-Οι ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ και η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Οι ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ και η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Οι περισσότερες μαρξιστικές αναλύσεις[1] αναφέρονται κυρίως στο περιεχόμενο των έργων, το οποίο θεωρούν ότι μπορεί να μεταφραστεί σε μια κοινωνιολογική γλώσσα, η οποία παραμερίζοντας τα μορφικά χαρακτηριστικά φέρνει στην επιφάνεια τις άμεσες επιπτώσεις των ιστορικο-κοινωνικών συνθηκών στη λογοτεχνία.[2] Δηλαδή η ! λογοτεχνία δεν είναι παρά εξωραϊσμένος πολιτικός λόγος που είτε νομιμοποιεί είτε αποκαλύπτει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο…[3]
Η απόλυτη στράτευση της τέχνης στις χώρες του «υπαρκτού «σοσιαλισμού»» φαίνεται πως στηρίχθηκε θεωρητικά σε μια ερμηνεία της επιστημολογικής θεωρίας του Lenin («Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός«, 1909). Σύμφωνα με τον Lenin η σύλληψη του εξωτερικού κόσμου είναι μια αντανάκλασή του στην ανθρώπινη συνείδηση.[4] Έγραφε δε ο ίδιος για την «κομματικότητα» στην τέχνη: «Η λογοτεχνία πρέπει να γίνει συστατικό στοιχείο σε μια οργανωμένη, σχεδιοποιημέν! η, ενοποιημένη, σοσιαλδημοκρατική, κομματική δουλειά». Οι απόψεις του Lenin είχαν ανεπιθύμητες πολιτικές παρενέργειες, για τις οποίες ωστόσο φαίνεται ότι δεν ευθύνεται απολύτως ο ίδιος: στο συνέδριο των προλετάριων συγγραφέων το 1920 είχε διευκρινίσει ότι είναι τελείως εξωπραγματικές οι προσπάθειες να κατασκευασθεί μια «προλεταριακή κουλτούρα» με αποφάσεις κομματικών οργανώσεων και στάθηκε επίσης αντίθετος στην απόρριψη του παρελθόντος.[5]
Ωστόσο το 1934 το Συνέδριο σοβιετικών συγγραφέων υιοθέτησε το δόγμα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», τεχνοτροπία σύμφωνα με την οποία γενικά η τέχνη έπρεπε εφεξής να διαπνέεται από τις αρχές της αντικειμενικότητας και της λαϊκότητας. Ήδη το 1923 ο L. Trotsky έγραφε πως η απόλυτη στράτευση υποβίβασε τη λογοτεχνική παράδοση σε «μια λογοτεχνία παραμορφωμένη, πορνογραφική, «επαναστατών» αυλοκολάκων, έργο ενός περιληπτικού ανώνυμου»!…[6] Και αλλού: «Το κράτος εί! ναι οργάνωση καταπίεσης, επομένως οι Μαρξιστές που βρίσκονται στην εξουσία μπορούν να δοκιμάσουν τον πειρασμό να ρυθμίσουν ακόμη και την πολιτιστική και μορφωτική εργασία στις εργαζόμενες μάζες με βάση το δόγμα «να την η αλήθεια – γονατίστε μπροστά της«».[7]…
Ο G. Lukacs (πρώτη περίοδος, της «Ιστορίας και ταξικής συνείδησης», 1923) αποδεχόταν την θεωρία της αντανάκλασης αλλά παράλληλα πίστευε και στον ενεργητικό ρόλο της υποκειμενικότητας.[8] Στο έργο «Ο νεαρός Χέγκελ» (1948) ο Lukacs κάτω από το βάρος πολιτικών (όπως μπορούμε εκ των υστέρων να υποθέσουμε) πιέσεων, υπαναχωρεί και περιγράφει την αλλοτριωμένη συνείδηση σαν την παθητική αντανάκλαση των οικονομικών αναγκαιοτήτων που έχουν διαμορφωθεί στον καπιταλισμό: το υποκείμενο ακυρώνεται υποτασσόμ! ενο στον οικονομικό ντετερμινισμό. Ο Lukacs θα επιχειρήσει να επαναφέρει το υποκείμενο στο προσκήνιο διαμέσου της αισθητικής. Τώρα θα υπερασπιστεί το αστικό μυθιστόρημα στο οποίο βλέπει να υλοποιείται εκείνο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως «κριτικό ρεαλισμό».[9] Πώς όμως αυτό συμβιβάζεται με τη θεωρία του για την αλλοτρίωση της συνείδησης στον καπιταλισμό?
Αντίθετα από την επιστημονική αντανάκλαση, που δίνει την εννοιολογική εικόνα της πραγματικότητας, για τον Lukacs η καλλιτεχνική αντανάκλαση είναι δευτερογενής, δηλαδή είναι αντανάκλαση αυτού που έχει ήδη αντανακλασθεί και διαπεραστεί από την φαντασία του καλλιτέχνη. Η καλλιτεχνική αλήθεια είναι μια μορφή υπέρβασης της αλλοτρίωσης, είναι μια σύλληψη της πραγματικότητας στην ολότητά της και συλλαμβάνεται μόνο από προικισμένα άτομα.
Για τον L. Goldman (επιφανή μαθητή του Lukacs) υπάρχει μια ομολογία ανάμεσα στην καπιταλιστική οικονομία και στο μυθιστόρημα: «η ανάπτυξη μιας οικονομικής δομής προκαλεί τη δημιουργία ομόλογων δομών στη λογοτεχνία». «Η καπιταλιστική κοινωνία τείνει να αφαιρέσει βαθμιαία από τη συνείδηση κάθε ενεργητική λειτουργία και να τη μεταβάλει σε απλή αντανάκλαση της υποδομής».
Σύμφωνα με τη Μαρξική θεωρία, με την αυτονόμηση της οικονομίας στον καπιταλισμό και τη κυριαρχία της πάνω σε όλη την κοινωνική ζωή, οι ανθρώπινες σχέσεις εμφανίζονται ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων (ως χρηματικές σχέσεις ή ως εμπόρευμα). Η αλλοτρίωση (η αποξένωση από τη φύση, από τα προϊόντα της εργασίας, από τους άλλους ανθρώπους λόγω της μισθωτής εργασίας, η αποξένωση από τον ίδιο τελικά τον εαυτό μας) διαποτίζει όλες τις δραστηριότητες και τις σχέσεις των ανθρώπων. Κινήσεις όμως αμφισβήτησης και αντίστασης σε ποικίλες εξουσιαστικές και εκμεταλλευτικές πρακτικές συνιστούν κινήσεις προς την υπέρβαση της αλλοτρίωσης των ανθρώπινων σχέσεων. Οι κοινωνικές αναγκαιότητες δεν μας επιβάλλονται από κάποιες μυστηριακές δυνάμεις. Ο Marx δεν θεωρεί αυτή τη κατάσταση ως οριστική και αμετάκλητη και καταλογίζει στους ίδιους τους ανθρώπους και όχι στις «περιστάσεις» ! (αφηρημένες αναγκαιότητες) την ευθύνη για την πλάνη ή την ηθελημένη υποταγή ή και τη συνειδητή (ή μη) συνέργεια σε καταστάσεις αλλοτρίωσης.[10] (ο Marx, πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε, μιλάει για σχέσεις και όχι για δομές).
Ο T. Adorno θεωρεί ότι οι απόψεις των Lukacs και Goldman οδηγούν στην «οντολογικοποίηση της ιστορίας» (μια χρονική και δυναμική σημαντική δομή διαδραματίζει το ρόλο μιας υπόστασης που γεννάει συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις).[11]
Ο «γενετικός δομισμός» του Goldman γενικά μένει πιστός στον περιεχομενισμό του Lukacs. Όλα, κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται πως εξηγούνται με το φετιχισμό του εμπορεύματος, που εγκαθίσταται ή τείνει να εγκατασταθεί ως «δεύτερη φύση» στη κοινωνική συνείδηση.[12] Πρέπει, λοιπόν, να εντοπίσουμε στο περιεχόμενο του μυθιστορηματικού λόγου αυτή την αλλοτριωμένη συνείδηση. Ο περιεχομενισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με την έμφαση που έδωσαν οι φορμαλιστές, ο Bakhtine αλλά και ο Brecht στα ζητήματα μορφής.
Ο Lukacs κατηγόρησε τον Β. Brecht ως φορμαλιστή. Ο Brecht στρέφει τα πυρά του ενάντια στον ιδεαλισμό του Lukacs: το λογοτεχνικό έργο δεν είναι ένα «αυτογενές όλο» που καταφέρνει να ξεπεράσει την αλλοτρίωση της συνείδησης δημιουργώντας τύπους και συμφιλιώνοντας τις αντιφάσεις ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο, στο άτομο και την κοινωνία. Η αρμονική ολότητα και η τυπικότητα με τη οποία, κατά τον Lukacs, το έργο θα μπορούσε να κερδίσει τη μέθεξη του θεατή και να τον οδηγήσει σε μια αριστοτελικού τύπου «κάθαρση» βρίσκει εντελώς αντίθετο τον Brecht: οι αντιφάσεις οφείλουν να έρχονται στο προσκήνιο, οι ανθρώπινοι χαρακτήρες, και οι πράξεις τους, δεν πρέπει να παρουσιάζονται αμβλυμμένοι και τελειωμένοι, αλλά με τις αντιφάσεις και τις ατέλειες που υπάρχουν στην πραγματική ζωή. Όχι όμως με έναν νατουραλιστικό τρόπο ! (όπως π.χ. στη θεωρία της αντανάκλασης).[13] Ο ρεαλισμός του Brecht αποτελεί αποκατάσταση της πραγματικής σχέσης, που είναι η διαλεκτική ενότητα ύπαρξης και συνείδησης, είναι και λόγου. Είναι δηλαδή η διάρρηξη της ταυτοποίησης από τον ιδεαλισμό συνείδησης και είναι (η συνείδηση ως στιγμή και εντολέας της Ιδέας ή και η συνείδηση ως εντολέας των καθορισμών της οικονομίας). Η πραγματική τους σχέση είναι σχέση διαφοράς και διαλεκτικής ενότητας.[14]
Η ενσυναισθηματική συμμετοχή των θεατών για τον Brecht ισοδυναμεί με τη μετατροπή τους «σε ένα φοβισμένο ευκολόπιστο, γητεμένο όχλο», ενώ η τέχνη θα έπρεπε να τους ωθεί να σκέφτονται πάνω στην πραγματική κατάσταση, να τη γνωρίσουν καλύτερα για να θελήσουν να της αντισταθούν στην πράξη.[15] Όσον αφορά δε το αίτημα της «λαϊκότητας» στη τέχνη (η τέχνη για το λαό), ο Brecht επικρίνει τον διδαχτισμό εκείνο που υποτιμά το λαό («καθυστερημένος», που μαθαίνει δύσκολα και το καινούριο του είναι απροσπέλαστο…)
Ο W. Benjamin (αλλά και ο ίδιος ο Brecht) είδε την καλλιτεχνική παραγωγή, όχι σαν μια δημιουργία της καθαρής σκέψης, αλλά σαν μια παραγωγική εργασία (επεξεργασία προϋπαρχόντων υλικών όπως η γλώσσα, με τη βοήθεια τεχνικών). Για τον Benjamin η κριτική για το συγγραφέα ως παραγωγό, πρέπει να αναφέρεται όχι στην πολιτική αλλά στην λογοτεχνική του στράτευση (σχέση του με τις τεχνικές της λογοτεχνικής παραγωγής). Το ζήτημα είναι εάν είναι σε θέση να επαναστατικοποιήσει αυτές τις τεχνικές. Μέσα στη διαδικασία της λογοτεχνικής παραγωγής παράγεται το έργο αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας και το κοινό του μέσα από διαλεκτικές σχέσεις.
[1] Βλπ. σχετικά με τη σχέση των κλασικών του Μαρξισμού με τη λογοτεχνία και: Edmund Wilson: «Η ιστορική ερμηνεία της λογοτεχνίας», εκδ. Πλέθρον.
[2] Οι Marx και Engels («Αγία οικογένεια») διακρίνουν ανάμεσα στη ρητορεία και τη λογοτεχνικότητα, θεωρούν ότι η στράτευση δεν είναι ανεκτή στο λογοτεχνικό έργο παρά μόνον, όταν έχει πάρει λογοτεχνική μορφή και φυσικά απορρίπτουν τις παρεκκλίσεις οικονομιστικού τύπου.
[3] Ο Plechanov για παράδειγμα στο «Τέχνη και κοινωνική ζωή» αντιπαρέθεσε στο αξίωμα του αισθητισμού «η τέχνη για την τέχνη» την άποψη ότι η τέχνη είναι η έκφραση των κοινωνικών προβλημάτων με εικόνες (μια άποψη που είχαν εκφράσει και οι συμβολιστές).
[4] Μια σύντομη διαπραγμάτευση της συζήτησης γύρω από τη λενινιστική γνωσιοθεωρία: G.A. Paul:
«Η λενινιστική θεωρία της αντίληψης», εκδ. Έρασμος.
[5] Πολύ ενδιαφέροντα για το θέμα της στράτευσης της τέχνης είναι όσα αναφέρονται στο: Terry Eagleton: «Ο Μαρξισμός και η λογοτεχνική κριτική», εκδ. Ύψιλον. Επίσης, βλπ., από μια άλλη οπτική, για τις Μαρξιστικές θεωρίες της λογοτεχνίας (Marx, Engels, Lenin, Trotsky, Plechanov, Mao Tse-Tung, Lukacs, Brecht, Adorno, Sartre, Goldmann, Benjamin, κ.ά.): D. Fokkema-E. Ibsch: «Θεωρίες λογοτεχνίας του 20ου αιώνα», εκδ. Πατάκη.
[6] L. Trotsky : «Λογοτεχνία και Επανάσταση», εκδ. Θεωρία, σελ. 210.
[7] ό.π, σελ. 11. Η λογοκρισία της πνευματικής παραγωγής ασκήθηκε από «μια γραφειοκρατία άξεστη και αναίσχυντη, μεθυσμένη από την παντοδυναμία της, και που έχει καταντήσει η αντίθεση της επανάστασης» (σελ. 257). Ο L. Trotsky ήταν αντίθετος στην κρατική καθοδήγηση και σε κάθε μορφή λογοκρισίας, πίστευε ότι ο Μαρξισμός δεν προσφέρει συνταγή για την καλλιτεχνική δημιουργία ή αξιολόγηση (η τέχνη υπακούει στους δικούς της ! νόμους), υπήρξε ωστόσο εξίσου αντίθετος με τις απόψεις του φορμαλισμού που θεωρούσε ότι υπερασπιζόταν την «καθαρή τέχνη» (αναλυτικά την άποψη του Trotsky για τον φουτουρισμό και για τη φορμαλιστική ποιητική σχολή βλπ. στις σελ. 103-131 και 131-148 αντίστοιχα. Επίσης για την «προλεταριακή τέχνη» και την πολιτική «του κόμματος» στην τέχνη, κεφ.VI, VII).
[8] Η άποψη του Lukacs ότι η συνείδηση μέσω της πράξης γίνεται τμήμα της ιστορίας, αναπτύσσοντας μια διαλεκτική σχέση επηρεασμού και αναστροφής με το αντικείμενο, ερχόταν σε αντιπαράθεση με την μηχανιστική αντίληψη του Engels («Αντι-Ντύρινγκ») για το «φαταλιστικό και ανάλλακτο χαρακτήρα της πραγματικότητας», για την απόλυτη δηλαδή αναγκαιότητα που επιβάλλεται στη συνείδηση (βλπ. για παράδειγμα: L. Goldman: «Εισαγωγή στον Lukacs και στον Χάιντεγκερ» εκδ. Έρασμος, σελ.25).
[10] «οι άνθρωποι είναι ακριβώς εκείνοι που αλλάζουν τις περιστάσεις» (ΙΙΙ θέση για τον Φώϋερμπαχ).
[11] Αυτή η οντολογικοποίηση της ιστορίας, θεωρεί ο Αντόρνο ότι μπορεί να αποφευχθεί με τη διάκριση ερμηνείας και νοήματος. Αντί για την αναζήτηση της αλήθειας ενός προβλήματος, η φιλοσοφική ερμηνεία θεμελιώνεται στη συναρμολόγηση στοιχείων μικρού μεγέθους. Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι όχι να λυθεί το πρόβλημα στην θεωρία αλλά στη πράξη. Η κοινωνιολογία αναλαμβάνει το καθήκον για τη συλλογή των στοιχείων, η φιλοσοφική ερμηνεία αυτό της ταξινόμησης και η πράξη το καθήκον της ανατροπής τους (T. Adorno: «Η ιδέα της φυσικής ιστορίας» εκδ. Πρίσμα).
[12] Η ταυτότητα βέβαια συνείδησης και είναι, υποκειμένου και αντικειμένου, μετριάζεται με την αναφορά σε «τάσεις» (η οικονομία «τείνει» να γίνει δεύτερη φύση, κλπ…) – βλπ. και στο L. Goldman: «Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος» εκδ. Πλέθρον.
[13] Βλπ. γενικά B. Brecht: «Για το ρεαλισμό», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, κυρίως σελ.48-65, 87-89, 90-98, 110-122, 180-204, 218-225, 242-246.
[14] Βλπ. και Tzvetan Todorov: «Κριτική της κριτικής», εκδ. Πόλις.
[15]Το «επικό θέατρο» (αντιπαράθεση της διακοπής στην δραματουργική ενότητα), παρουσιάζει συνηθισμένα οικεία καθημερινά πράγματα τα οποία ανοικειώνει με διακοπές, έτσι ώστε ο θεατής να αυτοαναγνωρίζεται αλλά συγχρόνως να παίρνει τις αποστάσεις του, συμμετέχοντας ως συζητητής μάλλον σε μια κριτική προς την ίδια την κατάσταση την οποία βιώνει.
Με την τριπλή «αποξένωση» (σκηνογραφική, δραματική και υποκριτική) ο Μπρεχτ απομακρύνεται από την αριστοτελική μίμηση και κάθαρση αλλά και την αντανάκλαση. «Τι είναι η αποστασιοποίηση? Αποστασιοποιώ ένα γεγονός ή ένα χαρακτήρα σημαίνει κατ’ αρχήν απλά ότι τους παίρνω αρχικά το αυτονόητο, το γνωστό, το φανερό και προκαλώ απορία και περιέργεια γι’ αυτό το γεγονός και γι’ αυτόν τον χαρακτήρα» («Για το ρεαλισμό», σελ.201)
—————————-
«αντι-καπιταλιστής»
15/01/2007 13:02
Athens Indymedia web site
Sorry, the comment form is closed at this time.