην Ακρόπολη και ο λαός της Αθήνας δεν αντιστάθηκε ποτέ στο νέο κατακτητή και στη ντόπια αστική τάξη, που γύρισε με την πρόθεση να «καρπωθεί το αίμα των άλλων»… Ποτέ ο Αιμίλιος Βεάκης δεν έστησε οδοφράγματα στην Κυψέλη και ποτέ ο «Ιερός Λόχος των Φοιτητών», ο «Λόρδος Μπάϊρον», δεν περιφρούρησε την πύλη του Πολυτεχνείου. Ποτέ δεν έπεσαν στα ελληνικά βουνά οι βόμβες ναπάλμ, σε πειραματικό στάδιο ακόμη, ώστε να μπορέσουν να τις χρησιμοποιήσουν βελτιωμένες αργότερα οι ΗΠΑ, σε χώρες όπως για παράδειγμα, το Βιετνάμ…
Στο επόμενο κεφάλαιο, που αφορά τα μεταπολεμικά χρόνια, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στο λαϊκό κίνημα τις εποχής, που, παρά την ήττα της προηγούμενης δεκαετίας, την άγρια καταστολή (ούτε και αυτή επισημαίνεται), τα εσωτερικά προβλήματα, τις συγχύσεις και τη διαπάλη που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του, εξακολουθεί να υπάρχει, να δρα, να θέτει αιτήματα και, κάποτε, να έχει ακόμα και επί μέρους κατακτήσεις. Απουσιάζει επίσης οποιαδήποτε αναφορά στη διεθνή θέση της χώρας, στην ένταξή της στον κατεξοχήν ιμπεριαλιστικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ και στην «κατοχύρωση» της θέσης της, ως ενδιάμεσης και εξαρτημένης στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
«Διαφωτιστική» είναι η αναφορά του εγχειριδίου στα αίτια της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Στο οικείο κεφάλαιο, διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Την 21η Απριλίου του 1967, μια ομάδα συνταγματαρχών, με αρχηγό το Γεώργιο Παπαδόπουλο, εκμεταλλεύεται την πολιτική αστάθεια και επιβάλλει στην Ελλάδα τη στρατιωτική δικτατορία. Διακόπτει έτσι την πορεία της χώρας προς τον εκδημοκρατισμό, που διαμορφώνεται από την αρχή της δεκαετίας του 1960».
Ας αφήσουμε έξω το ζήτημα του κατά πόσο η χώρα είχε μπει σε πορεία εκδημοκρατισμού από το 1960 (ο Γρηγόρης Λαμπράκης, στον οποίο δεν γίνεται καμμία αναφορά, δολοφονήθηκε το 1963, στην καρδιά της δεκαετίας). Ας αφήσουμε ακόμη ασχολίαστο το γεγονός ότι, σύμφωνα με την παραπάνω διατύπωση η «πορεία εκδημοκρατισμού» ενδέχεται να οδηγεί και σε πολιτική αστάθεια και, τελικά, σε πραξικόπημα. Να θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα: η απόφαση των εν λόγω συνταγματαρχών ήταν προσωπική τους υπόθεση; Οφείλεται στον … παλιοχαρακτήρα τους; Κοινωνικά και πολιτικά αίτια δεν υπήρξαν; Αναγκαιότητες της αστικής τάξης δεν υπήρχαν; Ο διεθνής παράγοντας (εντελώς συγκεκριμένα οι ΗΠΑ) δεν έπαιξε κανένα ρόλο; Το Κυπριακό δεν εμπλέκεται στη διαδικασία; Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «ερμηνείας» ενός ιστορικού γεγονότος, το οποίο, στην πραγματικότητα, μένει ανερμήνευτο, καθώς ανύπαρκτη είναι η οποιαδήποτε αναφορά στα πραγματικά του αίτια και συγκεχυμένη η σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος. Αυτό εξ άλλου το πρόβλημα είναι διάχυτο σε ολόκληρο το βιβλίο.
Στη σελίδα 121, το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο «Κυπριακό ζήτημα». Εδώ αναφέρεται ότι το 1960 η Κύπρος γίνεται ανεξάρτητη δημοκρατία, αλλά δεν γίνεται καμμία μνεία στο ζήτημα των συμφωνιών της Ζυρίχης, την πραγματική πηγή της κακοδαιμονίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με το γνωστό «ήπιο» τρόπο του βιβλίου γίνεται μνεία και στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τα αποτελέσματά της. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, ως δηλωτική της τραγωδίας των προσφύγων, το βιβλίο δημοσιεύει τη φωτογραφία από ένα … εργόχειρο, ένα κέντημα που γράφει επάνω «ΕΓΙΝΑΜΕΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ»!
Και μετά το Κυπριακό … η κορωνίδα της Δημιουργίας, ο «καλύτερος δυνατός κόσμος», όπως έλεγε, χλευαστικά, στον καιρό του, ο Βολταίρος: η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και τα εξ αυτής αγαθά. Στο κεφάλαιο 12 της ενότητας «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», μαθαίνουμε τα ακόλουθα: «Η ιδέα της ένωσης των ευρωπαϊκών κρατών διατυπώνεται για πρώτη φορά από τον Ρομπέρ Σουμάν, στις 9 Μαϊου 1950, ημέρα που γιορτάζεται από τότε ως «Ημέρα της Ευρώπης».Ουδεμία αναφορά γίνεται βέβαια στο ότι η 9η Μαίου είναι κατοχυρωμένη στη συνείδηση των λαών ως «Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης». Πέρα όμως από τις επί μέρους παρατηρήσεις που μπορεί να έχει κανείς, πέρα ενδεχομένως και από την άποψη που μπορεί να έχει για το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, θα θέλαμε να θέσουμε ένα επιστημονικό και μεθοδολογικό ερώτημα: κατά πόσο γεγονότα τόσο πρόσφατα, έως και σημερινά, μπορεί και πρέπει να αποτελούν Ιστορία και να διδάσκονται ως τέτοια; Όπως είναι γνωστό, όλοι οι επίσημοι φορείς (των υπουργείων εξωτερικών συμπεριλαμβανομένων) έχουν θέσει ένα χρονολογικό όριο, μετά το οποίο ανοίγουν τα αρχεία τους. Από εκεί και μετά θα τα παραλάβει ο ιστορικός, θα τα επεξεργαστεί, θα διατυπώσει μία πρώτη άποψη που θα ζυμωθεί στη δημόσια συζήτηση, επιστημονική ή και ευρύτερη και τότε τα γεγονότα θα καταστούν ιστορία. Αλλιώς, η αναφορά σε αυτά μπορεί να θεωρηθεί δύο πράγματα: στην καλύτερη περίπτωση δημοσιογραφία και, στη χειρότερη, ωμή προπαγάνδα (εν προκειμένω του ευρωπαϊκού ιδεώδους).
Η σελίδα 27 είναι αφιερωμένη στο κεφάλαιο «Η καθημερινή ζωή». Σε αυτό, διαβάζουμε τις τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας και αλιεύουμε άλλο ένα μαργαριτάρι:
«Οι εξελίξεις αυτές (σς. οι τεχνολογικές) έχουν όμως και αρνητικές συνέπειες. Οι άνθρωποι μολύνουν το περιβάλλον, σπαταλούν φυσικούς πόρους και δεν καταφέρνουν να μειώσουν τη φτώχεια, η οποία συνεχίζει να επικρατεί σε πολλές περιοχές του πλανήτη».
Δηλαδή, οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις ευθύνονται για τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τη σπατάλη φυσικών πόρων! Οι άνθρωποι δε, στο σύνολό τους, δεν κατορθώνουν να μειώσουν τη φτώχεια! Οι όροι δηλαδή μέσα στους οποίους συντελούνται αυτές οι εξελίξεις, το ίδιο το σύστημα του ιμπεριαλισμού, είναι αθώο του αίματος! Και οι άνθρωποι αποτελούν ένα όλον, δεν χωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις, εκμεταλλεύτριες και αντικείμενα εκμετάλλευσης! Τι να κάνουμε λοιπόν, που ο «καλύτερος δυνατός κόσμος» έχει τα τρωτά του, αλλά σε αυτό, φταίει «το ζαβό το ριζικό μας και ο θεός που μας μισεί», για να αντιγράψουμε το μεγάλο Κώστα Βάρναλη …
Οι σελίδες που ακολουθούν, μέχρι και το τέλος του βιβλίου, είναι αφιερωμένες στον αθλητισμό και στον πολιτισμό (με αυτή τη σειρά). Παρά το γεγονός ότι δίνονται ορισμένες πληροφορίες για αρκετές τέχνες (πχ. μουσική, θέατρο, κινηματογράφος) απουσιάζει παντελώς η λογοτεχνία: καλώς, κάλλιστα μαθαίνουν τα παιδιά για το Θεοδωράκη και το Χατζιδάκι (αν και το έργο τους παρουσιάζεται αποσπασμένο από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που το γέννησαν). Τα ονόματα όμως του Βάρναλη, του Σικελιανού, του Καζαντζάκη, του Γιάννη Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Δημήτρη Χατζή, του Τσίρκα, πάρα πολλών άλλων που η μη αναφορά τους στο παρόν κείμενο δεν οφείλεται σε κάποια εκ μέρους μας πρόθεση, απουσιάζουν ολοκληρωτικά. ¶λλωστε, το εν λόγω πόνημα (και τα συνοδευτικά του βιβλία του δασκάλου και βιβλίο ασκήσεων του μαθητή) φαίνεται να έχουν μία λίγο ιδιόρρυθμη σχέση με την τέχνη του λόγου. Στο βιβλίο ασκήσεων του μαθητή, ζητάται από τους μαθητές να μεταφράσουν(!) ένα απόσπασμα από το «Θούριο» του Ρήγα στη γλώσσα που μιλάμε σήμερα! Μετάφραση από τα νέα ελληνικά στα νέα ελληνικά είναι η αλήθεια ότι δεν έχουμε ξανακούσει …[9]
Έχουμε τη βεβαιότητα ότι κάθε ανάγνωση που θα επιχειρούμε στο εν λόγω πόνημα, θα μας αποκαλύπτει και άλλα επιστημονικά, μεθοδολογικά άλλα και ιδεολογικά μαργαριτάρια. Αυτά που παραθέσαμε εδώ είναι τα αποτελέσματα μιας πρώτης «αλίευσης» που, ωστόσο, μας επιτρέπει να διατυπώσουμε ορισμένα συμπεράσματα:
Το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ` Δημοτικού, κάτω από μία επίφαση προοδευτικότητας είναι ένα βαθειά αντιδραστικό βιβλίο. Και είναι βαθειά αντιδραστικό, γιατί είναι αντιδιαλεκτικό. Δεν αναγνωρίζει (σύμφωνα με τις παραδοχές και των ίδιων των συγγραφέων του) την αντικειμενική ιστορική αλήθεια και τις νομοτέλειες που τη διέπουν.[10] Δεν συνδέει τα αίτια (κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες) με τα αποτελέσματά τους (τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα και τον πολιτισμό). Επιχειρεί να «στρογγυλέψει» τις αιχμηρότητες της ιστορίας, υποβαθμίζοντας τη σημασία (και την οξύτητα) της ταξικής πάλης και των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Προπαγανδίζει τις κεντρικές πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης και αποφεύγει επιμελέστατα να θίξει τις επεμβάσεις των συμμάχων της στη χώρα μας – αλλά και τα εγκλήματά τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο όνομα της προώθησης της φιλίας των λαών (που αντιμετωπίζεται όμως με τους όρους που επιβάλλει ο κοσμοπολιτισμός) παρουσιάζει επιλεκτικά τα ιστορικά γεγονότα. Ουδείς βέβαια προοδευτικός άνθρωπος μπορεί να έχει αντίρρηση για τη φιλία ανάμεσα στους λαούς: αυτή όμως δεν οικοδομείται μέσα από τις συμφωνίες των αρχουσών τάξεων που συντονίζουν τα συμφέροντά για την εξυπηρέτηση των δικών τους και των γενικώτερων συμφερόντων του συστήματος. Οικοδομείται με τον κοινό αγώνα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, ενάντια στα συμφέροντα αυτά. Και για να το πούμε με ένα παράδειγμα: η φιλία ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν διδάσκεται με τον εξωραϊσμό της Οθωμανικής κυριαρχίας ή με τις ήπιες περιγραφές της ελληνικής επανάστασης, της μικρασιατικής καταστροφής και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Διδάσκεται με την καρδιά του Ναζίμ Χικμέτ που «κάθε αυγή με τα χαράματα στην Ελλάδα τουφεκίζεται» και με τη φιλία του μεγάλου τούρκου κομμουνιστή ποιητή με το Γιάννη Ρίτσο – έκφραση η ζωή και το έργο και των δυό της εργατικής τάξης των πατρίδων τους – μια κι ο κομμουνιστής δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόχρονα πατριώτης και διεθνιστής. Και τα δύο ονόματα όμως απουσιάζουν από το εν λόγω πόνημα…
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι επίσης ένα από τα ακραία συμπτώματα μιας τάσης που έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια και που είναι γνωστή σαν «αναθεώρηση της ιστορίας». Σύμφωνα με την τάση αυτή, εξισώνεται η βία του κυρίαρχου με τη βία του κυριαρχούμενου και, υπό αυτό το πρίσμα, εξετάζονται και αξιολογούνται γεγονότα όπως η εαμική εθνική αντίσταση (τα τελευταία χρόνια έχει ξεσπάσει οξεία διαπάλη πάνω στο ζήτημα), ή η Οκτωβριανή Επανάσταση. Η τέτοιου είδους αντιμετώπιση περιλαμβάνει πλέον και παλαιότερα σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ή της παγκόσμιας ιστορίας, όπως η ελληνική και η γαλλική επανάσταση. Η εμμονή, εξ άλλου, της υπουργού Παιδείας να το υποστηρίξει (καθώς και η «απροσδόκητη» στήριξή της από τον πρόεδρο του Συνασπισμού, σε μία εποχή κατά την οποία το συγκεκριμένο κόμμα – από τους βασικούς φορείς του κοσμοπολιτισμού στην ελληνική πολιτική ζωή – θέλει να δείχνει ότι είναι στα «χαρακώματα» με την κυβέρνηση) φανερώνει ότι η τέτοια θεώρηση και διδασκαλία της ιστορίας είναι κεντρική επιλογή της άρχουσας τάξης. Είναι στο χέρι των ιστορικών επιστημόνων αλλά και του εκπαιδευτικού κινήματος να μελετήσουν καλύτερα το εν λόγω πόνημα και να οξύνουν την κριτική τους σε αυτό: δεν διακυβεύεται μόνο η ιστορική μνήμη: διακυβεύεται και η δυνατότητα της αυριανής βάρδιας της εργατικής τάξης, την οποία θα αποτελέσει η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών μαθητών του δημοτικού – να γνωρίσει τις νομοτέλειες της ιστορίας και να μπορέσει να τις αξιοποιήσει προς όφελός της.-
Δώρα Μόσχου
——————————————————————————–
[1] Εξ άλλου, αυτή ακριβώς η μερίδα των αντιτιθέμενων στο βιβλίο καλείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ώστε να τονωθεί αυτή η εντύπωση και να μεταφερθεί η διαμάχη σ` ένα μη πραγματικό πεδίο.
[2] Το «Πλήθων Γεμιστός» δεν είναι οναματεπώνυμο, όπως εύκολα – και λανθασμένα – θα συμπεράνει ο μαθητής. Ο φιλόσοφος λεγόταν Γεώργιος Γεμιστός και μετέτρεψε το επίθετό του σε «Πλήθων», μεταφράζοντάς το επί το αρχαιοπρεπέστερον.
[3] Το γεγονός δηλαδή ότι είναι η διαίρεση που αναγνώριζαν τα φεουδαρχικά καθεστώτα.
[4] Τους οποίους ωστόσο, για δικούς τους λόγους, περιόρισαν οι Βενετοί, στις δικές τους κτήσεις.
[5] Οι οποίοι, αναμφίβολα, αποτελούν ένα στρώμα με υψηλή κοινωνική θέση, ωστόσο υπολείπονται σαφώς της διοικητικής αριστοκρατίας που απαρτίζεται από τους Φαναριώτες.
[6] Σημαντικότατη επίσης έλλειψη είναι η μη αναφορά στην ίδρυση των τριών πρώτων ελληνικών κομμάτων που έφεραν τα ονόματα των τριών «προστάτιδων» δυνάμεων (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό) και, στην πραγματικότητα, πρακτόρευαν τα αντίστοιχα συμφέροντα, πέρα και από τις συγκεκριμένες κοινωνικοταξικές τους αναφορές στον ελλαδικό χώρο (πχ. το Αγγλικό κόμμα είναι το στενότερα δεμένο με τα συμφέροντα του αγγλικού κεφαλαίου, ενώ το Ρωσικό συγκεντρώνει, γενικά, τα λαϊκώτερα στοιχεία).
[7] Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί, κατά την ίδια λογική της «πολιτικής ορθότητας» δεν εμφανίζεται πουθενά, σε σχέση με τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, το όνομα της κομμουνίστριας διανοούμενης και αγωνίστριας για τα δικαιώματα των γυναικών, της Γαλάτειας Καζαντζάκη;
[8] Πολλώ δε μάλλον που οι τεράστιες αυτές διαδηλώσεις είχαν και αποτέλεσμα: κανένας έλληνας δεν μεταφέρθηκε στη Γερμανία για να δουλέψει στην πολεμική βιομηχανία του κατακτητή, κανένας έλληνας δεν οδηγήθηκε στο ανατολικό μέτωπο για να πολεμήσει εναντίον του σοβιετικού λαού που, εκείνη την εποχή, έγραφε τη δική του εποποιία.
[9] Γνωστός δημοσιογραφικός οργανισμός ο οποίος στηρίζει αναφανδόν το εν λόγω βιβλίο και δίνει συχνά βήμα στους συγγραφείς του, στα πλαίσια διανομής στους αναγνώστες των εντύπων του κειμένων της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, έχει διαπράξει τελευταία τα ακόλουθα: έχει μεταφράσει (!) τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, την «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροϊδη και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού. Ακύρωσε έτσι το προσωπικό ύφος του πρώτου, την οξύτατη σάτιρα του δεύτερου και την ιστορικότητα του ιδιώματος που χρησιμοποιεί ο τρίτος. Αυτός δε ο τρίτος – όχι βέβαια ιεραρχικά – συνεπής και φανατικός υποστηρικτής, στον καιρό του, της λαϊκής γλώσσας – αν μάθαινε αυτή την παρέμβαση των σύγχρονων «σοφολογιώτατων»΄στο κείμενό του, θα το είχε πάθει το εγκεφαλικό πολύ νωρίτερα…
[10] Στο βιβλίο του δασκάλου, αναφέρεται ότι το παρελθόν είναι χαοτικό και άμορφο και ότι δουλειά του ιστορικού είναι να το ανασυγκροτήσει και να του δώσει μορφή. Επομένως, η ανθρώπινη νόηση οργανώνει την αντικειμενική πραγματικότητα . Πρόκειται για καθαρό υποκειμενικό ιδεαλισμό, ξένο προς τις κατακτήσεις της ιστορικής επιστήμης, που αντιμετωπίζει την ιστορία ως μια αντικειμενική διαδικασία, της οποίας τις νομοτέλειες αποτυπώνει.
Εγραφε προ ημερών το «Βήμα» με την ευκαιρία της υπογραφής των συμφωνιών για τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη (στην πρώτη του σελίδα, στο κύριο άρθρο του): «Τα εθνικά μας
συμφέροντα παραμένουν ισχυρά και μπορούν να υπηρετηθούν μόνο όταν η εξωτερική πολιτική ασκείται με όρους ανεξαρτησίας».
………………………………………………
Μα τι λέτε, σε μια «εποχή χωρίς σύνορα», που ο «εθνικός χαρακτήρας των κρατών» έχει ατονήσει, τι «αριστεροδεξιές εθνικόφρονες» επισημάνσεις είναι αυτές που κάνετε; Γιατί πετάτε τόσο άκαρδα στα σκυλιά τις απόψεις όσων κάνουν ό,τι μπορούν για να σας διασκεδάζουν;
Το θέμα δεν είναι (μόνον) το βιβλίο για την Ιστορία στη ΣΤ’ Δημοτικού – ποσώς! άλλο χειρότερο απ’ αυτό ενδέχεται να γραφεί στο εγγύς μέλλον ή καλύτερο, πάντως στο ίδιο σχετικό πλαίσιο. Οποιος είναι να μάθει Ιστορία, θα μάθει, το εν λόγω βιβλίο δεν πρόκειται να εμποδίσει κανέναν, ούτε αποσκοπεί σε αυτό.
Ο,τι όμως μπορεί να αποτρέψει ορισμένα παιδιά να συσχετισθούν (εγκαίρως) με την Ιστορία (είτε ως επιστήμη, είτε ως ταξίδι, είτε ως αύρα στην πολιτική τους σκέψη αργότερα) είναι πολύ πιθανόν· έτσι καθώς είναι αυτό βιβλίο αποξηραμένο από κάθε αφηγηματική αρετή (άσε τη γλαφυρότητα), από κάθε εμφανή (ώστε να είναι προτρεπτική) αγάπη για τα ανθρώπινα. Αντιθέτως, ρέει μικρόκαρδο, στενόψυχο, οχληρά φοβικό – έτσι όπως φαίνονται να αντιλαμβάνονται όχι μόνον την ιστορική ύλη αλλά και την περί αυτών παιδαγωγική οι συγγραφείς του.
***
Ομως το πρόβλημα με αυτό το βιβλίο δεν είναι μόνον το ίδιο, αλλά ότι η οπτική του εντάσσεται σε μια ευρύτερη πολιτική θεώρηση που δεν έχει να κάνει μόνον με τα εκπαιδευτικά πράγματα, αλλά με τους ίδιους τους πολιτικούς προσανατολισμούς της χώρας. Το κυρίως ερώτημα για το βιβλίο δεν είναι τα λάθη του, οι παρασιωπήσεις και η νεκρή του γλώσσα μόνον. Δεν είναι η διακηρυγμένη άλλωστε απ’ τους ίδιους τους συγγραφείς του ιδεολογικοποίηση της Ιστορίας ούτε η άποψή τους για την ερμηνεία των πραγμάτων. Είναι όλη η λογική που διαπερνάει το βιβλίο. Και η οποία άπτεται καυτών πολιτικών ερωτημάτων.
Το θέμα τής ασυνέχειας των Ελλήνων είναι το πρωτεύον. Ολα τα άλλα έπονται – το πρωτεύον είναι ακριβώς αυτό: μια αντιεπιστημονική (που δεν εδράζεται σε καμιάν έρευνα) πολιτική πρόταση περί ασυνέχειας των Ελλήνων, η οποία αποδίδεται στην κληρονομιά του Διαφωτισμού. Με τον πιο παράδοξο τρόπο. Διότι στηρίζεται μόνον στους επαγωγικούς συλλογισμούς των συγγραφέων κι όχι σε στοιχεία. Μια πρόταση που δείχνει (επιδεικτικά) να αγνοεί ογκωδέστατη ιστορική βιβλιογραφία η οποία αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο.
…………………………………………………..
Αποφαίνεται λοιπόν το βιβλίο ότι οι «Ελληνες διαφωτιστές» λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, «επέλεξαν ως προγόνους τούς αρχαίους Ελληνες» (και ύστερα απ’ αυτό η Ιστορία πήρε τον δρόμο της: το νέο ελληνικό κράτος είναι που διαμόρφωσε την ταυτότητα των Νεοελλήνων κι όχι το αντίθετο).
Αυτό το αξίωμα (ότι οι Ελληνες διαφωτιστές επέλεξαν ως προγόνους τούς αρχαίους Ελληνες) ενέχει μια λογική ανακολουθία: γιατί ένοιωθαν Ελληνες αυτοί οι Ελληνες (διαφωτιστές) που επέλεξαν τους αρχαίους Ελληνες ως προγόνους, ώστε να τους επιλέξουν; κι αν δεν ήταν Ελληνες (και απλώς επέλεξαν να νοιώθουν έτσι μέσω προγόνων) τι ήταν;
Καθώς είναι βέβαιον ότι δεν μιλάμε για τον Πούσκιν ή τον Γκαίτε ή τον Ερασμο κι άλλους ων ουκ έστιν αριθμός Δυτικούς που έλεγαν να «είμαστε Ελληνες» (εννοώντας τον πολιτισμό κι όχι την καταγωγή), τι ήταν ο Κοραής πριν… επιλέξει να είναι Ελληνας; Σαλμούχος; Μάλιστα, προγονόπληκτος;
***
Αλλά, να δεχθούμε για την οικονομία της συζήτησης το ασυνεχές των Ελλήνων, να δεχθούμε δηλαδή ότι τα παιδιά του Διαφωτισμού επέλεξαν αυτήν την εθνική ταυτότητα. Πώς όμως κάτι τέτοιο εξηγεί ότι την ίδια ταυτότητα ένοιωθαν να έχουν Ελληνες στην Τραπεζούντα, στην Κύπρο, στην Οδησσό, στα Φάρσαλα, στην Κωνσταντινούπολη, στη Χίο, στην Κέρκυρα, στην Καισάρεια, το 1453, το 1470, το 1653, το 1684, το 1713, το 1779, το 1801, το 1821 και σε όλα τα μεταξύ τους έτη; Αν ένας άνθρωπος στην Κάρπαθο το 1617 ένοιωθε ρωμιός, μίλαγε ρωμέικα, ήταν χριστιανός, τον αποκαλούσαν οι Φράγκοι Ελληνα κι οι Τούρκοι Γιουνάν ή Ρουμ (αναλόγως), έχει αυτό σχέση με την (μεταγενέστερη μάλιστα) επιλογή των Ελλήνων διαφωτιστών να προσδιορίσουν τη νέα μας εθνική ταυτότητα ή με την παραδοσή του την ίδια; Δηλαδή όχι μόνον τη γλώσσα του, ούτε μόνον την πίστη του, αλλά τις ζείδωρες ιστορίες του, απ’ τον Λεωνίδα έως τον μαρμαρωμένο βασιλιά.
***
Αν δεν στέκει το αξίωμα (περί ασυνέχειας εθνικής και πολιτισμικής), πολύ περισσότερο δεν στέκει το θεώρημα (περί επιλεκτικής διαμόρφωσης της νέας εθνικής ταυτότητας), διότι στερείται αποδείξεων. Πρόκειται για μηχανιστικές αναφορές σε σχήματα και «σχολές» που εξηγούν τη δημιουργία των νέων εθνών και κρατών στη Δύση, αλλά δεν απαντούν στο ελληνικό ερώτημα, το κινεζικό ή το εβραϊκό ή εκατό άλλα, αν δεν εξετάσουν την ιδιομορφία τους. Στην ουσία δηλαδή γίνεται μια αναίρεση του Διαφωτισμού (στο όνομά του) με την καθαίρεση των μεθόδων του. Ετσι όμως ο Διαφωτισμός εκπίπτει σε ένα ευρωκεντρικό, στενόκαρδο σύστημα (ή και σόφισμα) που χάνει την αναλυτική του ικανότητα, σε μια δογματική σχολή σκέψης από μήτρα σχολών σκέψης που υπήρξε. Αλλά επ’ αυτών αύριο.
ΣΤΑΘΗΣ Σ. 19 .ΙΙΙ.2007 stathis@enet.gr
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 19/03/2007
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
—————
Το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού και η αντιπαράθεση εθνικισμού – κοσμοπολιτισμού
Από πρώτη ματιά θα μπορούσε κανείς να αντιμετωπίσει με τρόπο εύθυμο το νέο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, δηλαδή ως είδος τηλεοπτικού παιχνιδιού του τύπου «Ο Εκατομμυριούχος» ή «Τοις μετρητοίς». Έστω ως ένα σταυρόλεξο ή ως παιχνίδι του είδους «βρες το και πάρτο».
Ωστόσο, το βιβλίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Να αποκαλυφθεί η ουσία του και ο στόχος που υπηρετεί. Να κοιταχτεί το ξεσκέπασμά του ως χρέος από τους κομμουνιστές δασκάλους και κάθε προοδευτικό διδάσκοντα, από κάθε γονιό που θέλει να μάθει το παιδί του γράμματα. ΔΕΙΤΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Μάκης ΜΑΪΛΗΣ
Η λεγόμενη αστυφιλία, ως ένα παράδειγμα, όπως ονομάζουν οι συγγραφείς την ερήμωση των χωριών και τη συγκέντρωση του φτωχόκοσμου στις πόλεις (εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους μετακίνησαν βιαίως μόνο οι κυβερνήσεις, για να μην έχει πηγές εφεδρειών ο Δημοκρατικός Στρατός, αλλά γι’ αυτό δε λέγεται κουβέντα στο βιβλίο)
Από πρώτη ματιά θα μπορούσε κανείς να αντιμετωπίσει με τρόπο εύθυμο το νέο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, δηλαδή ως είδος τηλεοπτικού παιχνιδιού του τύπου «Ο Εκατομμυριούχος» ή «Τοις μετρητοίς». Εστω ως ένα σταυρόλεξο ή ως παιχνίδι του είδους «βρες το και πάρτο».
Ωστόσο, το βιβλίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Να αποκαλυφθεί η ουσία του και ο στόχος που υπηρετεί. Να κοιταχτεί το ξεσκέπασμά του ως χρέος από τους κομμουνιστές δασκάλους και κάθε προοδευτικό διδάσκοντα, από κάθε γονιό που θέλει να μάθει το παιδί του γράμματα. Γιατί αυτό το βιβλίο, ένα από τα «προϊόντα» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αποτελεί:
• Ευθεία βολή κατά του δικαιώματος στη γνώση.
• Ευθεία βολή κατά της συγκροτημένης σκέψης.
• Ευθεία βολή κατά της εσωτερικής λογικής και της ιστορικής αλληλουχίας των γεγονότων.
• Ευθεία βολή κατά της εμβάθυνσης στις αιτίες των γεγονότων και της σχέσης αιτίας – αποτελέσματος.
• Ευθεία βολή, πάνω απ’ όλα, κατά της αλήθειας, αφού ο λόγος γίνεται για γεγονότα, τα οποία δεν έγιναν και έτσι και αλλιώς, έγιναν έτσι και όχι αλλιώς.
Τα περί ελευθερίας των συγγραφέων του εν λόγω βιβλίου ή του «Παιδαγωγικού Ινστιτούτου» να γράφουν την άποψή τους, όπως διατείνονται οι 503 που υπέγραψαν υπέρ αυτού του βιβλίου (βλέπε εφημερίδα «Αυγή», 8 και 9 Μάρτη 2007) και άλλοι, είναι φούμαρα και υποκρισίες, αποτελούν συναίνεση στην αντιλαϊκή πολιτική στο περιεχόμενο των σπουδών. Αλλο στόχο υπηρετεί η ενσωμάτωση στο σύστημα, όχι πάντως την ελεύθερη έρευνα. Και όταν ένα σύγγραμμα εντάσσεται στην υποχρεωτική εκπαίδευση, ενδιαφέρει πρώτα απ’ όλους την εργατική – λαϊκή οικογένεια να κρίνει και να αντιδράσει και δεν είναι υπόθεση αποκλειστική κανενός «ειδήμονα».
Στη σελ.121, η διχοτόμηση της Κύπρου παρουσιάζεται απλώς και μόνο ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής. Ο ρόλος των ΗΠΑ, της Αγγλίας και του ΝΑΤΟ έχει εξοβελιστεί. Ενώ οι μαθητές πληροφορούνται, επιπλέον, ότι «η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2004, δίνει νέες ελπίδες για τη λύση του ζητήματος»!(φωτ. Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι – Κύπρος Ιούλης 1974)
Ο ισχυρισμός των «503» ότι το βιβλίο δε γράφτηκε με πολιτική εντολή και ότι είναι ιδεολογικά χρωματισμένη η κριτική που του γίνεται, συνιστά υποκρισία. Γιατί το βιβλίο και πολιτική γραμμή εκφράζει και ιδεολογικά χρωματισμένο είναι.
Στη διαπάλη που γίνεται, τα Μέσα επικοινωνίας φρόντισαν να προβάλουν δύο απόψεις εξίσου αντιδραστικές σχετικά με το παραπάνω βιβλίο Ιστορίας, εκφράσεις και οι δύο της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής: Αυτήν του εθνικισμού και την άλλη (του βιβλίου) του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου. Ελάχιστα ακούστηκαν φωνές εγνωσμένης επιστημοσύνης.
Η αντιπαράθεση διεξάγεται σε βάση που δίνει τη δυνατότητα σε εθνικιστές να κραυγάζουν για «τα ιδανικά και τις παραδόσεις του Ελληνισμού», αλλά και τη δυνατότητα στην άλλη πλευρά να εμφανίζεται ως προοδευτική, ενώ συμβαίνει το αντίθετο, όπως και με την πρώτη. Η μη απόρριψη και των δύο σημαίνει εγκλωβισμό στις Συμπληγάδες της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλη η ουσία του βιβλίου: Στον εξοβελισμό των ταξικών αντιθέσεων, της ταξικής πάλης ως κινητήριας δύναμης της ιστορικής εξέλιξης. Εχουν καταργήσει ακόμα και τους όρους αστική τάξη, φεουδαρχία, εργατική τάξη, καπιταλισμός. Δε συζητάμε βέβαια για τον όρο σοσιαλισμός…
Είναι ψέμα ότι ο Γερμανός ύψωσε πρώτος τη σημαία της Επανάστασης του 1821. Τη σημαία στην Πάτρα την ύψωσε ο λαογέννητος ηγέτης Παναγιώτης Καρατζάς, τον οποίο δολοφόνησαν οι πρόκριτοι της Πάτρας.Στις 24 Μαρτίου 1821 η σημαία της Επανάστασης υψώθηκε και στην Καλαμάτα από την ενωμένη δύναμη των Μανιατών, του Παπαφλέσσα, του Κολοκοτρώνη κ.ά., που έβγαλαν επαναστατική προκήρυξη στις 28 Μαρτίου 1821, «πρώτον έτος της ελευθερίας»
Πρώτο παράδειγμα:
Η προσπάθεια να μη γνωρίσουν οι νέες γενιές τους αγώνες των γονιών και των παππούδων τους διαπερνάει όλο το βιβλίο. Απουσιάζουν παντελώς οι αγώνες της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, της νεολαίας. Οι νεκροί εργάτες των μεγάλων και μικρότερων εργατικών αγώνων, οι ΕΠΟΝίτες δεν έχουν θέση σε αυτό το κατασκεύασμα. Οι αναφορές που γίνονται αφορούν σε 8 απεργίες από το 1920 έως το 1936, όπως: «1920: απεργία σιδηροδρομικών»! Μαθαίνουμε ακόμα ότι υπήρξαν «αιματηρά επεισόδια σε βάρος απεργών στη Θεσσαλονίκη»! Από ποιους; Γιατί; Αγνωστο… Προφανώς δεν … υπήρξε ούτε ο Γ. Ρίτσος, ούτε και ο «Επιτάφιος»…
Δεύτερο παράδειγμα:
Στη σελ. 2 διαβάζουμε ότι κατά την Αναγέννηση, «μέσα σε μία ατμόσφαιρα χαράς οι άνθρωποι δημιουργούν σπουδαία έργα (…) Εμπνέονται (…) φέρνουν και πάλι (…) τον άνθρωπο στο επίκεντρο της δημιουργίας και της σκέψης»!
Φαντασθείτε: Δεν υπήρχε τότε η φεουδαρχική καταπίεση και ο τρόμος που ασκούσαν οι φεουδάρχες κατά των δουλοπάροικων! Ούτε η θηριώδης «Ιερά Εξέταση», ούτε η πείνα, η δυστυχία και ο εξανδραποδισμός των λαϊκών μαζών. Επικρατούσε γενικώς μια ατμόσφαιρα χαράς!!… Ας προέκυψαν, επιπλέον, μέσα από αυτό το πλαίσιο οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις.
Τρίτο παράδειγμα:
Στη σελ. 24 γράφεται: «Οι συνθήκες ζωής δεν είναι βέβαια παντού και για όλους τους υπόδουλους πληθυσμούς οι ίδιες. Αλλιώς ζουν για παράδειγμα οι εύπορες οικογένειες των νησιών και αλλιώς οι κολίγοι στη Θεσσαλία».
Σε ποιες συνθήκες ακριβώς ζούσαν οι κολίγοι και όχι μόνο στη Θεσσαλία; Για τη ζωή που έκαναν χιλιάδες και χιλιάδες τρωγλοδύτες, το βιβλίο απαξιοί να αναφερθεί. Αλλά δε λέει ούτε ποια ήταν η πολιτική στάση των προκρίτων και των λαϊκών μαζών, ούτε το πώς ζούσαν οι μη εύπορες οικογένειες των νησιών, σε μια σειρά από τα οποία πραγματοποιήθηκαν επαναστάσεις στα χρόνια της τουρκοκρατίας εναντίον των Ελλήνων προκρίτων (Υδρα, Ανδρος κ.ά.), τους οποίους για ένα διάστημα τα εξεγερμένα πλήθη της φτωχολογιάς φυλάκισαν και πήραν την εξουσία! Αυτά τα γεγονότα όμως, αν και δεν αναιρούν τον προοδευτικό τότε ρόλο της αστικής τάξης, δεν πρέπει να τα μαθαίνει η σημερινή νεολαία. Πρέπει να σκέφτεται …εκσυγχρονιστικά.
Στη σελ. 109, οι μαθητές διαβάζουν ότι στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι ρίχτηκε η ατομική βόμβα. Αλλά δε μαθαίνουν ποια κυβέρνηση ποιας χώρας την έριξε! Ούτε βέβαια για ποιον σκοπό! Αυτά οι συγγραφείς του βιβλίου και το «Παιδαγωγικό Ινστιτούτο» προφανώς τα θεωρούν περιττά…
Τα γεγονότα που δεν αρέσουν, φεύγουν από τη μέση…
Την προσπάθεια «εξαφάνισης» των ταξικών αντιθέσεων και της ταξικής πάλης υπηρετούν οι παραποιήσεις, η απόκρυψη, η επιλεκτικότητα, αλλά και οι επιμέρους σωστές παραδοχές του, που επιδιώκεται να δώσουν στο βιβλίο αληθοφάνεια.
Για όλους τους παραπάνω λόγους το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού βρίσκεται στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού. Και σε ό,τι αφορά στα ελληνοτουρκικά, βρίσκεται στην υπηρεσία της ιμπεριαλιστικής ελληνοτουρκικής συνεργασίας, δηλαδή της ΝΑΤΟικής τάξης, από την οποία έχουν συμφέρον η ελληνική και η τουρκική πλουτοκρατία, όχι όμως και οι δύο λαοί. Ενα παράδειγμα:
Στη σελ. 100 του βιβλίου διαβάζουμε: Το 1922 «χιλιάδες Ελληνες συνωστίζονται στο λιμάνι (σ.σ. της Σμύρνης) προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα»! Λες και πήγαιναν κρουαζιέρα…
Αν αυτό δε λέγεται πρόκληση ή και χλευασμός προς τις χιλιάδες των δυστυχισμένων, που έπεσαν θύματα και ξεριζώθηκαν εξαιτίας των κυβερνήσεων Βενιζέλου και Γούναρη, πώς αλλιώς λέγεται; Αλλά ο στόχος είναι σαφής: Να αθωωθεί η ελληνική αστική τάξη, να αθωωθούν οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), που κατέσφαζαν και αυτές τους πρόσφυγες, αλλά και να μην κακοκαρδιστεί η τουρκική αστική τάξη, η οποία έδινε τότε το δικό της αγώνα κυριαρχίας, έστω έχοντας προκληθεί από την ελληνική αστική τάξη.
Ωστόσο, την ουσία όλων των προηγούμενων που αναφέρθηκαν, το βιβλίο την πραγματεύεται και με τρόπο ωμό, αλλά και περίτεχνα. Πώς πλέκεται το περίτεχνο;
1. Με την αφαίρεση μιας σειράς από θρησκευτικές σκουριές σχετικά με το ρόλο της ελληνικής εκκλησίας (ρόλος Γρηγορίου του Ε΄, Παλαιών Πατρών Γερμανού κ.ά.), αλλά όχι και με αναφορά στον αληθινό ρόλο της Εκκλησίας.
Στο βιβλίο μαθαίνουμε ότι υπήρξαν «αιματηρά επεισόδια σε βάρος απεργών στη Θεσσαλονίκη»! Από ποιους; Γιατί; Αγνωστο… Προφανώς δεν … υπήρξε ούτε ο Γ. Ρίτσος, ούτε και ο «Επιτάφιος»(φωτ. 1936 Θεσσαλονίκη, η μάνα θρηνεί πάνω απ’ το νεκρό σώμα του γιου της. Απ’ αυτή τη φωτογραφία εμπνεύστηκε ο Γ. Ρίτσος κι έγραψε τον «Επιτάφιο»)
2. Με την απάλειψη εθνικιστικών κραυγών του παρελθόντος, αλλά και με την παρουσίαση της δράσης του Ρήγα Φεραίου ως συνέχεια των αρχαίων χρόνων! (σελ. 39), όπου οι μαθητές ρωτιούνται: «Ποια είναι η σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στους Αρχαίους Ελληνες και στους Νεοέλληνες;»! Η αρχαιοπληξία μπαίνει έτσι από το παράθυρο.
3. Με την επισήμανση για τη σύγκρουση Συμμάχων – φασιστικών δυνάμεων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου όμως οι ευθύνες γι’ αυτόν αποδίδονται μονόπλευρα στη ναζιστική Γερμανία και γενικά στον Αξονα, ενώ οι «δημοκρατικές» καπιταλιστικές χώρες βγαίνουν λάδι. Για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι «το 1939 η Γερμανία εισβάλλει στην Τσεχοσλοβακία» (σελ.109). Δεν υπάρχει, όμως, στο βιβλίο και η αναφορά στο «Σύμφωνο του Μονάχου» (1938), τότε που η Αγγλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ παρέδωσαν την Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ. Ενώ διαβάζουμε ότι μεταξύ των συμμάχων ήταν και η Ρωσία!! Οχι η Σοβιετική Ενωση, η οποία είναι …άγνωστο πώς προέκυψε…
4. Με τον προσεκτικό εξωραϊσμό της αποικιοκρατίας, όπου η μόνη δηκτική αναφορά είναι εκείνη των Χριστιανών (sic) κατά των Ινδιάνων. Για όλα τα υπόλοιπα, παρακάμπτονται εντέχνως τα θηριώδη εγκλήματα του καπιταλισμού εναντίον εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων (σφαγές, δουλεμπόριο, βούρδουλας, πείνα). Αντ’ αυτού διαβάζουμε: «Τα ισχυρά (sic) ευρωπαϊκά κράτη εκμεταλλεύονται τον υπόλοιπο κόσμο και επεμβαίνουν (sic) στα εσωτερικά του ζητήματα. Δημιουργούν (sic) αποικίες και υπογράφουν προνομιακές συμφωνίες»! (σελ.14).
Διαβάζουμε ότι «το 1939 η Γερμανία εισβάλλει στην Τσεχοσλοβακία» (σελ. 109). Δεν υπάρχει όμως στο βιβλίο και η αναφορά στο «Σύμφωνο του Μονάχου» (1938), τότε που η Αγγλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ παρέδωσαν την Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ.Υπέγραφαν, όπως βλέπετε, και συμφωνίες!… Ετσι οι συγγραφείς τοποθετούνται με τον χωροφύλακα και ολίγον με το θύμα…
Είναι αδύνατο σε τούτο τον περιορισμένο χώρο να θιχτούν και να απαντηθούν όλα τα σημεία του βιβλίου. Οι κομμουνιστές δάσκαλοι και οι γονείς ας το αχρηστέψουν, ας το δώσουν στα παιδιά ως τέτοιο που είναι: πιο αναξιόπιστο από τα προηγούμενα βιβλία Ιστορίας και πιο επικίνδυνο. Αλλά και οι ευσυνείδητοι ειδικοί της Παιδαγωγικής είναι βέβαιο ότι δε θα υποθηκεύσουν τις επιστημονικές γνώσεις τους στην αποσιώπηση του βαθύτατα αντιεκπαιδευτικού χαρακτήρα ενός βιβλίου, όπου:
1. Στις 135 σελίδες του (από τις οποίες λιγότερες των 60 αποτελούν κείμενα και οι υπόλοιπες είναι φωτογραφίες, χάρτες, σκιτσάκια κ.ά.) περιλαμβάνεται η περίοδος από την Αναγέννηση μέχρι την άφιξη του Κ. Καραμανλή στην Ελλάδα το 1974 και την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ!
2. Πραγματοποιούνται ιστορικά άλματα με τελείως αυθαίρετο τρόπο, π.χ. από το 1950 το βιβλίο πηγαίνει στο 1967. Δε χωρούσε στις σελίδες του ο Λαμπράκης, οι βασανισμένοι της Μακρονήσου, οι εκτελεσμένοι. Αυτά είναι …κομματικά θέματα. Ενώ οι Κ. Καραμανλής και Γ. Παπανδρέου, που φιγουράρουν στο βιβλίο, ήταν μη κομματικοί…
3. Η λεγόμενη αστυφιλία, ως ένα παράδειγμα, όπως ονομάζουν οι συγγραφείς την ερήμωση των χωριών και τη συγκέντρωση του φτωχόκοσμου στις πόλεις (εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους μετακίνησαν βιαίως μόνο οι κυβερνήσεις, για να μην έχει πηγές εφεδρειών ο Δημοκρατικός Στρατός, αλλά γι’ αυτό δε λέγεται κουβέντα στο βιβλίο), η λεγόμενη αστυφιλία, λοιπόν, παρουσιάζεται σε μία σελίδα του βιβλίου, η οποία σελίδα περιέχει όλα κι όλα: Μια σχετική γελοιογραφία του ΚΥΡ (!), φωτογραφία της Πλατείας Ομονοίας του 1950 (!), μία αγγελία σε εφημερίδα της εποχής (1961), όπου «χωριατόπαιδο ζητείται διά πρατήριον βενζίνης…» και 59 λέξεις από δημοσίευμα της «Ελευθερίας» (8/4/1962), όπου, σ’ ένα παγκάκι, ζευγάρι από την επαρχία συζητά «πώς θ’ αγουράσουμε ένα ριτιρέ!…» (σελ.116). Τέτοια … επιστημονική προσέγγιση του θέματος!
Στη σελ. 100 του βιβλίου διαβάζουμε: Το 1922 «χιλιάδες Ελληνες συνωστίζονται στο λιμάνι (σ.σ. της Σμύρνης) προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα»! Λες και πήγαιναν κρουαζιέρα?
4. Το γλωσσικό ζήτημα περιέχεται σε τρεισήμισι σειρές, όπου κυριολεκτικά γράφεται: «Το γλωσσικό ζήτημα δημιουργεί μεγάλες εντάσεις στην πνευματική ζωή της χώρας, κυρίως στο τέλος του 19ου αιώνα. Οι δημοτικιστές υποστηρίζουν τη χρήση μιας κοινής και κατανοητής από όλους γλώσσας, ενώ οι αντίπαλοί τους μάχονται για μια γλώσσα που συγγενεύει με την αρχαία ελληνική» (σελ.86). Τέλος…
5. Γενικώς έχουμε να κάνουμε με «πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμμένα».
Απόκρυψη και παραποίηση γεγονότων
Ο Γ.Β. Πλεχάνωφ, όταν ήταν μαρξιστής, έγραψε: «…να θεωρήσουμε την ιστορία σαν επιστήμη που δεν ικανοποιείται μαθαίνοντας απλώς το πώς συνέβησαν τα γεγονότα, αλλά που θέλει να ξέρει και γιατί συνέβησαν έτσι κι όχι αλλιώς».1
Εννοείται ότι το δεύτερο σκέλος των παραπάνω λόγων απουσιάζει από το οπτικό πεδίο των συγγραφέων του βιβλίου Ιστορίας. Απουσιάζει, όμως, και το πρώτο, σε πλήθος περιπτώσεων. Αναφέρονται ενδεικτικά:
1. Στη σελ. 109, οι μαθητές διαβάζουν ότι στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι ρίχτηκε η ατομική βόμβα. Αλλά δε μαθαίνουν ποια κυβέρνηση ποιας χώρας την έριξε! Ούτε βέβαια για ποιον σκοπό! Αυτά οι συγγραφείς του βιβλίου και το «Παιδαγωγικό Ινστιτούτο» προφανώς τα θεωρούν περιττά…
Στη σελ.112, υπάρχουν δύο (ολόκληρες!) σειρές για το ΕΑΜ! Σε τέτοια …περίοπτη θέση βρίσκεται η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση. Για τον ΔΣΕ, βεβαίως, δε συζητάμε. Απλώς ονομάζεται σε μισή σειρά… Αλλά δεν υπάρχει καμία αναφορά και στους ιδρυτές του ΕΑΜ! Απουσιάζουν. Μήπως το ΚΚΕ δεν είχε ιδρυθεί ακόμα;
2. Στη σελ. 112, υπάρχουν δύο (ολόκληρες!) σειρές για το ΕΑΜ! Σε τέτοια …περίοπτη θέση βρίσκεται η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση. Για τον ΔΣΕ, βεβαίως, δε συζητάμε. Απλώς ονομάζεται σε μισή σειρά… Αλλά δεν υπάρχει καμία αναφορά και στους ιδρυτές του ΕΑΜ! Απουσιάζουν… Μήπως το ΚΚΕ δεν είχε ιδρυθεί ακόμα; (…).
Αλλά και το αν υπήρξε γερμανοϊταλική και βουλγαρική κατοχή στην Ελλάδα,παραμένει ερώτημα του αναγνώστη διαβάζοντας το βιβλίο.Ούτε οι σφαγές στο Δίστομο, ούτε οι 200 της Καισαριανής, ούτε το Κούρνοβο υπάρχουν! Για να καταπραϋνθούν οι «ευρωενωσιακοί εταίροι;
3. Στη σελ. 121, η διχοτόμηση της Κύπρου παρουσιάζεται απλώς και μόνο ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής. Ο ρόλος των ΗΠΑ, της Αγγλίας και του ΝΑΤΟ έχει εξοβελιστεί. Ενώ οι μαθητές πληροφορούνται επιπλέον ότι «η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2004, δίνει νέες ελπίδες για τη λύση του ζητήματος»! Η πολιτική για το Κυπριακό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, καθώς και του ΣΥΝ, προβάλλει εύγλωττα…
4. Στη σελ. 56, παρουσιάζουν την «Ιερά Συμμαχία» ως εξής: «Ιερά Συμμαχία: Συμμαχία που δημιουργείται το 1814, μεταξύ της Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας και Γαλλίας, με στόχο τη διατήρηση της τάξης και των συνόρων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών»!
Διατήρηση της τάξης (!) και των συνόρων (!). Ούτε από τη σκοπιά του αστικού Διαφωτισμού δεν κρίνουν οι συγγραφείς του βιβλίου την «Ιερά Συμμαχία», αυτόν τον δήμιο των λαών, εχθρό της Γαλλικής Επανάστασης και του 1821. Πηγαίνει ακόμα πιο πίσω η πολιτική κρίση και η τοποθέτησή τους. Προφανώς αυτό επιβάλλει ο εκσυγχρονισμένος πολιτικός λόγος, που υπερασπίζει και η «Αυγή».
5. Προκλητικά οι συγγραφείς του βιβλίου μαθαίνουν τα δωδεκάχρονα παιδιά ότι οι πρόκριτοι ή κοτζαμπάσηδες, κατά την τουρκοκρατία, ήταν: «Οι κοινοτικοί άρχοντες εκλέγονται από τα μέλη των κοινοτήτων. Οι πρόκριτοι, συνήθως μεγάλοι σε ηλικία και υποχρεωτικά άνδρες, οφείλουν να είναι ικανοί, τίμιοι και πλούσιοι. Αντιπροσωπεύουν την κοινότητα στις σχέσεις της με την οθωμανική εξουσία, κατανέμουν το ποσό των φόρων…»!! (σελ. 18).
Κατανέμουν το ποσό των φόρων, λοιπόν, οι κοτζαμπάσηδες! Το ότι μαζί με την Εκκλησία και τους Τούρκους πασάδες έπιναν το αίμα των εξαθλιωμένων μαζών, ονομάζεται «κατανομή των φόρων» στο βιβλίο!
6. Από την άλλη, τι θεωρούν ως προνόμια οι συγγραφείς του βιβλίου; «Προνόμια: διευκολύνσεις που παραχωρεί η οθωμανική διοίκηση στους υπόδουλους χριστιανούς»! (σελ. 18). Γενικώς οι υπόδουλοι είχαν προνόμια από την οθωμανική διοίκηση! Και οι χιλιάδες των πεινασμένων και οι Λόντοι, Δεληγιάννηδες, Νοταράδες, Σισίνηδες, Ζαΐμηδες και λοιποί λαογδάρτες που κατείχαν εκτάσεις μεγαλύτερες και από Τούρκους τσιφλικάδες!…
7. Ομως, φαίνεται ότι Ελληνες τσιφλικάδες δεν υπήρχαν, σύμφωνα με τους συγγραφείς της ιστορίας, όπως συνάγεται και από τη σελ. 20, όπου διαβάζουμε: «…άνδρες και γυναίκες, ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Καλλιεργούν ως ελεύθεροι καλλιεργητές τη γη, πληρώνοντας φόρο στους Οθωμανούς ή δουλεύουν ως κολίγοι στα τσιφλίκια τους». Μάλιστα, για να πείσουν οι συγγραφείς, επικαλούνται ως πηγή (!) τον πρεσβευτή Ντε Μπρεβ της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη (1590 – 1606), ο οποίος έγραφε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΓ’ (σελ. 19): «Οι σουλτάνοι συνηθίζουν, όταν κατακτούν ένα βασίλειο ή μια επαρχία να διατηρούν θαυμαστή τάξη. (…) Οσο για το λαό, αφήνεται να ζει σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμά του. Διατηρεί τα αγαθά του και έχει θρησκευτική ελευθερία».
Είναι ψέμα ότι ο λαός διατηρούσε τα αγαθά του, γιατί απλούστατα δεν είχε αγαθά για να διατηρήσει. Τα διατηρούσαν οι τσιφλικάδες που δεν είχαν αντισταθεί. Γι’ αυτό και πολλοί κάθονταν στ’ αυγά τους ή και τούρκεψαν, για να μη χάσουν τις τεράστιες περιουσίες τους. Τα προνόμιά της διατηρούσε και η εκκλησία.
8. Στη σελ. 40 πληροφορούμαστε για τον Ιωάννη Καποδίστρια μόνο ότι αρνήθηκε να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας. Γιατί; Καμία απάντηση. Τουλάχιστον, ας ανέφεραν οι συγγραφείς του βιβλίου κάτι από τα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ του Καποδίστρια, όπου ο ίδιος κυνικά ομολογεί γιατί επί χρόνια τασσόταν κατά της Επανάστασης, όντας υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου… Εγραψε: «…ο Αυτοκράτωρ δεν εδίσταζε να αποδοκιμάση επισήμως το εγκληματικόν των Εταιριστών κίνημα ως και την διαγωγήν του πρίγκηπος Υψηλάντου, όστις είχε την ατυχίαν να καταστή τυφλόν της Εταιρείας όργανον».2 Αυτά έγραψε ο κόμης Καποδίστριας…
Ο ρόλος του Πατριαρχείου και του λαϊκού κλήρου
Στην αντιπαράθεση εθνικιστών – «εκσυγχρονιστών» υπάρχει μια κοινή βάση: Με εξαίρεση ορισμένα γεγονότα, όπως το κρυφό σχολειό (που όντως δεν υπήρξε), τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, βασικά υπάρχει σιωπή όσον αφορά στον πραγματικό ρόλο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Στο βιβλίο Ιστορίας διαβάζουμε τα εξής όλα και όλα για το Πατριαρχείο:
«Ηγέτης τους είναι ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης και έχει ειδικά προνόμια. Φροντίζει τις εκκλησιαστικές υποθέσεις αλλά και θέματα σχετικά με την οικογένεια και την εκπαίδευση (σελ. 18). «Το 1454, ιδρύεται η Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη που παραμένει σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας πνευματική εστία, όπου φοιτούν πολλοί νέοι» (σελ. 22).
Πλήρης αποσιώπηση για το τι έκανε στην πραγματικότητα το Πατριαρχείο και γενικά ο ανώτερος κλήρος, οι οποίοι: Δε φορολογούνταν. Η εκκλησία διατηρούσε όλα της τα κτήματα και μπορούσε να κληρονομήσει μέχρι το 1/3 της περιουσίας κάθε χριστιανού. Εγραψε σχετικά ο Μαρξ:3
«Οι αρχιεπίσκοποι και δεσποτάδες είνε, σύμφωνα με το νόμο, μέλη στα κοινοτικά συμβούλια και κάτω από την καθοδήγηση του πατριάρχη, κανονίζουν το φόρο υποτέλειας, που βαραίνει τους Ελληνες. Ο πατριάρχης είνε υπεύθυνος απέναντι στην Πύλη για τη διαγωγή των ομοθρήσκων του. Αυτός έχει το δικαίωμα να δικάζει τους ραγιάδες της θρησκείας του. Αυτό το δικαίωμα το μεταβιβάζει στους μητροπολιτάδες και δεσποτάδες των επαρχιών και τις αποφάσεις τους είνε υποχρεωμένοι να τις εχτελούν οι υπάλληλοι, οι κατήδες κλπ. Εχουν το δικαίωμα να τιμωρούν με πρόστιμα χρηματικά, με φυλάκιση, με ξύλο, με εξορία. Ακόμη η εκκλησία τούς δίνει το δικαίωμα του αφορισμού. Εξόν από τα χρηματικά πρόστιμα δικαιούνται να παίρνουν και διάφορους δασμούς από τις πολιτικές και εμπορικές πράξεις. Κάθε θέση της ιεραρχίας έχει και ανάλογη χρηματική τιμή. Για να επικυρώσει την εκλογή του ο πατριάρχης πληρώνει στο Ντιβάνι ένα πάρα πολύ σεβαστό ποσό. Αυτός πάλι με τη σειρά του, πουλάει τον κλήρο του στις αρχιεπισκοπές και τις επισκοπές. Αυτές οι τελευταίες, κάνοντας το ίδιο, βγάζουν στη δημοπρασία τις δευτεροβάθμιες θέσεις και τους φόρους και χειροτονούν τους παπάδες. Αυτοί κάνουν ψιλά την εξουσία που αγόρασαν απ’ τα αφεντικά τους και εμπορεύονται όλες τις ιερές πράξεις: βαφτίσια, γάμους, διαζύγια και διαθήκες».
Μια σειρά εθνικιστών (π.χ. Αρχιεπίσκοπος, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος, Παπαθεμελής, καθηγητές κ.ά.) υποστηρίζουν ότι οι πατριάρχες και άλλοι ανώτεροι κληρικοί έγιναν, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ολοκαύτωμα. Μάλιστα, ο μητροπολίτης Ανθιμος επικαλέστηκε το γεγονός ότι 50 Πατριάρχες είχαν μέσον όρο πατριαρχικής θητείας μόλις ενάμιση χρόνο.
Αυτό είναι σωστό. Με τη διαφορά ότι ο κ. Ανθιμος θα έπρεπε να είναι ακριβής και στο εξής: Από το 1623 έως το 1700, δηλαδή σε 77 χρόνια, έγιναν πράγματι 50 αλλαξοπατριαρχίες. Αλλά έγιναν με δωροδοκίες, με εξαγορές των βεζίρηδων, των αρχηγών των γενίτσαρων, ακόμα και των γυναικών του χαρεμιού. «Ο Παχώμιος ο Β΄ στα 1587 έγινε πατριάρχης πληρώνοντας 12 χιλιάδες φλωριά. Τον ρίχνει ο μητροπολίτης Φιλλιπούπολης με 24 χιλιάδες χρυσά και γίνεται αυτός πατριάρχης. Οι αντίπαλοί του πληρώνουν για να τον ρίξουν 40 χιλιάδες χρυσά».4
Ο Μαρξ εξήγησε τον ρυθμιστή της εξωτερικής πολιτικής του Πατριαρχείου:
«Η θρησκευτική αγανάκτηση ενάντια στους Λατίνους αποτελεί, μπορούμε να πούμε, το μοναδικό κοινό σύνδεσμο ανάμεσα στους διάφορους ορθόδοξους λαούς, που κατοικούνε στην Τουρκιά».5 Και ο Γ. Ζέβγος έγραψε:
«Για ν’ αποκρούσει τις αξιώσεις του παπισμού το πατριαρχείο, αξιώσεις που έτειναν να πάρουν από τη δικαιοδοσία του τουλάχιστο τους σλαβικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, στηριζόταν στο σουλτάνο. Είναι αυτονόητο ότι το πατριαρχείο ανταπόδινε πιο πλούσιες υπηρεσίες στο σουλτάνο».6
Στα χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, που ήταν επανάσταση εθνικοαπελευθερωτική με αστικό περιεχόμενο, καθώς και στα χρόνια τα επαναστατικά, η αστική τάξη (πλοιοκτήτες, έμποροι, τραπεζίτες, τσιφλικάδες που είχαν αστικοποιηθεί) ακολούθησε την πορεία που διήνυσαν και οι άλλες αστικές τάξεις στην Ευρώπη: Εμφάνιση και ανάπτυξη μέσα στο φεουδαρχικό πλαίσιο, συμβιβασμοί με την κυρίαρχη απολυταρχία, συγκρούσεις μαζί της και υποταγή, και τελικά, άλλοτε με ταλαντεύσεις, άλλοτε με διάφορες ξένες συμμαχίες (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία), εναλλασσόμενες ή και μόνιμες, τελικά με την ένταξή της στην επαναστατική διαδικασία, η αστική τάξη, ως ηγετική δύναμη της επανάστασης, οδήγησε στη συγκρότηση του ελληνικού κράτους.
Με βάση τα παραπάνω εξηγείται και η α ή β στάση ηγετικών παραγόντων της, συμπεριλαμβανομένων και παραγόντων της εκκλησίας.
Βεβαίως, μικρή μόνο σχέση είχε ο αγώνας εκκλησιαστικών παραγόντων με εκείνον της πλειοψηφίας του λαϊκού κλήρου, που ήταν ένα με τη φτωχολογιά και έδωσε μαχητές και θύματα στον επαναστατικό αγώνα. Από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του ήταν ο ηρωικός Παπαφλέσσας.
Αναφερόμαστε κυρίως στους παπάδες και όχι στους καλόγερους, πολλοί από τους οποίους ήταν εκμεταλλευτές των λαϊκών μαζών και σκόρπιζαν το σκοτάδι για να αισχροκερδούν και να πλουτίζουν. Σε βιβλία ιστορικών που σέβονται την επιστήμη τους διαβάζουμε πλήθος παραδειγμάτων, όπου πολλοί καλόγεροι στα χρόνια της τουρκοκρατίας πουλούσαν στον κόσμο κόκαλα νεκρών ως λείψανα αγίων ή κατασκεύαζαν θαύματα για να τρέχουν οι πιστοί και να αποθέτουν στις «θαυματουργές» εικόνες τάματα, ενώ τα μοναστήρια, ιδιοκτήτες τεράστιων εκτάσεων, κατέκλεβαν τους εξαθλιωμένους ραγιάδες.
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄
Διέταξε ο σουλτάνος να κρεμάσουν τον Γρηγόριο τον Ε΄, που τον είπαν (και τον λένε) εθνομάρτυρα, επειδή τάχθηκε, όπως λένε, με το μέρος της Επανάστασης; Διέταξε, αλλά το πιθανότερο είναι ότι αυτό έγινε επειδή υπήρξε παρεξήγηση από συκοφαντία εναντίον του Γρηγορίου. Σύμφωνα με τον Κορδάτο:
«Εκείνος που κατηγόρησε και συκοφάντησε τον Γρηγόριο ήταν ο Μητροπολίτης Πισιδίας Ευγένιος (…) Από καιρό φιλοδοξούσε να γίνει Πατριάρχης, αλλά δεν τα κατάφερε (…) Ο Ευγένιος λοιπόν πήγε και κατέθεσε πως ο Γρηγόριος ήταν ο αρχηγέτης της επανάστασης».7
Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (άλλοτε αρχιεπίσκοπος Αθηνών) έγραψε το 1950 την αλήθεια:
«Ο Πατριάρχης δεν ήτο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ούδ’ υπεκίνησε την επανάστασιν, επομένως ήτο όλως αθώος της αποδοθείσης αυτώ κατηγορίας και άδικον υπέστη θάνατον».8
Τα ίδια γράφει και ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης,9 ενώ ο Ανδρέας Λασκαράτος ειρωνευόταν τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1872) που ανέλαβε να φτιάξει και να απαγγείλει ύμνο στον Γρηγόριο:
«Σε συγχαίρω(…) να προσαγορέψης τον ανδριάντα του Γρηγοράκη. Δώστου κι από μέρους μου τα γκαρδιακά χαιρετίσματά μου και πες του πως του εύχομαι να ξακολουθάει να φανατίζει τους όχλους, όσο (…) να τους κάμη ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι είναι δίπολους γαϊδάρους».10
Ο Γιάννης Κορδάτος έγραψε από το 1924 ότι ο Γρηγόριος ο Ε΄ δεν είναι εθνομάρτυρας. Και γι’ αυτό «άκουσα χυδαίες βρισιές. Ομως τα νεότερα στοιχεία που ήρθαν στο φως επιβεβαίωσαν την άποψή μου ώστε και νεότεροι αστοί δημοσιογράφοι και νεότεροι κληρικοί να παραδεχτούν τη γνώμη μου. Ενας απ’ αυτούς, ο Ν. Πιπινέλης, γράφει:
«…ως ορθώς παρατηρεί ο Κορδάτος, ο θάνατος του Πατριάρχου δεν έχει, παρά την ιστορικήν αξίαν μιας ασκόπου και αδικαιολογήτου βιαιότητας η οποία εις τας παραμονάς των μεγάλων γεγονότων δε σταματά τίποτε από τας αναγκαίας εξελίξεις, αλλά δίδει εις τους διψώντας από επανάστασιν λαούς το πρόχειρον λάβαρον του εκσπώντος συναγερμού»».11
Οπως είπε ο Γιάννης Σκαρίμπας, «γιαγνίς ολντούς»! Που θα πει, «γράψε λάθος»12…
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός
Οταν τον Νοέμβρη του 1820 ο Παπαφλέσσας πήγε στην Πελοπόννησο, σταλμένος από τη Φιλική Εταιρεία, για να ξεκινήσει η Επανάσταση, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ήταν ένας από εκείνους που, όπως έγραψε ο Κορδάτος, «έπεσαν του πεθαμού»!13 Και σε σύσκεψη, που κάλεσε ο Παπαφλέσσας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός «ξεστόμησε βαριές φράσεις και λέξεις κατά του Παπαφλέσσα. Τον είπε απατεώνα, εξωλέστατο και μιαρό. Λένε, πως ο Παπαφλέσσας εξαγριωμένος του απάντησε πως είναι μασκαράς (…) Εγινε αρχιερέας αφού δωροδόκησε τους τρανούς του Πατριαρχείου (βλ. Φραντζή «Επίτομος Ιστορία» τ. Α΄, σελ. 98 – 99, Γερμανού «Απομνημονεύματα» σελ. 23 και Φωτάκου «Απομνημονεύματα», Α΄ 172 – 173)».14
Μάλιστα, οι πρόκριτοι φυλάκισαν τον Παπαφλέσσα στο Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, απ’ όπου δραπέτευσε και σε συνεννόηση με τους Κολοκοτρώνη, Αναγνωσταρά, Καρατζά, κ.ά. συμφώνησαν ότι ο πιο κατάλληλος τόπος, για να ξεκινήσει η Επανάσταση, ήταν η Καλαμάτα.
Και μόνο όταν έφτασε η 24η Μαρτίου 1821, δηλαδή μέσα σε ένα διάστημα τεσσάρων μηνών, που σχεδόν όλη η Πελοπόννησος είχε ξεσηκωθεί και η Πάτρα πανηγύριζε την τουρκική υποχώρηση από τη δράση του λαϊκού ηγέτη Παν. Καρατζά και των παλικαριών του, μόνο στις 24 Μαρτίου, λοιπόν, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και μια σειρά πρόκριτοι μπήκαν στην Πάτρα με ενόπλους.
Έτσι, είναι ψέμα ότι ο Γερμανός ύψωσε πρώτος τη σημαία της Επανάστασης του 1821. Τη σημαία στην Πάτρα την ύψωσε ο λαογέννητος ηγέτης Παναγιώτης Καρατζάς, τον οποίο δολοφόνησαν οι πρόκριτοι της Πάτρας.
Στις 24 Μαρτίου 1821 η σημαία της Επανάστασης υψώθηκε και στην Καλαμάτα από την ενωμένη δύναμη των Μανιατών, του Παπαφλέσσα, του Κολοκοτρώνη κ.ά., που έβγαλαν επαναστατική προκήρυξη στις 28 Μαρτίου 1821, «πρώτον έτος της ελευθερίας».15
Αυτή είναι η αλήθεια. Οσο για τους τρανούς προκρίτους της Αχαΐας, μαζί και ο Γερμανός, που μπήκαν στην Πάτρα στις 24 Μαρτίου 1821, από τη μία σχημάτισαν αναμεταξύ τους το «Αχαϊκόν Διευθυντήριον», δηλαδή συγκέντρωσαν στα χέρια τους όλες τις «εξουσίες»,16 από την άλλη, εξαιτίας της ανικανότητας και της δειλίας των προκρίτων και των δεσποτάδων του «Αχαϊκού Διευθυντηρίου», αλλά και εξαιτίας του φόβου τους για τη μαζική λαϊκή ένοπλη πάλη, ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Πάτρα όπου επιδόθηκε σε σφαγές του λαού της.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, μιλώντας για το παραπάνω βιβλίο, καταφέρθηκε κατά της «παγκοσμιοποίησης» (δεν την ονομάζει καπιταλισμό) που επιδιώκει να ισοπεδώσει τα πάντα. Σημειώνουμε δύο πράγματα:
Πρώτο: Απάντηση στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί ο εθνικισμός, αλλά η υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, που βρίσκονται στο συγκεκριμένο έθνος – κράτος, με στόχο να εγκαθιδρυθεί σε αυτό η λαϊκή εξουσία.
Δεύτερο: Τον θεό και την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, τα οποία όπως είπε ταυτίζονται με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, δεν τα επικαλέστηκε μόνο το τμήμα του κλήρου που ήταν υπέρ της Επανάστασης του 1821, αλλά και το τμήμα του κλήρου που ήταν εχθρός της. Αλλά η Ιερά Σύνοδος φρόντισε στο παρελθόν να κάψει πολλά γραπτά κείμενα κληρικών που πήραν το μέρος των Τούρκων κατά της Επανάστασης, για να μην υπάρχουν μη βολικές μαρτυρίες…
1. Γ. Β. Πλεχάνωφ «Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΓΝΩΣΕΙΣ», σελ. 8.
2. ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ», σελ. 139, εκδόσεις ΜΠΑΫΡΟΝ.
3. ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΒΓΟΥ, «ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ», Μέρος Α, σελ. 12 – 13, εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ» ΑΕ, Αθήνα 1945.
4. ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΒΓΟΥ, ό.π. σελ. 19.
5. ό.π.
6. ό.π.
7. Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ «ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ», τ. 10ος (1821 – 1832), σελ. 213, ΕΚΔΟΣΕΙΣ 20ός ΑΙΩΝΑΣ.
8. ό.π., σελ. 220.
9. ό.π., σελ. 221.
10. ό.π., σελ. 219.
11. ό.π., σελ. 220.
12. Γιάννη Σκαρίμπα «Το ’21 και η αλήθεια», τ. Α΄, σελ. 34, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.
13. Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ ό.π. σελ. 177.
14. Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ ό.π, σελ. 178.
15. Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ ό.π, σελ. 191.
16. Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ ό.π, σελ. 185.
Δημοσιεύθηκε στον Ριζοσπάστη, 18/3/2007
Η ιστορική αλήθεια και το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού
Σπύρος Τουλιάτος*
πηγή http://www.alfavita.gr
Το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού «Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια» που διδάσκεται στη φετινή σχολική χρονιά 2006-2007, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου φέρνοντας στο προσκήνιο θεμελιώδη προβλήματα της ιστορικής γνώσης, της μεθόδου της Ιστορίας και της διδασκαλίας της τα οποία βρίσκονται σε χειμερία νάρκη και δεν απασχολούν την επιστημονική και εκπαιδευτική κοινότητα.
Το βιβλίο αυτό είναι το τελευταίο από μια σειρά μεθοδολογικά ανεπαρκών, αποσπασματικών και σε μεγάλο βαθμό αντιεπιστημονικών εγχειριδίων που δεν τηρούν τους όρους της επιστημονικής μεθοδολογίας.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια, δηλ. μετά τη μεταπολίτευση που υπάρχει δυνατότητα να υπάρξει ένας δημοκρατικός διάλογος, δεν έχει γίνει καμιά σοβαρή επιστημονική συζήτηση για το περιεχόμενο της Ιστορίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ούτε υπάρχει και καμιά διάθεση να γίνει. Το σύνηθες αποτέλεσμα είναι τα βιβλία που διδάσκονται να μην ανταποκρίνονται στις ανάγκες και διαρκώς να υποβαθμίζεται το περιεχόμενό τους αφού υπερισχύουν οι πολιτικές σκοπιμότητες.
Μια ολοκληρωμένη άποψη για το περιεχόμενο ενός ιστορικού εγχειριδίου και της διδασκαλίας της Ιστορίας μπορεί να προέλθει από έναν ευρύτατο διάλογο που θα περιλαμβάνει τους βιβλίου πρέπει πρώτα να προβεί σ’ έναν ευρύτατο διάλογο που να περιλαμβάνει εκπροσώπους του Π.Ι. και της εκπαιδευτικής κοινότητας, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, τις επιστημονικές ενώσεις, όπως Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων και τους ιστορικούς των αντίστοιχων Παιδαγωγικών και εκπαιδευτικών Σχολών. Με τη συνάντηση όλων των φορέων και τα πορίσματα που μπορούμε να έχουμε χωρίς πολιτικές και συντεχνιακές σκοπιμότητες και η δημοσιοποίησή τους σε εφημερίδες και περιοδικά χωρίς αποκλεισμούς, μπορεί να προωθήσουν σε ένα βαθμό το πρόβλημα της διδασκαλίας της Ιστορίας. Το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού εντάσσεται μέσα στις συνθήκες αυτές και υφίσταται δριμεία κριτική από ένα μέρος της επιστημονικής, εκπαιδευτικής και πολιτικής κοινότητας, γιατί παρουσιάζει προβλήματα στο αντικείμενο και τη μεθοδολογία.
1. Στο βιβλίο είναι διάχυτη η αντίληψη ότι δεν είναι κύριος σκοπός η αντικειμενικότητα και η ιστορική αλήθεια των γεγονότων η οποία μπορεί να προταθεί από τους ιστορικούς συγγραφείς του εγχειριδίου αλλά μία αποδομημένη και αποϊδεολογικοποιημένη παρουσίαση χωρίς ερμηνευτική με την παράθεση πληροφοριών και πηγών που παραπέμπουν στην ατομική επεξεργασία των γεγονότων.
2. Το ιστορικό υλικό επιλέγεται αυθαίρετα και υποκειμενικά εξυπηρετώντας την αποσπασματικότητα και τα ιδεολογήματα.
3. Φαίνεται στο βιβλίο μια ευκολία στη χρήση ιστορικών όρων με στόχο την ουδετεροποίηση και την υπέρβαση οποιασδήποτε αξιολόγησης των γεγονότων, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην παραδοσιακή βιβλιογραφία μέχρι τα τελευταία χρόνια, όπου υπάρχει μια αγωνιώδης προσπάθεια να επιβληθεί ένας ‘μεταμοντερνισμός’. Αυτό σημαίνει ότι προωθείται μία υποκειμενική και διαιρεμένη Ιστορία η οποία συνδέεται μ’ ένα κατακερματισμό της σκέψης και της δράσης.
4. Μέσα από την κριτική που έγινε στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τηλεόραση, εφημερίδες και περιοδικά εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι συγγραφείς του βιβλίου και οι υποστηρικτές του που ανήκουν κατά ένα μέρος στην πανεπιστημιακή κοινότητα οχυρώνονται πίσω από τη θέση ότι αυτοί μπορούν να κρίνουν μόνο (αλαζονεία της αυθεντίας) και όχι το σύνολο των επιστημόνων και δασκάλων ταυτόχρονα στα σχολεία οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως ‘εξωεπιστημονικοί παράγοντες’. Από την άλλη μεριά έρχονται σε συμβιβασμό με πολιτικές δυνάμεις που τους εκφράζουν ή και αντίπαλες, για να υπάρξει ένας συμβιβασμός και να γίνουν διορθώσεις. Υποστηρίζουν ότι υπάρχουν μερικές ατυχείς εκφράσεις όπως στο κεφ. Μικρασιατική Καταστροφή «συνωστίζονται στο λιμάνι», οι οποίες όμως στην πραγματικότητα δίνουν περιεχόμενο και νόημα σε κορυφαία γεγονότα της ιστορίας και οδηγούν σε μια ερμηνεία η οποία είναι μεροληπτική και αποκρύπτονται ιστορικές αλήθειες.
Είναι γνωστό σε όλους τους επιστήμονες των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημονικών σπουδών ότι η χρήση της γλώσσας και η ορολογία παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ιστορικού περιεχομένου και μπορούν να αλλάξουν το περιεχόμενο και την ερμηνεία των γεγονότων.
Συνεπώς μέσα απ’ αυτό τον προβληματισμό μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι επαρκής η ερμηνεία και μεθοδολογία προσέγγισης της Ιστορίας αφού αφαιρεί από το περιεχόμενο την ουσία και το νόημα των κοινωνικών και εθνικών συγκρούσεων και την εξελικτική πορεία των γεγονότων σαν μια συνέχεια μέσα από την ασυνέχεια. Προφανώς μπορεί να υπάρξει μία ενιαία μεθοδολογία προσέγγισης την οποία αρνούνται οι υποστηρικτές του βιβλίου ενώ πέφτουν σε αντίφαση όταν δέχονται την πολιτική παρέμβαση για να διορθωθεί το βιβλίο.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα που προκύπτει έχει σχέση με την προσφορά του ιστορικού υλικού στη διδακτική πράξη. Οι υποστηρικτές του βιβλίου βρίσκονται σε σύγχυση όταν λένε ότι μερικά γεγονότα αυθαίρετα επιλεγμένα πρέπει να διδάξουμε με σκοπό να αποκτήσει ο μαθητής ιστορική συνείδηση, προωθώντας την παροχή των πηγών για να γίνει συζήτηση στην τάξη. Εδώ ανοίγει ένα τεράστιο ερώτημα ποιος μπορεί και με ποια μέθοδο να επιλέξει με επιτυχία και αντικειμενικά τις πηγές εκείνες που θα απελευθερώσουν την κριτική και δημιουργική ικανότητα του παιδιού.
1. Παιδαγωγικά και διδακτικά ασφαλές είναι να συζητήσει η εκπαιδευτική και επιστημονική κοινότητα τις αρχές και σκοπούς της διδασκαλίας του μαθήματος της Ιστορίας όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά εννοώντας ότι το παιδί θα διδαχθεί τα ιστορικά γεγονότα χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτό σημαίνει ότι τα γεγονότα της παγκόσμιας και εθνικής Ιστορίας πρέπει να αναδεικνύουν τους κοινωνικούς και εθνικούς αγώνες για την αλλαγή της κοινωνίας, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τους και τη διατήρηση της πολιτισμικής συνέχειας.
2. Να αναζητούνται και να επισημαίνονται οι ερμηνείες σχετικά με την κατεύθυνση των ιστορικών γεγονότων που συνοδεύονται από αξιολογικές κρίσεις και καταλογισμό ευθυνών. Η Ιστορία δεν είναι ουδέτερη, νομοκανονιστική διαδικασία, θετικιστικού τύπου, ούτε και αποϊδεολογικοποιητική διαδικασία, αλλά μια πολύπλοκα αντιφατική στην οποία ο άνθρωπος έχει τον κύριο λόγο.
Οι επισημάνσεις αυτές που κάναμε μέχρι τώρα είναι μια σύντομη παρουσίαση συμπερασμάτων που έχουν προέλθει από επιστημονικές εργασίες που τείνουν στο συμπέρασμα ότι το βιβλίο πρέπει να αποσυρθεί και να αντικατασταθεί από άλλο.
*Ιστορικός, Οργανωτικός γραμματέας Π.Ε.Φ.
Η «ιμπρεσιονιστική» μέθοδος διδασκαλίας της ιστορίας,
η ευτέλεια των βαρβάρων και ημών των ιδίων
Του Γιωργου Μαργαριτη
Δεν θα θεωρούσα αναγκαίο να γράψω αυτές τις γραμμές αν το άρθρο του φίλου Στρατή Μπουρνάζου («Πατρίς – Θρησκεία – Ιστορία») στην |Αυγή| της προηγούμενης Κυριακής δεν αναφερόταν σε ένα «εμείς» του οποίου ίσως με θεωρεί μέλος. Όχι επειδή προσδιορίζει ότι το «εμείς» στο οποίο αναφέρεται περιλαμβάνει τους αριστερούς αλλά και τους κριτικά σκεπτόμενους ανθρώπους αλλά επειδή, σε άλλα σημεία το «εμείς» ευθέως συμπεριλαμβάνει ιστορικούς –τους 503 που υπόγραψαν το κείμενο υπεράσπισης του βιβλίου ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού και άλλους — τους αναγνώστες της |Αυγής|, όλους ίσως τους δημοκρατικούς πολίτες. Παρόλο που πολλοί θα είχαν αντίρρηση ως προς αυτό θεωρώ ότι μερικές από τις παραπάνω ενότητες ατόμων και ιδιοτήτων αυτονόητα με περιλαμβάνουν –οπωσδήποτε αυτή των αναγνωστών της |Αυγής|. Επιπλέον, καθώς συμβαίνει να διδάσκω είκοσι δύο χρόνια ιστορία σε ελληνικό πανεπιστήμιο και να έχω γράψει αρκετά εκπαιδευτικά εγχειρίδια και σχολικά βιβλία, ίσως μερικοί να θεωρήσουν ότι έχω πρόσθετους λόγους να ανήκω σε αυτό το «εμείς». Τέλος έχω και μία κόρη δώδεκα χρόνων, την οποία δικαίως κατατάσσω σε εκείνο τον κύκλο των «λαϊκών» οι οποίοι δικαιούνται να έχουν γνώμη για το βιβλίο το οποίο υφίστανται. Με άλλα λόγια από πολλές πλευρές φαίνεται να ανήκω σε αυτό το «εμείς» που, όπως λέει ο φίλτατος Στρατής, οφείλει ως «πρώτο και μείζον καθήκον σε αυτή τη συγκυρία» να υπερασπιστεί αυτό το βιβλίο.
Ε, λοιπόν, εγώ δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να το υπερασπιστώ! Και επιτρέψτε μου να εξηγήσω το γιατί μιλώντας σε πρώτο ενικό, λέγοντας το τι εγώ πιστεύω, μη βλέποντας λόγο να κρύψω τις απόψεις μου κάτω από ένα αόριστο εμείς.
Η άρνησή μου να «υπερασπιστώ» το βιβλίο αυτό δεν οφείλεται μόνο στα μικρά ή μεγάλα του «σφάλματα». Ο φίλτατος Στρατής Μπουρνάζος μου αποδίδει την επισήμανση ενός από αυτά, αλιεύοντας προφανώς από σχετική ομιλία μου σε εκπαιδευτικούς στη Θεσσαλονίκη, παρανοώντας όμως πλήρως το πνεύμα της επισήμανσης. Οι συγγραφείς του βιβλίου, χρησιμοποιώντας έναν πίνακα για τις απώλειες στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο επιδεικνύουν αφέλεια σε πολλαπλά επίπεδα. Το πρώτο και απλούστερο είναι η οφθαλμοφανής διόγκωση των στρατιωτικών απωλειών της Ελλάδας –σε ογδόντα εννέα χιλιάδες τους ανεβάζει έναντι του ορθού των δεκαπέντε περίπου χιλιάδων νεκρών (συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Κρήτης και της Μέσης Ανατολής)– την οποία οι συγγραφείς αποδεικνύονται ανίκανοι να επισημάνουν και να διορθώσουν. Το δεύτερο και σπουδαιότερο είναι ότι χρησιμοποιούν στοιχεία του άγγλου ιστορικού Νταίηβις ο οποίος ανήκει στον κύκλο των πλέον διάσημων αναθεωρητών της ιστορίας του Β’ παγκοσμίου πολέμου και επιμένει ότι οι ηγέτες της δύσης έχασαν σε αυτόν μία μοναδική ευκαιρία να τελειώσουν μία για πάντα με τον κομμουνισμό που κατ’ αυτόν είναι η πλέον εγκληματική «παρένθεση» στην ιστορία του 20ου αιώνα, ίσως και της ανθρωπότητας (σε 54.000.000 ανεβάζει τα θύματα του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση ανάμεσα στα 1918 και στα 1950, εκτός από τα 28.000.000 νεκρών της ίδιας χώρας στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Φυσικά δεν τον απασχολεί το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του δεν αποτυπώνονται στους δείκτες δημογραφικής ανάπτυξης της χώρας. Η απώλεια του 1/3 του πληθυσμού της μάλλον θα φαινόταν στους δείκτες αυτούς όπως αποτυπώθηκαν οι απώλειες του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Για τέτοια ποιότητα μιλάμε!). Για να αποδείξει δε ο Νταίηβις τη θέση του ότι οι Σοβιετικοί δεν συμμετείχαν στην πολεμική προσπάθεια των συμμάχων στο βαθμό που τους αποδίδεται, «αναστατώνει» με βάση τις φαντασιώσεις του τον αριθμό των θυμάτων σε κάθε κράτος. Το γεγονός ότι αυτόν τον πίνακα βρήκαν να ενσωματώσουν στο σχολικό βιβλίο οι συγγραφείς του δεν αποτελεί «σφαλματάκι». Μάλλον για απόδειξη επικίνδυνης «προχειρότητας» πρόκειται.
Ευτυχώς βρισκόμαστε στην Ελλάδα όπου η άγνοια και η εκπορευόμενη αφέλεια θεωρούνται φυσιολογικές καταστάσεις. Σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη κάτι τέτοιο θα έκρυβε κινδύνους για τους συγγραφείς. Επειδή μάλλον δεν κατάλαβαν τίποτε σχετικά ας εξηγήσω και πάλι. Στη σελίδα 109 αναφέρεται ότι «…η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι και το ολοκαύτωμα των Εβραίων αποτελούν από τις τραγικότερες στιγμές αυτού του πολέμου». Η εξομοίωση του Ολοκαυτώματος με τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (περίεργο πως ξέχασαν τη Δρέσδη) εχθρικών πόλεων αποτελεί σαφέστατη «άρνηση» της ιδιαιτερότητας της βιομηχανίας θανάτου που έστησε ο ναζισμός επί των θεμελίων της ρατσιστικής και θανατηφόρας ιδεολογίας του. Με κάτι τέτοια αποκτήσαμε την εξαιρετική τιμή ως χώρα και ως εκπαιδευτικό σύστημα να είμαστε η μοναδική περίπτωση σε ολόκληρη την ήπειρο όπου δίνονται στα παιδιά και ενσωματώνονται στη διδακτέα ύλη οι απόψεις των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Δεν βαριέσαι, τραγική στιγμή ήταν…!!!
Καθώς η Ευρώπη είναι ακόμα πολύ ευαίσθητη σε αυτά, στις περισσότερες των χωρών της δύσης στην οποία θέλουμε να μοιάσουμε θα είχε επέμβει ο Εισαγγελέας και οι συγγραφείς του βιβλίου θα κινδύνευαν να κάνουν παρέα στο κύριο Ίρβινγκ. Στη χώρα μας, παρόμοιες ευαισθησίες προφανώς δεν υπάρχουν. Δεν θα ‘πρεπε όμως να ζητάμε από την αριστερά αλλά και από την ακαδημαϊκή κοινότητα των ιστορικών να έχει τέτοιου είδους ανακλαστικά; Για «λαθάκια» πρόκειται ή για συγκροτημένη αντίληψη περί της πολιτικής και της επιστήμης;
Αυτή η έλλειψη στοιχειωδών ανακλαστικών, αγαπητέ Στρατή, είναι η ευτέλεια της αριστεράς αλλά και του ακαδημαϊκού χώρου των ιστορικών. Προσωπικά δεν περιμένω πολλά όταν, για παράδειγμα, στους περί ελληνικής ιστοριογραφίας τόμους (πρακτικά συνεδρίου) που επιμελήθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, όπου και παρελαύνουν όλοι οι Έλληνες ιστορικοί, το περί Β’ παγκοσμίου πολέμου, κατοχής και Αντίστασης εδάφιο εκπροσωπείται από τον κύριο Καλύβα. Κάπου όμως, αναρωτιέμαι, δεν θα ‘πρεπε να σταματήσει αυτή η ολισθηρή κατηφόρα;
Ο ιμπρεσιονισμός, η ιστορία και η διδασκαλία της
Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να επεκταθώ στο περιεχόμενο του σχολικού αυτού βιβλίου. Το να το επικρίνει κανείς είναι σαν να «κλέβει εκκλησία». Εξίσου σημαντικό όμως είναι το σύστημα διδασκαλίας που προάγει, σημείο στο οποίο συναντιέται με τα υπόλοιπα σχολικά εγχειρίδια της πρόσφατης «μεταρρυθμιστικής» επέλασης –στο όνομα της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων– στο χώρο της μάθησης. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως την εισβολή του ιμπρεσιονισμού στην ιστορία και τη σχολική διδασκαλία της.
Από το βιβλίο αυτό απουσιάζει ολότελα η αφήγηση. Η ύλη είναι κατατεμαχισμένη σε πολλές μικρές ενότητες ενίοτε αποσυνδεμένες η μία από την άλλη, «θεματικές» όπως θα μπορούσαμε να πούμε. Ανάμεσά τους παρεμβάλλεται εικαστικό υλικό και είδη «ασκήσεων» που μάλλον καλούν τον διδασκόμενο –και τη διδασκομένη, για να μην κατηγορηθώ ότι αγνοώ την υπέρ των γυναικών αναγκαία ποσόστωση– να ανακαλύψει μόνος του την ιστορία. Ο ασυνάρτητος και σποραδικός τρόπος με τον οποίο δίνονται οι γνώσεις, σε συνδυασμό με την απουσία ενιαίας αφήγησης στερούν τον διδασκόμενο (-η) από τη δυνατότητα να ταξινομήσει τα γεγονότα, να τα ιεραρχήσει και να τα συσχετίσει και μέσα από αυτό να ανακαλύψει τη σχέση ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό απαγορεύεται στην ουσία η ανάπτυξη συγκροτημένης κριτικής σκέψης παρά της περί του εναντίου βεβαιώσεις. Το βιβλίο, όπως και όλα τα όμοιά του της «μεταρρυθμισμένης» παιδαγωγικής, αποβλέπει στη δημιουργία εντυπώσεων και όχι στη θεμελίωση γνώσεων.
Δύο επιπλέον χαρακτηριστικά επιτείνουν την απορρύθμιση της εκπαιδευτικής λειτουργίας του βιβλίου. Πρώτο, οι χρονικές παλινδρομήσεις στην παράθεση των ενοτήτων (πόσες φορές δεν ξαναρχίζει η ελληνική επανάσταση) ακυρώνουν την πρώτη σταθερά που πρέπει να δώσει στα παιδιά η διδασκαλία της ιστορίας, το πρώτο και βασικό από τα συστήματα ταξινόμησης που η τελευταία διαθέτει: αναφέρομαι στον ιστορικό χρόνο, στην αλληλοδιαδοχή –άρα και στην αλληλεξάρτηση– των γεγονότων και στην αντίληψη της διάρκειας (το «υποδεκάμετρο» στο κάτω μέρος των σελίδων ασκήσεων, συνήθως προσθέτει σύγχυση διαψεύδοντας συχνά τα όσα αναφέρει το προηγηθέν κείμενο). Δεύτερο, το έκδηλο άγχος των συγγραφέων για την ανάδειξη του «πολιτικά ορθού», άγχος το οποίο μάλλον ευθύνεται για τον «συνωστισμό» της Σμύρνης και για τη μεθοδική απαλοιφή ή στρέβλωση όλων σχεδόν των «επικίνδυνων» –για «υποκίνηση» και «αναβίωση παθών» όπως λέγανε παλιά– γεγονότων.
Μα αυτό ακριβώς είναι η ιστορία: η διήγηση για τα πάθη των ανθρώπων, για την πολυκύμαντη παρουσία τους, για το μόχθο τους για τη ζωή και για το κτίσιμο των κοινωνιών τους, για την πίστη που είχαν, τα λάθη που έκαναν, τις αδικίες που δημιούργησαν, τις αντιστάσεις τους, το αίμα που έχυσαν για δίκαιους και άδικους λόγους. Για όλα αυτά συναρπάζει και μέσα από αυτά δημιουργεί την έφεση για γνώση και την κριτική διάθεση. Από όλο αυτό το συναρπαστικό «παραμύθι», η μεταρρυθμιστική «πολιτικά ορθή» απορρύθμιση θέλει να αφήσει ένα και μόνο: το τίποτα. Δεν ξέρω αν «εμείς» αγωνιζόμαστε για τούτη την αποστειρωμένη ιστορία. Θα μου επιτρέψετε όμως εγώ να μην το βλέπω έτσι.
***
Υπάρχει φυσικά και η επίθεση που δέχεται το βιβλίο από τους συγκεκριμένους κύκλους διαφόρων αποχρώσεων και αρμοδιοτήτων, της Εκκλησίας κυρίως και της νοσταλγίας του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Προφανώς ομιλούν συγκεκριμένα και για αυτές τις συγκεκριμένες τους απόψεις πρέπει να τους κατακρίνουμε και να τους πολεμούμε. Αν έχω καταλάβει καλά όμως το ύψιστο των αιτημάτων τους είναι η ανάθεση της διδασκαλίας της ιστορίας –και όχι μόνο– στην Εκκλησία και στους πέριξ από αυτήν κύκλους. Όντως, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο για κάτι τέτοιο: η οθωμανική περίοδος! Στα σοβαρά πιστεύει κανείς ότι σήμερα εκκρεμεί τέτοιος κίνδυνος; Μήπως η επίκληση των βαρβάρων είναι απλά ένα βολικό πρόσχημα για να ανοίγουμε «ευκαιρίες», για να συνδιαλεγόμαστε με τους εκάστοτε κρατούντες και να συνδιαχειριζόμαστε την μεθοδευμένη απορρύθμιση της εκπαίδευσης και της γνώσης;
Στο ανοικτό, πολύπλευρο και στρατηγικό μέτωπο της εκπαίδευσης θα πρέπει με ιδιαίτερη προσοχή να κάνουμε τις επιλογές μας. Όχι, δεν αναφέρομαι στο «εμείς» –για μένα και για την κόρη μου μιλάω…
|Ο Γιώργος Μαργαρίτης διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης|.
http://193.218.80.70/cgi-bin/hwebpressrem.exe?-A=451435&-w=&-V=hpress_int&-P
Από την Καθημερινή, 23-5-2007
Η υφαρπαγή της εθνικής ταυτότητας
Του Σταυρου Λυγερου
Ο πυρήνας της διαμάχης για το βιβλίο Iστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού είναι βαθύτατα ιδεολογικός και αφορά τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή στις σημερινές συνθήκες η έννοια του εθνικού συμφέροντος και τελικώς η έννοια της εθνικής ταυτότητας. Απ’ αυτήν την άποψη είναι ένας ακόμα κρίκος μιας αλυσίδας αντιπαραθέσεων, που μέχρι τώρα αφορούσαν κυρίως πτυχές της εξωτερικής πολιτικής.
Πέρα από την κάθετη ιδεολογική διάκριση σε Αριστερά – Δεξιά, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχεί στον κομματικό χάρτη, έχει διαμορφωθεί και μία δεύτερη, η οποία τέμνει οριζοντίως και τις πολιτικές και τις κοινωνικές ελίτ. Οπως συμβαίνει, δε, πάντα σε τέτοιες αντιπαραθέσεις, και στη μία και στην άλλη πλευρά στοιχίζονται διαφορετικές μεταξύ τους δυνάμεις. Μακάρι στη μία να υπήρχαν μόνο κάποιοι γραφικοί εθνικιστές ή στην άλλη μόνο κάποιοι πράκτορες. Εχουμε, όμως, να κάνουμε με δύο μεγάλα ρεύματα, στους κόλπους των οποίων υπάρχουν και σοβαρές και γελοιογραφικές εκδοχές, και συντηρητικοί και προοδευτικοί, και ιδεολόγοι και ωφελιμιστές.
Ολοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι εξωστρεφής, πρέπει να συμμετέχει δυναμικά και δημιουργικά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα το κάνει κουβαλώντας τις εθνικές της αποσκευές ή ως εθνικά «πολτοποιημένη» κοινωνία, προσαρμοσμένη στις προδιαγραφές της pax americana.
Το βασικό πρόβλημα με το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού είναι ότι αντικειμενικά υπηρετεί το δεύτερο. Στο όνομα της κατά τα άλλα σωστής θέσης ότι πρέπει να μην καλλιεργούμε τη μισαλλοδοξία στους μαθητές, πάει στο άλλο άκρο: απονευρώνει την ιστορία, πολτοποιεί την αίσθηση του ανήκειν και συμβάλλει σε μια διαδικασία που αντικειμενικά οδηγεί στην «υφαρπαγή» της εθνικής ταυτότητας. Μόνο, όμως, αυτός που έχει ιθαγένεια μπορεί να την αναγνωρίσει ειλικρινώς και στον «άλλο». Διαφορετικά, η στάση έναντι του «άλλου» εκφυλίζεται στις επιταγές του «πολιτικά ορθού». Σε μια τυπική αναγνώριση, δηλαδή, που ενίοτε κρύβει βαθιά περιφρόνηση.
Σε κάθε χώρα, η διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία εκ των πραγμάτων διαμορφώνει την εθνική συνείδηση. Το επίμαχο βιβλίο δεν υπερβαίνει απλώς μια στείρα ελληνοκεντρική ανάγνωση της ιστορίας. Εχοντας αναθέσει στον εαυτό της την αποστολή να ξεριζώσει τον εθνικισμό, η συγγραφέας υπέβαλε την ιστορία στη δική της προκρούστεια κλίνη. Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ότι εξωραΐζει την οθωμανική κατοχή. Στην πραγματικότητα, προσπαθεί να περάσει από το παράθυρο μια δογματική αντίστροφη «εθνική ιδεολογία», πολύ πιο επικίνδυνη από τους –μάλλον αγαθούς– εθνικούς μύθους, που με τόσο φανατισμό προσπαθεί να αποδομήσει.
Σύνολο σχετικών άρθρων υπάρχει στο:
http://www.xkatsikas.gr/artra/artro20070218b.php
Και μια ενδιαφέρουσα αντίδραση γονέα:
————————————–
Προς: τον Διευθυντή του 9ου Δημοτικού Σχολείου Πατρών
Κοιν (δια της υπηρεσίας):
1. Σύλλογο Δασκάλων του 9ου Δημοτικού Σχολείου Πατρών
2. Σύλλογο Γονέων & Κηδεμόνων του 9ου Δημοτικού Σχολείου Πατρών
Ημ/α: 18-3-2007
ΘΕΜΑ: Απαλλαγή του υιού μου Οδυσσέως Γ. Κακαρελίδη από την παρακολούθηση διδασκαλίας και εκμάθηση του νέου Βιβλίου Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού
Αγαπητέ Κύριε Διευθυντά, Κύριοι Συνάδελφοι
σχετικά με το ανωτέρω θέμα απαιτώ την απαλλαγή του υιού μου- με άμεση ισχύ, για λόγους α) συνταγματικούς, β)παιδαγωγικούς και γ) προστασίας της εθνικής & πολιτισμικής μειονότητος στην οποίαν φαίνεται ότι ανήκω, τους οποίους λόγους επεξηγώ ακολούθως (οι πηγές αναφέρονται στο τέλος):
α) Λόγοι Συνταγματικότητος
Το Σύνταγμα της Ελλάδος ( άρθρο 16 παρ.2) επιτάσσει ότι “ η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες” [2].
Η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης οδηγεί στο αυτεξούσιο των Ελλήνων Πολιτών δηλαδή στην δυνατότητα η Ελληνική Πολιτεία αυτοβούλως να νομοθετεί, αποφασίζει, εκτελεί, δικάζει και ασκει την εξουσία στα όρια του Ελληνικού Κράτους και στην ύπαρξη του οποίου οφείλει την αυτεξούσια συλλογική της υπόσταση.
Η διάπλαση των Ελλήνων σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες δια της ιστορίας δεν γίνεται με την αποεθνικοποιητική αντίληψη της ιστορίας (η οποία αποτελεί διαστρέβλωση), γιατί «ιστορία είναι διήγηση γεγονότων εν τη αιτιώδη αυτών αλληλουχία» και «τα γεγονότα ουκ απογίγνονται». Η διαστρέβλωση οδηγεί στην άλωση συνειδήσεων [1].
Τη συνταγματική επιταγή παραβιάζει το νέο βιβλίο Ιστορίας σύμφωνα με αυτούς τούτους τους συγγραφείς (όταν λόγου χάρη στο βιβλίο για τον δάσκαλο οι συγγραφείς αναδεικνύουν τις παρελθοντικές όψεις με βάση όχι το Σύνταγμα και το Αναλ. Πρόγραμμα αλλά με την εκάστοτε ‘οπτική’. Οσο για τον Ιστορικό όλων των εποχών Θουκιδίδη ουδεμία αναφορά υπάρχει για το τι νομίζει ότι είναι Ιστορία ).
Ομοίως την παραβιάζει και με το περιεχόμενο με συγκεκριμένες αναφορές και με πρόδηλες παρασιωπήσεις [όταν π.χ. λείπει παντελώς η έννοια της πατρίδας και της θυσίας υπέρ αυτής και της ελευθερίας, διδάσκει την ‘καλοπέραση’ των Ελλήνων υπό των οθωμανικό ζυγό κατά παράβαση του Α’ Συντάγματος της Ελλάδος όπου ρητά αναφέρετια η φρικώδης οθωμανική δυναστεία, παρασιωπά την αποφασιστική συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Εθνεγερσία, διδάσκει στα μικρά παιδιά ότι κατά την σφαγή και απελπισμένη φυγή των Ελλήνων στη Σμύρνη ‘οι Έλληνες συνωστίζονταν’ απλώς στην προκυμαία, διδάσκει ότι ‘ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός γίνεται ο ιδανικός πολιτισμός για όλους’ και την αξία της Προτεσταντικής Ηθικής έναντι της Καθολικής Εκκλησίας, διδάσκει ότι οι Ελληνες απομάκρυναν από τα ελληνοαλβανικά σύνορα τους Ιταλούς, ‘διχοτομεί’ την Κύπρο, παρασιωπά τον Αττίλα -Νούμερο ΙΙ έστω, καθώς και σωρεία άλλων παραδειγμάτων που μπορείτε να αναζητήσετε τόσο στην εισήγηση της Ακαδημίας Αθηνών όσο και στην εξαντλητική μελέτη κεφάλαιο προς κεφάλαιο του κ. Χρ. Κορκόβελου] [3].
Επίσης το Σύνταγμα στην ακροτελεύτια διάταξή του (άρθρο 120 παρ 2 και 4) κατηγορηματικά διατάσσει ότι “η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Eλλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία”. Στις σύγχρονες διακρατικές αντιπαλότητες και ισορροπίες βία θεωρείται και η χρήση στρατηγικής ‘μαλακής ισχύος’ [4][7] συνηθέστατα δια των μηχανισμών άλωσης των ‘διανοουμένων’ υπό της προστασίας (που επιγραμματικά λέει ότι εάν καταφέρω να σε κάνω να θέλεις αυτό που θέλω, τότε δεν χρειάζεται να σε αναγκάσω να κάνεις αυτό που δεν επιθυμείς -[6].).
Στην σφαίρα του ιδιωτικού βίου και στην ελεύθερη αγορά ιδεών και προϊόντων ο καθένας είναι ελεύθερος να γράφει ή και να διαγράφει την Ιστορία, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του και τις επιθυμίες του ή τις εντολές του και τις ιδιορρυθμίες του. Στη Δημόσια Διοίκηση, όμως, απαγορεύεται εκ του Συντάγματος κατηγορηματικά να τις εισαγάγει στην παιδεία των Ελληνοπαίδων εν ονόματι του Ελληνικου Κράτους. Κάθε πράξη της Δημόσιας Διοικήσεως. όπως η διοικητική πράξη εγκρίσεως του εν λόγω βιβλίου και αυτή ακόμη η καθημερινή διδασκαλία του στη Δημόσια Παιδεία, ως πράξη δημοσίων λειτουργών, κρατικών υπαλλήλων, αντίκειται σφόδρα στο Σύνταγμα [1].
Συνεπώς ως πολίτης, υπερασπιζόμενος το Σύνταγμα και την Συλλογική Οντότητα του Ελληνικού Κράτους στην συνέχειά του, δικαιούμαι και υποχρεούμαι επειδή προκύπτει σαφής, πολύ σοβαρή και διαρκής έμπρακτη απειλή κατά της συνταγματικής τάξεως και της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως του υιού μου, να απαιτήσω την -προσωρινή μέχρι αποκαταστάσεως της συνταγματικής τάξεως, άμεση απαλλαγή του υιού μου από το μάθημα αυτό εφ’ όσον διδάσκεται το συγκεκριμένο βιβλίο.
β) Λόγοι Παιδαγωγικοί
Η διδασκαλία της Ιστορίας σε μικρά παιδιά είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από την Ιστορική έρευνα στα Πανεπιστήμια. Εσείς ως δάσκαλοι κάτι θα ξέρετε επ΄αυτού. Στα Πανεπιστήμια η έρευνα της Ιστορίας έχει ως στόχο την ανακάλυψη της αλήθειας. Στα δημοτικά σχολεία η διδασκαλία της ιστορίας έχει πολύ διαφορετικό σκοπό: να διαμορφώσει την ιστορική εθνική συνείδηση και την κοινωνικότητα του παιδιού. Δηλαδή να δημιουργήσει φρόνημα (πάντα κατά το Σύνταγμα) [10]
Στα παιδιά των 11 ετών δεν μαθαίνεις «μέθοδο ιστορικής έρευνας». «Μέθοδο» μαθαίνεις σε πρωτοετείς φοιτητές και σε τελειόφοιτους Λυκείου. Σε παιδιά 11 ετών δίνεις απαντήσεις και διαμορφώνεις προσωπικότητα. Τα περί «διδασκαλίας της μεθόδου χωρίς απόπειρα φρονηματισμού» σε παιδιά 11 ετών, δεν είναι «σύγχρονη παιδαγωγική». Είναι ακραία άπόψη, που κυριάρχησε πρίν 40 χρόνια, δοκιμάστηκε σε πολλές χώρες και απέτυχε παντού. Σήμερα εγκαταλείπεται παντού: Στη Βρετανία (επί κυβερνήσεων Εργατικού Κόμματος) ανακαλύπτουν ξανά τη «βρετανικότητα». Εμείς αποδομούμε την «ελληνικότητα»! Στη Γαλλία, τόσο η Σοσιαλίστρια Σεγκολέν Ρουαγιάλ, όσο και ο Κεντροδεξιός Νικολά Σαρκοζύ διακηρύσσουν την ανάγκη επιστροφής της πειθαρχίας και των «γαλλικών αξιών» στα σχολεία. Εμείς απορρίπτουμε τις αξίες, και τις υποκαθιστούμε με «πολιτικώς ορθή» διαφώτιση.
Βεβαιότητες βεβαίως σπάνια υπάρχουν, οχι μόνο στην Ιστορία αλλά και σε κάθε επιστήμη. Οπως λέει και ο Πρωταγόρας “Περί παντός πράγματος δύο εἰσίν λόγοι ἀντικεἰμενοι ἀλλήλοις”. Ειδικά στην Ιστορία έχουμε γεγονότα που γνωρίζουμε, υποθέσεις για όσα δεν γνωρίζουμε κι ερμηνείες γεγονότων. Έχουμε αλήθειες ανάμικτες με «μύθους». Καμία ιστορική θεωρία δεν είναι απαλλαγμένη από υποθέσεις και μύθους. Όποια «Ιστορία» κι αν διδάξουμε θα αναπαράγουμε κάποιους μύθους ανάμικτους με πραγματικά γεγονότα. Το ερώτημα είναι τι απ’ όλα αυτά είναι παιδιαγωγικό σωστό να διδάξουμε στα παιδιά, ως μια πρώτη προσέγγιση της ιστορίας τους: ώστε να τους αναδείξουμε θετικά πρότυπα, να τους καλλιεργήσουμε κοινωνικότητα κι αυτοσεβασμό. Όχι μίσος για τους άλλους. Αλλά ούτε αισθήματα περιφρόνησης για τον εαυτό τους, ούτε αποδόμησης της ιστορικής τους αυτοσυνειδησίας [8].
Ακόμη και οι αναφορές που κάνουν είναι αποστειρωμένες από την αρχαία ελληνική Γραμματεία. Επί παραδείγματι πουθενά δεν αναφέρουν ότι το Αρθρο 1 της διακήρυξης της Γαλλικής Επαναστάσεως είναι ‘μισή’ αντιγραφή της ρήσεως του Αλκιδάμα: «Ἐλευθέρους ἀφῆκεν πάντας Θεός, οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκεν». Παράλειψη ισως γιατί αναφέρεται σε Θεό (δηλαδή Ζωή).
Οι συγγραφείς στις θεωρήσεις τους και στην προσπάθεια θεμελίωσης του Δυτικού Ευρωπαϊκού Πολιτισμού θεωρούν πνευματική κίνηση την λογοτεχνία και τις καλές τέχνες. Αλλά η ύπαρξη μεγάλης Τέχνης δεν είναι δηλωτική ευνομικώς ιεραρχημένης κοινωνίας , ούτε προσαγορευτική υψηλού πολιτισμού.καμμία νύξη για το έργο κάποιων Λαίιμπνιτζ, Ράσσελ, Μαρξ, Οϊλερ, Νεύτωνα, Καρτέσιου. Από την εποχή του Γαλιλαίου, ό,τι λέμε ‘ευρωπαϊκός πολιτισμός’, ανάγεται αποκλειστικά στην επιστήμη. Σ’ αυτόν δεν ανήκει ούτε η ποίηση , ούτε η ζωγραφική ή το θέατρο. Ανήκει η επιστήμη. Η επιστήμη των Αρχαίων ήταν τόσο προχωρημένη Λογικά, που στην εποχή του Καρτέσιου δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ήταν σαν να μην υπήρχε. Η ειδοποιός διαφοά μεταξύ της επιστήμης των αρχαίων και αυτής της αναγεννήσεως είναι ότι η δεύτερη στηρίζεται στο πείραμα. Και η διαφορά των λαών σήμερα δεν κρίνεται από την τέχνη τους παρά μόνο από την συμμετοχή τους στην Επιστήμη [9].
Απουσιάζουν από το βιβλίο παντελώς αναφορές στον Μ. Σοφιανό, Ι. Χατζιδάκη και τις Αλγεβρές τους, στον Βλαστό, τον Ε. Γιαννίδη, ή η προσφορά των Μυστριώτη, Ε. Βούλγαρη, Κούμα, Ασάνη και φυσικά το γεγονός ότι πριν εκατό καί χρόνια οι Ελληνες ήσαν πιό εκσυγχρονισμένοι επιστημονικά απ’ ότι σήμερα. Απουσιάζει φυσικά και η συμβολή των Αράβων.
Τέλος η δομή του βιβλίου δείχνει πόσο μακράν του δασκάλου της αίθουσας αλλά και του μαθητή, είναι οι συγγραφείς. Στα λίγα λεπτά του μαθήματος ο δάσκαλος είναι υποχρεωμένος να εξετάσει, αναλύσει το νέο κεφάλαιο, αναδομήσει τα ερριμένα δίκην slides, κομμάτια κειμένων , αποσπάσματα, και φωτογραφίες, σε λογικούς συνειρμούς που θα διαγείρουν την σκέψη , θα προβληματίσουν τον Νου, θα κατανοήσουν οι μαθητές τα ρήματα και τις ιδέες και –κατά τους συγγραφείς, θα οδηγηθούν σε προσωπικές πλέον κρίσεις. Η εμπειρία και μόνο των δασκάλων και η σιωπή τους -όπως και για τα νέα βιβλία των μαθηματικών όλων των τάξεων, είναι ιδιαίτερα εκκωφαντική.
γ) Λόγοι προστασίας της εθνικής πολιτισμικής μειονότητος εμού και των παιδιών μου από την παρανομούσα Πολιτεία και τα όργάνα της
Επειδή έλκω την καταγωγή από την Ιωνία (Νυν Μικρά Ασία) και οι γεννήτορες μου με μεγάλωσαν με τα νάμματα:
-της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, που πάνω της βασίσθηκαν οι διάφοροι πολιτισμοί και φιλόσοφοι,
– της Ιστορίας -διαχρονικά, του Ελληνικού Εθνους, κατ’ αιτιώδη αλληλουχία
-της μεταφυσικής που προκάλεσε τον Παρθενώνα , τον Θαλή , τον Πλάτωνα και την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία,
-των παραδόσεων σχετικά με την Πατρίδα και τους ήρωές της συμπεριλαμβανομένων των Λεωνίδα, Θεμιστοκλή, Μεγάλο Αλέξανδρο, Θεοδ. Κολοκοτρώνη, Αθαν. Διάκο, ‘Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας’, αλλά και των Δημόκριτο, Πυθαγόρα, Αρίσταρχο, Αρχιμήδη, Ερατοσθένη, Γρηγόριο Παλαμά, Καραθεοδωρή, Παπανικολάου
-των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκώ
-των αναμνήσεων από την μάχη του Σολφερίνο του Ερρίκου Ντυνάν,
Επειδή με έμαθαν κατά την ελληνική παράδοση να εξυμνώ τους ήρωές μας, σεβόμενος και τιμώντας τους εχθρούς μας,
Επειδή τα ίδια νάμματα θέλω ως αυτεξούσιος πολίτης να εμφυσήσω κατ’ απαράβατο δικαίωμά μου στα παιδιά μου,
Επειδή αυτή η εμφύσηση ουδένα νόμο ή δικαίωμα συμπολίτη μου παραβιάζει
Επειδή προσδιορίζεται σαφώς κατά γέννηση, γλώσσα, θρησκεία και ανατροφή η ένταξή εμού και της οικογενείας μου στο Ελληνικό Εθνος και επειδή το κράτος και οι Λειτουργοί του στο θέμα αυτό της Ιστορίας:
-περνούν γνώσεις, υποβάλλουν ιδέες, και επιδιώκουν να αποδιαμορφώσουν την κατά το Σύνταγμα ελληνική εθνική συνείδηση και να συμβάλλουν στη μετατροπή του πολίτη σε προσωρινό κάτοικο χωρίς ταυτότητα και διασύνδεση με το έθνος, άρα υποκείμενο εξανδραποδισμού από αυτοκρατορικές λογικές τρίτων,
-διαστρεβλώνουν τα γεγονότα και ιδιαίτερα αυτά που εξανάγκασαν τους προγόνους μου σε προσφυγιά,
-παρουσιάζουν τους άλλους λαούς (και τον ελληνικό) με ένα πλήθος ανακριβειών,
-δεν προωθούν την κριτική σκέψη και αναπόφευκτα τα παιδιά μου θα συμφωνούν με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν οι συγγραφείς τους,
και τέλος Επειδή, εκ των πραγμάτων, αποτελώ (με άλλους 5000 περίπου που διαπίστωσα ότι έχουν διαμαρτυρηθεί – Βλ. http://www.antibaro.gr ), eθνική και πολιτισμική μειονότητα,
επικαλούμενος την προστασία των Υπερεθνικών Αρχών και Οργανισμών (ΟΗΕ, Ε.Ε κλπ) και του Συντάγματος που προστατεύουν τις Εθνικές, Θρησκευτικές Πολιτισμικές Μειονότητες,
απαιτώ την άμεση προστασία του υιού μου και την απαλλαγή του από την διδασκαλία και εκμάθηση του ανωτέρω βιβλίου.
Επειδή κατανοώ το θέμα της αδυναμίας του 9ου Δημ. Σχολείου να παρέχει προστατευμένο χώρο παραμονής μαθητών εκτός αιθουσών διδασκαλίας, επιτρέπω την παραμονή του εντός της αιθούσης με τον όρο να του διατεθεί για ανάγνωση το παλαιό βιβλίο Ιστορίας.
Με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μου για αποζημίωση λόγω ηθικής και ουσιαστικής βλάβης
Γεώργιος Σπ. Κακαρελίδης
τηλ xxx
κιν xxx
e-mail: xxx
Πηγές και Αναφορές
1.Δασκόπουλος Αντώνιος. ‘Νομικές Ακυρότητες για το Βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ` Τάξεως Δημοτικού’ 24-2-07 http://www.diktyo21.gr
2.Σύνταγμα της Ελλάδος. Βουλήτων Ελλήνων http://www.parliament.gr/politeuma/default.asp
3.Κορκόβελος Χρήστος. Το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ τάξης και η καταστρατήγηση του Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών , Αντίβαρο, Ιανουάριος 2007, http://www.antibaro.gr/
4. Ηφαιστος Π. Τα βαθύτερα αίτια των αξιώσεων για «κριτική αναθεώρηση» της ιστορίας http://www.ifestos.edu.gr/
5.Κέντρο για Δημοκρατία και Συμφιλίωση (ΣΣ ορθότερα συμβιβασμό) στην Νοτιοανατολική Ευρώπη (CDRSEE) http://www.cdsee.org/
6. Nye- Καθημερινή, «Κ», τεύχος 127 6.11.2005
7. Jonathan Mowat, Ukrainian postmodern coup completes testing of new template http://www.onlinejournal.com/Special_Reports/031905Mowat-1/031905mowat-1.html
8. Λαζαρίδης Χρύσανθος – Επιστημοσύνη και Παιδαγωγική – 9-3-07, http://www.diktyo21.gr/
9. Γερ. Κακλαμάνης – Ανάλυση της Νεοελληνικής Αστικής Ιδεολογίας – Ροές 1989
10. Λαζαρίδης Χρύσανθος – Ανακαλέστε το – 1-2-07, http://www.diktyo21.gr/
Μαθήματα από την Ιστορία μας
«E» 30/3
Ο διάλογος για το βιβλίο της Ιστορίας, οι μύθοι και οι ιστορικές αλήθειες
Από τον Δημήτρη Παπαχρήστο,Συγγραφέα
Οι συγγράψαντες το βιβλίο της Ιστορίας της Στ Δημοτικού κατόρθωσαν κάτι εκπληκτικό. Προκάλεσαν τους Ελληνες της συνέχειας του ελληνικού έθνους και της ελληνικής γλώσσας να προβληματιστούν και να αναγκαστούν να δώσουν ιστορικές απαντήσεις, τεκμηριωμένες σε επιστημονικό επίπεδο, μακριά και έξω από τα τηλεοπτικά παράθυρα.
Και ευτυχώς να μην αποσιωπήσουν και παραλείψουν λαϊκές παραδόσεις, θρύλους, μύθους, τραγούδια, ποιήματα και διηγήσεις, που μας έθρεψαν, μας ζέσταναν και μας κράτησαν άγρυπνους μέσα στα σκοτάδια της μακραίωνης σκλαβιάς, κάτι που τόσο είχαμε ανάγκη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ανταποκρίνονταν σε ιστορικές αλήθειες.
Ο αφηγηματικός, γλαφυρός λόγος και ο τρόπος καταπράυναν τις πληγές, τις πίκρες και τα βάσανα. Κράτησαν αναμμένο το κεράκι της μνήμης, εμψύχωσαν και καλλιέργησαν το πνεύμα της αντίστασης και της επανάστασης, για να βγει απ τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά η Ελευθερία.
Είναι μεγάλη η προσφορά αυτών των ανθρώπων, που άθελά τους έθεσαν το πρόβλημα της Ιστορίας και του αναστοχασμού του παρελθόντος, για να μπορέσουμε να ατενίσουμε το μέλλον μας. Το έκαναν αυτό είτε ως μεταμοντέρνοι ιστορικοί, είτε ως παγκοσμιοποιημένοι εκσυγχρονιστές, είτε ως μεταρρυθμιστές, είτε ως ευρωπαϊστές κοσμοπολίτες, είτε ως εντολοδόχοι κάποιων κέντρων εξουσίας, που επιδιώκουν να ξαναγραφεί η Ιστορία όπως τους βολεύει, στη νέα εποχή της νέας τάξης πραγμάτων, που την ευθυγραμμίζουν και την ομογενοποιούν με τη βία και τους πολέμους τους… Κατάφεραν αυτοί οι κύριοι και οι κυρίες να προκαλέσουν τα αντανακλαστικά των Ελλήνων εκείνων που δεν έχουν καμία σχέση με τους πατριδοκάπηλους Ελληναράδες, τους εθνικιστές, τους ακροδεξιούς, τους εκκλησιαστικούς παράγοντες, τους χρυσαυγίτες, τους χούλιγκαν και με την «Ελλάδα των Ελλήνων χριστιανών»…
Οπως το πρόβλημα της παιδείας μας δεν έχει να κάνει μονάχα με το άρθρο 16, αλλά με την ουσία της, που δεν εμπορευματοποιείται απλώς, αλλά ακολουθεί το Παγκόσμιο Πνεύμα που παράγει και κατασκευάζει άβολους και εξειδικευμένους ηλίθιους χωρίς μνήμη, έτσι και το πρόβλημα με την Ιστορία μας δεν έχει να κάνει με το συγκεκριμένο βιβλίο ή με το προηγούμενο, αλλά με το κατά πόσον υπάρχει εθνική συνείδηση και ιστορικότητα ελληνική στον λαό που ζει σ’ αυτόν τον τόπο, που όσο κι αν βιάζεται κι αλλάζει, παραμένει ίδιος ακόμα κι όταν δεν γνωρίζει, εκφράζοντας την οικουμενικότητα του πολιτισμού του, που οι σημερινοί ιστοριογράφοι προσπαθούν να του αμφισβητήσουν.
Ευτυχώς όμως που υπάρχουν Ελληνες ακόμα και απάτριδες με την ανθρώπινη διάστασή τους, που αισθάνονται περήφανοι κι ελεύθεροι πολίτες του κόσμου, διεθνιστές πραγματικοί, που ξέρουν πού πατούν για να είναι τέτοιοι, που δεν ντρέπονται να την αγαπούν την Ελλάδα και όταν τους πληγώνει.
Ας πάνε να κάνουν οι συγγράψαντες το βιβλίο παρέα με τον Χριστόδουλο, παρόλο που τους θέλει στην πυρά, όταν θα του ανατεθεί να γράψει και αυτός την Ιστορία κατά την περίοδο της δικτατορίας, που διάβαζε πολύ και γι αυτό δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα για βασανιστήρια και διώξεις. Τα δύο άκρα αυτοτροφοδοτούνται και το ένα ρίχνει νερό στον μύλο του άλλου και βλάπτουν το ίδιο την πατρίδα μας που δεν βρίσκεται και στην καλύτερή της κατάσταση.
Ρεπούση (μακροσκελής συνέντευξη!)
«Ιδεολογικός πόλεμος με διδακτικό άλλοθι
Η επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας του βιβλίου της Ιστορίας της Στ΄
Δημοτικού αν. καθηγήτρια Μαρία Ρεπούση μιλάει στην «Κ»»
Μπουκάλας (άρθρο)
«Εως πότε η ξένη «συνωμοσία»…»
Μανδραβέλης (στρίβειν διά του αρραβώνος…)
«Η Τεχνολογία και η Ιστορία»
«Η εκστρατεία στη Μικρά Ασία και το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού» (άρθρο του Αναστάση Γκίκα στον «Ριζοσπάστη»):
http://www.alfavita.gr/typos/typos20070401d.php
Η Ιστορία ανάμεσα σε συμπληγάδες!
Η διαμάχη για τα νέα σχολικά βιβλία
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
Η διαμάχη που έχει ξεσπάσει για τα νέα βιβλία Ιστορίας με αφορμή το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού δημιούργησε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και δύο ρεύματα, τα οποία ελάχιστα έχουν να προσφέρουν όχι μόνο στη συζήτηση για τα σχολικά εγχειρίδια, αλλά και για το ίδιο το επίμαχο θέμα, αυτό της Ιστορίας και της ιστορικής εγγραφής της.
Οι δύο πόλοι της αντιμαχίας (με τις εθνικιστικές κορώνες να υπερτερούν γιατί ξύνουν τη μνήμη και τις πληγές του λαού μας καλύτερα), είναι από τη μια πλευρά ο εκσυγχρονισμός και ο κοσμοπολιτισμός και από την άλλη οι γνωστοί εθνικιστικοί κύκλοι, με τους βουλευτές της Ν.Δ. που κλείνουν το μάτι στα συντηρητικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων.
Το εκπαιδευτικό κίνημα και οι πιο δραστήριες συνιστώσες του ακόμα κρατούν στάση αμηχανίας. Όμως το ζήτημα το αφορά. Από μια άποψη περισσότερο από κάθε άλλον, διότι εδώ διακυβεύονται «ιδεολογίες», παίζεται η τύχη της μνήμης και του τρόπου που αντιμετωπίζεται η ιστορία.
Απέναντι στον θεσμικό εκσυγχρονισμό (έτσι όπως αυτός εκφράζεται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τις «μοντέρνες» αντιλήψεις για τη γνώση και το σχολείο) και την επαναφορά στη νοσταλγική ασφάλεια της παράδοσης, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να επιχειρήσουν την έξοδο. Με κανέναν.
Ούτε με το σερβίρισμα της νέας σκέψης που απαλείφει κάθε έννοια συγκρότησης και κοινωνικής πάλης για να παραδώσει τον μαθητή – αυριανό πολίτη χωρίς σκέψη, χωρίς ιδεολογικό και πολιτικό έρμα, έρμαιο στην αγορά, ούτε όμως και με τον κούφιο πατριωτισμό, την κενολογία, τις αντιλήψεις περί ανάδελφου έθνους κ.λπ.
Η πρώτη ιδεολογική και πολιτική άποψη, παρά την επιστημονική της προβιά και το κύρος των ειδικών, προτείνει μια ιστορική σούπα, όπου, σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό Θανάση Τσιριγώτη, το δευτερεύον εξισώνεται με το κύριο, οι κοινωνικές συγκρούσεις μηδενίζονται, ο ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει, η συνολική αφήγηση σφαγιάζεται σε πληροφορίες, εικόνες, αριθμούς και πηγές, για να φτιαχτεί τάχα η ιστορία σαν κουλουράκι (ο καθένας και η προσωπική του ιστορική άποψη).
Η δεύτερη άποψη προτείνει τα ιερά και όσια του έθνους, την παράδοση και τη θρησκεία και απέναντι στην παγκοσμιοποίηση αντιτάσσει την επιστροφή στις εθνικές ρίζες, κηρύσσει τον σοβινισμό, προκρίνει τη μυθολογία απέναντι στην επιστήμη.
Ανάμεσα στις συμπληγάδες οι εκπαιδευτικοί έχουν έναν μόνο δρόμο. Να περάσουν ανάμεσα, όσο μπορούν αλώβητοι.
Η ματιά στην Ιστορία δεν είναι αθώα και ουδέτερη όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι τεχνοκράτες· οι ιδέες κάθε εποχής είναι αυτές της κυρίαρχης τάξης. Όχι με ταυτότητα και «σιδερένιο» τρόπο, ωστόσο αντανακλούν τον βαθύτερο ψυχισμό της εποχής. Καμία γνώση και καμία μέθοδος για την πρόσκτησή της, όσο τεχνοκρατική και να εμφανίζεται, δεν είναι ιδεολογικά στεγανή, ουδέτερη.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: από τα νέα βιβλία απουσιάζει ο συνεκτικός ιστός, απουσιάζουν τα ιστορικά πλαίσια, οι κοινωνικές συγκρούσεις εξοστρακίζονται, ο ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει, η συνολική αφήγηση σφαγιάζεται σε πληροφορίες, εικόνες, αριθμούς και πηγές. Απομένει η τμηματική πληροφορία, η αποσπασματική είδηση, το απομονωμένο γεγονός, χωρίς την ιστορική και κοινωνική του πλαισίωση. Το «πώς» και το «γιατί» έχουν εξαφανιστεί. Μιλάμε για μια άχαρη περιήγηση στο παρελθόν μέσα από θέματα από τα οποία απουσιάζει κάθε αναφορά στις κοινωνικές τάξεις και τους αγώνες τους.
Πρόκειται για σπαράγματα – θραύσματα γεγονότων χωρίς συνέχεια. Σκόρπιες πληροφορίες «ατάκτως εριμμένες» προσφέρονται προς «κατανάλωση», ένας σωστός τσελεμεντές, όπου χάνεται η σχέση αιτίας και αποτελέσματος, καθώς και το νόημα της κάθε γνώσης. Ο θρυμματισμός είναι συντριπτικός, ενώ η απόσπαση των πληροφοριών από το θεωρητικό τους θεμέλιο εντονότατη.
Απουσιάζει η διήγηση. Μα αυτό ακριβώς είναι η Ιστορία: η διήγηση για τα πάθη των ανθρώπων, για τον μόχθο τους, για τη ζωή και για το κτίσιμο των κοινωνιών τους, για την πίστη που είχαν, τα λάθη που έκαναν, τις αντιστάσεις τους, το αίμα που έχυσαν για δίκαιους και άδικους λόγους. Για όλα αυτά συναρπάζει και μέσα από αυτά δημιουργεί την έφεση για γνώση και την κριτική διάθεση. Από όλο αυτό το συναρπαστικό «παραμύθι», σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Γιώργο Μαργαρίτη, η μεταρρυθμιστική «πολιτικά ορθή» απορρύθμιση θέλει να αφήσει ένα και μόνο: το τίποτα.
Η διάρθρωση της ύλης εγκαταλείπει τη συστηματικότητα που επιβάλλουν η επιστημονική δομή των αντικειμένων και η διδακτική επεξεργασία τους. Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τον παιδαγωγό Μάριο Μιχαηλίδη, επιτυγχάνεται μια επιφανειακή, ακριβώς αποσπασματική μάθηση (στο όνομα της διασύνδεσης!), η οποία αποτελεί την παιδαγωγικο-ψυχολογική βάση της «κατάρτισης», στόχου στρατηγικής σημασίας για το σύστημα σήμερα.
Είναι μνημεία ιστορικής λοβοτομής.
ΤΑ ΝΕΑ , 03/04/2007
http://www.tanea.gr/print_article.php?e=A&f=18804&m=N06&aa=2
«Γκιαούρ Ισμίρ»
Του ΦΑΙΔΩΝΑ ΜΑΛΙΓΚΟΥΔΗ
Το ζήτημα περί τον χαρακτήρα της ιστοριογραφίας εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, σε βαθμό μάλιστα που αρχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον και των αιρετών μας αρχόντων, όπως δείχνει η προχθεσινή επίσκεψη του ίδιου του πρωθυπουργού στο Μουσείο του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Η συζήτηση, ωστόσο, έχει πάρει διαστάσεις που ξεπερνούν τα όρια του αρχικού προβληματισμού, ο οποίος δεν ήταν άλλος από του τι λογής Ιστορία πρέπει να διδάσκεται στην πρωτοβάθμια, κυρίως, εκπαίδευση. Με άλλα λόγια: αποτελεί η λεγόμενη «συναινετική θεώρηση της Ιστορίας» (μια σχολή σκέψης που με περισσή φροντίδα θεραπεύεται από παντοειδή υπερατλαντικά κέντρα) τον «μπούσουλα» για τη διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολειά μας;
Εδώ μεγαλύτερη αξία έχει, νομίζω, να ληφθεί υπ’ όψιν κατά προτεραιότητα η γνώμη των ειδικότερων, των παιδαγωγών, όπως για παράδειγμα του Χ. Κατσικά, ο οποίος στα προχθεσινά «Νέα» χαρακτηρίζει προσφυώς ως «μνημεία ιστορικής λοβοτομής» όσα εγχειρίδια είναι γραμμένα στο πνεύμα της «συναινετικής θεώρησης της Ιστορίας». Πράγματι, και για τα σχολικά εγχειρίδια πρέπει να ισχύει ο χρυσός κανόνας για όλους εκείνους που διακονούν το ναό της Μνημοσύνης, όπως τον διατύπωσε ένας σύγχρονός μας «αιρετικός» της Ψυχιατρικής: «Ο ανόητος ούτε συγχωρεί ούτε λησμονεί, ο αφελής συγχωρεί αλλά και λησμονεί, ο σοφός όμως συγχωρεί αλλά δεν λησμονεί» (πβ. Thomas Szasz, The Second Sin, Ν. Υόρκη 1973). Με άλλα λόγια: Η λήθη -που για τον ποιητή είναι, μαζί με τη γεροντική άνοια, το φινάλε στο κάθε θεατρικό έργο του ανθρώπινου βίου (Σέξπιρ, «Οπως σας αρέσει», πράξη β’)- αποτελεί μια κατηγορία ξένη προς το έργο του ιστορικού. Ας ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, στη Σμύρνη, όπως δεν την περιγράφει το, περίφημο πια, βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού.
«Οι κάτοικοι της Σμύρνης ξεχωρίζουν για το φιλότιμό τους, αλλά και δεν υπολείπονται από τους άλλους συμπατριώτες τους ως προς την κοινωνικότητα και τη φιλομάθεια που τους διακρίνει…». Οι παρατηρήσεις αυτές προέρχονται από έναν νεαρό Βαλκάνιο πραματευτή, που θα εγκατασταθεί για εμπορική δραστηριότητα στη Σμύρνη το 1825. Εκδηλος είναι ο ενθουσιασμός με τον οποίο περιγράφει ο Konstantin Fotinov (1790-1858), ένας από τους πρωτεργάτες της βουλγαρικής πνευματικής αφύπνισης, την πολιτιστική και κοινωνική ατμόσφαιρα που επικρατεί στη μητρόπολη αυτή της Ιωνίας, στο «Γκιαούρ Ισμίρ», με τους πολιτιστικούς συλλόγους αλλά και τα ευαγή ιδρύματα, τα πολυάριθμα σχολεία αρρένων και τα παρθεναγωγεία, τη βιβλιοθήκη του Ελληνικού Σχολείου, τα δώδεκα τυπογραφεία, τα δύο θέατρα, τους δύο εμπορικούς συλλόγους, τα νοσοκομεία, την πυροσβεστική υπηρεσία και το πλήθος από τις εκκλησίες…
Πολύτιμη για την ιστορία της Σμύρνης είναι η μαρτυρία του εμπορικού παραγγελιοδόχου από το Samokov της Βουλγαρίας, για τον οποίο το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατ. Μεσογείου θα αποτελέσει, κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες του βίου του, τη δεύτερη πατρίδα του. Μαρτυρία που θα καταγράψει ο Fotinov στο περιοδικό του «Φιλομάθεια» («Ljuboznanie») που θα εκδίδει ο ίδιος στη Σμύρνη κατά τα έτη 1842 και 1844-46. Μια ιστορική πηγή με ιδιαίτερη σημασία, διότι αντανακλά αυθεντικά το «επιχώριο πνεύμα», το spiritus loci, στην οθωμανική αυτή πόλη με την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, όπου ωστόσο, μετά την κρίση του 1821, η ελληνική γλώσσα θα αποτελέσει το κυρίαρχο μέσο έκφρασης και με την ανθούσα ελληνική κοινότητα να αφομοιώνει πολιτιστικά τις άλλες εθνικές ομάδες στην πόλη.
Η έλλειψη μισαλλοδοξίας απέναντι στην εθνική ή θρησκευτική «διαφορετικότητα», που χαρακτηρίζει τη γενικότερη νοοτροπία στη Σμύρνη, είναι εκείνη που τεκμηριώνεται μέσα από τα άρθρα του Fotinov στη «Φιλομάθεια», η οποία, παρεμπιπτόντως, αποτελεί και το πρώτο δημοσιογραφικό όργανο που θα εκδοθεί στα βουλγαρικά. Ο ένθερμος αυτός Βούλγαρος πατριώτης δεν θα αισθανθεί διόλου ξένος στην πόλη αυτήν, ακόμα και όταν, μετά το 1835, τα πνεύματα θα οξυνθούν από τη διαμάχη μεταξύ Ορθοδοξίας και Προτεσταντισμού που θα ξεσπάσει στα μεγάλα αστικά κέντρα της καθ’ ημάς Ανατολής.
Η κρίση αυτή, τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι έκδηλα στη συμπαγή ελληνορθόδοξη κοινότητα της Σμύρνης, αποτελεί ένα πρώιμο δείγμα του υπερατλαντικού ηγεμονισμού, τον προπομπό θα έλεγε κανείς σήμερα (έχοντας την πλούσια εμπειρία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα: τα πρόσφατα εγχώρια δείγματα γραφής της αμερικανόφερτης «συναινετικής ιστοριογραφίας») της Σταυροφορίας για να επιβληθούν, με κάθε μέσον, οι «αμερικανικές αξίες» σε όλους τους λαούς της υφηλίου. Αιχμή του δόρατος θα αποτελέσουν οι δραστηριότητες της «Βιβλικής Εταιρείας» («Bible Society»), οι οποίες, με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τους ιεραποστόλους τους, θα προπαγανδίζουν επιθετικά την αμερικανική εκδοχή για τον «εκχριστιανισμό των εθνών». Δραστηριότητα η οποία, ύστερα από μιαν αρχική φάση ανοχής, θα συναντήσει, μετά το 1835-36, την αποφασιστική αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και των τοπικών κοινωνιών.
Μια προσπάθεια «εξαμερικανισμού», από την οποία θα προκύψει στην τοπική κοινωνία η εικόνα του «ugly American». Η ονομασία «Αγγλο-Αμερικάνοι» θα αποτελέσει στο εξής (σύμφωνα με την αναφορά που θα στείλει το 1836 στη «Βιβλική Εταιρεία» ο εκπρόσωπός της Bible Society στη Σμύρνη) στη γλωσσική χρήση του ντόπιου πληθυσμού έναν απαξιωτικά φορτισμένο χαρακτηρισμό για τους προτεστάντες ιεραποστόλους».
http://malingoudis.blogspot.com/
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 05/04/2007
Οι 41 Ιρακινοί και το βιβλίο της ιστορίας…
Ελένη Καρασαββίδου-Κάππα
Μια από τις σοβαρότερες κοινωνιολογικές θέσεις ήταν πάντοτε η σχέση δομής κι υπερδομής. Κοινωνικών αναγκών ή καλύτερα συνθηκών (αφού οι δεύτερες μπορεί να μην εκφράζουν τις πρώτες, όπως συνήθως συμβαίνει) και πνευματικής νομιμοποίησης τους. Γνωστό και το Μπρεχτικό «μονάχα η πραγματικότητα θα μας δείξει πως την πραγματικότητα ν αλλάξουμε». Ας την αγγίξουμε για λίγο… Τι σχέση μπορούν να έχουν οι 41 πρόσφυγες του τμήματος μεταγωγών στη Θεσσαλονίκη και η διακρατική συμφωνία φιλίας μεταξύ των δυο κρατών (Ελλάδος-Τουρκίας) για «άμεση έκδοση» των φυγάδων, με το γενικότερο πνεύμα φιλίας (καθώς οι αγορές πρέπει ν’ ανοίξουν και τα πετρέλαια π.χ. να συν-μοιραστούν) που το «πολιτικά ορθό» ρεύμα του αστικού εκσυγχρονισμού προωθεί μέσα από τα νέα βιβλία ιστορίας;
Στο πνεύμα του «μη λεχθέντος» δεν χωρούν οι ετερογένειες, βασικό εργαλείο ανάλυσης και του ίδιου του Μαρξισμού, κι άρα δεν χωρούν καταπιεσμένοι. Δεν χωρούν Κούρδοι, δεν χωρούν Πομάκοι, δεν χωρούν οι νεκροί τουρκοκύπροι του 60 ούτε οι εξαφανισμένοι ελληνοκύπριοι του Αττίλα, δεν χωρά το δάκρυ του Μικρασιατικού ελληνισμού, δεν χωρούν Ιρακινοί. Κι αυτό για να μην αναδειχθούν οι δυνάμεις κίνησης της ιστορίας προς τα μπρος ή προς τα πίσω και βαθύνει η σκέψη κι η επιλογή. Η ιστορία-«ντίσνευλαντ» θα γράφεται μονάχα στα μέτρα που θα θέτουν φιλικά προσκείμενα κι αλληλέγγυα στην έκδοση «ενοχλητικών φυγάδων» – κι όχι μόνο… – κράτη (όχι ακριβώς εθνικά μα υπερτοπικών επιχειρηματικών συμφερόντων, πάντως όχι απαραίτητα δημοκρατικά…) κρυμμένα πίσω από τα ιδεολογήματα φιλικά προσκείμενων λαών που θα μάθουν την φιλία «από πάνω» σε μια διαδικασία μη-απελευθέρωσης… Και βέβαια μια κοινωνία «παιδική χαρά» που θέλει να ξεχνά το αίμα δεν μπορεί παρά να θέλει να δημιουργήσει και νέου τύπου αριστερά, εκμεταλλευόμενη και χειριζόμενη τα σωστά αντι-εθνικιστικά και αντιρατσιστικά αντανακλαστικά των ανθρώπων… Κι όχι τυχαία είναι αυτή η κοινωνία που μέσα από τα κυρίαρχα μίντια της στηρίζοντας αυτήν την βασική επιλογή του «πολιτικώς ορθού», προβάλλει στην κριτική του βιβλίου ως αντίπαλο δέος μόνο λιγότερο ή περισσότερο γραφικούς κι ακραίους εθνικιστές και παπάδες, ώστε να ταυτίσει κάθε εναντίον του μεταμοντέρνου ιστορικισμού κριτική μαζί τους, αποσιωπόντας κι απομονώνοντας την πολιτική κριτική… Οι αντιδράσεις μάλιστα των μετεχόντων στη συγγραφή ή στην υπεράσπιση του βιβλίου (οι οποίοι όντως έχουν δεχθεί άδικη ή υπερβολική κριτική σε επιμέρους ζητήματα από το άλλο άκρο όπως σημειώσαμε) τσουβάλιασαν και πόλωσαν επίσης άδικα τα πράγματα, αποφεύγοντας με την σειρά τους την παιδαγωγική, ιστορική και πάνω απ όλα πολιτική συζήτηση, αλλά εξοβελίζοντας ατάκες περί «νοικοκυρών». Κι επιμένω στο πάνω απ όλα πολιτική γιατί οι ίδιοι δεν (θέλουν να) ξέρουν «νοικοκυρίστικα» κι αλαζονικά ότι έχει αναλυθεί με επάρκεια η σχέση της επιστήμης με τις κοινωνικές, οικονομικές και (άρα) τις πολιτικές συντεταγμένες κάθε εποχής (π.χ. από τον Khun) κι επέλεξαν «προοδευτικά»… εν έτει 2007 να φέρουν στο προσκήνιο την προνεωτερική έννοια της επιστημονικής αυθεντίας… Από αυτούς αναζητείται μια απάντηση δημοκρατική, που θα υπερασπίζεται το αδύνατο αίμα παντού… Από τα εθνικοαπελευθερωτικά μέχρι τα εργατικά…
Από τους άλλους όμως, τους «εθνικόφρονες ορθόδοξους χριστιανούς» τι αναζητάται; Να ωρύονται «για τις αξίες της πίστης μας και τα ιδανικά του έθνους» (λες κι ήταν και τα δυο αμετάβλητες στο διάβα του χρόνου, μεταφυσικές οντότητες) αλλά να μην εφαρμόζουν τις αξίες του ανθρωπισμού στους 41 Ιρακινούς; Δεν ταυτίζονται τα ιδανικά «μας» με τα ιδανικά του ανθρωπισμού; Φυσικά κάθε ναρκισσιστική σύλληψη του κόσμου (και τέτοια ήταν κι η εθνοκεντρική όπως όμως και πολλές από τις «ιδεολογικές εκδοχές» που θέλησαν να την ανατρέψουν…) απονέμει στο βάθος άνισα την ανθρώπινη ιδιότητα, εξοβελίζοντας την ετερότητα και πριμοδοτόντας μονάχα αυτό που θεωρεί «όμοιο» ή «δικό» της… Οι 41 Ιρακινοί δεν είναι ούτε θρησκευτικά ούτε εθνικά «δικοί μας». Αλλά εκεί ακριβώς δοκιμάζεται η ανθρωπιά. Και με δεδομένα τα διασυνοριακά προβλήματα τους με το «ευρωπαϊκό, φιλικό» τουρκικό κράτος ζητούν την προστασία μας. 41 ικέτες ήρθαν Πασχαλιάτικα στην πόρτα μας. Πως θ’ απαντήσει ο καθένας κι η κάθε μια (σε αυτό έλεγε ο Πλάτωνας διαχωρίζεται η έννοια του πολίτη από την έννοια του «ιδιώτη», δηλαδή του idiot-ηλίθιου) εξαρτάται απόλυτα από την συνείδηση του… Άλλωστε, αν θέλουμε να μιλήσουμε για τις θετικές πλευρές της περίφημης «ελληνικής σύλληψης»του κόσμου θα πρέπει μέσα στα Πασχαλινά πολιτιστικά φολκλόρ να θυμήσουμε την φράση του Λαέρτιου. «Όποιος ξεχωρίζει τον πολιτισμό από τα πολιτικά πράγματα, την Βαρβαρότητα φέρει…» Χρόνια πολλά και σε μας και στους 41 ικέτες…
Κείμενο αλληλεγγύης
http://www.agitprop.gr/article/132/41-iraqis
——————————————————————————
07 Αυγ 2007
Για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού(από το Ριζοσπάστη)
Το «νέο» παραμένει αντιεπιστημονικό
Στα μέτρα του ιμπεριαλισμού το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού
Η ουσία του βιβλίου δεν πρόκειται να αλλάξει, είχε δηλώσει πριν από μήνες η υπουργός Παιδείας, συμπληρώνοντας ότι βεβαίως θα παρθούν υπόψη παρατηρήσεις, ενώ θα γίνουν και διορθώσεις όπου υπήρξαν λάθη ή αβλεψίες.
Δε χρειαζόταν η προειδοποίηση. Ηταν βέβαιο ότι δεν επρόκειτο να αλλάξει η ουσία ενός βιβλίου που αποτελεί ακόμα πιο βαριά βολή στη συνείδηση της νεολαίας, ένα βιβλίο που εντάσσεται στο «νέο» παιδαγωγικό πλαίσιο, όπως και όλα τα άλλα σχολικά βιβλία. Επομένως, ήταν αναμενόμενο ότι οι διορθώσεις θα αφορούσαν σε πολύ επιμέρους πλευρές του βιβλίου, καθώς και σε ανακρίβειες που εξέθεταν τη συγγραφική ομάδα… Οπερ και εγένετο.
Δε χρειάζεται να δούμε το σύνολο των διορθώσεων και αλλαγών που γίνονται στο βιβλίο μετά τις παρατηρήσεις της Ακαδημίας Αθηνών. Το συγκεκριμένο Ιδρυμα είχε δημοσιοποιήσει τις απόψεις του, που κατά την υπουργό έγιναν δεκτές. Αρα είναι γνωστές. Κινούνται και αυτές στην πεπατημένη.
Το βιβλίο παρουσιάστηκε με το περιτύλιγμα του βιβλίου «Ματωμένα Χώματα», για να τονίζεται η «προοδευτικότητά» του. Κι αυτό, δίχως να εξηγείται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, πώς συμβαίνει οι μαθητές της ΣΤ‹ Δημοτικού, από τη μία να χρειάζονται «ελαφρά» κείμενα όπως διατείνεται και από την άλλη να «φορτώνονται» με ένα βιβλίο που μόνο ο όγκος του είναι μεγαλύτερος από το βιβλίο της Ιστορίας. Δε λέμε ότι κακώς θα δοθεί, απλώς υπογραμμίζουμε την αντίφαση, καθώς και την αντίφαση ανάμεσα στη χορήγηση του «Ματωμένα Χώματα» και στο γενικό εξοβελισμό της λογοτεχνίας από το σχολείο…
Βεβαίως, από αυτή την κίνηση κάθε άλλο παρά απουσιάζει και η καθαρά προεκλογική σκοπιμότητα, για να ικανοποιηθούν διάφοροι που εντυπωσιάζονται από την επιφάνεια, δίχως να μπαίνουν στο βάθος του θέματος. Προεκλογική σκοπιμότητα υπάρχει και με την επαναδιατύπωση ορισμένων σημείων (Μικρασιατική εκστρατεία, Κυπριακό κ.ά.), προς άγραν δυσαρεστημένων ψηφοφόρων της ΝΔ που πιθανόν κοιτάζουν προς τον ΛΑ.Ο.Σ.
Πάνω απ’ όλα, όμως, προστατεύτηκε ο ταξικός χαρακτήρας του βιβλίου στην ακόμα πιο αντιδραστική εκδοχή του.
Πώς τοποθετήθηκαν τα κόμματα; Πλην του ΚΚΕ, ξετυλίχτηκε και πάλι η σύγκρουση εθνικισμού και κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου. Ξαναβγήκαν στα κανάλια γραφικοί του εθνικισμού και πολύξεροι του κοσμοπολιτισμού με το ύφος του εκδικητή. Για να ξαναζήσουμε τις ίδιες σκηνές, που κινούνται μακριά από την ουσία του βιβλίου. Οι κομμουνιστές, δίχως να το θέλουν, απουσίασαν… Ενώ ο δικομματισμός έριξε τους τόνους…
Με τη θέση της ΝΔ συμφώνησε το ΠΑΣΟΚ, που θεώρησε επιπλέον ότι δικαιώθηκε! Και εδώ η σύμπλευση είναι παραπάνω από φανερή.
Ο ΣΥΝ είχε εξαρχής συμφωνήσει με το βιβλίο. (Το μόνο άγνωστο είναι τι θα πει ο ΣΥΡΙΖΑ…). Αλλά ο ΣΥΝ άσκησε και «κριτική», όχι στο περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά στη διαδικασία! Θεώρησε, διά στόματος Αλαβάνου, ότι προσβάλλεται η ελευθερία της συγγραφικής ομάδας… Κατά τα άλλα συμφωνεί με τη ΝΔ και με το ΠΑΣΟΚ.
Το ποιος αποφασίζει για ένα βιβλίο Ιστορίας, έχει τεθεί κατ’ επανάληψη. Το βιβλίο, βεβαίως, δεν μπορεί παρά να γραφτεί από ειδικούς. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι οι ειδικοί μπορούν ή πρέπει να βρίσκονται στο απυρόβλητο, μόνο και μόνο επειδή είναι ειδικοί.
Το βιβλίο κρίνεται από τους πάντες. Πρώτα και κύρια από την εργατική τάξη, από το λαό, που ενδιαφέρεται (ή πρέπει να ενδιαφέρεται) για το τι μαθαίνουν τα παιδιά του. Κρίνεται και από τα κόμματα.
Από την άλλη, υπάρχουν ειδικοί που είναι μαρξιστές και ειδικοί που προσβλέπουν στο κεφάλαιο και την ΕΕ. Για ποιους γίνεται ο λόγος από τον Α. Αλαβάνο, είναι φανερό…
Η θέση αυτών των κομμάτων απέναντι στο βιβλίο Ιστορίας πρέπει να αποτελέσει κριτήριο ψήφου στις βουλευτικές εκλογές, μαζί με τις άλλες θέσεις τους. Το ίδιο και του εθνικιστικού ΛΑ.Ο.Σ., που η κριτική του δημοκοπεί από τη σκοπιά της πατριδοκαπηλίας.
Εχουν σημασία δύο σημεία των τοποθετήσεων της καθηγήτριας Ρεπούση για το βιβλίο. Δήλωσε πολλές φορές ότι «δε θέλουμε ένα βιβλίο με αίμα»! Ακόμα, ότι «δεν μπορεί οι Ελληνες να εμφανίζονται διαρκώς ως αδικημένοι», ότι αιωνίως περιτριγυρίζονται από εχθρούς.
Ζήτημα πρώτο: Τι θα πει «δε θέλουμε ένα βιβλίο με αίμα»; Μας αφήνει αδιάφορους το τι θέλει ή δε θέλει η κυρία Ρεπούση και η ομάδα της, καθώς και οι ενσωματωμένοι κράχτες της κυρίαρχης πολιτικής ομοϊδεάτες της.
Η ιστορία δε γράφεται με βάση το τι θέλει ο καθένας ή με βάση το τι λέει το νομοθετικό πλαίσιο. Η ιστορία γράφεται με βάση αυτό που έγινε. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Αλλά το βαθύτερο νόημα των λόγων της καθηγήτριας είναι τούτο: Το ανάθεμα στην επαναστατική πάλη ανά τους αιώνες και η υπεράσπιση της «κοινωνικής συναίνεσης». Γι’ αυτό και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως η Γαλλική Επανάσταση, η Οχτωβριανή κ.ά., είτε αντιμετωπίζονται στο βιβλίο απερίφραστα καταδικαστικά και λασπολογικά, είτε αποσιωπούνται. Αυτή είναι η απουσία του αίματος…
Ζήτημα δεύτερο: Η έννοια του διαρκώς αδικημένου ελληνισμού, ασφαλώς και δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Διότι, κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει γενικά ελληνισμός. Υπάρχουν η αστική τάξη και η εργατική, τα λαϊκά στρώματα, για να μείνουμε μόνο στα τελευταία 150 χρόνια. Η αστική τάξη της Ελλάδας, όπως όλες οι αστικές τάξεις της Γης, διέπραξε εγκλήματα σε βάρος της εργατικής και των λαϊκών στρωμάτων της Ελλάδας, αλλά και σε βάρος άλλων λαών. Με την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, για παράδειγμα, η αστική τάξη της Ελλάδας στρεφόταν και κατά του τουρκικού λαού, όχι μόνο του ελληνικού που τον έστειλε κατά χιλιάδες στο σφαγείο της τουρκικής αστικής τάξης.
Δεν ευθύνονται, λοιπόν, οι λαοί. Και είναι λάθος να θεωρεί κάθε εργαζόμενος ότι αποτελεί αιώνιο θύμα. Εχθρός του είναι η αστική τάξη «του», γενικά ο ιμπεριαλισμός.
Ομως η τέτοια μεθοδολογική ανάλυση αντιστρατεύεται την αντίστοιχη του βιβλίου Ιστορίας. Την εξοβελίζει και η κυρία Ρεπούση, μιλώντας γενικά για τους Ελληνες.
Τι θέλει να πει με αυτά; Θέλει να εκφράσει (δικαιολογήσει) την ιμπεριαλιστική προσέγγιση ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία (και όχι μόνο). Μια προσέγγιση που ήδη ευνοείται και προωθείται από την κεφαλαιοκρατία των δύο χωρών και από τις ΕΕ – ΝΑΤΟ, που δεν αναγνωρίζουν σύνορα στο Αιγαίο.
Η πάλη κατά του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ‹ Δημοτικού – καθώς και κατά των άλλων αντιπαιδαγωγικών βιβλίων – έχει μόλις αρχίσει. Η πιο δύσκολη φάση της θα συνεχιστεί στα σχολεία. Οι εκπαιδευτικοί, πρωταρχικά οι κομμουνιστές, αλλά και όσοι σέβονται την ιστορική αλήθεια, έχουν χρέος να τη διδάξουν στα παιδιά. Και πρέπει να εξοπλιστούν ακόμα περισσότερο, τόσο γιατί ο εθνικισμός χρησιμοποιεί το θρησκευτικό συναίσθημα, πατώντας σε αυτό, για να παρουσιάσει τα γεγονότα από τη σκοπιά του, όσο και γιατί οι του κοσμοπολιτισμού κτυπούν με το βιβλίο ορισμένες σκουριασμένες αντιλήψεις και ψεύτικα γεγονότα, προκειμένου να περάσουν τη «μεταμοντέρνα» άποψη για την Ιστορία.
Το βιβλίο δεν μπορεί να διορθωθεί. Πραγματική διόρθωση σημαίνει ξαναγράψιμο σε επιστημονική βάση, δηλαδή απόσυρση. Αυτό, ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων δεν το επιτρέπει. Ωστόσο, ακριβώς επειδή ο συσχετισμός των δυνάμεων θα αλλάζει θετικά στη βάση της αντιπαράθεσης της επιστήμης με το σκοταδισμό και τις «μοντέρνες» θεωρίες, γι’ αυτό και στην ιδεολογική διαπάλη αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ η απειθαρχία στην αντιλαϊκή πολιτική των κυρίαρχων.
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ»
Από την εφημερίδα «Έθνος».
Προσέξτε ότι ακόμη και οι ιδεολογικώς συμπαθούντες, όπως ο Βασίλης
Κρεμμυδάς, ντρέπονται πλέον να υποστηρίξουν το βιβλίο, και ουσιαστικώς
τό θάβουν, καταγγέλλουν απλώς μαζί και τις «εθνικιστικές» απόψεις,
έτσι για να είναι πολιτικώς ορθοί. Οι υπόλοιποι τό θάβουν εντελώς.
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=5563&subid=2&pubid=99835
http://www.ethnos.gr/print.asp?catid=5563&subid=20110&pubid=99835
Ιστορία μου, αμαρτία μου …λάθος μου μεγάλο
«E» 28/3
24/3/2007 11:58:07 πμ
Το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού διχάζει ειδικούς και μη.
Επιδοκιμάζεται ή απορρίπτεται από τις πιο διαφορετικές οπτικές και για
τους πιο διαφορετικούς λόγους. Ο διάλογος γύρω από το ζήτημα αντανακλά
τις διαφορετικές προσεγγίσεις, όχι μόνο για την ίδια την ιστορία και
τη διδασκαλία της.
Ως είθισται τα τελευταία χρόνια, η ανταλλαγή επιχειρημάτων γρήγορα
μετεξελίχθηκε σε πόλεμο κραυγών, εξορκισμών, δακρύβρεχτων
κηρυγμάτων… Το μόνο απτό αποτέλεσμα του «πολέμου», επί του παρόντος,
είναι το γεγονός ότι ένα σχολικό βιβλίο (για την ιστορία, το
υπογράφουν οι Μαρία Ρεπούση, Χαρά Ανδρεάδου, Α. Πουταχίδης και Α.
Τσίβας) έγινε «μπέστ σέλερ» και σε πολλά βιβλιοπωλεία έχει εξαντληθεί
τις τελευταίες μέρες. Ζητούμενο παραμένει ακόμα το αποτέλεσμα της
ειδικής επιτροπής που συνέστησε η Ακαδημία Αθηνών, προκειμένου να
αποφανθεί επί του περιεχομένου του βιβλίου, με το οποίο οι μαθητές της
ΣΤ’ Δημοτικού μαθαίνουν την ιστορία «στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια».
Tο «Εθνος της Κυριακής» παραθέτει τις απόψεις του ιστορικού Βασίλη
Κρεμμυδά, των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλη Καραποστόλη
και του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Απόστολου Διαμαντή, καθώς και της
εκπαιδευτικού Χρυσούλας Κοντογεωργάκη.
Β. ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
Καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Μια ψυχρή, χωρίς πάθος καταγραφή
Ψυχρό βιβλίο, που δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να κάνει τους μαθητές
να ταυτιστούν με πρόσωπα και γεγονότα και να ονειρευτούν μέσα από την
ιστορία. Κάπως έτσι συμπυκνώνεται με δυο κουβέντες, η άποψη του κ.
Βασίλη Καραποστόλη, καθηγητή Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, για το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού, που αν
και το ίδιο δεν έχει πάθος κατάφερε να ξεσηκώσει πάθη γύρω από την
ιστοριογραφία.
Ο ίδιος μας λέει: «Το κύριο πρόβλημα με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’
δημοτικού είναι ότι αποτυγχάνει να αναδείξει ζωντανές μορφές μπροστά
στα μάτια των μαθητών. Με διατυπώσεις που θυμίζουν μάλλον ληξιαρχικά
έγγραφα, το εγχειρίδιο παρουσιάζει γεγονότα και συσχετισμούς γεγονότων
όπου απουσιάζουν τα κίνητρα των πράξεων. Υποτίθεται πως με τον τρόπο
αυτό θα αναπτυχθεί η κριτική σκέψη.
Εφτασαν στο άλλο άκρο
Πώς όμως θα κρίνει ένα δωδεκάχρονο παιδί, αν δεν έχει προηγουμένως
συνάψει μια νοερή σχέση με κάποια σημαίνοντα πρόσωπα τα οποία, στην
παιδική ηλικία, είναι φυσικό να ενσαρκώνουν την ιστορία; Παραμελείται
έτσι η αισθηματική αγωγή των παιδιών που είναι προϋπόθεση οποιασδήποτε
μάθησης».
Ο κ. Καραποστόλης επιμένει ότι οι συγγραφείς, στην προσπάθειά τους να
αμβλύνουν τις αντιθέσεις, έφτασαν στο άλλο άκρο:
«Από τον φόβο μήπως εξάψουν τα πάθη οι συγγραφείς του βιβλίου φθάνουν
στο αντίθετο άκρο, εκεί όπου όλα μοιάζουν με «πράγματα» φτιαγμένα από
αόρατη «δομή».
Οταν κανείς αντιλαμβάνεται με αυτό τον τρόπο την ανθρώπινη περιπέτεια,
μοιραία θα καταλήξει να γράφει ότι οι Ελληνες απομάκρυναν τους Ιταλούς
το 1940, νομίζοντας πως έτσι εξορκίζεται κάθε μελλοντικός πόλεμος.
Στην πραγματικότητα θα έχει αποδυναμώσει τόσο τη σκέψη όσο και το
αίσθημα των μαθητών».
ΧΡ. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΗ
Διευθύντρια 1ου Γυμνασίου Αλμυρού
Απαράδεκτο και προσβλητικό το περιεχόμενό του
Δίδαξε για περισσότερο από 10 χρόνια Ιστορία σε παιδιά δημοτικού και
γυμνασίου και η άποψή της είναι βγαλμένη μέσα από την εκπαιδευτική
καθημερινότητα. Η διευθύντρια του 1ου Γυμνασίου Αλμυρού Μαγνησίας,
Χρυσούλα Κοντογεωργάκη, λέει στο «Εθνος της Κυριακής»:
«Η συγγραφέας του βιβλίου ωραιοποιεί την τουρκική κυριαρχία και
αποσιωπεί τη μαρτυρική ζωή των καταπιεσμένων ραγιάδων γράφοντας: ?ο
λαός μας αφήνεται να ζει με θαυμαστή τάξη σύμφωνα με τα ήθη και τα
έθιμά του. Διατηρεί τα αγαθά του και έχει θρησκευτική ελευθερία…?
Δεν αναφέρεται καθόλου στην 25η Μαρτίου ή στους ήρωες του 1821. Ο
χορός του Ζαλόγγου, η Εξοδος του Μεσολογγίου, ο Κολοκοτρώνης κ.λπ.,
κατά τη συγγραφέα θεωρήθηκαν μηδαμινής σημασίας για να αναφερθούν.
Αντιπαρέρχεται εντελώς την προσφορά της Εκκλησίας στη διατήρηση της
εθνικής γλώσσας και ταυτότητας του Ελληνα κατά τη διάρκεια της
τουρκοκρατίας.
Ο… συνωστισμός στη Σμύρνη
Η Μικρασιατική Καταστροφή συνέβη μόνο στο μυαλό μερικών ευφάνταστων
προσφύγων, αφού ο Μεγάλος Ξεριζωμός συνοψίζεται στη φράση «χιλιάδες
Ελληνες συνωστίζονται στο λιμάνι της Σμύρνης, προσπαθώντας να μπουν
στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα», λες και έπαιρναν το πλοίο της
γραμμής τον Ιούλιο-Αύγουστο για τις διακοπές τους στα νησιά! Θεωρώ
απαράδεκτο και προσβλητικό για τους χιλιάδες πρόσφυγες να αποσιωπάται
η αλήθεια για τη γενοκτονία των Ποντίων και των Μικρασιατών. Ούτε μια
λέξη για την πυρπόληση της Σμύρνης, για τις σφαγές γυναικοπαίδων, τους
βιασμούς, τη φρίκη…
Το έπος του 1940, το ηρωικό ΟΧΙ και ο αγώνας των Ελλήνων ηρώων στην
Αλβανία κρίθηκαν ανάξια λόγου, αφού σύμφωνα με το βιβλίο »οι Ελληνες
(απλώς) απομακρύνουν τα ιταλικά στρατεύματα από τα ελληνοαλβανικά
σύνορα». Δεν χρειάζεται τα παιδιά μας να μάθουν για το »αέρα» των
παππούδων τους. Κάποιοι απ’ αυτούς ζουν ακόμη».
BAΣΙΛΗΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ
Ιστορικός
Δεν χωράνε 5 αιώνες ιστορίας σε 130 σελίδες
Μεγαλώσαμε με μύθους, υποστηρίζει στο «Εθνος της Κυριακής» ο ιστορικός
Βασίλης Κρεμμυδάς, μύθοι που κατασκευάστηκαν για να εξυπηρετήσουν
συγκεκριμένες ιδεολογικές θέσεις.
«Στο παρελθόν κατασκευάστηκαν ιστορικοί μύθοι για συγκεκριμένους
λόγους. Τέτοιοι μύθοι, όπως είναι το Κρυφό Σχολειό και η Αγία Λαύρα
για παράδειγμα, έχουν κατασκευαστεί πολλοί, διότι χρειαζόταν σε
κάποιες εξουσίες.
Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι αυτό, δηλαδή ότι κάποτε κατασκευάστηκαν
μύθοι. Το θέμα είναι ότι εξακολουθούμε να λέμε ότι αυτοί είναι
ιστορικά γεγονότα.
Η ιστοριογραφία ως πριν από 35 χρόνια ήταν ταγμένη προς αυτή την
κατεύθυνση και υπάκουε σε αυτή την ιδεολογία. Η παλαιότερη
ιστοριογραφία ήταν ιδεολογικοποιημένη.
Η ιστορία δεν είναι ουδέτερο πράγμα, έχει ταγούς, έχει ηγέτες και έχει
κοινωνία πίσω της.
Ομως ο επιστήμονας πρέπει να πει την αλήθεια, …το γεγονός».
Ο ίδιος διατυπώνει έντονη διαφωνία για την παιδαγωγική αρτιότητα του
συγκεκριμένου σχολικού εγχειριδίου:
Παιδαγωγικά κενά
«Ως προς την ιστοριογραφική ύλη, είναι ένα καλό βιβλίο. Εγώ διαφωνώ
όμως με άλλα πράγματα, διαφωνώ με αυτό το είδος του σχολικού
εγχειριδίου, όπου η αφήγηση, ο λόγος έχει συρρικνωθεί φοβερά. Για μένα
αυτό είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα του βιβλίου.
Πριν από λίγο καιρό παρήγγειλα και μου στείλανε από τη Γαλλία ένα
αντίστοιχο βιβλίο ιστορίας.
Παρατήρησα ότι κι εκείνο έχει, συγκριτικά με παλαιότερα βιβλία, πολύ
περισσότερη εικονογράφηση, αλλά δεν έχει μειωθεί καθόλου η αφήγηση.
Το γαλλικό βιβλίο είναι 300 σελίδες. Το δικό μας, σε 130 σελίδες,
συμπυκνώνει ιστορία πέντε αιώνων και η αφήγηση αποτελεί μόνο το 40%.
Οι μαθητές διδάσκονται ψήγματα των περιόδων που αναλύονται, ενώ στην
εικονογράφηση δεν υπάρχουν εκτενείς λεζάντες για να καταλαβαίνουν τα
παιδιά τι βλέπουν.
Ενα άλλο αρνητικό που εντοπίζω, είναι οι αναφορές που γίνονται για τη
Μικρασιατική Καταστροφή. Πρόκειται για φοβερή αδεξιότητα.
Ομως η συζήτηση για το εγχειρίδιο δεν γίνεται με ιστορικούς και
ιστοριογραφικούς όρους σήμερα. Δυστυχώς, γίνεται με πολιτικούς όρους.
Αυτό που είναι το πιο ενοχλητικό, είναι η αντίληψη ότι δεν μας αρέσει
το βιβλίο γιατί μας τραβάει το σκαμνί κάτω από τα πόδια. Το σκαμνί
είναι η εξουσία, η ιδεολογική βάση. Και αφού λοιπόν είναι έτσι, ρίξτε
το στην πυρά».
Παραδέχεται ότι υπάρχουν ατέλειες αλλά ότι το βιβλίο δεν είναι για
πέταμα, ενώ υποστηρίζει ότι ο ρόλος της Εκκλησίας ήταν μηδαμινός το
1821. Λέει σχετικά:
«Ξεχνούμε ότι εκτός των άλλων υπάρχει μια κίνηση διαβαλκανική για μια
συνεννόηση όπου οι μεγάλες αιχμές απ’ όλες τις πλευρές που συντηρούν
ένα μίσος, μια έχθρα πρέπει να απαλειφθούν.
Αυτό που πρέπει πραγματικά να απαλειφθεί, είναι το υβριστικό μέρος,
δηλαδή το αντιεπιστημονικό. Πρέπει να μείνουν τα πραγματικά γεγονότα,
χωρίς υπερβολές.
Δηλαδή να πούμε στα παιδιά ότι, την 25η Μαρτίου δεν συνέβη απολύτως τίποτε.
Η Επανάσταση άρχισε σε δύο ημερομηνίες. Στις 22 Φεβρουάριου, στις
παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα. Ομως επειδή
ήθελαν να συνδεθεί η εθνική εορτή με την Εκκλησία, προτίμησαν την 25η
Μαρτίου που είναι και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Αυτό είναι το
γεγονός.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, επίσης, έγραψε τα απομνημονεύματά του τρία
ή τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα.
Δεν γράφει πουθενά ότι ύψωσε λάβαρο στην Αγία Λαύρα και δεν υπάρχει
καμία σύγχρονη μαρτυρία που να μας λέει ότι υψώθηκε λάβαρο.
Μύθοι και αλήθειες
Στις 26 Μαρτίου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τα όπλα των
επαναστατών στην πλατεία της Πάτρας. Ούτε λάβαρο ούτε τίποτα. Ενας
άλλος μύθος είναι ότι διέσωσε η Εκκλησία την Ελληνική γλώσσα. Από
ποιον τη διέσωσε;
Ποιος ήταν ο εχθρός της Ελληνικής γλώσσας; Αφού επιτρεπόταν να μιλάει
Ελληνικά ο καθένας όποτε ήθελε κι όπου ήθελε. Σχολεία υπήρχαν. Και
ποια Ελληνική γλώσσα διέσωσε; Των ευαγγελίων ή των ψαλτηρίων; Η
αλήθεια είναι πως η συμβολή της Εκκλησίας το 1821 ήταν εξαιρετικά
περιορισμένη.
Τα παιδιά, λοιπόν, πρέπει να μάθουν αλήθειες, δεν πρέπει να μαθαίνουν
να μισούν, αλλά να ξέρουν ιστορία».
ΑΠ. ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Καθηγητής Παν. Πελοποννήσου
«Ξέχασαν» να γράψουν για την Εκκλησία
Αντιεκπαιδευτικό και κακέκτυπο της σχολής της θετικιστικής
ιστοριογραφίας χαρακτηρίζει το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού ο καθηγητής
Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Απόστολος Διαμαντής, ο οποίος υποστηρίζει
ότι είναι γεμάτο ανακρίβειες και παραλείψεις.
«Το Κρυφό Σχολειό κόπηκε ως ανύπαρκτο. Ο Γρηγόριος ο Ε’ επίσης
απουσιάζει, διότι ο ρόλος του ήταν, λέει, αρνητικός! Αυτός ο
αποκρουστικός ιστοριογραφικός σταλινισμός, που κόβει από τα πλάνα
ιστορικά πρόσωπα, γίνεται σήμερα αποδεκτός από σημαντική μερίδα
Ελλήνων ιστορικών, οι οποίοι μάλιστα κραδαίνουν την «επιστημοσύνη» ως
επιχείρημα έναντι οιουδήποτε ασκεί κριτική. Περίπου δηλαδή όπως στην
εποχή των μεσαιωνικών αυθεντιών».
Παραλείπεται κατ’ αυτόν και ο ρόλος της Εκκλησίας, και γι’ αυτόν ο κ.
Διαμαντής λέει τα εξής:
«Θα ήταν μάταιο να επαναλάβουμε εδώ τον ρόλο της Εκκλησίας στα χρόνια
της τουρκοκρατίας ή να υπενθυμίσουμε τη διάκριση που υπάρχει ανάμεσα
στο ιερατείο και την εκκλησία, ως σώμα λαού και κλήρου. Λες και ήταν
ποτέ δυνατόν να υπάρξει επαναστατική δυνατότητα στους αγροτικούς
ελληνικούς πληθυσμούς του 19ου αιώνα χωρίς τη συμμετοχή των ιερέων και
των επισκόπων».
«Το βιβλίο, που διατρέχει τον πόλεμο του 1940 σε πέντε αράδες, που
παρουσιάζει τη Μικρασιατική Καταστροφή ως ουρά ταξιδιωτών στην παραλία
της Σμύρνης, που παρουσιάζει το Κυπριακό ζήτημα με την ορολογία του
Ντενκτάς, δεν βαρύνεται μόνον για «επιστημονικά» λάθη.
Πολιτικό ολίσθημα
Το ολίσθημά του είναι κατεξοχήν πολιτικό. Διότι και η στόχευσή του
είναι αμιγώς πολιτική. Από επιστημονική άποψη το βιβλίο είναι
μεθοδολογικά αντιεκπαιδευτικό και από άποψη περιεχομένου βρίθει από
παραλείψεις, λάθη και χοντρές ανακρίβειες που προδίδουν πλήρη άγνοια.
Αλλά το σοβαρότερο είναι άλλο: η χοντροκομμένη πολιτική στόχευση, η
προσπάθεια να παρουσιαστεί το οθωμανικό παρελθόν και το κεμαλικό παρόν
ως μήτρα και φάρος του ελληνισμού.
Το βιβλίο αυτό προδίδει το χαμηλό επίπεδο της κυρίαρχης σημερινής
ελληνικής ιστοριογραφίας -η οποία ασθμαίνουσα δείχνει να το
υπερασπίζεται- αλλά και την ιδεολογική της πρόσδεση στις στρατηγικές
επιλογές της παγκοσμιοποιημένης νέας οικονομικής και πολιτικής τάξης».
Κεφάλαια και παραλείψεις που δίνουν αφορμή για σχόλια
Κεφάλαιο με κεφάλαιο τα κενά και τα «περίεργα» στο περιεχόμενο του
βιβλίου εύκολα διακρίνονται. Υπάρχουν όμως και κάποια που πραγματικά
«βγάζουν μάτι», όπως ο «συνωστισμός» στη Σμύρνη ή ο εξοβελισμός του
ΟΧΙ.
ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ «ΟΧΙ»
Το ιστορικό κεφάλαιο του ΟΧΙ στις δυνάμεις του Αξονα, το Επος του
1940, ο Ελληνο-ιταλικός πόλεμος, εντάσσονται στο γενικότερο κεφάλαιο
περί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ξεκινά από τον Μεσοπόλεμο και
καταλήγει στη Χιροσίμα, το Ναγκασάκι και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων.
Περνά σε 3 μόλις γραμμές: «Η Ελλάδα μπαίνει στον πόλεμο στις 28
Οκτωβρίου 1940, όταν απαντά αρνητικά στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Οι
Ελληνες το 1940-1941 ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΥΝ τα ιταλικά στρατεύματα από τα
ελληνοαλβανικά σύνορα, σημειώνοντας σημαντικές νίκες». Οι Ελληνες δεν
απέκρουσαν την ιταλική επίθεση, δεν πολέμησαν… Απλώς απομάκρυναν τα
ιταλικά στρατεύματα.
Ο… ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Ενα από τα επίμαχα σημεία του βιβλίου και αναμφισβήτητα το πιο
πολυσυζητημένο, είναι η περιγραφή της καταστροφής της Σμύρνης: «Στις
27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες
Ελληνες συνωστίζονται το λιμάνι, προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και
να φύγουν για την Ελλάδα». Μοναδική επίπτωση της Μικρασιατικής
Καταστροφής υπήρξε ένα σχετικό στριμωξίδι στο λιμάνι της Σμύρνης και
όχι το οριστικό ξεκλήρισμα του ελληνισμού από μια από τις βασικές
κοιτίδες του, τα Παράλια της Μικράς Ασίας.
Η… ΕΜΠΕΔΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗΣ
Ο Αττίλας και τα Κατεχόμενα είναι «άγνωστες» λέξεις για το βιβλίο.
«Τον Ιούλιο του 1974 η ελληνική χούντα προσπαθεί με πραξικόπημα να
ανατρέψει τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία εισβάλλει
τότε στην Κύπρο και τα στρατεύματά της καταλαμβάνουν το βόρειο τμήμα
του νησιού. Σχηματίζουν εκεί ένα τουρκοκυπριακό κράτος (σ.σ.: ποιοι; Ο
στρατός της Τουρκίας ή οι Τουρκοκύπριοι με τη βοήθεια του στρατού
Κατοχής που παραμένει ακόμη στο νησί; Πότε; Το 1974 ή 9 χρόνια
αργότερα, το 1983;), το οποίο δεν αναγνωρίζεται από τη διεθνή
κοινότητα. Μεγάλος αριθμός Ελληνοκυπρίων εκτοπίζεται βίαια και το νησί
διχοτομείται. Από τότε η Κύπρος παραμένει διχοτομημένη…». Για να
εμπεδώσουν ακόμη περισσότερο οι μαθητές το γεγονός ότι η Κύπρος έχει
«διχοτομηθεί» υπάρχει και ο σχετικός χάρτης, με διαφορετικά χρώματα
και οι μαθητές έχουν την εξής εργασία: «Παρατηρώ τον χάρτη και αναφέρω
τα μέρη στα οποία διχοτομείται η Κύπρος μετά το 1974».
Η ιστορία γίνεται ξανά ιδεολογικό εργαλείο
Γράφει ο Τάκης Κατσιμάρδος
Ενα πρώτο βασικό ζήτημα με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού είναι
το περιεχόμενό του. Ενα άλλο, εξίσου καίριο, η διδακτική μεθοδολογία
του.
Η απαρίθμηση των μεγαλύτερων ή μικρότερων λαθών, ως προς το πρώτο και
των αντιρρήσεων, ως προς το άλλο, είναι μια σχετικά εύκολη υπόθεση.
Εύστοχα ο έγκυρος ιστορικός Γ. Μαργαρίτης παρατηρεί ότι «να το
επικρίνει κανείς είναι σαν να κλέβει εκκλησία». Η παρατήρηση, φυσικά,
δεν ισχύει για τους εκκλησιαστικούς, ελληνοχριστιανικούς κύκλους και
τους άλλους «πρόθυμους συμμάχους», που το θέλουν στην πυρά. Οι
επιθέσεις που δέχεται από την πλευρά αυτή είναι άλλης κατηγορίας…
Ούτε «γενίτσαροι» το έχουν γράψει, ούτε συγγραφείς «κατ’ εντολή» και
«κατά παραγγελία». Από επιστήμονες, ιστορικούς και παιδαγωγούς
συγκροτείται η ομάδα των συντακτών και των ελεγκτών του και οι
αυτόκλητοι «ιστοριογράφοι» ας φτιάξουν τη δική τους ιστορία κι ας
αναθέσουν τη διδασκαλία της σε ιεροκήρυκες.
Πέραν, όμως, των παρατηρήσεων – αντιρρήσεων υπάρχουν κι ορισμένα άλλα
καθοριστικά για μια αξιολόγησή του από μη ειδικούς. Τουλάχιστον από
την οπτική της «δημόσιας ιστορίας» – κι αυτή είναι κομμάτι της
ιστορικής επιστήμης.
Το εγχειρίδιο βρίσκεται σε καταφανή διάσταση με την κοινή πρόσληψη του
παρελθόντος, τα βιώματα και τις αναπαραστάσεις της Ιστορίας στο
σύγχρονο περιβάλλον. Χάος, λόγου χάριν, μεσολαβεί μεταξύ της εικόνας
και της πραγματικότητας για το έπος του 1940, με το βιβλίο, που θέλει
τους Ελληνες απλώς «ν’ απομακρύνουν» τους Ιταλούς. Τους ξεριζωμένους
Σμυρνιούς να «συνωστίζονται» στο λιμάνι, σαν τους εκδρομείς του
Δεκαπενταύγουστου. Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων να εξομοιώνεται με τους
«συμμαχικούς βομβαρδισμούς»…
Αλλο παράδειγμα από μια άλλη οπτική, λόγω και της ημέρας: οι περίοπτοι
μύθοι του «κρυφού σχολειού» ή της Αγίας Λαύρας. Αντί να επισημανθούν,
ως τέτοιοι, να εξηγηθεί και να κατανοηθεί η εδραίωσή τους,
αποσιωπώνται. Ετσι, όμως, εκχωρούνται ατόφιοι προς πάσα χρήση. Δεήσεις
έπρεπε να κάνει ο Χριστόδουλος υπέρ των συγγραφέων.
Παραπέρα. Το βιβλίο, ανεξαρτήτως του περιεχομένου και ευγενών
προθέσεων, δεν απευθύνεται σε δωδεκάχρονους μαθητές. Αλλά σ’ αρκετά
μεγαλύτερα παιδιά. Ισως, μάλιστα, ούτε σε μαθητές του Γυμνασίου. Αλλά
και σ’ άλλους δασκάλους κι όχι σε όσους σήμερα καλούνται να διατρέξουν
πέντε αιώνες ιστορίας, μέσα σε μια σχολική χρονιά…
Αλλά αυτό είναι συγγνωστή πλάνη. Εκείνο, που δεν διορθώνεται είναι ότι
το εγχειρίδιο βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την εργαλειακή χρήση της
Ιστορίας. Τη θεωρεί εργαλείο για ν’ αναδείξει ιδέες και αντιλήψεις.
Δεν έχει σημασία ποιες, ούτε αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος μαζί τους.
Το κομβικό σημείο είναι ότι πάλι η σχολική ιστορία αντιμετωπίζεται ως
ιδεολογικό εργαλείο. Αυτό, όμως, δεν είναι μεταρρύθμιση, αλλά… παλιά
μου τέχνη κόσκινο…
Το ζήτημα αν το βιβλίο, με τα θετικά και τα λάθη του είναι προϊόν
γόνιμων παιδαγωγικών – ιστορικών αναζητήσεων ή αν συνιστά μια
συγκροτημένη αντίληψη περί επιστήμης – πολιτικής – κοινωνίας, στο
πλαίσιο της ιδεολογίας του «πρακτικά ορθού», ξεφεύγει του παρόντος…
Αυγή (11-94-07)
ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΝΙΚΟΥ ΘΕΟΤΟΚΑ
Με αφορμή τη φασαρία που γίνεται για το βιβλίο ιστορίας της έκτης δημοτικού, κάθε καλοπροαίρετος πολίτης θα συμφωνούσε ότι είναι καλό, πολύ καλό πράγμα που, επιτέλους, η κοινωνία μας προβληματίζεται για την ποιότητα των σχολικών εγχειριδίων. Δυστυχώς, όμως, η συγκεκριμένη συζήτηση δεν αφορά καθόλου το σχολειό και τη μόρφωση των παιδιών μας. Αυτά παραμένουν στο απυρόβλητο. Η σπίθα, θέλω να πω, που άναψε τη διαμάχη δεν ήταν η έγνοια για την παιδαγωγική αξία του εγχειριδίου, για τη λογική του μαθήματος, για το αναλυτικό πρόγραμμα, για τους καθηγητές που το διδάσκουν και για τη μόρφωση που παίρνουν οι μαθητές που το διαβάζουν. Άλλες μέριμνες ήταν εκείνες που άναψαν την αντιπαράθεση. Η ιστορία των αντιδράσεων για την απόσυρση του σχολικού εγχειριδίου είναι ευθέως ανάλογη μ’ εκείνην του κινήματος των υπογραφών ενάντια στην αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Οι πολέμιοι του βιβλίου προέταξαν τα στήθη τους για να υπερασπιστούν, ως ιστορία, την εθνική παραμυθία. Εκπρόσωπός τους ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος, αναμασώντας τα στερεότυπα των ανάδελφων και όμορφα γραφικών εθνικών μας μύθων, σηκώνει και πάλι το μυθικό λάβαρο της Αγίας Λαύρας ενάντια στον αφελληνισμό της νέας γενιάς. Ο κ. Χριστόδουλος υπερασπίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο τη θέση και τις προνομίες της ορθόδοξης γραφειοκρατίας στην καρδιά του πολιτεύματος και της εθνικής πολιτικής σκηνής. Καλώς πράττει από τη μεριά του. Δικαιούται, όμως, να υπαγορεύει από άμβωνος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο το περιεχόμενο των διδακτικών βιβλίων; Όπως ο ίδιος το καταλαβαίνει, το δικαιούται απολύτως. Και ορθώς το εννοεί έτσι, διότι ουδείς, πλην Λακεδαιμονίων, του αμφισβήτησε ποτέ τον ρόλο του ύψιστου πολιτικού παράγοντα της χώρας, του ηγεμόνα που διευρύνει την εξουσία του με τις ευχές των κομμάτων εξουσίας.
Πέραν της μαύρης αντίδρασης, υπάρχει όμως και η κατ’ επίφαση προοδευτική εκδοχή των διαμαρτυρομένων, με πρωτοπόρο το ΚΚΕ. Το εγχειρίδιο είναι υπαγορευμένο από τον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια. Η ανάδειξη της ευρωπαϊκής και αμερικανικής πολιτικής για την «εξομάλυνση» των εθνικών προκαταλήψεων επιστρατεύεται εδώ ως απόδειξη της συνωμοσίας. Αφού, λοιπόν, το βιβλίο είναι προϊόν συνωμοσίας, πρέπει να αποσυρθεί πάραυτα και, κατά συνεκδοχή, πρέπει να επανέλθουν σε χρήση τα προηγούμενα σχολικά εγχειρίδια. Φοβάμαι ότι, προεκλογικά, για το ΚΚΕ το νέο βιβλίο επιλέγεται ως ένας από τους αδύναμους κρίκους του συστήματος. Και είναι, όντως, αδύναμος, διότι τον ροκανίζουν τόσο οι προκαταλήψεις της κοινής γνώμης και η κοινωνική απήχηση των κραυγών του κ. Χριστόδουλου όσο κι οι εγνωσμένες ανεπάρκειες των συγγραφέων. Μόνο που το σπάσιμο αυτού του κρίκου δεν μας πάει μπροστά. Μας πάει πίσω. Απέναντι στον ιμπεριαλισμό, το ΚΚΕ συνυπογράφει ομολογία πίστεως στις αρχαϊκές ιδεολογικές ορίζουσες του ελληνικού εθνικισμού.
Είναι αλήθεια ότι το βιβλίο για το οποίο συζητάμε αποσιωπά ή απαλύνει κάποια «εθνικά στερεότυπα», απαντώντας σε δεδομένες προδιαγραφές. Εκεί που οι λέξεις ήσαν ματωμένες, σβήστηκαν ή αντικαταστάθηκαν με άλλες λιγότερο φορτισμένες. Καλό θα ήταν αυτό, αν οι συγγραφείς, μαζί με τα πάθη, δεν έσβηναν τις περιστάσεις και τις αντιθέσεις που τα προκάλεσαν. Στο εγχειρίδιο, μέσα από την υπηρέτηση του «πολιτικώς ορθού», η ιστορία γίνεται παράταξη αποφάνσεων χωρίς νοηματικό ειρμό. «Όλα καλά, όλα ανθηρά», που έλεγε κι ο Κώστας Βουτσάς. Ελέγχεται όντως το βιβλίο. Ως προς τι, όμως; Ότι εγχαράσσει στα παιδιά την κυρίαρχη ιδεολογία; Χαίρω πολύ. Και τι ακριβώς ορίζεται σήμερα ως κυρίαρχη ιδεολογία; Ως αριστεροί, μάθαμε ότι «οι κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης», οι ιδέες του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας, θα λέγαμε καλύτερα οι της ανανεωτικής αριστεράς. Οι ιδέες του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας που ενσωματώνουν, με τον τρόπο τους, τόσο τη δύναμη της παράδοσης όσο και την «πρόοδο των επιστημών». Έ, λοιπόν, αυτό πασχίζουν να κάνουν σήμερα το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και οι εντεταλμένοι συγγραφείς των σχολικών βιβλίων. Μπερδεμένοι ανάμεσα στο ανάδελφο και το κοσμοπολίτικο, με τις μεταμοντερνιές τους και την ελεγχόμενη γνώση της ιστοριογραφίας που επικαλούνται ως άλλοθι. Ελέγχεται λοιπόν το επίδικο βιβλίο. Δεν είναι ένα καλό εγχειρίδιο ιστορίας, για τα μικρά παιδιά ειδικότερα. Και είναι εξ ίσου ανιστόρητα και άχαρα γραμμένο με τα σχολικά εγχειρίδια που αντικαθιστά. Έχει, όπως και τα προηγούμενα, κάμποσα λάθη κι έχει φτωχότερη αφήγηση από τα παλαιότερα του είδους του. Με παιδαγωγική άποψη, μάλιστα, γι’ αυτήν την τελευταία, που υποστηρίζει πως η εικόνα και οι μεταφορές μιλούν «προοδευτικότερα» απ’ ό,τι οι τυπωμένες ακριβολογήσεις.
Ωστόσο, αυτό το τελευταίο μετριότατο βιβλίο επιδέχεται περισσότερες βελτιώσεις απ’ ό,τι τα προηγούμενα. Όχι, όμως, με τις διαδικασίες που προτείνει ο αρχιεπίσκοπος, αλλά μ’ εκείνες που προβλέπουν οι νόμοι του κράτους. Αυτό και μόνο αυτό υποστηρίζει η αριστερά. Κάτι τέτοιο ψελλίζει, επί της αρχής, και ο πρωθυπουργός, πασχίζοντας να τηρήσει στοιχειωδώς τις αρχές του «εκσυγχρονισμού» που επικαλείται εφησυχάζοντας την εκλογική πελατεία του κόμματός του. Κι εμείς με ποιον είμαστε; Με την αριστερά, με τον πρωθυπουργό ή με τον κ. Χριστόδουλο και το ΚΚΕ; Συμφωνώ μέχρι κεραίας με όσα υποστήριξαν από τις σελίδες της «Αυγής» ο Στρατής Μπουρνάζος και ο Γιώργος Σταθάκης. Και διαβάζοντας τους επικριτές και τους υποστηρικτές του βιβλίου θυμάμαι, στα φοιτητικά μου χρόνια, στο Παρίσι, έναν θλιβερό κοκκινομούρη μεσόκοπο άνθρωπο, ο οποίος ερχόταν κάθε βράδυ στην πιτσαρία όπου τρώγαμε όταν είχαμε λεφτά, χαιρετούσε μία-μία τις παρέες, καθόταν παραγγέλνοντας το πιάτο ημέρας και μια μεγάλη καράφα κόκκινο κρασί. Ύστερα προσηλωνόταν στο φαϊ του και, κάθε τόσο, σήκωνε το κεφάλι προς το κενό μουρμουρίζοντας φωναχτά κι επικαλούμενος τον Μεγάλο Χαν: «Εκείνοι που είναι μαζί μας, είναι μαζί μας. Εκείνοι που δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας»
Ποιος ορίζει το μέλλον της χώρας;
Tου Xρήστου Γιανναρά
Κατόρθωμα εξόφθαλμο της κυβερνητικής πολιτικής: Ενα βιβλίο Ιστορίας
του Δημοτικού Σχολείου μεταβάλλει τις προσεχείς εκλογές, οψέποτε
πραγματοποιηθούν, σε δημοψήφισμα. Το δημοψηφισματικό δίλημμα του
ψηφοφόρου απλό και ξεκάθαρο: Ναι ή όχι σε μια πολιτική για την παιδεία
(κοινή και από τα τρία κόμματα νομής της εξουσίας) που ακυρώνει
μεθοδικά την ιστορική αυτοσυνειδησία και την πολιτιστική ιδιοπροσωπία,
έσχατα ερείσματα αυτοσεβασμού, των σημερινών Ελλήνων.
Τα «επικοινωνιακά» τεχνάσματα της υπουργού Παιδείας ή το
προπαγανδιστικό μένος των καναλιών και απίστευτου πλήθους
δημοσιογράφων δεν φτάνουν σε αυτή την περίπτωση να παραπλανήσουν τον
ψηφοφόρο. Τα δεδομένα του δημοψηφισματικού διλήμματος είναι ξεκάθαρα
και για τον αφελέστερο πολίτη: Ναι ή όχι στο «Πρόγραμμα Κοινής
Ιστορίας» (Joint History Project) που χρηματοδοτείται (και επιβάλλεται
στους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης) από την αμερικανική
κυβερνητική υπηρεσία US AID μέσω του «Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη
Συμφιλίωση στη Ν.Α. Ευρώπη» (βλ. ιστοσελίδα του Center for Democracy
and Reconciliation in Southeast Europe). Ναι ή όχι να γράφονται βιβλία
Ιστορίας των παιδιών μας κατ’ εντολήν ξένων κέντρων. Ναι ή όχι να
καθορίζονται οι στόχοι, το μέλλον, οι προοπτικές της ελληνικής
κοινωνίας, τα κριτήρια ιστορικής της αυτεπίγνωσης και πολιτιστικής της
ταυτότητας από συντεχνιακή ομάδα, την ίδια με κάθε κυβέρνηση (ανόσιο
μείγμα «ανανεωτικής» δήθεν Αριστεράς και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς) που
ανεξέλεγκτα επικυριαρχεί στη χώρα ερήμην του λαού.
Το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού είναι το μοιραίο λάθος της
κυβερνητικής πολιτικής. Τα «δομημένα ομόλογα» απογοήτευσαν, όμως απλώς
ενίσχυσαν το απαξιωτικό αίσθημα του πολίτη για τους επαγγελματίες
πολιτικούς. Η πέραν πάσης πολιτικής λογικής «εμφύτευση» της πρώην
Δημάρχου Αθηναίων στο υπουργείο Εξωτερικών και μιας κυρίας καυχόμενης
από τηλεοράσεως για την αθεΐα της στο υπουργείο Θρησκευμάτων (και
Παιδείας) εισπράχθηκαν από πολλούς με συμπόνια για τις εκβιαστικές
πιέσεις που δέχεται ο πρωθυπουργός από τον «ξένο παράγοντα».
Αλλά το διαβόητο βιβλίο Ιστορίας είναι η μοιραία πρόκληση: Θίγει την
πιο καίρια πτυχή της λαϊκής ευαισθησίας, τη ψυχολογική (παρηγοριάς)
καταφυγή του σημερινού χιλιοταπεινωμένου Ελληνα στην Ιστορία. Μόνο από
την Ιστορία μπορεί πια να αντλήσει αυτοσεβασμό ο Ελληνας – τα όσα οι
κεκράχτες των κομματικών αυτεγκωμίων προπαγανδίζουν σαν σημερινά
κατορθώματα μόλις και δικαιολογούνται σε βαλκανική (και μόνο) κλίμακα.
Ενώ ο αυτοσεβασμός και η συλλογική αξιοπρέπεια εξακολουθούν να
προϋποτίθενται για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής, όπως και
για το φρόνημα που εγγυάται την άμυνα ή για την κοινωνική συνοχή που
εξασφαλίζει τη λειτουργία κοινωνικού κράτους.
Το επίμαχο βιβλίο Ιστορίας αναπότρεπτα μεταβάλλει τις προσεχείς
εκλογές σε δημοψήφισμα. Γιατί ξαναθέτει αδυσώπητο το συνδεδεμένο με
ντροπιαστικές ιστορικές εμπειρίες ερώτημα: ποιος επιτέλους κυβερνάει
αυτόν τον τόπο; Καμιά αντίληψη της δημοκρατίας και του
κοινοβουλευτισμού δεν δικαιολογεί την υπουργό Παιδείας να προσβάλλει
τόσο βάναυσα τη νοημοσύνη των πολιτών: Να χαρακτηρίζει «αντιδράσεις
μεμονωμένες και ακραίες που υποκρύπτουν πολιτικές σκοπιμότητες,
αντιδράσεις των εθνικιστικών λόμπυ», την απόρριψη του βιβλίου από τον
Κυπριακό Ελληνισμό, την καίρια επιστημονική αντίδραση της Ακαδημίας
Αθηνών, τις εμπεριστατωμένες κριτικές διασημοτήτων της ιστορικής
έρευνας και της παιδαγωγικής επιστήμης, το καταιγιστικό κύμα λαϊκής
αντίδρασης με άρθρα και επιστολές στον Τύπο, διακηρύξεις σωματείων,
συλλόγων, επιστημονικών εταιρειών, πολιτιστικών ιδρυμάτων.
Προσέβαλε με ιταμότητα πολύ μεγάλη μερίδα πληθυσμού η κυβερνητική
υπεράσπιση του επονείδιστου βιβλίου. Και τρόμαξε τους οξυδερκείς.
Γιατί είναι πραγματικός συγκλονισμός να συνειδητοποιεί ο πολίτης ότι
στα καίρια του συλλογικού βίου, όταν πρόκειται για στόχους και
προοπτικές του λαϊκού σώματος, δεν λειτουργούν ούτε καν προσχήματα
δημοκρατίας. Αποφασίζουν παράγοντες και κέντρα αποφάσεων ανεξέλεγκτα
από την πολιτική βούληση του λαού και τα θελήματά τους επιβάλλονται με
μηχανισμούς προπαγάνδας κυριολεκτικά παντοδύναμους.
Η συγκεκριμένη συντεχνία (το ανόσιο μείγμα «ανανεωτικής» δήθεν
Αριστεράς και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς) δυναστεύει τα πανεπιστήμια, με
οποιαδήποτε κυβέρνηση στα τελευταία χρόνια. Ελέγχει ασφυκτικά τον χώρο
της δημοσιογραφίας και της τηλεόρασης, κρατικής και ιδιωτικής.
Κυριαρχεί εξουσιαστικά στη σχολική εκπαίδευση, στοιχειώδη και μέση –
(ακόμα και οι Νηπιαγωγοί βγήκαν να κατηγορήσουν, με κωμική αναίδεια,
την ελληνική κοινωνία που αντιδρά στο επίμαχο βιβλίο, επειδή είναι
«ακόμη ανέτοιμη να συζητήσει πόσο μάλλον να αφομοιώσει, σύγχρονες
παιδαγωγικές αντιλήψεις και επιστημονικούς προβληματισμούς»!!).
Είναι χρέος η επαναληπτική υπενθύμιση: ποιαν ομογνωμία, εκπληκτικά
συντονισμένη, εμφανίζει το παρδαλό μείγμα της συντεχνίας που μάχεται
σήμερα για «δημοκρατία (sic) και συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη»: Ολοι τους
υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. Ολοι τους θιασώτες ένθερμοι
της άνευ όρων ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Υπέρ της «διόρθωσης» των
σχολικών βιβλίων Ιστορίας ώστε να μην προκαλούνται οι Τούρκοι. Ολοι
τους υπερασπίζουν τα «δίκαια» του κράτους των Σκοπίων και χλευάζουν
την ευαισθησία των Ελλήνων για το όνομα «Μακεδονία». Ολοι κομπάζουν
πως είναι «απελεύθεροι» από κάθε μεταφυσική αναζήτηση, κάθε αίσθηση
πατρίδας και συνέχειας. Αυτοί καθορίζουν την εκπαιδευτική πολιτική του
κράτους με χρηματοδότες που αξίζει να τους αναζητήσει κανείς στην
ιστοσελίδα του CDRSEE.
Ενα εξαμβλωματικό εγχειρίδιο Ιστορίας υποταγμένο σε προπαγανδιστικές
σκοπιμότητες και παιδαγωγικά εξωφρενικό (διαστρέφει τη λειτουργία του
λόγου σε υποτιτλισμό εικόνων και συνθηματολογικά παραθέματα). Αυτό
προκαθορίζει τις προσεχείς εκλογές ως κρίσιμο για τις ελευθερίες της
ελληνικής κοινωνίας δημοψήφισμα. Αν ο πρωθυπουργός αμφιβάλλει για το
κοινό αίσθημα και τη λαϊκή οργή, στο χέρι του είναι να συμβουλευτεί
έντιμες δημοσκοπήσεις.
Χρήσιμο πάντως να θυμάται ότι σε ανάλογες, περίπου, περιστάσεις ο
συνονόματος θείος του καθυστέρησε να διερωτηθεί «ποιος επιτέλους
κυβερνάει αυτόν τον τόπο». Και πλήρωσε πολύ ακριβά αυτήν την άργητα ο
ίδιος και η χώρα.
Περίληψη:
To κύριο άρθρο του «Αγγελιοφόρου». Αξίζουν προσοχή οι δηλώσεις του καθηγητή Τσολάκη τόσο για τα βιβλία της Έκθεσης και τη μη διδασκαλία της Γραμματικής, όσο και για τα βιβλία της Ιστορίας, την ανάγκη επικοινωνίας των βαλκανικών λαών και το τι πραγματικά γίνετε.
————————-
Αρθρο:
Αυτό που γίνετε στην Πρωτοβάθμια και στην Δευτεροβάθμια εκπαίδευση ελάχιστα έχει απασχολήσει τόσο τ! ην ελληνική κοινωνία όσο και τους πιο άμεσα ενδιαφερόμενους της τριτοβάθμιας, αν και οι ανακατατάξεις σε αυτές συνδέονται άμεσα. Εκφράζουν την ίδια μεταρρυθμιστική αντίληψη που έχει το Υπουργείο Παιδείας για την εκπαίδευση και εξαπλώνεται με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε όλες τις βαθμίδες. Τώρα μετά τα βιβλία της ΣΤ΄Δημοτικού στο προσκήνιο βγαίνουν και τα άλλα εγχειρίδια, το ίδιο ιδεολογικά φορτισμένα με την κυρίαρχη πολιτική ορθότητα τα οποία δεν κάνουν τίποτα άλλο απο τα να γενικεύουν την αμάθεια λαικών στρώματων, άρα και την υποταγή τους. «Κομφούζιο στη Γλώσσα και στη διδασκαλία της διαβλέπει ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Χρίστος Τσολάκης, ο οποίος έκρουσε το… καμπανάκι, προειδοποιώντας ότι η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη εξοβελίστηκε από τα σχολεία. Τα νέα βιβλία της Γλώσσας στο Γυμνάσιο παραπέμπουν τους καθηγητές, σύμφωνα με τον κ. Τσολάκη, σε γραμματικές που δε συμπεριλαμβάνονται στο επίσημο πρόγραμμα του υπουργείου Παιδείας, γεγονός που δεν αποκλείεται να οδηγήσει ακόμη και στη νόθευση της δημοτικής. Επικριτική στάση τήρησαν, όμως, απέναντι σε αρκετά καινούργια σχολικά εγχειρίδια του Δημοτικού και του Γυμνασίου, οι εισηγητές του συνεδρίου για τα νέα βιβλία που ολοκληρώθηκε χτες στη Θεσσαλονίκη, ζητώντας μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις την απόσυρσή τους, όπως για παράδειγμα τα Αρχαία Ελληνικά και η Ιστορία της Α� Γυμνασίου. Το «πακέτο» των βιβλίων Στις αρχές του τρέχοντος σχολικού έτους (2006-2007) εστάλησαν στα δημοτικά και γυμνάσια 55 από τα 119 νέα σχολικά εγχειρίδια, ενώ τον ερχόμενο Σεπτέμβριο αναμένεται να εισαχθούν στα σχολεία και τα υπόλοιπα 64. Το «πακέτο» των περίπου 500 βιβλίων (μαζί με τα τετράδια μαθητή, εκπαιδευτικού και το λοιπό υλικό) στηρίζεται στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών των επιμέρους μαθημάτων. Σε αυτό το «πακέτο» συγκαταλέγεται και το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ� Δημοτικού, το οποίο έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στην ελληνική κοινωνία, οδηγώντας σε συστράτευση των πλέον ετερόκλητων απόψεων, προσώπων και φορέων με αίτημα την απόσυρσή του. Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει διαβεβαιώσει ότι η συγγραφική ομάδα θα προχωρήσει στις αναγκαίες διορθώσεις και οι μαθητές της ΣΤ� Δημοτικού θα παραλάβουν τη βελτιωμένη έκδοση του βιβλίου τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Παράλληλα, μέσα στο επόμενο διάστημα προωθείται η αξιολόγηση όλων των νέων σχολικών εγχειριδίων, που κυκλοφόρησαν την τρέχουσα σχολική χρονιά στα δημοτικά και τα γυμνάσια. Εκπαιδευτικοί, σχολικοί σύμβουλοι και μαθητές θα κληθούν να… βαθμολογήσουν στο τέλος του σχολικού έτους τα καινούργια βιβλία, απαντώντας σε σχετικά ερωτηματολόγια. «Δεν είναι ενδεδειγμένα» Κριτική και βολές από πολλές πλευρές δέχτηκαν αρκετά νέα σχολικά εγχειρίδια στη διάρκεια του τριήμερου συνεδρίου με θέμα «Αρχαιολογία και Εκπαίδευση. Τα νέα σχολικά βιβλία Δημοτικού και Γυμνασίου», που διοργανώθηκε από την Παρασκευή μέχρι και χτες στο ΑΠΘ, με πρωτοβουλία του Τομέα Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σε συνεργασία με το Σύλλογο Αποφοίτων της Σχολής, «Φιλόλογος», και το Σύλλογο Αποφοίτων του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, «Μίλτος Κουντουράς». Αναφερόμενος στην προκήρυξη των 500 νέων σχολικών βιβλίων το φθινόπωρο του 2003 από το υπουργείο Παιδείας, ο κ. Τσολάκης τόνισε στη διάρκεια του συνεδρίου: «Αυτό το θεωρήσαμε τολμηρό. Δε γράφονται έτσι τα βιβλία, τόσο εύκολα». Την περίοδο εκείνη ο Σύλλογος Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης συνέταξε ανοιχτή επιστολή προς τον